Ιωάν.ς:17-18 «και εμβάντες εις το πλοίον, ήρχοντο πέραν
της θαλάσσης εις Καπερναούμ. Και είχεν ήδη γείνει σκότος και ο Ιησούς δεν είχεν
ελθεί προς αυτούς, και η θάλασσα υψόνετο, επειδή έπνεε δυνατός άνεμος».
Ήταν θαύμα μετά το θαύμα. Είχε ξεχειλίσει από θαύματα εκείνο
το εικοσιτετράωρο. Και θαύματα που ξεχώριζαν, που δεν έμοιαζαν με τα θαύματα που
ως τώρα είχαν συνηθίσει να βλέπουν οι μαθητές.
Εκεί, έξω στην ερημιά, κοντά στη λίμνη, έγινε το πρώτο θαύμα
εκείνου του εικοσιτετραώρου. Καθισμένοι πρασιές -πρασιές πέντε χιλιάδες άνδρες,
χώρια οι γυναίκες και τα παιδιά, πήραν από τα χέρια των μαθητών το ψωμί, που
θαυματουργικά το πολλαπλασίασε ο Χριστός. Και χόρτασαν όλοι. Θαύμα αυτό τόσο
χτυπητό, τόσο μεγάλο και η εντύπωση, που προξένησε στο πλήθος έξω στην ερημιά,
τόσο βαθειά, τόσο ζωηρή, ώστε υπό το κράτος του ενθουσιασμού τους,
αποπειράθηκαν εκείνοι, που είχαν γευθεί το θαυματουργικό ψωμί, να αναγκάσουν το
Χριστό να εκδηλωθεί σαφέστερα και να διεκδικήσει επί τέλους το θρόνο της Μεσσιανικής
βασιλείας Του — όπως αυτοί βέβαια τη φαντάζονταν τη βασιλεία αυτή.
Αυτός είναι ο λόγος, που εξηγεί τη βιαστική επιβίβαση των
μαθητών στο πλοίο εκείνη τη βραδιά. Δύο από τους Ευαγγελιστές, που αφηγούνται
τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, διέσωσαν τη λεπτομέρεια αυτή: «Και ευθύς ηνάγκασε (ο Ιησούς) τούς μαθητάς Αυτού να εμβώσιν εις το πλοίον».
Έπρεπε με κάθε τρόπο ν' αποφευχθεί ο κίνδυνος, που δημιουργούσε για το έργο του
Χρίστου ο παρεξηγημένος εκείνος και κούφιος Μεσσιανικός ενθουσιασμός. Κι έτσι
βιαστικά ανάγκασε ο Χριστός τούς μαθητές Του να επιβιβαστούν στο καραβάκι τους,
που κάπου εκεί κοντά ήταν αγκυροβολημένο, και να ξεκινήσουν για την αντικρινή
ακτή της λίμνης.
Κι Αυτός χωρίς να Τον αντιληφτεί το πλήθος, πήρε το μονοπάτι
του βουνού, για να έχει εκεί λίγες ώρες αδιατάρακτης επικοινωνίας με τον Πατέρα
Του, λίγη ώρα προσευχής. Είχε νυχτώσει πια, όταν οι μαθητές σήκωσαν την άγκυρα
κι άνοιξαν τα πανιά της ψαρόβαρκάς τους βάζοντας πορεία για τη δυτική ακτή της
λίμνης, χωρίς να το υποπτεύονται, ότι ξεκίνησαν, για να περάσουν από την
περιοχή ενός θαύματος στην περιοχή ενός άλλου.
Ξαφνικό ήταν, άλλα όχι και ανέλπιστο, αυτό που έγινε εκείνο
το βράδυ. Γιατί η Λίμνη της Τιβεριάδας είναι μάλλον ξακουστή για τις ξαφνικές
της τρικυμίες. Αυτό ακριβώς έγινε κι εκείνο το βράδυ. Όταν ξεκίνησαν από το
αγκυροβόλιο τους τίποτε στο ασκημένο μάτι των ψαράδων δεν προμήνυε την
περιπέτεια, που τους περίμενε στο κέντρο της λίμνης. Ξαφνικά όμως ένα βιαστικό ρεύμα
ανέμου κατέβηκε από τα γύρω βουνά, τάραξε τη μικρή λίμνη και σε λίγο άγρια, αφρισμένα,
βουνά τα κύματα με πείσμα, με λύσσα έπεφταν πάνω στο καραβάκι των μαθητών.
