Ας στραφούμε όμως
στο άδολο γάλα, στη θρησκεία των πατέρων, στο Θεό των πατέρων, στα θεμέλια της
πίστης μας, ας φεύγουμε από αυτούς τους γραώδεις μύθους και ας θυμόμαστε
πάντοτε ότι «εν αυτώ κατοικεί παν το
πλήρωμα της θεότητος σωματικώς».
Η θεωρία της
τριάδας, δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να σκοτεινιάζει το λόγο του Θεού, να
μπλέκει το νου και να μην αφήνει τους ανθρώπους να κατανοήσουν, αλλά ούτε και
να ερευνήσουν το Θεό όπως ο Ίδιος θέλει (Σοφον.α:1-6) και όπως ο Παύλος
προσεύχεται (Εφες.α:17).
Ένα άλλο συνεχόμενο
πρόβλημα, που φέρνει μεγάλη σύγχυση, είναι η ανεξέλεγκτη τοποθέτηση του όρου «ο
Θεός». Ανάλογα με το τι συμφέρει σε κάθε περίπτωση, «ο Θεός», γίνεται άλλοτε
Πατέρας, άλλοτε Υιός και άλλοτε Πνεύμα Άγιο.
Δεν θα μπορούσε
κανείς να πει τίποτε γι' αυτό τον ισχυρισμό, αν δεν είχαμε την Ελληνική
Γραμματική να διαμαρτύρεται έντονα. Η διαμαρτυρία αυτή είναι σχετικά με το
οριστικό άρθρο «Ο».
Η Γραμματική λέει
ότι το άρθρο αυτό, ονομάζεται οριστικό, διότι καθορίζει (οριστικοποιεί, καθιστά
περισσότερο συγκεκριμένη) τη λέξη στην οποία αναφέρεται.
Ρωτάμε λοιπόν: Τι
καθορίζει το άρθρο «ο» όταν αυτό ανήκει στη λέξη «Θεός»; Δεν καθορίζει αυτό που
«ορίζει» δηλαδή τον Ένα και μοναδικό Θεό που υπάρχει; Δεν μας λέει ότι υπάρχει «ο
Θεός» και όχι πολλοί;
Αν δεχτούμε την
υποτιθέμενη τριάδα, τότε δεχόμαστε ότι «ο Θεός» είναι τριάδα προσώπων, άρα
όποτε συναντούμε τη λέξη «ο Θεός» εννοούμε το όλο του Θεού, αυτό που ορίζει την
έννοια «Θεός» όποια και να είναι.
Η θεωρία μας λέει
ότι η θεότητα αποτελείται από τρία πρόσωπα. Αν τώρα θέλουμε να εκφραστούμε για
ένα από τα τρία πρόσωπα, θα ήταν αντίθετο με τον κανόνα της γραμματικής να το
ονομάσουμε «ο Θεός», γιατί αναφερόμαστε μόνον σε ένα από τα τρία πρόσωπο και
όχι στο σύνολο της τριάδας.
Έτσι, όταν
αναφερόμαστε μεμονωμένα στο δεύτερο πρόσωπο, θα πρέπει να μη χρησιμοποιήσουμε
το οριστικό άρθρο, γιατί το δεύτερο πρόσωπο δεν καθορίζει και τα άλλα δύο,
διότι έχει στοιχεία που στερούνται τα άλλα δύο, και τα άλλα δύο με τη σειρά
τους έχουν στοιχεία, που δεν έχει το δεύτερο, ή και τα άλλα δύο μεταξύ τους.
Άρα, είναι άτοπο
να πούμε σύμφωνα με τη λογική της θεωρίας της τριάδας ότι ο Χριστός π.χ. είναι «ο
Θεός». Ούτε πάλι μπορούμε να πούμε ότι ο Πατέρας είναι «ο Θεός» και αντίστοιχα
το Πνεύμα το Άγιο.
Θα μπορούσαμε να
αναφερθούμε ξεχωριστά για το κάθε πρόσωπο, σαν «Θεός» αόριστα, χωρίς να
ορίζουμε το όλο του Θεού, γιατί αυτό συναντάται (υποτίθεται) και στα τρία
πρόσωπα μαζί.
Απόδειξη ότι
αυτός ο ισχυρισμός είναι σωστός, είναι το γεγονός ότι όλοι οι «τριαδικοί»
αναφέρονται στο Χριστό σαν «Θεό», αλλά δυσκολεύονται να πουν ότι είναι «ο Θεός»,
γιατί καταλαβαίνουν ότι εκεί εκφράζεται όλη η τριάδα και όχι μόνο ένα της πρόσωπο.
Σύμφωνα με τη
θεωρία της «κένωσης», που ορισμένοι υποστηρίζουν θερμά, ο «θεός Υιός» έγινε
άνθρωπος αφού εγκατέλειψε τη δόξα του, και άφησε τις θεϊκές του ιδιότητες. Όμως
έτσι, δημιουργούνται πολλές αντιξοότητες όπως:
Αν δεχτούμε κάτι
τέτοιο, δεχόμαστε ότι «ο Θεός» που είναι η τριάδα – αφού η θεότητα αποτελείται
από τρία πρόσωπα - ΑΛΛΟΙΩΘΗΚΕ και από τρία πρόσωπα έγινε δύο, γιατί το δεύτερο
από τα τρία έγινε άνθρωπος.
