Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΜΕΡΙΚΕΣ «ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ» ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

Κάποιοι άνθρωποι λένε πως η Βίβλος είναι «γεμάτη από αντιφάσεις». Όταν τους λες να σου δείξουν μία, απαντούν: «Έχει ένα σωρό». Όταν τους πιέσεις να σου υποδείξουν, τέλος πάντων, μία, συνήθως σταματάνε χωρίς να πουν τίποτε περισσότερο. Υπάρχουν βέβαια και άπιστοι που ξέρουν κάτι από τη Βίβλο και μπορεί ν' αναφέρουν μερικές φαινομενικές αντιφάσεις. Σε τούτο το κεφάλαιο θα εξετάσουμε μερικές απ’ αυτές.


1. Μπορεί ο άνθρωπος να δει το Θεό;

Μια από 'κείνες που αναφέρονται συχνά, είναι η φαινομενική αντίφαση μεταξύ του Ιωάν.α:18 που λέει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» και της Εξόδ.κδ:10, όπου διαβάζουμε πως ο Μωυσής και ο Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιούδ και άλλοι εβδομήντα από τους πρεσβύτερους του Ισραήλ «είδον τον Θεόν του Ισραήλ». Υπάρχουν και άλλα μέρη στη Γραφή, που αναφέρουν πως άνθρωποι είδαν το Θεό.

Αυτό βέβαια φαίνεται σαν καθαρή αντίφαση, και πολλοί, εκτός από τους σκεπτικιστές και άπιστους απόρησαν. Η λύση αυτής της φαινομενικής δυσκολίας είναι στην πραγματικότητα πολύ απλή.

Πρώτα απ' όλα πρέπει να θυμόμαστε ότι δυο δηλώσεις, που αντιφάσκουν η μια με την άλλη, μπορεί να 'ναι κι οι δυο αληθινές, γιατί οι όροι δεν χρησιμοποιούνται με την ίδια έννοια και στις δυο δηλώσεις.

Παραδείγματος χάρη, αν κάποιος με ρωτούσε αν έχω δει ποτέ το πίσω μέρος του κεφαλιού μου, θα μπορούσα να του απαντήσω: «Όχι, δεν το 'χω δει ποτέ», κι η δήλωση αυτή θα 'ταν αληθινή. Ή θα μπορούσα να του απαντήσω: «Ναι, το 'χω δει» κι η δήλωση αυτή θα ‘ταν επίσης αληθινή, αν και φαίνεται ν' αντιφάσκει προς την άλλη. Το πίσω μέρος του κεφαλιού μου δεν το 'χω δει ποτέ, μα πολλές φορές όταν κοιτάζω σ' ένα καθρέφτη κι υπάρχει άλλος καθρέφτης πίσω μου, βλέπω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Η απάντηση που πρέπει να δώσω, εξαρτάται καθ' ολοκληρίαν από το τι εννοεί εκείνος που μου θέτει το ερώτημα. Αν εννοεί ένα πράγμα, απαντώ «όχι» κι αυτό είναι αλήθεια. Αν εννοεί άλλο πράγμα, απαντώ «Ναι», και είναι κι αυτό αλήθεια.

Κάποιος μπορεί ν' αντιτείνει: «Στη δεύτερη περίπτωση εκείνο που είδες, δεν ήταν το πίσω μέρος του κεφαλιού σου, αλλά η αντανάκλασή του στον καθρέφτη».

Σ' αυτό θ' απαντούσα: «Ούτε και συ βλέπεις το πίσω μέρος του κεφαλιού κάποιου, όταν το κοιτάς με τα μάτια σου. Εκείνο που βλέπεις είναι η αντανάκλαση του κεφαλιού του προσώπου εκείνου στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού σου».

Όλοι καταλαβαίνουν τι εννοείς, όταν χρησιμοποιείς γλώσσα με την κοινή αυτή έννοια της καθημερινής χρήσης. Ξέρουν πως, όταν λες ότι είδες το πίσω μέρος του κεφαλιού ενός προσώπου, εννοείς ότι είδες την αντανάκλασή του στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού σου και, όταν πεις πως είδες το πίσω μέρος του κεφαλιού σου στον καθρέφτη, ξέρουν πως εννοείς ότι είδες την αντανάκλαση του στον καθρέφτη. Στη μια περίπτωση βλέπεις την αντανάκλαση, στην άλλη βλέπεις την αντανάκλαση της αντανάκλασης και στις δυο περιπτώσεις εκείνο που πραγματικά βλέπεις είναι εκείνο που αντανακλάται.

Το ζήτημα της Αγίας Γραφής που εξετάζουμε τώρα, μοιάζει πολύ με αυτό το παράδειγμα. Ο Θεός στην αιώνια ουσία του, είναι «αόρατος». (Α' Τιμοθ.α:17). Κανένας άνθρωπος δεν Τον έχει δει, ούτε μπορούμε να Τον δούμε (Α' Τιμ.ς:16). Είναι πνεύμα, όχι υλικός (Ιωάν.δ:23,24). Και γι' αυτό ο Ιωάννης στο εδάφιο που εξετάζουμε μας λέει τη βαθιά και θαυμαστή αλήθεια: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε. Ο μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο». Δηλαδή, αυτός ο αόρατος Θεός μας αποκαλύπτεται, μας διερμηνεύεται με τα λόγια και στο πρόσωπο του Υιού Του, του Χριστού. Μας διακηρύχτηκε σε πλήρη βαθμό. Όχι μόνο με τα λόγια του Χριστού, αλλά και εν τω προσώπω Του, ώστε μπορούσε ο Χριστός να πει: «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν.ιδ:9).