Αντιμετώπισαν εκείνη τη νύχτα οι μαθητές μια ώρα μεγάλου κινδύνου και είδαν
άλλη μια φορά το χέρι του Θεού στη ζωή τους.
Δεν ήταν αυτή η πρώτη τρικυμία, που μας διέσωσαν τα
Ευαγγέλια. Στην ίδια εκείνη λίμνη, ίσως μέσα στο ίδιο εκείνο καράβι, πριν από
λίγες κατά πάσα πιθανότητα εβδομάδες μια άλλη ξαφνική και πολύ άγρια τρικυμία
είχαν γνωρίσει οι μαθητές. Τότε όμως ήταν μέρα, τώρα είναι νύχτα. Και της
νύχτας τα κύματα πάντα πιο άγρια και πιο σκοτεινά. Κι ακόμα: τότε μαζί τους
μέσα στο ίδιο καράβι ήταν ο Χριστός. Τώρα ο Χριστός είναι μακριά. Τώρα είναι
μονάχοι τους. Δεν είναι απλώς ένα ξηρό στοιχείο της αφηγήσεως αυτό, που μας
διέσωσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, είναι ένα αντικαθρέφτισμα της ψυχικής κατάστασης
των επιβατών εκείνης της ψαρόβαρκας: «και
είχεν ήδη γίνει σκότος και ο Ιησούς δεν είχεν έλθει προς αυτούς».
Σκοτάδι γύρω τους και ο Ιησούς μακριά! Υπήρχε μια κενή θέση
σ' εκείνη την ψαρόβαρκα, και πιο πολύ κι από τον άνεμο, που άγρια σφύριζε γύρω
τους, και πιο πολύ κι από τα κύματα, που τούς χτυπούσαν, την αμηχανία και το
φόβο τους τον αύξαινε εκείνη η κενή θέση. Τόσο δυνατή τρικυμία ξέσπασε και ο
Χριστός ήταν μακριά!
Όχι ασυνήθης η πείρα αυτή στο καραβάκι των μαθητών. Πολλές
είναι οι τρικυμίες που η θέση του Χρίστου μέσα στο καραβάκι είναι κενή, η τουλάχιστον
φαίνεται σαν να είναι κενή. Πολλές οι δύσκολες περιστάσεις, πολλά τα σκοτεινά
και άλυτα προβλήματα, πολλές οι στενόχωρες ώρες, που φαίνεται σα να μας ξέχασε ο
Θεός, σα να αποσύρθηκε ο Χριστός στο βουνό Του και το άφησε το παιδί Του μονάχο
ν’ αντιμετωπίσει την τρικυμία. Και από την τρικυμία πολύ πιο τρομακτική είναι η
κενή θέση στο πλάι μας. Είναι το αίσθημα της μονώσεως, της εγκατάλειψης. Είναι ο
κρύος φόβος, που γλιστρά μέσα στην καρδιά, όταν νοιώσει κανείς, καλώς η κακώς, ότι
αποτραβήχτηκε ο Θεός από τη ζωή του και τον άφησε μόνο.
Μάθημα αυτό πολύ σπουδαίο για τη δική μας τη ζωή. Δεν έχουν
πάντα την ίδια όψη οι τρικυμίες της ζωής. Η ίδια ψαρόβαρκα, η ίδια λίμνη, η
ίδια ρουτίνα της ζωής, αλλά μια καινούργια ανέλπιστη τρικυμία χτυπά το καράβι
μας, ένας καινούργιος πειρασμός εξαπολύει τον αιφνιδιασμό του, μια καινούργια
δοκιμασία μας επισκέπτεται. Οι συνθήκες της ζωής μεταβάλλονται, άλλα ο Χριστός
παραμένει ο ίδιος. Και ίσως ένας από τους λόγους, για τους οποίους επιτρέπει ο Θεός
την ποικιλία αυτή των δοκιμασιών, είναι για να συνηθίσει η καρδιά να αναπτύσσει
ένα αίσθημα ανεξαρτησίας από τις εξωτερικές περιστάσεις και να μάθει ν' ακουμπά
πάνω στο Χριστό σε πείσμα των εξωτερικών συνθηκών.
