A. Διώκοντας
την αληθινή εκκλησία
Η
παράδοση λέει ότι ο Παύλος ήταν κοντός, εν μέρει φαλακρός, με στραβά πόδια, σφριγηλή
σωματική διάπλαση, τα μάτια του ήταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο, η μύτη του
γαμψή, και είχε ελαφριά καμπούρα. Στην Β’ Κορ.ι:10 ο Παύλος γράφει τι έλεγαν
γι’ αυτόν οι εχθροί του στην Κόρινθο, «Διότι
αι μεν επιστολαί, λέγει τις, είναι βαρείαι και ισχυραί, η δε παρουσία του
σώματος ασθενής και ο λόγος εξουθενημένος..». Ο Παύλος, ήταν άλλος ένας
άντρας της Βίβλου, που ο Θεός του άλλαξε το όνομα.
Η
πρώτη μας συνάντηση με το νεαρό Σαούλ από την Ταρσό είναι απροσδόκητη. Ξαφνικά,
από το πουθενά, ο Σαούλ από την Ταρσό, κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην
ιστορία. Η αυλαία ανοίγει με τα ουρλιαχτά ενός εξαγριωμένου πλήθους, πέτρες να
εκσφενδονίζονται στον αέρα κι ένα νεαρό Εβραίο ραβίνο στο βάθος με τα πόδια
δεμένα με σχοινιά. Τι σκεπτόταν ο νεαρός Φαρισαίος από την Ταρσό, όταν αυτές οι
πέτρες έπεφταν πάνω στο Στέφανο; Πως αντέδρασε στο θάρρος που είχε ο Στέφανος μπροστά
στο θάνατο; Καθώς πέθαινε, ο Στέφανος προσευχήθηκε, «Κύριε, μη λογαριάσης εις αυτούς την αμαρτίαν ταύτην». Τι αντίκτυπο είχαν
αυτές τις λέξεις στο μυαλό του νεαρού Σαούλ;
Ας
συναρμολογήσουμε τις πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν τον νεαρό άνδρα, στα
πόδια του οποίου άφησαν τα ρούχα τους οι αυτοί που λιθοβόλησαν το Στέφανο. Ο Σαούλ ήταν Εβραίος από την Ταρσό
και επίσης ήταν Ρωμαίος πολίτης. Αυτή η ιθαγένεια ήταν πολύτιμη, γιατί έδινε ιδιαίτερα
δικαιώματα και προνόμια, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής από τις μορφές
τιμωρίας που ήταν για σκλάβους. Ένας Ρωμαίος πολίτης δεν μπορούσε να μαστιγωθεί
ή να σταυρωθεί. Ο Σαούλ είχε μεγαλώσει σε σπίτι αυστηρών Φαρισαίων γονιών από τη
φυλή Βενιαμίν. Είχε ένα υπερήφανο γενεαλογικό δέντρο που έφτανε μέχρι τον
πατέρα του λαού του, Αβραάμ. Ασχολήθηκε με την ιστορία, τα έθιμα, τις Γραφές,
και τη γλώσσα του λαού του από μικρή ηλικία. Μεγαλώνοντας έμεινε στην
Ιερουσαλήμ, στα πόδια του Γαμαλιήλ, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους
δασκάλους της εποχής του. Μορφώθηκε σύμφωνα με τον αυστηρό τρόπο του νόμου.
Απαιτείτο από τους μαθητές να μάθουν ένα επάγγελμα, ώστε τελειώνοντας να μπορούν
να διδάσκουν χωρίς να επιβαρύνουν το λαό, και ο Σαούλ επέλεξε την κατασκευή
σκηνών, που αποδείχτηκε μεγάλη ευλογία στη διακονία του.
Από
τα γραφτά του, καθώς και από τις αναφορές στο βιβλίο των Πράξεων, είναι
προφανές ότι για ένα χρονικό διάστημα πριν από τη μεταστροφή του, αφιέρωσε την
ενέργειά του και τα ταλέντα του με φανατικό ζήλο στις διώξεις των Εβραίων που είχαν
δεχτεί τον Ιησού από τη Ναζαρέτ σαν το Μεσσία. Ποτέ δεν μπορούσε να συγχωρήσει
αρκετά τον εαυτό του για το μίσος και η βία με την οποία ξεκίνησε, αποφασίζοντας
να υπερασπιστεί την πίστη του κι αυτά, που εκείνη την εποχή, ήταν αναμφίβολα πεπεισμένος
ότι ήταν βλασφημία και αποστασία από την πλευρά των οπαδών του Ναζωραίου. «Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος των αποστόλων,
όστις δεν είμαι άξιος να ονομάζωμαι απόστολος, διότι κατεδίωξα την εκκλησίαν
του Θεού» (Α’ Κορ.ιε:9), έγραψε αργότερα στους χριστιανούς της Κορίνθου. Έδιωξε
βίαια την εκκλησία του Θεού και προσπάθησε να την καταστρέψει (Γαλ.α:13.) Αυτό,
είναι μια προειδοποίηση σχετικά με τους κινδύνους μιας αδιαφώτιστης συνείδησης
και του ζήλου που δεν συγκρατείται από τη γνώση και την αγάπη.
