Μια άλλη πτυχή
αυτού του θέματος είναι ότι ο Θεός μιλώντας προφητικά για το Γιό Του λέει: «….εγώ θέλω είσθαι εις αυτόν πατήρ και αυτός
θέλει είσθαι εις εμέ υιός….» Β’ Σαμ.ζ:14. Την ίδια προφητεία, συναντάμε στο
Α’ Χρον.κβ:10 και στην προς Εβρ.α:5.
Βλέπουμε ότι ο
Πατέρας λέει ότι «θέλω είσθαι», δηλ.
«θα είναι» Πατέρας στο Χριστό, και ο Χριστός «θα είναι» Γιος στον Πατέρα. Η αναφορά αυτή είναι όμως
στο μέλλον και φανερώνει ότι η πράξη δεν έχει ακόμη συμβεί, αλλά πρόκειται να
γίνει κάποτε στο μέλλον.
Αυτό σημαίνει ότι
την ώρα που ο Πατέρας έλεγε αυτά με το Πνεύμα Του δια μέσου Νάθαν του προφήτη
στον βασιλιά Δαυίδ, δεν υπήρχε ακόμη ο Υιός, γιατί απλούστατα δεν είχε ακόμη
γεννηθεί. Υπήρχε μέσα στην πρόγνωση του Πατέρα, μέσα στο Λόγο Του, όμως σαν
οντότητα και πρόσωπο έξω από τον Πατέρα δεν υπήρξε, παρά μόνον από τότε που
γεννήθηκε μέσα στη φάτνη διά της Παρθένου Μαρίας.
Αν υπήρχε σαν
«θεός Υιός», σαν «προαιώνιος θεός Υιός» όπως λέει η θεωρία της τριάδας, τότε
γιατί ο Θεός να μην πει ότι «είναι» ή «ήταν» και είναι Υιός μου, αλλά λέει «θα
είναι»; Καταρρίπτεται λοιπόν και πάλι η θεωρία αυτή του πολυθεϊσμού και του
πολυπροσωπισμού μέσα στη θεότητα, αφού δεν έχει καμιά θέση μέσα στο λόγο του
Θεού.
Μια παρόμοια
μαρτυρία έχουμε στους Ψαλμ.πθ:26-27 όπου λέει: «Αυτός θέλει κράξει προς εμέ, Πατήρ μου είσαι, Θεός μου και πέτρα της
σωτηρίας μου. Εγώ βεβαίως θέλω κάμει αυτόν πρωτότοκόν μου, Ύψιστον επί τους
βασιλείς της γης».
Πάλι βλέπουμε ότι
όλα είναι στον μέλλοντα χρόνο. Το Πνεύμα του Θεού βλέπει την εκπλήρωση αυτών
των γεγονότων, όχι στο παρελθόν, όπως θα ήθελε η θεωρία της τριάδας, αλλά στο
μέλλον. Το Πνεύμα του Θεού βλέπει το χρόνο της γέννησης του Χριστού στη γη,
βλέπει τη ζωή Του στη γη και ανάλογα προφητεύει.
Αυτός ο
ενδιάθετος Λόγος που είδαμε καθαρότατα μέσα στις σελίδες των Γραφών, ο
προγνωρισμένος από καταβολής κόσμου Χριστός, ο Υιός, η τρυφή και η αγάπη του
Πατέρα, ο κεχρισμένος Αμνός του Θεού, το Ρήμα της δημιουργίας, δια του οποίου ο
Πατέρας έκαμε τα πάντα και τα ορατά και τα αόρατα, ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ ΚΑΙ ΕΣΚΗΝΩΣΕΝ ΕΝ ΗΜΙΝ.
Όταν λέει «σαρξ
εγένετο» δεν εννοεί απλά και μόνο τη σάρκα του σώματος, αλλά εννοεί ότι
έγινε τέλειος άνθρωπος. Με ψυχή, σώμα και πνεύμα ανθρώπινο. Παντού όπου ο λόγος
του Θεού αναφέρεται με τον όρο αυτό, (εκτός από περιπτώσεις που αναφέρονται
καθαρά πλέον στη σάρκα του ανθρώπου), εννοεί άνθρωπο η ανθρώπους.
Όταν ο Κύριος
λέει με τον Ιωήλ β:28 «Και μετά ταύτα
θέλω εκχέει το πνεύμα μου επί πάσαν σάρκα…» εννοεί τους ανθρώπους και όχι
μόνο τη σάρκα τους.
Στους Ρωμ.γ:20 ο
Παύλος λέει «διότι εξ έργων νόμου δεν
θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού», πάλι εννοεί τους ανθρώπους σαν
σύνολο και όχι μόνο τη σάρκα τους.
Α’ Κορ.α:29 λέει
«...ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον
τοῦ θεοῦ»
Όπως όλοι οι
άνθρωποι είναι σαρξ, και ονομάζονται σαρξ, έτσι και ο Λόγος του Θεού έγινε
σαρξ, δηλαδή άνθρωπος με προσωπικότητα, με ανθρώπινο πνεύμα ψυχή και σώμα.
Αυτό το ανθρώπινο
πνεύμα, την ανθρώπινη ψυχή και το σώμα, ο Χριστός δεν το είχε πριν, αλλά το
απέκτησε κατά την γέννηση Του φυσιολογικά από τον Πατέρα Του που δεν ήταν ο
Ιωσήφ, αλλά ο ουράνιος Πατέρας.
