4. Εξετάζοντας και εφαρμόζοντας
την πίστη του Αβραάμ (δ:17β-25)
Η ενότητα αυτή εξηγεί την πίστη του Αβραάμ, το
πρωταρχικό παράδειγμα δικαίωσης δια πίστεως. Για να είναι κάποιος κληρονόμος
του Αβραάμ, πρέπει να έχει την πίστη του Αβραάμ, γι’ αυτό είναι σημαντικό να
γνωρίζουμε το είδος της πίστης που είχε ο Αβραάμ.
Ρωμ.δ:17β
ενώπιον του Θεού εις
τον οποίον επίστευσε, του ζωοποιούντος τους νεκρούς και καλούντος τα μη όντα ως
όντα
Αρχικά η Αγία Γραφή γράφτηκε χωρίς κεφάλαια, εδάφια
ή σημεία στίξης. Οι μεταφραστές τα πρόσθεσαν για να διευκολυνθεί η ανάγνωση, η
κατανόηση, και η αναφορά σε συγκεκριμένα μέρη. Ενώ είναι χρήσιμες, αυτές οι
προσθήκες δεν είναι θεόπνευστες. Για το θέμα μας, είναι καλό να διαιρέσουμε το
εδάφιο 17, δεδομένου ότι περιέχει μια αλλαγή της σκέψης.
Επανερχόμενοι πίσω, στη σκέψη του εδ.16, που
διακόπτεται με την παρενθετική φράση «καθώς
είναι γεγραμμένον, ότι πατέρα πολλών εθνών σε κατέστησα», το εδ.17
επαναλαμβάνει ότι στα μάτια του Θεού ο Αβραάμ είναι ο πατέρας όλων μας. Τα εδάφια 17-21 περιγράφουν την πίστη που είχε ο Αβραάμ.
(1)
Πίστη στον
παντοδύναμο και παντογνώστη Θεό.
Η ανάλυση της πίστης του Αβραάμ αρχίζει
περιγράφοντας το αντικείμενο της πίστης του. Όπως είπαμε και νωρίτερα, η πίστη
δεν είναι αποτελεσματική από μόνη της. Η δύναμή της εξαρτάται αποκλειστικά από
αυτό στο οποίο πιστεύουμε. Πρέπει να δώσουμε έμφαση στο αντικείμενο της πίστης,
αντί για την πράξη ή την ποιότητα της πίστης. Οι λατρευτές ψεύτικων θεών μπορεί
να έχουν όση πίστη έχουμε κι εμείς ή ακόμη περισσότερη, αλλά η πίστη τους είναι
μάταιη.
Ο Θεός πρέπει να είναι το αντικείμενο της πίστης -
ο ένας, αληθινός Θεός που είναι παντοδύναμος και παντογνώστης. Ο Αβραάμ πίστεψε
στον παντοδύναμο Θεό — στο Θεό που μπορεί να ζωοποιήσει νεκρούς. Αν και αυτή
είναι μια τυπική Εβραϊκή περιγραφή του Θεού, σε σχέση με τον Αβραάμ είχε
ιδιαίτερη σημασία λόγω της αναπαραγωγικής απονέκρωσης της Σάρας (εδ.19).
Ο Αβραάμ πίστεψε επίσης στην παντογνωσία του Θεού —
στο Θεό που ξέρει το μέλλον, που μπορεί να μιλήσει για ανύπαρκτα πράγματα σαν
να υπήρχαν. Επειδή είναι παντοδύναμος, όταν το κάνει, τους δίνει πραγματική
ύπαρξη. Όταν ο Θεός είπε «Γενηθήτω φως»,
εμφανίστηκε φως ενώ δεν υπήρχε πριν. Δεδομένου ότι ο Θεός ξέρει το μέλλον με
βεβαιότητα, μπορεί να ενεργεί σε μελλοντικά γεγονότα, σαν να έχουν ήδη
πραγματοποιηθεί. Και πάλι, αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Αβραάμ, επειδή ο
Θεός τον ονόμασε «πατέρα πλήθους εθνών», αλλάζοντας το όνομά του από Άβραμ
(υψηλός πατέρας) σε Αβραάμ (πατέρας πλήθους), πριν ακόμα γεννηθεί ο Ισαάκ
(Γέν.ιζ:4-5).