Ο
Σαούλ αισθανόταν δικαιολογημένος, αν όχι υποχρεωμένος, να υπακούσει στο νόμο
σχετικά με τους ειδωλολάτρες, τους παραβάτες του νόμου, και τους αποστάτες.
Αλλά ο Στέφανος δεν πέθανε με τον συνηθισμένο τρόπο των βλάσφημων. Αντίθετα
προσευχήθηκε στο Θεό να τους συγχωρήσει, ακριβώς όπως ο Ιησούς είχε προσευχηθεί.
Ο Στέφανος περιγράφεται ότι είχε ένα πρόσωπο αγγέλου στο θάνατό του. Αν και αυτό
το γεγονός ήταν η αρχή της καριέρας του
Σαούλ σαν διώκτης των αιρετικών, από εκείνη τη στιγμή άρχισε και αυτός να
«διώκεται» από τη συνείδηση, από την ενθύμηση του Στέφανου, από αμφιβολίες, από
αναπάντητα ερωτήματα και από τον Μόνο Δίκαιο για τον Οποίο είχε μιλήσει ο
Στέφανος. Ο διωκόμενος είχε ειρήνη με το Θεό, ενώ ο διώκτης, ενώ ενέκρινε την
εκτέλεση, βρισκόταν σε εσωτερική αναταραχή. Ο Σαούλ έμπαινε στα σπίτια και έσερνε
έξω, στη φυλακή, άνδρες και γυναίκες που ήταν οπαδοί του Χριστού. Ωστόσο, ο
διωγμός στην Ιερουσαλήμ φαίνεται ότι σκόρπισε το σπόρο της πίστης αντί να
ολοκληρώσει την προβλεπόμενη καταστροφή. Σύντομα η νέα πίστη άρχισε να κηρύττεται
παντού.
B. Ο Σαούλ
ρίχνεται κάτω
Ο
Σαούλ ξεκινά για Δαμασκό, περίπου 240 χλμ. μακριά, κρατώντας πιστοποιήσεις που
θα του έδιναν το δικαίωμα να φέρει «οποιονδήποτε εκ της οδού ταύτης, άντρες ή
γυναίκες, δεμένους στην Ιερουσαλήμ». Αυτό το καραβάνι παραβιάζει όλους τους
κανόνες του δρόμου. Πιέζει για χωρίς ανάπαυση ή στάση προς το στόχο, την πόλη
της Δαμασκού. Αλλά ξαφνικά, το μεσημέρι, συμβαίνει μια εκτυφλωτική λάμψη φωτός!
Ο Σαούλ και όλοι οι σύντροφοί του πέφτουν στο έδαφος! Στη συνέχεια ακούνε, αλλά
μόνο ο Σαούλ καταλαβαίνει, μια φωνή που μιλάει με μεγαλειότητα και εξουσία.
"Σαούλ, Σαούλ, γιατί με διώκεις;" Ο ζαλισμένος και έκπληκτος άνθρωπος
ξέρει ότι έχει να αντιμετωπίσει το Θεό. Φοβισμένος και μισό ζαλισμένος, κράζει,
«ποιος είσαι κύριε;» Η φωνή που απαντά, «Εγώ είμαι Ιησούς τον οποίο εσύ διώκεις».
Ο Σαούλ κατάφοβος απαντάει τρέμοντας, «Κύριε, τι θέλεις να κάνω;». Στη συνέχεια
η φωνή του λέει να πάει στην πόλη και εκεί θα μάθει τι ο Θεός θέλει να κάνει.
