Το βιβλίο του Αββακούμ αν και γράφτηκε στον έβδομο προ Χριστού
αιώνα ασχολείται με ένα ερώτημα που μέχρι σήμερα συχνά μας απασχολεί και μας
προβληματίζει. Γιατί να υπάρχει γύρω μας αδικία; Πώς θα μπορέσουμε να
επιβιώσουμε σε έναν κόσμο φθοράς, ανομίας και αμαρτίας; Το ερώτημα αυτό
διατυπώνεται μέσα από μία σειρά παραπόνων που εκφράζει ο Αββακούμ προς το Θεό.
Τα
παράπονα του προφήτη
Με γλώσσα που θυμίζει έντονα διάφορους Ψαλμούς (π.χ. Ψαλμοί 6, 12,
28, 31, 55, 60, 85) και τους διαλόγους του Ιώβ (δες την ομοιότητα του Αββακ.α:2
με το Ιώβ ιθ:7) ο Αββακούμ διατυπώνει στο Θεό τα παράπονά του.
Διαβάζουμε έτσι στα εδ.α:2 - 4, «Έως πότε, Κύριε, θέλω κράζει, και δεν θέλεις εισακούει; θέλω βοά προς
σε, Αδικία· και δεν θέλεις σώζει; Διά τι με κάμνεις να βλέπω ανομίαν και να
θεωρώ ταλαιπωρίαν και αρπαγήν και αδικίαν έμπροσθέν μου; και υπάρχουσι
διεγείροντες έριδα και φιλονεικίαν. Διά τούτο ο νόμος είναι αργός, και δεν
εξέρχεται κρίσις τελεία· επειδή ο ασεβής καταδυναστεύει τον δίκαιον, διά τούτο
εξέρχεταί κρίσις διεστραμμένη....».
Αυτό που γεννά τα παράπονα δεν είναι η αμφισβήτηση ή η απιστία. Είναι
ερωτήματα που πηγάζουν από έναν άνθρωπο που αυτά τα οποία πίστευε και γνώριζε
για το Θεό δεν συνάδουν με αυτά που βλέπει γύρω του. Την ίδια ένταση συχνά
συναντούμε ως πλαίσιο και σε διάφορους Ψαλμούς που περιλαμβάνουν παράπονα προς
το Θεό. Ο Ψαλμωδός ξεκινά από την πίστη του στην αγαθοσύνη, δύναμη και
κυριαρχία του Θεού. Όταν όμως αυτά δεν τα βλέπει να εφαρμόζονται στο ζήτημα που
τον απασχολεί τότε προβληματίζεται, αντιδρά, παραπονιέται. Το ίδιο συμβαίνει
και με τα παράπονα του Αββακούμ. Ρωτά ο προφήτης δύο από τα πιο συχνά ερωτήματα
που ρωτά και ο Ψαλμωδός, «γιατί» και «έως πότε». Ρωτά όμως ΤΟ ΘΕΟ επειδή
πιστεύει σ' Αυτόν και επειδή προσπαθεί να καταλάβει το τι συμβαίνει.
Η
απάντηση του Θεού
Κι ο Θεός απαντά... Η απάντηση Του όμως μοιάζει να γεννά περισσότερα
ερωτήματα από όσα λύνει. Διαβάζουμε στο εδ.α:5, «Ιδέτε μεταξύ των εθνών και επιβλέψατε και θαυμάσατε μεγάλως, διότι εγώ
θέλω πράξει έργον εν ταις ημέραις σας, το οποίον δεν θέλετε πιστεύσει, εάν τις
διηγηθή αυτό».
Ποιο είναι λοιπόν αυτό το καταπληκτικό έργο του Θεού; «εγώ εξεγείρω τους Χαλδαίους, το έθνος το
πικρόν και ορμητικόν...». Ο Θεός λοιπόν απαντά στα παράπονα του προφήτη ότι
ολιγωρεί και δεν κάνει τίποτε για την αδικία που επικρατεί στον Ισραήλ λέγοντας
ότι θα τον τιμωρήσει στέλνοντας εναντίον του τους Βαβυλωνίους.