(2)
Πίστη παρά τις
αντιξοότητες
Ρωμ.δ:18 όστις καίτοι μη έχων ελπίδα επίστευσεν επ'
ελπίδι, ότι έμελλε να γείνη πατήρ πολλών εθνών κατά το λαληθέν· Ούτω θέλει
είσθαι το σπέρμα σου·
Αν και η κατάστασή του ήταν στατιστικά απελπιστική
από ανθρώπινη ή φυσική άποψη, ο Αβραάμ «επίστευσεν επ' ελπίδι».
(3)
Πίστη στο λόγο του
Θεού.
Συγκεκριμένα, ο Αβραάμ πίστεψε στην υπόσχεση που ο
Θεός του είχε δώσει. Με απλότητα δέχτηκε το λόγο του Θεού. Κατά συνέπεια έγινε
ο πατέρας πολλών εθνών, ακριβώς όπως ο Θεός του είχε υποσχεθεί. Η αναφορά της
υπόσχεσης του Θεού είναι από τη Γέν.με:5.
(4)
Πίστη παρά τις ιδιαίτερα
δυσμενείς συνθήκες.
Ρωμ.δ:19 και μη ασθενήσας κατά την πίστιν δεν
εσυλλογίσθη το σώμα αυτού ότι ήτο ήδη νενεκρωμένον, εκατονταετής περίπου ων,
και την νέκρωσιν της μήτρας της Σάρρας·
Ο Αβραάμ και η Σάρα ήταν πολύ μεγάλης ηλικίας και
σωματικά ανίκανοι να συλλάβουν. Από αναπαραγωγική άποψη, το σώμα του Αβραάμ
ήταν νεκρό και η μήτρα της Σάρας ήταν επίσης νεκρή. Δεν ήταν μόνο οι
πιθανότητες εναντίον τους, αλλά είχαν συγκεκριμένες πληροφορίες που καθιστούσαν
αδύνατη την κατάστασή τους. Ωστόσο, ο Αβραάμ δεν άφησε αυτές τις ιδιαίτερες
συνθήκες να καταστρέψουν την πίστη του. Σχεδόν όλοι οι σχολιαστές που μελετούν
τα Βιβλικά κείμενα συμπεραίνουν ότι το «δεν»
στο εδ.19 παρείσφρησε τυχαία κατά τη διαδικασία μετάφρασης. Αν είναι έτσι, το
εδάφιο σημαίνει ότι ο Αβραάμ δεν αγνοούσε τις αντίξοες συνθήκες, αλλά τις
σκέφτηκε σοβαρά και προσεκτικά. Μετά, εξακολούθησε να πιστεύει στο λόγο του
Θεού, θεωρώντας τον υπερέχοντα. Αν η παραδοσιακή απόδοση είναι σωστή, το εδάφιο
σημαίνει ότι ο Αβραάμ αρνήθηκε να δεχτεί τις συνθήκες πάνω από την υπόσχεση του
Θεού. Είτε έτσι είτε αλλιώς το σημείο είναι το ίδιο: ο Αβραάμ δεν άφησε τις
δυσμενείς συνθήκες να καταστρέψουν την πίστη του.
(5)
Ακλόνητη πίστη.
Ρωμ.δ:20 ουδέ εδίστασεν εις την επαγγελίαν του Θεού
διά της απιστίας, αλλ' ενεδυναμώθη εις την πίστιν, δοξάσας τον Θεόν,
Αν η πίστη μας ταλαντεύεται και μετατρέπεται σε
αμφιβολία, δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτα από το Θεό (Ιάκ.α:6-8). Ο Αβραάμ δεν δίστασε
στην υπόσχεση του Θεού μέσα από την απιστία, στην πραγματικότητα δυνάμωσε στην
πίστη και δόξασε το Θεό.
(6)
Πίστη που τον έκανε
να είναι απόλυτα πεπεισμένος.
Ρωμ.δ:21 και πεποιθώς ότι εκείνο, το οποίον υπεσχέθη,
είναι δυνατός και να εκτελέση.
Ο Αβραάμ ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Θεός
μπορούσε να κάνει αυτό που υποσχέθηκε.
Ρωμ.δ:22 Διά τούτο και ελογίσθη εις αυτόν εις
δικαιοσύνην.
Αυτό είναι και πάλι από τη Γέν.ιε:6, επισημαίνοντας
ότι ο Θεός θεώρησε τον Αβραάμ δίκαιο, επειδή είχε το είδος της πίστης που τα
εδάφια 17-21 περιγράφουν.