Ο Θεός δεν έγινε
άνθρωπος, γιατί αν γινόταν κάτι τέτοιο, ο Θεός θα αλλοιωνόταν. Ξέρουμε όμως ότι
είναι αναλλοίωτος και δεν υπάρχει σ' Αυτόν σκιά μεταβολής.
Ο Θεός ΓΕΝΝΗΣΕ
τον άνθρωπο Χριστό Ιησού. Ο Χριστός εξήλθε «εκ
του Πατρός» (Ιωάν.η:42) δηλ. βγήκε έξω από τον Πατέρα και ήρθε στον κόσμο
με τη γέννησή Του, αποκτώντας έτσι δική Του προσωπικότητα.
Από τη γέννα αυτή
υπήρξε ο άνθρωπος Ιησούς, εκ γενετής αναμάρτητος, με ελεύθερη θέληση και
βούληση, με την οποία μπορούσε να εκλέξει το καλό ή το κακό. Δεν σημαίνει ότι ο
Χριστός δεν μπορούσε να αμαρτήσει, γιατί τότε δεν θα είχαν νόημα οι πειρασμοί
στην έρημο. Μπορούσε ο Χριστός να εκλέξει ό,τι ήθελε ελεύθερα και χωρίς καμιά
πίεση όμως γι' αυτό υπήρξε το καλό παράδειγμα για μας, γιατί ενώ μπορούσε να κάνει
το κακό, πάντοτε υποτασσόταν στο θέλημα του Πατέρα κατά πάντα.
Ο Χριστός πήρε τη
θέση που ο Αδάμ έχασε, γι’ αυτό έπρεπε να ήταν αναμάρτητος από την γέννησή Του,
ώστε να δοθεί για άλλη μια φορά η ευκαιρία στο ανθρώπινο γένος να επανορθώσει
την παρακοή που του στοίχησε την απομάκρυνση από το Θεό.
Τώρα διά του
Χριστού, δια της υπακοής του ενός, δικαιωθήκαμε όλοι εμείς που πιστέψαμε στο
έργο και στη θυσία Του και συνδεθήκαμε με τον Πλάστη και Δημιουργό μας.
Έπρεπε λοιπόν ο
Χριστός να ήταν φυσιολογικός άνθρωπος, και όχι «θεός Υιός» που έγινε άνθρωπος,
για να πεθάνει για τις αμαρτίες του κόσμου υποτασσόμενος τέλεια στον Πατέρα,
καθώς και να γίνει τέλειος από τα παθήματα (Εβρ.ε:8-9). Ο Χριστός δεν υπήρξε
ποτέ ατελής, αλλά η τελειότητα που είχε, έπρεπε να δοκιμαστεί κατά πάντα, όπως
και έγινε.
Εάν υποθέσουμε
ότι ήταν ο «θεός Υιός» που έγινε άνθρωπος, τι απόγιναν οι θεϊκές Του ιδιότητες,
σαν «θεού Υιού»; Αν δεχτούμε ότι τις άφησε, πράγμα εξωβιβλικό και αντίξοο με τη
φύση του Θεού - γιατί στο Θεό δεν υπάρχει σκιά μεταβολής, ούτε η παραμικρή
αλλοίωση - τότε δεν κατοικούσε μέσα Του «ο Θεός», αλλά ένα μέρος του Θεού. Δεν
κατοικούσε μέσα Του το πλήρωμα της θεότητας, γιατί το μέρος της θεϊκής
υπόστασης του Υιού, που συμπληρώνει την τριάδα και την κάνει πλήρωμα, αυτό έλειπε
γιατί ο Χριστός υποτίθεται ότι το άφησε και έγινε άνθρωπος!
Ο Ιωάννης
συνεχίζει και λέει ότι αυτός ο Λόγος που έγινε σαρξ, «εσκήνωσεν εν υμίν» και στο εδ.16 λέει ότι «...εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος».
Το Πνεύμα το Άγιο είναι που
σκηνώνει, δηλ. κατοικεί μέσα στον πιστό άνθρωπο του Θεού. Πως ο Χριστός, που
είναι ο ενσαρκωμένος Λόγος του Πατέρα κατοίκησε μέσα μας; Φυσικά σαν Πνεύμα
Άγιο, γιατί αυτό είναι το πλήρωμα της θεότητας, είναι ο Πατέρας Θεός, που
κατοικούσε μέσα στο Χριστό.
Ο Πατέρας είναι
το πλήρωμα που κατοικεί αυτή τη στιγμή μέσα στο Χριστό, σε τέλεια ενότητα και
ταύτιση. Η θεϊκή φύση κατοικεί μέσα στην ανθρώπινη φύση. Ο Ιησούς μας είπε ότι
«...Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει
φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ ΘΕΛΟΜΕΝ ΕΛΘΕΙ,
ΚΑΙ ΕΝ AYTΩ ΘΕΛΟΜΕΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕΙ» Ιωάν.ιδ:23.
Να λοιπόν πόσο
όμορφα δένουν όλα χωρίς αντιξοότητες και αναμίξεις με τριάδες και
ειδωλολατρίες. Ο Παύλος αναφερόμενος στην επιστροφή του Ισραήλ στο Κύριο, που
γνωρίζουμε ότι είναι ο Χριστός, γιατί Αυτόν αρνήθηκαν και Αυτόν εξεκέντησαν και
σ' Αυτόν θα επιστρέψουν, λέει: Ο δε
Κύριος είναι το Πνεύμα· και όπου είναι το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί ελευθερία
(Β’ Κορ.γ:17).