Και μια πρόσθετη πηγή αμηχανίας εκείνη τη νύχτα στην καρδιά
των μαθητών. Δεν είχαν ξεκινήσει για τη δυτική ακτή της λίμνης από δική τους
προαίρεση. Δεν ήταν δικής τους πρωτοβουλίας καρπός το ταξίδι εκείνο. Κάθε άλλο.
Αν αυτοί ερωτιόνταν, πιστεύω ότι, κανένας τους δεν θα προθυμοποιείτο να μπει
στο καράβι και να φύγει, έστω και για λίγες ώρες, μακριά από το Χριστό. Ήταν
αποκλειστικά του Χρίστου η πρωτοβουλία και του Χριστού η διαταγή. Εκείνος τους
ανάγκασε, όπως μας πληροφορούν οι Ευαγγελιστές, να μπουν στο πλοίο. Και τους
βρήκε η τρικυμία! Τρικυμίες είχαν γνωρίσει πολλές σ' άλλα τους ταξίδια. Αλλά
εκείνα τα ταξίδια τα είχαν σχεδιάσει οι ίδιοι. Αυτό το είχε σχεδιάσει ο
Χριστός.
Και τώρα από πιο κοντά ας παρατηρήσουμε την τρικυμία. Ας
προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το «γιατί» της τρικυμίας, το «γιατί» του πόνου, της
θλίψης, της δοκιμασίας στη ζωή του Χριστιανού. Το παγκόσμιο «γιατί». Δεν
υπάρχει καρδιά, που κάποτε δεν αισθάνθηκε το βάρος του. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που
κάποτε με αγωνία να μη το ψιθύρισε. «Γιατί;». Πόσες φορές δεν το ακούσαμε αυτό σε
στιγμές ενός ξαφνικού πόνου: «Γιατί μου το έκανε αυτό ο Θεός;». Και το είπε αυτό
όχι μόνο ο άνθρωπος του κόσμου. Και του Χριστιανού η καρδιά πόσες φορές το
βρήκε αδύνατο να κρατηθεί και είπε: «Γιατί, Θεέ μου; Γιατί το επέτρεψες αυτό;».
Ακόμα και στου Χριστού τα χείλη ανέβηκε κάποτε αυτό το «γιατί». Στην τρομερή εκείνη
ώρα του σταυρού, όταν ο πόνος άγγιξε το πιο τρυφερό Του νεύρο, σαν είδε ξαφνικά
ο Χριστός και τον Πατέρα Του ακόμα ν' αποστρέφει για μια στιγμή το βλέμμα Του από
πάνω Του, φορτωμένος καθώς ήταν με του ανθρώπου την αμαρτία, η ανθρώπινη καρδιά
Του δεν άντεξε και μοιράσθηκε με τη δική μας την καρδιά κι αυτήν ακόμα την
πείρα της και βγήκε από τα χείλη Του αγωνιώδης εκείνη η κραυγή: «Γιατί, Θεέ
μου; Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειπες;». Σ’ ένα τέτοιο «γιατί» τί απάντηση θα
δώσουμε; Σε ποιο ναυπηγείο κατασκευάσθηκε το καραβάκι της ανθρώπινης ζωής το ξέρουμε.
Αλλά οι τρικυμίες, που το δέρνουν; Αυτές από ποιανού χέρια βγήκαν;
Ξέρουμε, ότι πρόχειρη υπήρχε πάντοτε η απάντηση γι' αυτό το
γιατί. Πρόχειρη ακόμα και στα χείλη των μαθητών, θυμάστε, όταν βρέθηκαν μπροστά
στο θέαμα του εκ γενετής τυφλού, πόσο εύκολα ανέβηκε στα χείλη τους η ερώτηση:
«Αυτός, Κύριε, αμάρτησε η οι γονείς του;». Κάποιος θα πρέπει να αμάρτησε.
