Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Γραφές και παραδόσεις (3)

   
Σχέση μεταξύ άγραφης και γραπτής παράδοσης

Σαν τα κατεξοχήν θεόπνευστα όργανα, οι απόστολοι μετέδωσαν προφορικά «το μυστήριον του Ευαγγελίου» με επίγνωση ότι οι ακροατές τους ακούνε και παραλαμβάνουν «λόγον Θεού».

Α’ Θεσ.β:13 Διά τούτο και ημείς ευχαριστούμεν τον Θεόν αδιαλείπτως, ότι παραλαβόντες τον λόγον του Θεού, τον οποίον ηκούσατε παρ' ημών, εδέχθητε αυτόν ουχί ως λόγον ανθρώπων, αλλά καθώς είναι αληθώς, λόγον Θεού, όστις και ενεργείται μεταξύ υμών των πιστευόντων.


Γνώριζαν οι απόστολοι ότι ο προφορικός λόγος τους δεν ήταν γέννημα ανθρώπινης σοφίας, αλλά λόγος «εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως». Το νόημα της αποστολικής θεοπνευστίας είναι ότι το Άγιο Πνεύμα φανέρωσε στο νου των αποστόλων ολόκληρη την αλήθεια του Ευαγγελίου - και επίσης ότι, υπό την άμεση οδηγία του Πνεύματος, τα προνομιούχα εκείνα όργανα διατύπωσαν την αλήθεια αυτή με την πρέπουσα έμφαση και ακρίβεια. Η αποκάλυψη του Ευαγγελίου είχε διαποτίσει κάθε γωνία της εσωτερικής ζωής των αποστόλων έτσι ώστε το προφορικό τους κήρυγμα να βρίσκεται υπό τον πλήρη και διαρκή έλεγχο του Πνεύματος, και συνεπώς το κήρυγμα αυτό να μεταδίδεται σαν «λόγος Θεού», περικλείοντας δηλαδή θεία δύναμη και εξουσία. Εδώ άλλωστε υπάρχει και η ουσιαστική διαφορά μεταξύ της μεταποστολικής θεοπνευστίας αφενός και της θεοπνευστίας των αποστόλων αφετέρου.

Έχουμε ήδη δείξει ότι τα μέσα της διάδοσης του αποστολικού κηρύγματος ήταν δύο, λόγος προφορικός και γραπτός- κι’ επίσης ότι το περιεχόμενο τόσον της προφορικής όσο και της γραπτής παράδοσης ήταν εξίσου περιβεβλημένο με το κύρος θεοπνευστίας. Τα δύο αυτά συμπεράσματα μας οδηγούν τώρα για να ζητήσουμε αν και κατά πόσον η δογματική και ηθική διδασκαλία των δύο αυτών παραδόσεων ήταν μία και η αυτή η αν η μία διέφερε από την άλλη, είτε ολοκληρωτικά είτε εν μέρει. Θα προσπαθήσουμε, με άλλα λόγια, ν’ απαντήσουμε στο εξής βασικό ερώτημα.

Πρέπει να δεχτούμε δύο διαφορετικούς κανόνες Χριστιανικής αλήθειας, τον άγραφο και τον γραπτό; Η πίστη και η ζωή του σημερινού Χριστιανού πρέπει να υποταχτεί όχι μονάχα στο δόγμα των Γραφών αλλά προ πάντων και στο δόγμα των προφορικών παραδόσεων που, κατά την ίδια πάντοτε δογματική διδασκαλία, είναι η πληρέστερη και φωτεινότερη αποστολική παράδοση από τις δύο, και η οποία έχει διασωθεί διά μέσου της συνεχούς αποστολικής διαδοχής.

Τα Γραφικά εδάφια που θα καταχωρήσουμε αμέσως τώρα, εναντιώνονται στην παραπάνω δογματική διδασκαλία. Χρησιμοποιώντας ο Θεός δύο μέσα για την αποκάλυψη του Ευαγγελίου της Σωτηρίας, λόγο προφορικό και γραπτό, δε σημαίνει διόλου με τούτο ότι και οι κανόνες της αποκάλυψής Του είναι δύο.

Ο απόστολος Παύλος γράφει στους Θεσσαλονικείς Χριστιανούς:

Α’ Θεσ.δ:1-3 Όθεν του λοιπού, αδελφοί, σας παρακαλούμεν και σας προτρέπομεν διά του Κυρίου Ιησού, καθώς παρελάβετε παρ' ημών το πως πρέπει να περιπατήτε και να αρέσκητε εις τον Θεόν, ούτω να περισσεύητε εις το μάλλον· διότι εξεύρετε ποίας παραγγελίας εδώκαμεν εις εσάς διά του Κυρίου Ιησού. Επειδή τούτο είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός σας, να απέχησθε από της πορνείας,

αμέσως δε συνεχίζει επαναλαμβάνοντας και γραπτά τις «παραγγελίες» που είχε παραδώσει στους Θεσσαλονικείς διά ζώσης.

