Β. Γραφική απόδειξη (δ:1-25).
Το
τέταρτο κεφάλαιο της επιστολής προς Ρωμαίους χρησιμοποιεί το παράδειγμα του
Αβραάμ, υποστηριζόμενο από μια παραπομπή από τα γραφτά του Δαβίδ, προκειμένου
να αποδείξει ότι ο Θεός πάντα δικαίωνε τους ανθρώπους δια της πίστεως χωρίς τα
έργα ή το Νόμο. Από την ιστορία του Αβραάμ, άλλες δύο βασικές αρχές εξάγονται:
(1) Η δικαίωση δια πίστεως είναι το σχέδιο του Θεού για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
(2) Μπορούμε μόνο δια πίστεως να πάρουμε τις ευλογίες του Αβραάμ κι όχι με τα
έργα. Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει το είδος της πίστης του Αβραάμ και εφαρμόζει
στους αναγνώστες τα μαθήματα που αυτός έμαθε.
Μόνο
και μόνο τότε, όταν έχουμε την ίδια σταθερή πίστη που είχε ο Αβραάμ στο Θεό, θα
δικαιωθούμε όπως αυτός δικαιώθηκε. Μετά τη συζήτηση όσο αφορά στην πίστη του
Αβραάμ, θα δώσουμε μια συμπερασματική σημείωση σχετικά με την πλήρη διδασκαλία
της δικαίωσης όπως διδάσκεται από τις Γραφές.
1. Αβραάμ και Δαβίδ (δ:1-8).
Η
Γραφική απόδειξη της δικαίωσης δια πίστεως ξεκινά με το παράδειγμα του Αβραάμ. Η
εμπειρία του Αβραάμ δεν χρησιμοποιείται σαν προμήνυμα ή προφητεία, αλλά σαν μια
πραγματική περίπτωση δικαίωσης δια πίστεως. Η διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ
προηγείται του νόμου που δόθηκε στο Μωυσή. Χρησιμοποιώντας λοιπόν αυτό το
παράδειγμα ο Παύλος, θέλει να μας πει ότι η δικαίωση δια πίστεως ήταν η μέθοδος
του Θεού προς σωτηρία ακόμα και πριν από το Νόμο.
Δεν θα
μπορούσε να βρεθεί καλλίτερο παράδειγμα, απ’ αυτό του Αβραάμ, γιατί οι Εβραίοι
τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη, σαν πατέρα της φυλής τους. Η διαθήκη του Θεού με
τον Αβραάμ αποτέλεσε τη βάση της θέσης τους σαν ο εκλεκτός λαός του Θεού. Το
σημείο της περιτομής που τους ξεχώριζε από τους Εθνικούς, ήταν το σημείο της
διαθήκης που είχε δοθεί στον Αβραάμ. Ακόμα, ο Θεός αποκάλεσε τον Αβραάμ φίλο
Του (Ης.μα:8). Αν αυτός δεν μπορούσε να σωθεί βάσει των έργων του, ποιος θα
μπορούσε;
Ρωμ.δ:1 Τι λοιπόν θέλομεν
ειπεί ότι απήλαυσεν Αβραάμ ο πατήρ ημών κατά σάρκα;
Η
φράση «κατά σάρκα», επιδέχεται δύο πιθανές
ερμηνείες. Αν αναφέρεται στο «Αβραάμ ο
πατήρ ημών», τότε αυτό το εδάφιο έχει μια ιδιαίτερη εφαρμογή Εβραίους
πιστούς. Αν αναφέρεται στο «απήλαυσεν»,
τότε αφορά τη ζωή και τις πράξεις του Αβραάμ, υπενθυμίζοντάς μας ότι η ανθρώπινη
φύση του ήταν ακριβώς όπως τη δική μας. Σε κάθε περίπτωση, ο Αβραάμ είναι ο
πατέρας όλων όσοι βαδίζουν δια πίστεως (εδ.11-12).
Ρωμ.δ:2 Διότι εάν ο
Αβραάμ εδικαιώθη εκ των έργων, έχει καύχημα, αλλ' ουχί ενώπιον του Θεού.
Αν ο Αβραάμ λογίστηκε δίκαιος με βάση τα έργα του,
θα μπορούσε να καυχηθεί στον εαυτό του και όχι στο Θεό. Στην πραγματικότητα, ο
Αβραάμ δεν σώθηκε από τα έργα του και δεν είχε τίποτα για να καυχηθεί, στα
μάτια του Θεού.
Ρωμ.δ:3 Επειδή τι
λέγει η γραφή; Και επίστευσεν Αβραάμ εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις
δικαιοσύνην.
Αντίθετα, σύμφωνα με τη Γραφή πίστεψε στο Θεό και ο
Θεός το υπολόγισε σε αυτόν σαν δικαιοσύνη. Η αναφορά είναι από τη Γέν.ιε:6. Η
Καινή Διαθήκη αναφέρει αυτό το εδάφιο και πάλι στην Γαλ.γ:6 και Ιάκ.β:23
Το ίδιο ρήμα «λογίζομαι» εμφανίζεται στα εδάφια 4,
5, 6, 8, 9, 10, 11, 22, 23 και 24. Αρχικά αναφερόταν σε αριθμητικό υπολογισμό,
αλλά αυτό το εδάφιο το χρησιμοποιεί μεταφορικά, ώστε να σημαίνει υπολογίζω,
πιστώνω, καταλογίζω.
Το εδ.3 δεν σημαίνει ότι η πίστη από μόνη της είναι
αξιέπαινη. Η πίστη από μόνη της δεν είναι δικαιοσύνη, ούτε γίνεται δικαιοσύνη.