Κάποιας συγκεκριμένης αμαρτίας καρπός θα πρέπει να ήταν τα σβησμένα εκείνα
μάτια. Εύκολη εξήγηση κάθε πόνου και κάθε τρικυμίας, που ο Χριστός όμως την
απέρριψε σαν μη ανταποκρινόμενη προς τα πράγματα. Και δεν μπορούμε βέβαια κι'
εμείς να εγκολπωθούμε μια τέτοια εξήγηση.
Ας προσέξουμε όμως. Ας προσέξουμε, που θα χαράξουμε τον
κύκλο. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία ότι ορισμένες από τις
τρικυμίες, που δέρνουν το καράβι της ζωής μας, είναι ο καρπός κάποιας
συγκεκριμένης δικής μας αμαρτίας. Δεν θα επιχειρήσουμε βέβαια να κάνουμε
στατιστική, άλλα ο Θεός ξέρει, κι εμείς το ξέρουμε, ότι ορισμένα από τα δάκρυα,
ορισμένες από τις πικρίες, ορισμένες από τις τρικυμίες της ζωής εμείς οι ίδιοι
τις προκαλέσαμε με την ανόητη, την απρόσεκτη, η και την αμαρτωλή συμπεριφορά
μας. Είναι η μοιραία συγκομιδή μιας απρόσεκτης σποράς. Και εν σχέσει μ' αυτές
τις τρικυμίες το πρώτο πράγμα, που έχουμε να κάνουμε, είναι να ασκήσουμε έναν
ειλικρινή και αυστηρό έλεγχο στην καρδιά μας.
Υπάρχουν στη ζωή του Χριστιανού πολλές τρικυμίες. Κάθε
τρικυμία δεν είναι κατ' ανάγκη η άμεση συνέπεια μιας συγκεκριμένης αμαρτίας στη
ζωή σου. Όλα τα καράβια σ' ένα πέλαγος πλέουν και το πέλαγος αυτό το έχει
ταράξει η αμαρτία. Και το δικό σου το καράβι μαζί με άλλα πολλά καράβια θα
μοιραστεί την τρικυμία, που προκάλεσε η αμαρτία ενός άλλου ανθρώπου. Αλλά πόση η
διαφορά ανάμεσα στα διάφορα καράβια εν σχέση μ' αυτές τις τρικυμίες! Γιατί για
το Χριστιανό είναι δάσκαλος η τρικυμία. Είναι περίεργος, ανέλπιστος, ανεπιθύμητος,
αλλά πραγματικός φορέας ευλογιών.
Περίεργο, αλλά πραγματικό: από τις τρικυμίες, για τις όποιες
δεν είναι τα ίδια υπεύθυνα, βγαίνουν πιο δυνατά τα καραβάκια του Θεού. Από τις
δοκιμασίες και τις θλίψεις, που δεν τις προκάλεσε ο ίδιος, βγαίνει ο Χριστιανός
με μεστότερη πείρα, με ωριμότερο χαρακτήρα, με βαθύτερη πίστη, με στενότερο το δεσμό
του με το Χριστό. Υπάρχουν και ευλογημένες τρικυμίες. Είναι οι μεταμφιεσμένες ευλογίες
του Θεού. Στενάζει το καράβι, όσο διαρκεί η τρικυμία, αλλά «πάσα παιδεία προς μεν το παρόν δεν φαίνεται ότι
είναι πρόξενος χαράς, αλλά λύπης, ύστερον όμως αποδίδει εις τούς γυμνασθέντας
δι’ αυτής καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης» (Εβρ.ιβ:11).