Πόσο
διαφορετική είναι η είσοδος του Σαούλ στη Δαμασκό από ό, τι περίμενε κι απ’ ότι
είχε προγραμματίσει. Αντί τον περήφανο και αγέρωχο διώκτη που αναζητά τα θύματά
του, χαιρέτησε με τιμή τους ηγέτες των Εβραίων της Δαμασκού, και τα υποψήφια θύματά
του που τον περίμεναν με φόβο και τρόμο. Βλέπουμε ένα συντριμμένο άνθρωπο να
τρέμει σοκαρισμένος, τυφλός, ανήμπορος, οδηγούμενος από άλλους στην πόλη της
Δαμασκού. Τον πηγαίνουν στο σπίτι ενός Εβραίου που ονομάζεται Ιούδας, στο δρόμο
Ευθεία. Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, κείτεται εκεί χωρίς να φάει ή να πιει
κάτι, τα τυφλά μάτια του κοιτάζουν το ταβάνι. Ποιος μπορεί να πει τι σκεφτόταν,
τι αισθανόταν, τι εμπειρίες είχε ή τι προσευχόταν αυτά τα τρία μερόνυχτα ο Σαούλ;
Στη συνέχεια, μετά από τρεις ημέρες, ένας Χριστιανός στη Δαμασκό που τον έλεγαν
Ανανία, είδε μία όραση. Ο Θεός του είπε να πάει στο σπίτι του Ιούδα και να
ζητήσει το Σαούλ από την Ταρσό. Όταν ο Ανανίας άκουσε αυτά τα λόγια, είπε, «Κύριε, ήκουσα από πολλών περί του ανδρός
τούτου, όσα κακά έπραξεν εις τους αγίους σου εν Ιερουσαλήμ· και εδώ έχει
εξουσίαν παρά των αρχιερέων να δέση πάντας τους επικαλουμένους το όνομά σου».
Αλλά ο Κύριος είπε στον Ανανία: «Ύπαγε,
διότι ούτος είναι σκεύος εκλογής εις εμέ, διά να βαστάση το όνομά μου ενώπιον εθνών
και βασιλέων και των υιών Ισραήλ· επειδή εγώ θέλω δείξει εις αυτόν όσα πρέπει
να πάθη υπέρ του ονόματός μου». Και ο Ανανίας υπάκουσε.
Όταν
μπήκε στο σπίτι του Ιούδα, έβαλε τα χέρια του στο Σαούλ και είπε, «Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος με απέστειλεν, ο
Ιησούς όστις εφάνη εις σε εν τη οδώ καθ' ην ήρχου, διά να αναβλέψης και να
πλησθής Πνεύματος Αγίου». Αμέσως ο Παύλος άνοιξε τα μάτια του και
βαφτίστηκε από τον Ανανία. Αν και οι Γραφές δεν αναφέρουν εδώ ότι βαφτίστηκε
στο όνομα του Ιησού ή ότι έλαβε το Άγιο Πνεύμα, γνωρίζουμε ότι το έκανε από τις
μεταγενέστερες εντολές του για βάπτισμα στο όνομα του Ιησού Χριστού,
(Πράξ.ιθ:1-6), και ότι μιλούσε περισσότερες γλώσσες από όλους στην Κόρινθο (Α’
Κορ.ιδ:18). Αμέσως, ο Παύλος άρχισε να κηρύττει το Χριστό στις συναγωγές, ότι
Αυτός είναι ο Υιός του Θεού.
Αλλά
ο Παύλος είχε να μάθει πικρά μαθήματα πριν μπορέσει να αναγνωριστεί σαν
αξιόπιστος και αποτελεσματικός Χριστιανός θρησκευτικός ηγέτης. Ανακάλυψε ότι οι
άνθρωποι δεν ξεχνούν εύκολα, και ότι τα λάθη του παρελθόντος κάποιου μπορεί να
τον κυνηγάνε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη κι αν τα έχει ομολογήσει και εγκαταλείψει.
Πολλοί μαθητές τον θεωρούσαν ύποπτο και ήταν μισητός από τους πρώην διώκτες συντρόφους
του. Πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα στη Δαμασκό, ο Παύλος έγραψε ένα σύντομο
απολογισμό στους Γαλάτες πιστούς για το πώς άρχισε τη διακονία του. Αφού ο
Ιησούς αποκαλύφθηκε προσωπικά στον Παύλο στο δρόμο για τη Δαμασκό, γράφει, «Ότε δε ηυδόκησεν ο Θεός, ο προσδιορίσας με
εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας διά της χάριτος αυτού, να αποκαλύψη τον Υιόν
αυτού εν εμοί, διά να κηρύττω αυτόν μεταξύ των εθνών, ευθύς δεν συνεβουλεύθην
σάρκα και αίμα, ουδέ ανέβην εις Ιεροσόλυμα προς τους προ εμού αποστόλους, αλλ'
απήλθον εις Αραβίαν και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν» (Γαλ.α:16-17). Δεν
ξέρουμε πόσο καιρό έμεινε εκεί, αλλά δεν είναι απίθανο ότι μπορούσε να έχει ανέβει
στην κορυφή του Όρους Σινά στην Αραβική έρημο, όπως έκανε ο Μωυσής, και εκεί να
είχε κοινωνία με το Θεό. Στη συνέχεια, ο Παύλος επέστρεψε πάλι στη Δαμασκό.