Η αξία της πίστης εξαρτάται αποκλειστικά από το αντικείμενο της πίστης — που σ’
αυτή την περίπτωση, είναι ο Θεός. Η αποτελεσματικότητα της πίστης δεν προέρχεται
απ’ αυτόν που πιστεύει, αλλά απ’ Αυτόν που πιστεύουμε και εμπιστευόμαστε. Η
πίστη έχει να κάνει με τις συνθήκες, δεν είναι η βάση της σωτηρίας. Είναι η
μέθοδος ή το κανάλι, όχι η βάση, για να σωθεί κάποιος. Η σωτηρία εξαρτάται από το
Θεό.
Ρωμ.δ:4 Εις δε τον
εργαζόμενον ο μισθός δεν λογίζεται ως χάρις, αλλ' ως χρέος·
Όταν κάποιος εργάζεται, ο εργοδότης του δεν του
δίνει το μισθό του σαν δώρο, αλλά τον πληρώνει επειδή εκπλήρωσε την υποχρέωση
του. Αν ο Θεός θεώρησε την πίστη του Αβραάμ σαν δικαιοσύνη, τότε ο Αβραάμ δεν
κέρδισε τη δικαιοσύνη από τα έργα του.
Ρωμ.δ:5 εις τον μη
εργαζόμενον όμως, πιστεύοντα δε εις τον δικαιούντα τον ασεβή, η πίστις αυτού
λογίζεται εις δικαιοσύνην,
Όταν ένας άνθρωπος δεν προσπαθεί να βασίσει τη
σωτηρία του σε έργα, αλλά αντίθετα πιστεύει στο Θεό, η πίστη του λογίζεται σαν
δικαιοσύνη. Λαμβάνει τη δικαιοσύνη από το Θεό σαν δώρο (χάρη) όχι σαν ποσό
οφειλής.
Για την ακρίβεια, ο Θεός προσμετράει τον ασεβή σαν
δίκαιο. Αυτό ακούγεται τρομακτικό, ειδικά σε ένα εβραϊκό μυαλό, αλλά είναι η
ουσία της δικαίωσης δια πίστεως. Ο Θεός δικαιώνει εκείνους που δεν το αξίζουν,
που μπορούν αλλά δεν το κερδίζουν. Φυσικά, τους θεωρεί δίκαιους από την πίστη
τους, με την έννοια ότι δεν Τον απορρίπτουν πλέον, αλλά στρέφονται σ’ Αυτόν με
μετάνοια.
Ρωμ.δ:6 καθώς και ο
Δαβίδ λέγει τον μακαρισμόν του ανθρώπου, εις τον οποίον ο Θεός λογίζεται
δικαιοσύνην, χωρίς έργων·
Για να υποστηρίξει αυτή την «ενοχλητική» δήλωση, το
εδ.6 επικαλείται τα λόγια του Δαβίδ στον Ψαλμ.λβ:1-2. Ο Δαβίδ είναι παράδειγμα
ανθρώπου υπό Νόμο. Χρησιμοποιώντας τόσο τον Αβραάμ όσο και τον Δαβίδ σαν
παραδείγματα, το κεφάλαιο 4 ορίζει ότι το σχέδιο της σωτηρίας του Θεού ήταν η
δικαίωση δια πίστεως, τόσο πριν όσο και κατά το Νόμο. Αυτό είναι εκπληκτικό,
λοιπόν, γιατί αυτό είναι το σχέδιό Του και για σήμερα.
Ο Δαβίδ μίλησε για τη μακαριότητα της δικαίωσης
χωρίς έργα. Αυτός ο καταλογισμός ή πίστωση δικαιοσύνης στην πραγματικότητα
αποκαθιστά τον αμαρτωλό ενώπιον του Θεού.
Ρωμ.δ:7 Μακάριοι
εκείνοι, των οποίων συνεχωρήθησαν αι ανομίαι και των οποίων εσκεπάσθησαν αι
αμαρτίαι·
Ο αμαρτωλός λαμβάνει συγχώρεση των αμαρτιών. Ο Θεός
προσφέρει ένα κάλυμμα ή εξιλέωση για τις αμαρτίες του.
Ρωμ.δ:8 μακάριος ο άνθρωπος, εις τον οποίον ο Κύριος
δεν θέλει λογίζεσθαι αμαρτίαν.
Ο Θεός δεν μετράει την αμαρτία εναντίον του.
Υπάρχει τόσο ο καταλογισμός δικαιοσύνης, όσο και ο μη καταλογισμός της
αμαρτίας. Όταν διαβάζουμε ολόκληρο τον Ψαλμ.λβ, δεν βρίσκουμε κανένα εδάφιο που
να δείχνει ότι ο Δαβίδ συγχωρέθηκε με βάση τα έργα. Η μόνη βάση της αθώωσης που
βρίσκεται στον Ψαλμό, είναι η ομολογία της αμαρτίας του Δαβίδ και η προσφυγή
του στο έλεος του Θεού.
Τα αποσπάσματα από τη Γένεση και τους Ψαλμούς
αποδεικνύουν ότι η Παλαιά Διαθήκη σίγουρα διδάσκει τη δικαίωση δια πίστεως. Η
Καινή Διαθήκη μας δείχνει πιο καθαρά πως ο Θεός μπορεί να προσφέρει δικαίωση
δια πίστεως, δηλαδή, στη βάση του θανάτου, της ταφής και της ανάστασης του
Χριστού.