Μια βασική αρχή της επιστήμης της Δημογραφίας είναι ότι τα προβλήματα
του πληθυσμού είναι τόσο θεμελιώδη που εκδικούνται τρομερά τους λαούς που τα
αγνοούν, έτσι ώστε κανένα Έθνος δεν μπορεί να επιζήσει αν δεν πιστεύει στη ζωή.
Φαίνεται ότι η θεώρηση αυτή είχε σαν
απαρχή της την αρχαία Ελλάδα και σαν εφαρμογή της την νεότερη. Πραγματικά, ο
μεγάλος αρχαίος στοχαστής Αριστοτέλης έγραψε: "Μίαν γάρ πληγήν ούχ'
υπήνεγκεν η πόλις, αλλ' απώλετο δια την ολιγανθρωπιάν", ενώ τα σημαντικά δημογραφικά
προβλήματα της χώρας μας άρχισαν ήδη να μας εκδικούνται.
Η Ελλάδα ακολουθεί μεταπολεμικά ένα
δημογραφικό κατήφορο, περιορίζοντας την αναπαραγωγή του πληθυσμού και
αυξάνοντας τη γεροντική της σύνθεση. Πιο συγκεκριμένα, μετά το 1981,
παρατηρείται μια σταδιακή μείωση της γεννητικότητας-γονιμότητας του πληθυσμού
με ρυθμό που δεν έχει ξανασημειωθεί, όχι μόνο στον Ελληνικό χώρο, αλλά και στο
σύνολο των αναπτυγμένων χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ενώ οι γεννήσεις
παρέμειναν σχεδόν σταθερές σε απόλυτους αριθμούς σε όλη την διάρκεια της
μεταπολεμικής περιόδου, μετά το 1980 άρχισε μια μείωση που φθάνει το 30% μόνο
για την δεκαετία 1980-90. Το μέγεθος των αλλαγών στην γονιμότητα του πληθυσμού
της χώρας μας, όμως, γίνεται πιο παραστατικά αντιληπτό μέσα από τον συντελεστή
γονιμότητας, ο οποίος από 2,1 που ήταν το 1980 (ίσος με την οριακή τιμή για την
αντικατάσταση των γενεών) μειώθηκε στο 1,3 το 2000, ενώ ο συντελεστής
γεννητικότητας (αριθμός γεννήσεων ανά 1.000 κατοίκους) έχει μειωθεί
μεταπολεμικά γύρω στο 55%.
Από την άλλη μεριά, οι θάνατοι
αυξήθηκαν σταδιακά σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Η αύξηση
αυτή, όμως, δεν προήλθε από την αύξηση της νοσηρότητας του πληθυσμού, αλλά
είναι αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού που αυξήθηκε υπέρμετρα τα τελευταία
χρόνια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση, σχεδόν τριπλασιασμός, του ποσοστού
των ηλικιωμένων ατόμων άνω των 65 ετών (γήρανση), που σημειώθηκε τα τελευταία
χρόνια (από 6,7% το 1951 σε 12,7% το 1981 και 17,2% το 2000) οφείλεται κατά
κύριο λόγο στη μείωση της νεανικότητας του πληθυσμού (ποσοστό νέων κάτω των 14
ετών) και όχι τόσο στην αύξηση της προσδοκώμενης ζωής.
Παράλληλα προς αυτά τα καθαρώς δημογραφικά
γεγονότα θα πρέπει να αναφερθούν και οι σημειούμενες αλλαγές σε συνδυαζόμενα
κοινωνικοδημογραφικά φαινόμενα. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται
μια σημαντική μείωση του αριθμού των τελούμενων γάμων και μεγάλη αύξηση του
αριθμού των διαζυγίων. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να τονισθεί, διότι ενώ στις
βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες τα ποσοστά γεννήσεων εκτός γάμου έχουν φθάσει σε
πολύ υψηλά επίπεδα (π.χ. 47% στη Δανία) στην Ελλάδα το σύνολο σχεδόν των
γεννήσεων συμβαίνει μέσα στο γάμο.
Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι η
φυσική αύξηση του πληθυσμού, δηλαδή οι γεννήσεις μείον τους θανάτους, που το
1980 ήταν γύρω στα 61.000 άτομα, το 1990 κατέβηκε στα 8.500 άτομα και το 1998
πήρε αρνητική τιμή, δηλαδή οι γεννήσεις υστερούσαν των θανάτων κατά 2.026
άτομα. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι στην περιφέρεια της πρωτευούσης οι
γεννήσεις υπερτερούσαν των θανάτων κατά 14.604 άτομα κι, επομένως, στην
υπόλοιπη Ελλάδα γεννήθηκαν 16.630 λιγότερα άτομα από όσα πέθαναν. Ειδικά, δε
στην περιφέρεια Θεσσαλίας το ίδιο έτος πέθαναν 1.236 άτομα περισσότερα από όσα
γεννήθηκαν.
Ανεξάρτητα από την αιτιογένεσή της, η
δημογραφική αυτή κατάσταση έχει σημαντικές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις σε
όλους τους τομείς της ζωής μας που πιθανόν να μην είναι όλες ορατές. Ήδη, όμως
είναι ορατές οι επιπτώσεις στην πρόνοια-ασφάλεια (το ασφαλιστικό είναι κατά
βάση ένα δημογραφικό πρόβλημα), στην παιδεία (ανεργία εκπαιδευτικών), υγεία
(ανησυχητική αύξηση δαπανών), στις ένοπλες δυνάμεις (ανάγκη επαγγελματικού
στρατού), καθώς και σε μια σειρά κοινωνικών θεμάτων.
Όσον αφορά τις προοπτικές για το
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ, το πρώτο και βασικό βήμα έχει γίνει με την ευαισθητοποίηση της
Ελληνικής Κοινωνίας, των αρμοδίων φορέων, της Κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου.
Δυστυχώς, απομένουν να υλοποιηθούν μια σειρά από αναγκαία Θεσμικά, Διοικητικά
και Οικονομικά μέτρα.
Όμως, η λύση του δημογραφικού
προβλήματος δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα έξω και χωρίς τη βοήθεια της
οικογένειας. Η δημογραφική κρίση ανάμεσα σε όλες τις άλλες που περνάει η χώρα
μας οφείλεται, κυρίως στην κρίση που περνάει ο θεσμός της οικογένειας. Η οικογένεια,
θεσμός φυσικός, αιώνιος, αναντικατάστατος και ευλογημένος από τον σωτήρα μας
Ιησού Χριστό, είναι ο χώρος όπου γεννάται, ανατρέφεται, παιδαγωγείται,
κοινωνικοποιείται και εξελίσσεται ο άνθρωπος. Δημιουργεί, δηλαδή, τις συνθήκες
εκείνες που ακόμη και μόνες τους μπορούν να επιλύσουν το δημογραφικό πρόβλημα.