Σαφώς, η πίστη του Αβραάμ ήταν κάτι παραπάνω από
την «εύκολη πίστη» που πολλοί διαφημίζουν σήμερα, δεν ήταν μια διανοητική
συγκατάθεση. Ήταν μια ισχυρή, σταθερή πίστη στο Θεό, που τον έκανε να
εμπιστευτεί και να υπακούσει το λόγο του Θεού κάτω από οποιεσδήποτε
περιστάσεις. Προφανώς, η πίστη του Αβραάμ ήταν περισσότερο από μια εφάπαξ
ομολογία που του εγγυόταν έκτοτε, αιώνια ασφάλεια άνευ όρων. Ήταν μια σταθερή
και συνεχής πίστη που τον έκανε να περιμένει υπομονετικά χωρίς
αμφιταλαντεύσεις, μέχρι που εκπληρώθηκε η υπόσχεση του Θεού.
Όταν μελετάμε τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης από
τα οποία ο Παύλος πήρε τη διδασκαλία του για την πίστη του Αβραάμ, το βρίσκουμε
αδύνατο να ξεχωρίσουμε την πίστη του Αβραάμ από την υπακοή του. «Διά πίστεως υπήκουσεν ο Αβραάμ»
(Εβρ.ια:8). Η Βίβλος δεν αναφέρει ότι ο Θεός δικαίωσε τον Αβραάμ στη βάση μιας
διανοητικής στάσης χωρίς να ανταποκριθεί υπακούοντας το λόγο Του. Αντίθετα, η
Βίβλος καταγράφει τη δικαίωση του Αβραάμ δια πίστεως, αφού υπάκουσε πλήρως την
εντολή του Θεού να φύγει από τη γη του και τη συγγένειά του (Γέν.ιβ:1) και
πίστεψε πλήρως στην υπόσχεση του Θεού ότι θα τον κάνει ένα μεγάλο έθνος
(Γέν.ιβ:2). Το εδάφιο που περιγράφει τη δικαίωσή του δια πίστεως (Γέν.ιε:6)
βρίσκεται μετά, αφού έφυγε από την Ουρ (Γέν.ιβ), μπήκε μόνιμα στη Χαναάν, ξεχωρίστηκε από το Λωτ
(Γέν.ιγ), ξεπέρασε τους φόβους ότι θα μείνει άτεκνος και πίστεψε στην υπόσχεση
του Θεού ότι θα είχε ένα παιδί (Γέν.ιε:1-4).
Ο Θεός εκπλήρωσε τις υποσχέσεις Του προς τον Αβραάμ
επειδή υπάκουσε: «και εν τω σπέρματί σου
θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γής· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου»
(Γέν.κβ:18). Ο Θεός είπε στον Ισαάκ: «και
θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και θέλω δώσει εις το
σπέρμα σου πάντας τους τόπους τούτους, και θέλουσιν ευλογηθή εν τω σπέρματί σου
πάντα τα έθνη της γής· επειδή ο Αβραάμ υπήκουσεν εις την φωνήν μου, και εφύλαξε
τα προστάγματά μου, τας εντολάς μου, τα διατάγματά μου και τους νόμους μου»
(Γέν.κς:4-5). Αν τα προηγούμενα εδάφια σημαίνουν ότι ο Θεός ευλόγησε τον Αβραάμ,
με βάση τα έργα του, τότε η χρησιμοποίηση του Αβραάμ σαν παράδειγμα δικαίωσης
δια της πίστεως είναι λάθος. Επιπλέον, αυτό θα μπορούσε να ακυρώσει το
επιχείρημα στην Ρωμ.δ:13-17, ότι μπορούμε να πάρουμε τις υποσχέσεις του Θεού
μόνο με βάση την πίστη και όχι το νόμο. Ο μόνος τρόπος να συμβιβάσουμε την
αφήγηση της Γένεσης με τη χρήση της στην επιστολή προς Ρωμαίους είναι να
αναγνωρίσουμε ότι η πίστη και η υπακοή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Έχω πίστη
σημαίνει υπακούω και υπακούω σημαίνει
έχω πίστη. Τιμώντας την υπακοή του Αβραάμ ο Θεός, απλά τίμησε την πίστη του,
δεν του αποπλήρωσε ένα χρέος που ο Αβραάμ κέρδισε με τα καλά του έργα. Το
παράδειγμα του Αβραάμ, όπως χρησιμοποιείται στην Ρωμαίους, καταδεικνύει ότι η
πίστη που δικαιώνει είναι η πίστη της υπακοής, η επίμονη πίστη.