Τον έβδομο αιώνα π.Χ., αναβιώνει υπό την ηγεσία του Ναβοπολάσαρ,
το αρχαίο έθνος της Βαβυλώνας και εξελίσσεται στην νέα υπερδύναμη της περιοχής.
Είναι ένα έθνος «αποδίδων την ισχύν αυτού
ταύτην εις τον θεόν αυτού» (α:11). Ένας λαός «πικρός και ορμητικός» (α:6).
Περίεργα και απρόσμενα μερικές φορές τα σχέδια του Θεού. Φανερώνουν
ότι ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος και ότι ενεργεί με γνώμονα όχι τις δικές μας
προσδοκίες αλλά τις ανεξιχνίαστες κυρίαρχες βουλές Του.
Ο Αββακούμ, όταν παραπονιόταν στο Θεό και Του ζητούσε να κάνει κάτι,
άλλα πράγματα είχε στο μυαλό του. Πόσο συχνά με επιπολαιότητα πλησιάζουμε το
Θεό και Του ζητούμε να ενεργήσει στη ζωή μας ή να αναλάβει κάποιο θέμα μας. Ο
Θεός δεν έρχεται να εργαστεί με τα δικά μας σχέδια ή με την δική μας ατζέντα.
Ας λάβουμε λοιπόν στα σοβαρά την προειδοποίηση του Εκκλησιαστή, «Μη σπεύδε διά του στόματός σου, και η καρδία
σου ας μη επιταχύνη να προφέρη λόγον ενώπιον του Θεού·...» (Εκκλ.ε:1).
Η
αντίδραση του προφήτη
Ο Αββακούμ προβληματισμένος από την αναπάντεχη απάντηση του Θεού
αντιδρά! Πώς είναι δυνατόν ο άγιος Θεός να χρησιμοποιεί ένα έθνος τόσο ασεβές
όσο οι Βαβυλώνιοι και να αφήνει «ο ασεβής
[να] καταπίνη τον δικαιότερον εαυτού»;
(Αββακ.α:13). Ο προφήτης δεν μπορεί να εννοήσει τους τρόπους του Θεού. Ζητούσε
από το Θεό να κρίνει την ασέβεια που υπήρχε στο λαό Του. Δεν περίμενε όμως ποτέ
ο Θεός να το κάνει χρησιμοποιώντας ένα ακόμα πιο ασεβές έθνος. Σκέφτεται, «ναι
είμαστε χάλια, αλλά όχι και τόσο χάλια όσο οι Βαβυλώνιοι...». Μήπως για κάποιον
ακατανόητο λόγο η εύνοια του Θεού είναι πάνω στη Βαβυλώνα; Μήπως «διά τούτο θέλουσι πάντοτε εκκενόνει το
δίκτυον αυτών; και δεν θέλουσι φείδεσθαι φονεύοντες πάντοτε τα έθνη;» (α:17).
Η
ανταπόκριση του Θεού
Ο Αββακούμ είναι ένα ευλογημένο παράδειγμα πίστης. Πίστη δεν σημαίνει
ότι κατανοώ τα πάντα. Πίστη δεν σημαίνει ότι δεν έχω προβληματισμούς,
ενστάσεις, ερωτηματικά. Πίστη σημαίνει ότι «Επί
της σκοπιάς μου θέλω σταθή και θέλω στηλωθή επί του πύργου, και θέλω αποσκοπεύει
διά να ίδω τι θέλει λαλήσει προς εμέ και τι θέλω αποκριθή προς τον ελέγχοντά με»
(β:1).