Αν και πέρασαν ίσως ένα ή δύο χρόνια από τη
μεταστροφή του, οι αναμνήσεις από το πώς άλλαξε ο αρχικός σκοπός της επίσκεψής
του στη Δαμασκό ήταν ακόμη νωπές. Οι Εβραίοι σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν, αλλά
δραπέτευσε από το τείχος της πόλης με ένα καλάθι και πήγε στην Ιερουσαλήμ. Οι
μέρες της προετοιμασίας του δεν είχαν τελειώσει ακόμη. Στην προς Γαλάτας
συνεχίζει, «μετά έτη τρία ανέβην εις
Ιεροσόλυμα» (Γαλ.α:18). Εκεί συνάντησε την ίδια υποδοχή όπως στη Δαμασκό,
και πάλι έπρεπε να φύγει. Η παρουσία του στην Ιερουσαλήμ έβαλε σε κίνδυνο, όχι
μόνο τον ίδιο, αλλά και τη νηπιακή εκκλησία και τους ηγέτες της. Οι αδελφοί τον
έστειλαν στην Ταρσό, Πράξ.θ:30, και έπρεπε να περάσουν περισσότερα χρόνια πριν
οι συνθήκες ωριμάσουν για να αναδειχθεί σαν ο μεγάλος απόστολος των Εθνών.
Τρία
ιεραποστολικά ταξίδια.
Όπως
βρήκε ο Παύλος στο πρόσωπο του Ανανία ένα πολύ αναγκαία φίλο μετά τη μεταστροφή
του, έτσι βρήκε άλλο ένα φίλο, το Βαρνάβα, μερικά χρόνια αργότερα, όταν ήταν τελείως
έτοιμος να τρέξει στην ιεραποστολική διακονία.
Οι
Χριστιανοί είχαν διασκορπιστεί από τους διωγμούς στην Ιερουσαλήμ και πολλοί Εθνικοί
πίστεψαν στην Αντιόχεια. Έπρεπε να αποφασίσουν πώς θα φροντίσουν τους νέους πιστούς, και κατέληξαν να πάει ο
Βαρνάβας στην Ταρσό και να φέρει τον Παύλο για να τους βοηθήσει. Έτσι, ο Βαρνάβας
και ο πιστός πλέον Ραβίνος, δούλεψαν μαζί για ένα ολόκληρο χρόνο διδάσκοντας
πολλούς ανθρώπους στην Αντιόχεια. Εδώ, για πρώτη φορά, οι μαθητές ονομάστηκαν
Χριστιανοί (Πράξ.ια:26). Η ακμάζουσα εκκλησία στην Αντιόχεια, που δυναμώθηκε από
τη διακονία των δυναμικών ηγετών της, ήταν έτοιμη να στείλει ιεραπόστολους.
Αναγνωρίζοντας την κλήση του Θεού στον Βαρνάβα και τον Παύλο, «επέθεσαν τας χείρας επ' αυτούς, απέστειλαν»
(Πράξ.ιγ:3). Το πρώτο ιεραποστολικό ταξίδι κράτησε περίπου δύο χρόνια.
Το
δεύτερο ταξίδι ξεκίνησε από την ίδια πόλη, αλλά αυτή τη φορά ο Παύλος και ο Βαρνάβας
διαχωρίστηκαν. Ο Παύλος πήρε μαζί του το Σίλα και ο Βαρνάβας πήρε τον Ιωάννη
Μάρκο. Επισκεπτόταν και υπεστήριζαν τις εκκλησίες που είχαν δημιουργηθεί στο
πρώτο ιεραποστολικό ταξίδι και ξεκίνησαν αρκετές άλλες εκκλησίες. Επέστρεψαν
και πάλι στην Αντιόχεια.
Το
τρίτο ταξίδι ξεκίνησε και πάλι από την Αντιόχεια. Επισκέφθηκαν ξανά τις εκκλησίες
που είχαν ιδρυθεί στις δύο προηγούμενες περιοδείες, πολλές καινούριες εκκλησίες
ξεκίνησαν και άλλες ενισχύθηκαν. Στην Καισάρεια ο Παύλος προειδοποιήθηκε από τον
προφήτη Άγαβο να μην πάει στην Ιερουσαλήμ επειδή τον περίμενε διωγμός εκεί.
Αυτός αψήφησε την προειδοποίηση, και ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ, για να είναι
εκεί στη γιορτή της Πεντηκοστής. Λίγο μετά την άφιξή του στην πόλη της Ιερουσαλήμ,
ο Παύλος αρπάχτηκε από ένα εβραϊκό όχλο και θα τον είχαν δολοφονήσει αν δεν τον
έσωζαν Ρωμαίοι στρατιώτες. Λόγω μιας συνωμοσίας, να τον σκοτώσει μια ομάδα σαράντα
δολοφόνων που είχαν δώσει όρκο ότι δεν θα φάνε ούτε θα πιούν μέχρι να σκοτώσουν
τον Παύλο, εστάλη κάτω από βαριά φρουρά από την Ιερουσαλήμ στην Καισάρεια.