ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΤΥΧΗ
Στην
εποχή μας, η ημιμάθεια και η ανευθυνότητα έχουν γίνει της μόδας. Ο καθένας
κάνει τον παντογνώστη. Κι αν έτυχε να βγάλει το Πανεπιστήμιο, τότε είναι που δεν τον πιάνεις πουθενά. Χρησιμοποιώντας πολλές
φορές ένα λεξιλόγιο ακαταλαβίστικο και μισό-επιστημονικό, εκφράζει γνώμες
λαθεμένες και καταλήγει σε συμπεράσματα αντιεπιστημονικά.
Έτσι αποφαίνεται
χωρίς να δέχεται αντίρρηση, ότι ο άνθρωπος προέρχεται από... τον πίθηκο και ότι
τον Θεό τον έφτιαξαν... οι παπάδες! Απόδειξη την αμάθειάς του είναι ότι ταυτίζει
τον εαυτό του με τα ζώα και το Ευαγγέλιο
με τους παπάδες! Αλλά, όσο δε μπορεί να ξεχωρίσει αυτά τα απλά πράγματα είναι
αδύνατο να βγει από το βάλτο της σύγχυσης και να πατήσει στο στέρεο έδαφος της αλήθειας.
Εάν όμως εσύ ενδιαφέρεσαι ειλικρινά να γνωρίσεις την αλήθεια, αυτά
που γράφονται εδώ θα σε βοηθήσουν στην έρευνά σου και η ώρα που θα διαθέσεις να
τα διαβάσεις, δεν θα πάει χαμένη.
Το
ερώτημα, ποιος έκανε τούτο ή εκείνο είναι ένα ερώτημα με το οποίο μας έχει
διαπαιδαγωγήσει το περιβάλλον της Φύσης. Πράγματι, το κάθε ον που ζει και
κινείται στον κόσμο, έχει προηγούμενο ένα άλλο ον στο οποίο χρωστάει την ύπαρξή
του και δίχως το οποίο δεν θα υπήρχε. Τούτο το προηγούμενο γεγονός ονομάζουμε αιτία. Π.χ. Εγώ υπάρχω επειδή
προηγουμένως υπήρξε ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου υπήρξε επειδή
πριν απ’ αυτόν υπήρξαν δύο άλλοι άνθρωποι, οι γονείς του. Ή ακόμα, υπάρχει ένα
τραπέζι επειδή υπήρξαν δένδρα και υλοτόμοι και ξυλουργοί κ.ο.κ.
Έχουμε
παιδαγωγηθεί από το περιβάλλον μας να ζητάμε για κάθε τι την αιτία του, που
βρίσκουμε έξω απ’ αυτό. Στην απέραντη λοιπόν, αλυσίδα των όντων - αιτιατών και
αιτίων - φθάνουμε στο Θεό, την πρώτη αιτία και παιδαγωγημένοι καθώς είμαστε από
το περιβάλλον, ρωτάμε και για το πρώτο αυτό αίτιο. «Ποιος το έκανε;».
Η
απάντηση είναι ότι το πρώτο αίτιο - ο Θεός - έχει την αιτία της ύπαρξής Του μέσα
στον Εαυτό Του, είναι CAUSA SUI, (κάουζα σούι) δηλαδή: Αυτός αιτία Εαυτού.
Αυτοαίτιος.
Στην
απάντηση αυτή οι αθεϊστές φιλόσοφοι χαμογελούν ειρωνικά για τούτη την αλλόκοτη
έννοια του αυτοαίτιου που προβάλλουμε. Όμως
η ειρωνεία αυτή στρέφεται σε βάρος τους, επειδή ενώ από τη μία αρνούνται το αυτοαίτιο για τον Θεό, από την άλλη παραδέχονται αυτό, για την υλοενέργεια.
Επειδή άλλο είναι, παρά αυτοαίτιο, η υλοενέργεια που δέχονται σαν αιώνια και
μοναδική πηγή του παντός;
Παραδέχονται
ασυνείδητα το αυτοαίτιο για την υλοενέργεια, ενώ χλευάζουν την ίδια έννοια όταν
αναφέρεται στην πίστη σε Δημιουργό Θεό.