Ο προφήτης μπερδεμένος και προβληματισμένος συνεχίζει απεγνωσμένα
να γαντζώνεται πάνω στον Κύριο, προσμένοντας λίγο φως. Και ο Θεός τιμά τη στάση
αυτή. Στα επόμενα εδάφια αποκαλύπτει στον Αββακούμ την πληρότητα των σχεδίων
Του. Τον βοηθά να δει όχι τις μικρές απομονωμένες και αποκομμένες ψηφίδες των
βουλών Του, αλλά όλο το ψηφιδωτό.
Ποιο είναι λοιπόν το περιεχόμενο αυτής της αποκάλυψης που ο Θεός
δίνει στον Αββακούμ;
Ποια
είναι τα σχέδια του Θεού;
Διαβάζοντας τα εδ.4-5 πληροφορούμαστε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι
ότι αυτός που είναι «άδικος», τελικά θα καταστραφεί. Ο Αββακούμ είχε δίκιο όταν
αντιδρώντας στο Θεό έλεγε, «Οι οφθαλμοί
σου είναι καθαρώτεροι παρά ώστε να βλέπης τα πονηρά» (α:13). Ο Θεός όπως
τώρα ετοιμάζεται να τιμωρήσει το λαό Του, στη συνέχεια θα συνεχίσει και θα
τιμωρήσει και τους Βαβυλώνιους.
Ο Θεός χρησιμοποιεί για λίγο τους Βαβυλώνιους ως όργανο κρίσης πάνω
στο λαό Του. Η κρίση αυτή είναι αναγκαία για να εξαγνιστεί ο λαός Του. Η
κατάσταση αυτή όμως, δεν θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Κάποια στιγμή θα
τελειώσει. Κάποια στιγμή οι Βαβυλώνιοι θα πάψουν να τραβούν το ξίφος και να
εξοντώνουν τους λαούς (δες την ερώτηση στο α:17). Αυτή την κρίση την περιγράφει
πιο αναλυτικά στο τμήμα β:6 - 20. Εκεί έχουμε μία σειρά από οράσεις που
προβλέπουν την κρίση πάνω στους Βαβυλώνιους.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που αναδύονται μέσα από αυτές είναι η αντιστοιχία
της τιμωρίας με το αδίκημα. Έτσι στα εδάφια ββ:6-8 βλέπουμε ότι αυτός που
λεηλατεί, θα λεηλατηθεί. Στα εδ.β:9-11 αυτός που καταστρέφει, θα καταστραφεί.
Στα εδάφια β:12-14 αυτός που χτίζει σε σαθρά θεμέλια, θα τα χάσει όλα. Στα β:15-18
αυτός που εξευτελίζει θα εξευτελιστεί και στα β:19-20 αυτός που ελπίζει σε
είδωλα θα μείνει στο τέλος απροστάτευτος. Αυτή η αντιστοιχία παράβασης -
ποινής, συνοψίζεται στο εδ.10 όταν ο Θεός προειδοποιεί τη Βαβυλώνα ότι «καταστρέφοντας
έθνη πολλά τον ίδιο τον εαυτό σου καταστρέφεις».
Η Βαβυλώνα λοιπόν θα πληρωθεί μία μέρα με το ίδιο νόμισμα, που για
καιρό η ίδια πλήρωνε τους άλλους λαούς. Όμως για να γίνει αυτό θα περάσει
κάποιος χρόνος. Διαβάζουμε στο εδ.5 ότι ο άδικος, στην προκειμένη περίπτωση οι
Βαβυλώνιοι, θα συνεχίζει σαν αδηφάγο τέρας να καταβροχθίζει τα έθνη. Επίσης στο
εδ.3 βλέπουμε το Θεό να λέει στον Αββακούμ, «διότι η όρασις μένει έτι εις ωρισμένον καιρόν, αλλ' εις το τέλος θέλει
λαλήσει και δεν θέλει ψευσθή· αν και αργοπορή, πρόσμεινον αυτήν· διότι βεβαίως
θέλει ελθεί, δεν θέλει βραδύνει..»
