Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Αναζητώντας την αλήθεια - 013




Α.   ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

Ο Ισαάκ ζούσε μια ήσυχη ειρηνική ζωή. Είχε την πίστη του πατέρα του, αλλά του έλειπε η ενεργητικότητα κι ο δυνατός χαρακτήρας του Αβραάμ. Ο Ισαάκ παντρεύτηκε τη Ρεβέκκα όταν ήταν 40 χρονών, η οποία έμεινε άτεκνη είκοσι χρόνια. Ο Ισαάκ προσευχήθηκε και η Ρεβέκκα γέννησε δύο δίδυμους γιους. Πριν να γεννηθούν, ο Κύριος είπε ότι ο μεγαλύτερος θα είναι υπηρέτης του μικρότερου. Ο Ησαύ γεννήθηκε πρώτος, τριχωτός και κοκκινομάλλης. Το όνομα Ησαύ σημαίνει Εδώμ ή «Κόκκινος». Ο Ησαύ έγινε έμπειρος κυνηγός κι ο Ιακώβ ήταν ένας ήσυχος νέος που έμενε σπίτι, «κατοικών εν σκηναίς». Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ και η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ.

Αφού ο Ησαύ ήταν ο μεγαλύτερος, τα πρωτοτόκια ανήκαν σ’ αυτόν. Συγκεκριμένα προνόμια συνδέονταν μ’ αυτή την ευλογία. Το να έχει τα πρωτοτόκια σήμαινε ότι θα απολάμβανε την ανώτερη θέση μέσα στην οικογένεια, θα κληρονομούσε διπλάσιο μερίδιο απ’ την πατρική περιουσία, την ιερατική εξουσία ή την πνευματική αρχηγία της οικογένειας και μεγαλύτερη απ’ όλες ήταν η ευλογία της διαθήκης, που σήμαινε ότι θα ήταν ένας κρίκος στη γενιά απ’ όπου θα προερχόταν ο Μεσσίας. Τα πρωτοτόκια θεωρούνταν τόσο πολύτιμα, όσο κι η ίδια η ζωή, αφού περιλάμβαναν υλικές και πνευματικές ευλογίες.

Β.   Ο ΗΣΑΥ ΠΟΥΛΑΕΙ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΟΚΙΑ  (κε:29)

Μια μέρα ο Ησαύ γύρισε σπίτι απ’ το κυνήγι κουρασμένος κι εξαντλημένος και είδε τον Ιακώβ να μαγειρεύει φακές. Αποκαμωμένος και πεινασμένος όπως ήταν, λαχτάρησε το ευωδιαστό φαγητό και παρακάλεσε τον αδελφό του να του δώσει να φάει απ’ αυτό. Βλέποντας την εξάντληση του αδελφού του, ο Ιακώβ δέχτηκε να του δώσει φακές με τον όρο ότι θα του πουλούσε τα πρωτοτόκια. Ανήμπορος να ελέγξει την πείνα του, ο Ησαύ ήταν πρόθυμος ν’ ανταλλάξει όλα του τα προνόμια για ένα και μοναδικό γεύμα. Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό για τον Ιακώβ. «Όμοσόν μοι», του είπε κι ο Ησαύ ορκίστηκε να του τα δώσει. Έτσι πούλησε τα πρωτοτόκια - για μια μπουκιά φαί!  Αυτό που είπε, στην πραγματικότητα, ο Ησαύ ήταν:  «Δεν μπορώ να ζήσω με υποσχέσεις, δώσε μου να φάω και να πιω, αλλιώς θα πεθάνω». Αυτή η γενιά στην οποία ζούμε σήμερα, λέει το ίδιο πράγμα. «Φάε, πιες και παντρέψου», είναι κάτι που το ακούμε συχνά να λέγεται, ωστόσο ο άνθρωπος ξεχνάει ότι αύριο μπορεί να πεθάνουμε και τότε πού θα περάσουμε την αιωνιότητα;