Και μια άλλη λεπτομέρεια στη θαυμαστή αύτη ιστορία. Είναι το
αίσθημα της έκπληξης, που γέμισε τις καρδιές μέσα στη ψαρόβαρκα, όταν μπήκε
μέσα ο Χριστός. Έκπληξη δικαιολογημένη, θα έλεγε κανείς, γιατί από παράξενο και
απίθανο μονοπάτι ήρθε κοντά τους ο Κύριος. Ήρθε περπατώντας πάνω στα κύματα. Ήταν
όμως άραγε τόσο δικαιολογημένη η έκπληξη αυτή; Λίγες μόνο ώρες τους χώριζαν από
το άλλο εκείνο θαύμα, που το είδαν εκεί έξω στην ερημιά. Δεν θα έπρεπε η θαυμαστή
πείρα, από την όποια πριν από λίγες μόνο ώρες είχαν περάσει, να είχε
προετοιμάσει τις καρδιές τους, να τούς είχε προδιαθέσει, να τούς είχε διδάξει, ότι,
όταν ζει κανείς κοντά στο Χριστό, ποτέ δεν πρέπει να αποκλείει το θαύμα; Και
όμως, όταν είδαν το Χριστό να επιβιβάζεται στην ψαρόβαρκά τους καταμεσής στο
πέλαγος, εξεπλάγησαν. Και ακούστε, πώς εξηγεί το αίσθημα αυτό της έκπληξης ένας
από τούς επιβάτες εκείνης της ψαρόβαρκας: «Διότι
δεν εννόησαν εκ των άρτων, επειδή η καρδία αυτών ήτο πεπωρωμένη». Του
Πέτρου διαπίστωση αυτή, γιατί κατά πάσα πιθανότητα ο Πέτρος υπαγόρευσε στο
Μάρκο το περιεχόμενο του Ευαγγελίου του. Παράπονο του Πέτρου με την καρδιά του,
που ήταν τόσο πωρωμένη, ώστε, ενώ απείχε τόσο λίγο από την περιοχή ενός θαύματος,
εξεπλάγη, όταν βρέθηκε στην περιοχή ενός άλλου.
Ας μη προσθέσουμε κι εμείς το δικό μας έλεγχο στον έλεγχο
του Πέτρου, γιατί υποπτεύομαι, ότι, αν εκείνη τη νύχτα, έξω στο αγριεμένο
πέλαγος, βρισκόμασταν μέσα σ' εκείνη την ψαρόβαρκα και βλέπαμε το Χριστό να επιβιβάζεται
κατά τόσο ανέλπιστο τρόπο, κι εμείς θα τα χάναμε. Όπως κι αν το πάρεις το
πράγμα, η καρδιά του ανθρώπου είναι στενή και δυσκολεύεται να στεγάσει όλες τις
θαυμαστές δυνατότητες της ζωής, στην οποία την προσκαλεί ο Χριστός.
Ας μη προχωρήσουμε λοιπόν τώρα στον έλεγχο μας πάνω στην
ανθρώπινη καρδιά. Μάλλον ας θαυμάσουμε τη μεγάλη υπομονή τού Χριστού με τους δικούς
Του. Τους έδωσε Εκείνος τα θαύματά Του, όχι γιατί ήταν άξιοι, αλλά γιατί τούς αγαπούσε.
Ήξερε Εκείνος τις καρδιές τους. Ήξερε, ότι κι εκείνοι Τον αγαπούσαν. Ήξερε, ότι
το πνεύμα πρόθυμο ήταν, αλλά η σάρκα ασθενής. Και επιβιβάστηκε κατά τον απρόοπτο
εκείνο και θαυμαστό τρόπο στη βάρκα τους, για να τους βοηθήσει να νικήσουν τη
σάρκα, να μάθουν να Τον εμπιστεύονται.
Πόσο θα θέλαμε να το μάθουμε κι εμείς αυτό το μάθημα! Ας μη
το ξεχνούμε αυτό, ας το επαναλαμβάνουμε συνεχώς στη δύσπιστη καρδιά μας: η ώρα
του μεγάλου κινδύνου μας, η ώρα του πόνου και του πειρασμού μας, η ώρα ενός
πολύ σκοτεινού προβλήματος, η ώρα της εγκατάλειψής μας είναι η ώρα, που στην
ψαρόβαρκα της ζωής μας από ένα πολύ απίθανο μονοπάτι ετοιμάζεται να επιβιβασθεί
ο Χριστός.