Ο Θεός λοιπόν που τώρα θα χρησιμοποιήσει τους Βαβυλώνιους για να
τιμωρήσει και να εξαγνίσει το λαό Του στο μέλλον θα τους τιμωρήσει
αποκαθιστώντας έτσι το λαό Του. Μία μέρα η «γνώση της δόξας του Κυρίου θα
γεμίσει η γη, όπως γεμίζουν τα νερά της θάλασσας το βάθος» (β:14).
Η
ζωή της πίστης
Πώς όμως ζεις περιμένοντας;
Πώς ζεις στο παρόν περιμένοντας το μέλλον των επαγγελιών του Θεού;
Αυτό είναι το κεντρικό θεολογικό ερώτημα όλου του βιβλίου.
Πώς ο προφήτης, πώς ο δίκαιος θα μπορέσει να ζήσει μέσα σε έναν κόσμο,
τον οποίο δεν μπορεί να καταλάβει και να εξηγήσει; Μέσα σε έναν κόσμο αμαρτίας
και φθοράς; Πώς θα μπορέσει να περιμένει με υπομονή την ώρα της τελικής
λυτρωτικής επέμβασης του Θεού;
Την απάντηση τη βρίσκουμε στο β:4, «ο δε δίκαιος θέλει ζήσει διά της πίστεως αυτού». Στο πλαίσιο του
βιβλίου του Αββακούμ λοιπόν, αυτή η διακήρυξη σημαίνει, ότι ο δίκαιος θα
μπορέσει να σταθεί μέσα σε έναν κόσμο προκλήσεων και ερωτημάτων, καθώς
εμπιστεύεται τον άγιο Θεό και τις υποσχέσεις Του.
Αυτή την αλήθεια τη βρίσκουμε διατυπωμένη με τρόπο αριστουργηματικό
στον ύμνο που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου (γ:16-19). Εκεί ο προφήτης
περιγράφει την πίστη που προσμένει και ελπίζει, «Ήκουσα, και τα εντόσθιά μου συνεταράχθησαν· τα χείλη μου έτρεμον εις
την φωνήν· η σαθρότης εισήλθεν εις τα οστά μου, και υποκάτω μου έλαβον τρόμον·
πλην εν τη ημέρα της θλίψεως θέλω αναπαυθή, όταν αναβή κατά του λαού ο μέλλων
να εκπορθήση αυτόν. Αν και η συκή δεν θέλει βλαστήσει, μηδέ θέλει είσθαι καρπός
εν ταις αμπέλοις· ο κόπος της ελαίας θέλει ματαιωθή, και οι αγροί δεν θέλουσι
δώσει τροφήν· το ποίμνιον θέλει εξολοθρευθή από της μάνδρας, και δεν θέλουσιν
είσθαι βόες εν τοις σταύλοις· Εγώ όμως θέλω ευφραίνεσθαι εις τον Κύριον, θέλω
χαίρει εις τον Θεόν της σωτηρίας μου. Κύριος ο Θεός είναι η δύναμίς μου, και
θέλει κάμει τους πόδας μου ως των ελάφων· και θέλει με κάμει να περιπατώ επί
τους υψηλούς τόπους μου».
Αυτή η πίστη είναι σύμφωνα με τον απ. Παύλο το χαρακτηριστικό των
δικαιωμένων, των σωσμένων ανθρώπων. Έτσι στην Ρωμ.α:17 όπου έχουμε μία σαφή αναφορά
στο Αββακούμ β:4 διαβάζουμε, «διότι δι' αυτού
αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη του Θεού εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς είναι
γεγραμμένον, Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως». Η πίστη λοιπόν δεν είναι
μία διανοητική αποδοχή ή μία στιγμιαία αντίδραση. Η πίστη του δικαιωμένου από
το Θεό ανθρώπου, είναι μία στάση εμπιστοσύνης και βεβαίας ελπίδας προς το Θεό.
Αυτή ήταν η πίστη του Αββακούμ, αυτή μας καλεί η Καινή Διαθήκη να είναι και η
δική μας πίστη.