Ο Ισαάκ γέρασε και η όρασή του αδυνάτισε τόσο ώστε δεν μπορούσε καθόλου να δει. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ και του ζήτησε να βγει για κυνήγι, να του φέρει «εδέσματα», κι αυτός θα του έδινε τα πρωτοτόκια. Η Ρεβέκκα, όμως, άκουσε τα λόγια του. Απ’ τη λαχτάρα της να εξασφαλίσει την ευλογία για τον αγαπημένο της γιο, τον Ιακώβ, τον παρακίνησε να πάει να σφάξει δυο μικρά κατσίκια με τα οποία ετοίμασε «εδέσματα» που άρεσαν στον Ιακώβ. Μετά, αφού του έδωσε να βάλει τα ρούχα του αδελφού του και τις προβιές των ζώων στο λαιμό και τα χέρια του, τον οδήγησε στον πατέρα του για να πάρει αυτός τα πρωτοτόκια του Ησαύ. Ο Ισαάκ υποψιάστηκε ότι ήταν ο Ιακώβ και τον ρώτησε πώς μπόρεσε να φέρει το κυνήγι τόσο γρήγορα. Η γρήγορη απάντηση του Ιακώβ, ότι ο Κύριος το έφερε μπροστά του, δεν καθησύχασε τον Ισαάκ. Του ζήτησε να τον πλησιάσει και να τον ψηλαφίσει για να δει αν είναι ο Ησαύ ή όχι. Ο Ισαάκ είπε ότι τα χέρια είναι τα χέρια του Ησαύ, αλλ’ ότι η φωνή είναι του Ιακώβ. Τελικά, ο Ισαάκ έφαγε απ’ το κυνήγι του γιου του κι ύστερα του παραχώρησε πλήρως την ευλογία της διαθήκης. Προσευχήθηκε ο Θεός να του δώσει «από της δρόσου του ουρανού και από του πάχους της γης», λαοί να γίνουν δούλοι του και έθνη να τον προσκυνήσουν, να είναι κύριος πάνω στους αδελφούς του, να είναι καταραμένος όποιος τον καταριέται κι ευλογημένος όποιος τον ευλογεί.

Μόλις ο Ιακώβ έφυγε απ’ τον πατέρα του, ο Ησαύ, επέστρεψε απ’ το κυνήγι και παρουσιάστηκε μπροστά στον Ιακώβ με εδέσματα. Ο Ισαάκ ένιωσε μεγάλη έκπληξη ακούγοντας τη φωνή του πρωτότοκου γιου του, αλλ’ όμως ήταν αργά. Κλαίγοντας πικρά ικέτευσε τον πατέρα του να του δώσει, έστω μια τελευταία ευλογία. Ο Ισαάκ τον διαβεβαίωσε ότι η κατοίκησή του θα ήταν «στο πάχος της γης» και «στη δρόσο του ουρανού», αλλά θα ζούσε «με τη μάχαιρά του» και θα υπηρετούσε τον αδελφό του μέχρι την ημέρα που θα υπερίσχυε και θα σύντριβε «τον ζυγόν αυτού από του τραχήλου του». Από κείνη τη στιγμή ο Ησαύ σχεδίαζε να σκοτώσει τον Ιακώβ.

Οι άνθρωποι σήμερα, μες την ευημερία τους, αδιαφορούν για τη σωτηρία. Ανταλλάσσουν τα πρωτοτόκιά τους με κάτι που σίγουρα θα χαθεί και θα προκαλέσει και το δικό τους χαμό μαζί «Επειδή τι ωφελείται άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήσει, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι θέλει δώσει άνθρωπος εις ανταλλαγήν της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ις:26). Περιφρονώντας το μεγάλο δώρο του Θεού, οι άνθρωποι ξεπουλάνε τις ψυχές τους για τις απολαύσεις αυτού του κόσμου.