Όταν λοιπόν ο
Χριστός ήταν εδώ στη γη, δεν θα έπρεπε η γραφή να λέει «ο Θεός» αλλά «Θεός»,
για να δείχνει ότι ένα μέρος του Θεού δεν υπήρχε σαν Θεός αλλά σαν άνθρωπος.
Όμως η Γραφή συνεχίζει να ονομάζει το Θεό «ο Θεός». Άρα δεν έγινε αυτό που
υποστηρίζει η θεωρία της «κένωσης», ο Θεός παραμένει αναλλοίωτος (γιατί είναι ο
Πατέρας) και κατοικεί μέσα στο Χριστό πλήρως.
Β' Κορ.ε:19 δηλονότι
ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν, μη λογαριάζων εις
αυτούς τα πταίσματα αυτών, και ενεπιστεύθη εις ημάς τον λόγον της διαλλαγής.
Αν ο Χριστός
είναι το δεύτερο πρόσωπο που έγινε άνθρωπος, τότε δεν θα έπρεπε η γραφή να μας
λέει ότι το πλήρωμα της θεότητας κατοικούσε μέσα στο Χριστό, αλλά τα δύο τρίτα,
γιατί το ένα τρίτο έγινε άνθρωπος.
Αν δεχτούμε ότι
όλη η τριάδα κατοικούσε μέσα στο Χριστό, τότε που είναι η κένωση; Αφού ο «θεός
Υιός» κατοικούσε μέσα στο Χριστό τότε τι κένωση είναι αυτή που μας λένε;
Μπορεί όμως να
πουν: «Στο κάθε πρόσωπο της Τριάδας εκφράζεται «ο Θεός», το πλήρωμα του Θεού. Τότε
οι ίδιοι καταρρίπτουν με τα λόγια τους την τριάδα, γιατί αν στο ένα πρόσωπο από
τα τρία, εκφράζεται όλη η θεότητα, σημαίνει ότι είναι μία θεότητα που έχει τρεις
φανερώσεις (πράγμα που ο λόγος του θεού διακηρύττει), παύει να υπάρχει διαχωρισμός
μεταξύ τους. Το άπειρο άλλωστε ξέρουμε ότι δεν διαχωρίζεται.
Αν στο πρόσωπο
του Χριστού βλέπουμε όλη τη θεότητα, (πράγμα που διδάσκει ο λόγος του Θεού),
τότε Αυτός είναι «ο Κύριος μας και ο Θεός μας», όπως είπε ο Θωμάς. Αυτός είναι
ο Πατέρας, Αυτός ο Υιός Αυτός και το Πνεύμα το Άγιο, οπότε δεν υπάρχει τριάδα προσώπων,
αλλά Ένας άπειρος Θεός, που φανερώνεται πότε σαν Πατέρας, πότε σαν Υιός και
πότε σαν Πνεύμα.
Όταν λέει ότι «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί...» (Α’ Τιμ.γ:16),
τότε σύμφωνα με τα παραπάνω όλη η τριάδα πρέπει να φανερώθηκε εν σαρκί και όχι
μόνον ένα μέρος της. Όμως όπως είπαμε, αν είναι όλη η τριάδα, τότε
καταστρέφεται η θεωρία της «κένωσης», γιατί ο «θεός Υιός» δεν απεκδύθηκε των
θείων Του ικανοτήτων και δυνάμεων, αλλά συνέχισε να τις έχει και σαν άνθρωπος.
Όταν πάνω στο
σταυρό ο Χριστός έκραξε «Θεέ μου Θεέ μου
γιατί με εγκατέλειψες», γιατί δεν βρίσκεται κανείς να υποστηρίξει ότι εκεί
ο Χρίστος αναφερόταν σε όλη την τριάδα, αλλά όλοι συμφωνούν ότι έκραζε στον
Πατέρα; Τι έγιναν τα άλλα δύο πρόσωπα της θεότητας;
Απλούστατα δεν
υπάρχουν πολλά πρόσωπα στη θεότητα, αλλά μόνο ένα του Πατέρα, γιατί Αυτός είναι
«ο Θεός», το πλήρωμα της θεότητας. Αυτός γέννησε το Χριστό τον κατά σάρκα, και
μέσα σ’ Αυτόν κατοικεί πλήρως. Σ' Αυτόν έδωσε την εξουσία, τη δύναμη, τη δόξα,
το όνομά Του. Αυτός είναι η εικόνα Του και σ’ Αυτόν βλέπουμε τον Πατέρα και Τον
τιμούμε με τη δόξα του Πατέρα.
Όταν λοιπόν η Γραφή
στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στο Θεό, εννοεί τον Πατέρα και μόνο. Όταν αυτό
συμβαίνει στην Καινή Διαθήκη, τότε αναφέρεται είτε στον Πατέρα, είτε στο
Χριστό, σαν φανέρωση και έκφραση του Θεού σ' εμάς, αφού όλο το πλήρωμα, όλη η
θεότητα κατοικεί μέσα Του, και μ’ αυτή την έννοια, ως προς τη θεότητά Του, είναι
ο ίδιος ο Πατέρας.