Παρόμοιας φύσης μαρτυρίες, που αναφέρονται στην ταύτιση και την αρμονία μεταξύ της άγραφης και της γραπτής παράδοσης, μας παρουσιάζει ο ίδιος απόστολος και σε άλλες επιστολές του.

Α’ Κορ.ιε:1-3 Σας φανερόνω δε, αδελφοί, το ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυξα προς εσάς, το οποίον και παρελάβετε, εις το οποίον και ίστασθε, διά του οποίου και σώζεσθε, τίνι τρόπω σας εκήρυξα αυτό, αν φυλάττητε αυτό, εκτός εάν επιστεύσατε ματαίως. Διότι παρέδωκα εις εσάς εν πρώτοις εκείνο, το οποίον και παρέλαβον, ότι ο Χριστός απέθανε διά τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς,

Εδώ ο Παύλος υπενθυμίζει στους αναγνώστες της επιστολής του το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, το όποιο τους είχε μεταδώσει διά ζώσης φωνής, κι’ αμέσως σπεύδει να επαναλάβει και γραπτά το δογματικό περιεχόμενο αυτού του κηρύγματος βάσει του οποίου σώθηκαν.

Επίσης και στην επιστολή του προς Γαλάτες, όπου ο απόστολος βεβαιώνει τους αναγνώστες του για το μοναδικό χαρακτήρα του Ευαγγελικού κηρύγματος του και μάλιστα σε τόνο εξαιρετικά επίσημο και αυθεντικό.

Γαλ.α:8 Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού σας κηρύττη άλλο ευαγγέλιον παρά εκείνο, το οποίον σας εκηρύξαμεν, ας ήναι ανάθεμα.

Το Ευαγγέλιο, δηλαδή, το όποιο ο απόστολος είχε κηρύξει στους Γαλάτες διά προφορικού λόγου έπρεπε οπωσδήποτε να συμφωνεί και να ταυτίζεται με το κήρυγμα καθώς το εκθέτει στην επιστολή του. Αν κάποιος άλλος, είτε άνθρωπος είτε άγγελος, προσθέσει στο Ευαγγέλιο αυτό, ή αφαιρέσει, αυτός, παραγγέλλει ο απόστολος, να στιγματιστεί σαν ανάθεμα. Και ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί το γεγονός ότι η προς Γαλάτες Επιστολή περιέχει την πλέον κατοχυρωμένη έκθεση του Ευαγγελίου της εν Χριστώ χάρης, σωτηρίας και ελευθερίας;

Η διδασκαλία που υποστηρίζει την ύπαρξη δύο πηγών και δύο κανόνων αποστολικής παράδοσης, άγραφης και γραπτής, διαψεύδεται από τα ίδια τα αποστολικά κείμενα. 

Δεν υπάρχει παρά μόνον ένα και το αυτό κήρυγμα σωτηρίας, που είναι συγχρόνως και το άγραφο και το γραπτό. Η άγραφη «παρακαταθήκη» του Ευαγγελίου, δεν είναι άλλη από εκείνη που μας έχει παραδοθεί γραπτά. Οι αποκαλύψεις και οι νουθεσίες που ο απόστολος παρέδωσε στους Θεσσαλονικείς «είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής» δεν ήταν παρά πνευματικοί θησαυροί από ένα και το ίδιο πνευματικό ταμείο, θα κάναμε εντελώς παράλογη υπόθεση αν δεχτούμε ότι το κήρυγμα της αλήθειας το όποιο άκουσε ο Τιμόθεος διά ζώσης φωνής του αποστόλου «ενώπιον πολλών μαρτύρων» και το οποίο όφειλε να διαφυλάξει με πιστότητα και να το μεταδώσει (Β’ Τιμ.α:13, β:2), ότι το κήρυγμα αυτό περιείχε διδασκαλίες έστω και στο ελάχιστο διαφορετικές από τις διδασκαλίες που πλατιά εκθέτει ο Παύλος στις δεκατρείς επιστολές του.

Καθώς ο Παύλος, έτσι και ο Πέτρος επιβεβαιώνει την αρμονία και την ταύτιση μεταξύ της άγραφης και της γραπτής παράδοσης, παρουσιάζοντας τα δόγματα και τις νουθεσίες που εκθέτει γραπτά στις επιστολές του σαν την ακριβή επανάληψη και υπόμνηση των όσων οι αναγνώστες του είχαν διδαχτεί και προφορικά:

Β’ Πέτρ.γ:1-2 Δευτέραν ήδη ταύτην την επιστολήν σας γράφω, αγαπητοί, με τας οποίας διεγείρω δι' υπενθυμίσεως την ειλικρινή σας διάνοιαν, διά να ενθυμηθήτε τους λόγους τους προλαληθέντας υπό των αγίων προφητών και την παραγγελίαν ημών των αποστόλων του Κυρίου και Σωτήρος·

Μολονότι λοιπόν τα μέσα τα όποια όρισε ο Θεός για την εξάπλωση της αλήθειας ήταν δύο, λόγος προφορικός και γραπτός, εν τούτοις και τα δύο αυτά μέσα μετέδωσαν ένα και τον αυτόν κανόνα αλήθειας. Τα θεόπνευστα κείμενα της Καινής Διαθήκης περιλαμβάνουν το προφορικό κήρυγμα του Κυρίου Ιησού και των αποστόλων με όλα ανεξαιρέτως τα δόγματα και τις διδασκαλίες τις ικανές να οδηγήσουν σε σωτηρία (Β' Τιμ.γ:15,16).