Ο Θεός είπε: «Τον Ιακώβ ηγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα,» (Ρωμ.θ:13). Ο Ιακώβ κινιόταν από μια εσωτερική παρόρμηση να ξεχωρίσει, δεν τον ικανοποιούσαν τα συνηθισμένα πράγματα στη ζωή. Εκτιμούσε αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία, τα πνευματικά. Ο Θεός πάντοτε αγαπά αυτούς που τους ενδιαφέρουν τα πνευματικά περισσότερο από τα σαρκικά. Ο Ησαύ, ο οποίος περιφρόνησε τα πρωτοτόκιά του είναι τύπος του Ισραήλ. Ακριβώς όπως ο Ιακώβ «εκεντρίθη» και πήρε τη θέση του, έτσι και τα έθνη «εκεντρίθησαν» και πήραν τη θέση του εκλεκτού λαού, του Ισραήλ.

Γ. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

Όταν η Ρεβέκκα έμαθε την πρόθεση του Ησαύ να σκοτώσει τον Ιακώβ, τον έστειλε στον αδελφό της, στο σπίτι του Λάβαν, για να βρει σύζυγο εκεί. Η Ρεβέκκα φίλησε το γιο της, εκείνη την ημέρα, για τελευταία φορά, αφού ο Ιακώβ δεν την ξανάδε ποτέ πια ζωντανή. Το αμάρτημα της εξαπάτησης τον ανάγκασε να απομακρυνθεί απ’ τον αδελφό του. Η αμαρτία πάντοτε αποχωρίζει τον άνθρωπο απ’ τους συγγενείς και τους φίλους του, απ’ την χαρά και την ηρεμία του. Αφού έδυσε ο ήλιος το πρώτο βράδυ του ταξιδιού του, ο Ιακώβ έβαλε μία πέτρα για προσκεφάλι του και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Ενώ κοιμόταν, είδε ενύπνιο. Μια σκάλα που στηριζόταν στη γη, έφτανε μέχρι τον ουρανό κι άγγελοι ανεβοκατέβαιναν πάνω σ’ αυτή. Τί απότομη αλλαγή, στ’ αλήθεια, ο νεαρός που είπε ψέματα κι εξαπάτησε κρατώντας ένα σκοτωμένο ζώο στα χέρια του, είναι αυτός που κοιμάται στα πόδια της σκάλας που ενώνει τον ουρανό με τη γη. Ο Ιακώβ εκείνη τη νύχτα έμαθε πως ο Θεός είναι κοντά του, πως κάνει έλεος και συγχωρεί και πως θα τον ευλογήσει και θα τον προστατεύσει, όπου κι αν πάει. Το επόμενο πρωί ο Ιακώβ πήρε την πέτρα πάνω στην οποία είχε ακουμπήσει το κεφάλι του, την έστησε μνημείο, έχυσε λάδι πάνω σ’ αυτή, σα σημάδι καθαγιασμού και λατρείας και υποσχέθηκε ότι αν ο Θεός ήταν μαζί του και τον έφερνε πάλι στο πατρικό του σπίτι με ειρήνη και ασφάλεια αυτός θα επέστρεφε εκεί στη Βαιθήλ και θα Τον λάτρευε.

Εμείς, αλήθεια, κρατάμε τις υποσχέσεις που έχουμε δώσει στο Θεό; Έχουμε ποτέ δώσει μια υπόσχεση, σε ώρα κινδύνου, δοκιμασίας, πνευματικής ανάτασης ή θλίψης; Την έχουμε κρατήσει ύστερα; Κάπου, κι εσείς κι εγώ ξέρουμε ακριβώς που βρίσκεται, υπάρχει μια πέτρα την οποία, κάποτε, βάλαμε σαν υπόσχεση στο Θεό, όπως έκανε ο Ιακώβ στη Βαιθήλ. Αν επιστρέψουμε εκεί κι ανανεώσουμε την υπόσχεσή μας, ο Θεός θα μας ευλογήσει και πάλι. Και πόσες φορές χρειαζόμαστε την ευλογία και τη δύναμή Του, σ’ αυτό τον τραχύ δρόμο της ζωής!