Οπουδήποτε, λοιπόν και φύγει ο άνθρωπος έξω από τον Θεό, δεν θα μπορέσει ν’
απαλλαγεί από το αυτοαίτιο, είτε το ομολογήσει είτε όχι! Και στους δύο δίσκους
της πλάστιγγας, είτε στον Θεό, είτε στην υλοενέργεια, βρίσκουμε κατ’ ανάγκη το αυτοαίτιο.
Εκείνοι
που πιστεύουν στον Θεό έχουν το πλεονέκτημα ότι στηρίζονται σε αυθύπαρκτο
πνεύμα, σαν αιτία του παντός, γι’ αυτό και μπορούν να εξηγήσουν λογικά και
αβίαστα την αυστηρή μονοκρατία της σκέψης που επικρατεί στο Σύμπαν, με τη μορφή
ενιαίων και σοφών νόμων, ενώ οι υλιστές, αρνούμενοι το Δημιουργό, αναγκάζονται
να καταπίνουν ογκόλιθους παραλογισμών και εναντιώσεων προς τα πράγματα.
Λένε δηλαδή, ότι το Σύμπαν έγινε στην τύχη.
Επίσης, λένε ότι η ύλη γέννησε τον άνθρωπο, μολονότι ο άνθρωπος την υποτάσσει
καθημερινά για την εξυπηρέτησή του. Λένε ότι η ύλη έδωσε στον άνθρωπο συνείδηση
και ελευθερία, μολονότι αυτή η ίδια δεν έχει, ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Επίσης ότι παρατηρήθηκε μεταμορφισμός από το ένα ζωικό είδος στο άλλο, μολονότι
το πείραμα διαψεύδει αυτή τη θεωρία.
Αυτό
το νόημα εκφράζει η αλήθεια της Βίβλου, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «εξ
εαυτού»: δηλαδή όχι από δημιουργία που προϋπήρχε. Ο κόσμος βγήκε από τον Θεό,
δεν είναι ο Θεός αλλά είναι έργο του Θεού. Ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν.
Έλα
λίγο να φανταστούμε πώς έγινε ένα σπίτι, ας πούμε, μικρό και ταπεινό, στην τύχη.
Φύσηξε
ο αγέρας, λέει, μια μπουλντόζα απ’ το γκαράζ και την πήγε στο οικόπεδο. Μια
μπουλντόζα- ένα εκσκαφέα που έγινε στην
τύχη... Και πήρε μπρος στην τύχη η μπουλντόζα, κι έσκαψε, έσκαψε στην τύχη και, δες, άνοιξε τα θεμέλια
σ’ ένα ωραίο σχέδιο.
Ύστερα,
λεει, φύσηξε άλλος αγέρας κι άρπαξε απ’ τη Χαλκίδα σακιά με τσιμέντο (έτοιμα) και μια μπετονιέρα (έτοιμη κι αυτή) κι ήρθε κι έριχνε, τα
«μπετά» στις σιδερένιες κολώνες, που είχαν στο μεταξύ φυτρώσει, εκεί που
έπρεπε, στην τύχη...
Έτσι, ρίχτηκαν όλα τα τσιμέντα... Κι ύστερα άλλος
αγέρας άρπαξε τούβλα (έτοιμα και τούτα)
απ’ τη Ραφήνα και τα’ φερε και άρχισε να τα βάζει στη θέση τους το ένα επάνω στο
άλλο. Μετά είπαν οι λάσπες: δεν πάμε να σοβατίσουμε τα τούβλα; Και πήγαν, και
ανέβαιναν και απλώνονταν και κολλούσαν στα τούβλα; Και πήγαν, και ανέβαιναν και
απλώνονταν και κολλούσαν στα τούβλα.
Με τον ίδιο τρόπο, μη σε κουράζω περισσότερο,
ζαλισμένο άνθρωπο, κινήθηκαν έτσι από μόνα τους και πήγαν στο γιαπί τα
πατώματα, τα παράθυρα, οι πόρτες, τα μάρμαρα, τα ηλεκτρικά, τα υδραυλικά, τα
έπιπλα, τα..., τα,.... και έγινε το σπίτι!! Δηλαδή ούτε ο μεγαλύτερος παραμυθάς
και ψεύταρος, ο μακαρίτης ο Μινχάουζεν, ας πούμε.