Ιωάν.κ:31 ταύτα δε εγράφησαν διά να πιστεύσητε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντες να έχητε ζωήν εν τω ονόματι αυτού.

Φανερό λοιπόν ότι η γραπτή παράδοση είναι το μόνο αυθεντικό κριτήριο το όποιο πρέπει να δοκιμάζει τη γνησιότητα και την αξία οποιασδήποτε δογματικής διδασκαλίας.

Έχουμε ήδη δείξει ότι ο έλεγχος της προφορικής παράδοσης διά των Γραπτών κειμένων ήταν η μέθοδος την οποία εφάρμοσαν πιστά τόσο ο Κύριος Ιησούς, ο όποιος ανέτρεχε στις Γραφές για να επικυρώσει το προφορικό Του κήρυγμα, όσο και οι απόστολοι, που κι αυτοί αποδείκνυαν την αλήθεια του κηρύγματός τους επικαλούμενοι τις μαρτυρίες των Γραφών. 

Ο έλεγχος της προφορικής παράδοσης διά των Γραφών ήταν εξάλλου μέθοδος που εφάρμοσαν και οι Χριστιανοί της αποστολικής εποχής για να εξακριβώσουν τη γνησιότητα και το κύρος του αποστολικού κηρύγματος. Το βιβλίο των Πράξεων των αποστόλων μας πληροφορεί λ.χ. ότι οι προσήλυτοι Χριστιανοί της Βέροιας δέχθηκαν μεν το αποστολικό κήρυγμα του Παύλου και του Σίλα, χωρίς να παραλείψουν να ερευνήσουν συνάμα και τις Γραφές για να βεβαιωθούν αν πράγματι το κήρυγμα αυτό, η προφορική παράδοση, συμφωνούσε με τις διδασκαλίες των ιερών κειμένων.

Πράξ.ιζ:11 Ούτοι δε (οι Βερροιείς) ήσαν ευγενέστεροι παρά τους εν Θεσσαλονίκη, καθότι εδέχθησαν τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, εξετάζοντες καθ' ημέραν τας γραφάς αν ούτως έχωσι ταύτα.

Αν λοιπόν ο έλεγχος της άγραφης παράδοσης διά των Γραφών ήταν η τακτική που ακολουθούσε η πρώτη Εκκλησία για να δοκιμάζει τη γνησιότητα του προφορικού κηρύγματος, και μάλιστα του κηρύγματος του τότε ακόμη ζωντανού Παύλου, πόσο περισσότερο πρέπει η ίδια τακτική ν’ ακολουθείται και από εμάς σήμερα, οι οποίοι βρισκόμαστε 21 περίπου αιώνες μακρύτερα από την αποστολική Εκκλησία.

Στηριζόμενοι συνεπώς στις εσωτερικές μαρτυρίες των Γ ραφών έχουμε το συμπέρασμα, ότι αφενός η τότε προφορική διδασκαλία των αποστόλων βρισκόταν σε στενή κι’ αρμονική σχέση με τη διδασκαλία των γραπτών κειμένων τους, κι’ αφετέρου, ότι τόσο ο Κύριος Ιησούς όσο και οι απόστολοι και η αποστολική Εκκλησία, δεν αναγνώρισαν δύο κανόνες αλήθειας, προφορικές παραδόσεις και Γραφές, αλλά μόνον ένα κανόνα, τις Γραφές. 

Απομένει τώρα να εξακριβώσουμε αν το συμπέρασμά μας αυτό επαληθεύεται η διαψεύδεται από επίσημες αναγνωρισμένες εξωβιβλικές πηγές. Τέτοιες πηγές είναι ασφαλώς οι λεγόμενοι «αποστολικοί πατέρες » δηλαδή, οι εξέχουσες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες που είχαν το προνόμιο να γνωρίσουν προσωπικά τους αποστόλους ή τους μαθητές των αποστόλων και ν’ ακούσουν την προφορική παράδοση που οι αυθεντικοί εκείνοι μάρτυρες άφησαν στην αμέσως μεταποστολική Εκκλησία.


Ας δούμε λοιπόν τι έχουν να μας πουν οι αποστολικοί πατέρες για τις προφορικές παραδόσεις των αποστόλων.