Δ.  Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ

Τα επόμενα είκοσι χρόνια ο Ιακώβ έζησε με το θείο του, το Λάβαν, δουλεύοντας δεκατέσσερα χρόνια απ’ αυτό το διάστημα για την κόρη του, τη Ραχήλ την οποία αγαπούσε. Όταν πέρασαν τα πρώτα επτά χρόνια, τον εξαπάτησαν και του έδωσαν τη Λεία για γυναίκα του κι ύστερα από άλλα επτά χρόνια του έδωσαν τη Ραχήλ. Τα έξι χρόνια που ακολούθησαν ο Ιακώβ δούλευε για το Λάβαν και μέσα στο διάστημα αυτό απέκτησε έντεκα γιους και μια κόρη απ’ τις δύο συζύγους του και τις δύο θεράπαινές τους. Όταν τελείωσε ο χρόνος της υπηρεσίας του, ο Ιακώβ γύρισε στο πατρικό του σπίτι με την οικογένειά του, τις αγέλες και τα κοπάδια του. Φτάνοντας στην άκρη του ποταμού που τον χώριζε από το σπίτι του πατέρα του, είδε αγγελιοφόρους να έρχονται φέρνοντας τα νέα ότι ο Ησαύ έρχεται να τον συναντήσει με τετρακόσιους άντρες. Εκείνη τη νύχτα, ο Ιακώβ έστειλε μπροστά την οικογένειά του και τα κοπάδια του, αλλά ο ίδιος έμεινε πίσω να ικετεύσει το Θεό για προστασία.

Εκείνη τη νύχτα, μέχρι το χάραμα, ο Ιακώβ πάλευε με Κάποιον που δεν Τον γνώριζε και του οποίου το όνομα δε μπόρεσε να μάθει. Ο Ιακώβ μαχόταν απελπισμένα με τον άγγελο και του είπε: «Δεν θέλω σε αφήσει να απέλθεις, εάν δεν με ευλογήσεις». Ο άγγελος τον ευλόγησε κι άλλαξε το όνομά του από Ιακώβ, που σημαίνει «υποσκελιστής» ή «εξαπατών» σε Ισραήλ που σημαίνει δυνατός με το Θεό. Από δω και στο εξής, για πάντα, το όνομα του εκλεκτού λαού του Θεού θα είναι Ισραήλ. Ο άγγελος άφησε σαν σημάδι της μυστήριας πάλης τους την μετατόπιση της άρθρωσης του μηρού του Ιακώβ, πράγμα που έμεινε μέχρι το θάνατό του. Ο Ιακώβ είναι τώρα ένας άνθρωπος, είναι ένας αναγεννημένος άνθρωπος, ακριβώς όπως πρέπει να είμαστε κι εμείς. Ο Χριστός είπε: «Πρέπει να γεννηθείτε άνωθεν» (Ιωαν.γ:7). Μπορούμε να αναγεννηθούμε πρέπει να αναγεννηθούμε!

Το επόμενο πρωί ο Ιακώβ συναντήθηκε με τον Ησαύ κι ο τελευταίος έπεσε στην αγκαλιά του Ιακώβ και τον φίλησε. Η συμφιλίωση τους ήταν πλήρης κι ο Ησαύ συμφώνησε ν’ αφήσει τη γη του Ιακώβ κληρονομιά σ’ αυτόν κι ο ίδιος με την οικογένεια του να αποσυρθεί στα βουνά του Σηείρ και η γη να ονομαστεί Εδώμ. Μερικά χρόνια αργότερα η Ραχήλ πέθανε, ενώ γεννούσε το μικρότερό τους γιο, το Βενιαμίν.