Αλλ' αυτός ο ουσιαστικά αόρατος Θεός ευδόκησε, από τη μεγάλη χάρη Του, να φανερωθεί πολλές φορές σε σωματική μορφή μέσω του Γιού Του. Ο Μωυσής και οι εβδομήντα πρεσβύτεροι είδαν μια τέτοια φανέρωση του Θεού (Θεοφάνια), όταν ήταν στο όρος. Ο Ησαΐας είδε τέτοια φανέρωση στο Ναό (Ησαΐας ς:1, πρβλ. Ιωάν.ιβ:41) και περιγράφοντάς την πολύ σωστά είπε: «Είδα τον Κύριο». Ο Ιώβ είδε μια τέτοια φανέρωση και τόσο πολύ ταπεινώθηκε, όταν αντιμετώπισε το Θεό σε τέτοια φανέρωση, που αναφώνησε: «Βδελύττομαι τον εαυτό μου και μετανοώ στο χώμα και στη στάχτη». (Ιώβ μβ:6). Ο Θεός ήταν εκείνος που φανερώθηκε σ' αυτές τις Θεοφάνιες, κι επομένως Θεός ήταν εκείνος που είδαν.

Βλέπουμε λοιπόν ότι κι οι δυο αυτές δηλώσεις που φαινομενικά είναι καθαρές αντιφάσεις - η μια που λέει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» κι η άλλη: «Ο Μωυσής (και άλλοι) είδαν τον Θεό» - είναι κι οι δυο αληθινές.

Ο Ιησούς Χριστός ήταν η κορωνίδα της αποκάλυψης του Θεού. Κι έτσι ο Χριστός είπε πολύ σωστά στον Φίλιππο: «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα».

2. Η επιστροφή του Παύλου

Μια άλλη «αντίφαση» για την οποία γίνεται πολύς θόρυβος, είναι εκείνη που φαίνεται πως υπάρχει μεταξύ δυο αφηγήσεων της επιστροφής του Σαύλου της Ταρσού. Διαβάζουμε στο βιβλίο των Πράξεων θ:7 ότι εκείνοι που συνταξίδευαν με τον Σαύλο στη Δαμασκό «άκουσαν τη φωνή» πού μίλησε στον Σαύλο, αλλά δεν είδαν κανένα πρόσωπο. Από το άλλο μέρος, ο Παύλος, όταν έλεγε στους Εβραίους της Ιερουσαλήμ το ιστορικό της επιστροφής του ανέφερε: «Όσοι ήταν μαζί μου είδαν το φως, μα δεν άκουσαν τη φωνή εκείνου που μου μιλούσε» (Πράξεις κβ:9). Οι δυο αυτές δηλώσεις φαίνονται ολωσδιόλου αντιφατικές. Ο Λουκάς, όταν αφηγείται την επιστροφή, λέει πως οι άνθρωποι που συνόδευαν τον Παύλο, άκουσαν τη φωνή, αλλά ο ίδιος ο Παύλος, μιλώντας για την επιστροφή του, λέει πως τη φωνή δεν την άκουσαν. Μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη αντίφαση απ' αυτή;

Η φαινομενική όμως αυτή αντίφαση εξαφανίζεται όταν λάβουμε υπόψη ότι η λέξη «φωνή» έχει δυο έννοιες: πρώτα, «ήχος, τόνος» κι έπειτα «ήχος των λέξεων που εκφωνούνται» (Ελληνο-αγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης του Thayer). Τον ήχο της φωνής του άκουσαν, αλλά τις λέξεις που εκφωνήθηκαν - το μήνυμα - δεν το άκουσαν.

Ώστε άλλη μια φαινομενική δυσκολία εξαφανίζεται ολοσχερώς, όταν προσέξουμε τις έννοιες των λέξεων.

3. Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού

Γίνεται πολύς λόγος από μερικούς, που αρνούνται την ακρίβεια της Γραφής, για τις φαινομενικές αντιφάσεις στις διάφορες αφηγήσεις της ανάστασης του Ιησού Χριστού. Ένας από τους πιο γνωστούς άπιστους έστειλε μια μέρα στον ημερήσιο Τύπο το εξής πρόβλημα: «Η αφήγηση των επισκέψεων στον τάφο είναι ολωσδιόλου διαφορετική στα τέσσερα Ευαγγέλια. Δύο από τα Ευαγγέλια λένε πως οι γυναίκες είδαν δυο αγγέλους στον τάφο και τα άλλα δύο λένε πως είδαν μόνο έναν άγγελο».

Ποια είναι η λύση αυτής της φαινομενικής δυσκολίας;

Πρώτα-πρώτα πρέπει να πούμε ότι ο αρνητής δεν αναφέρει σωστά τα γεγονότα. Δεν είναι αλήθεια ότι δύο από τα Ευαγγέλια αναφέρουν πως οι γυναίκες «είδαν ένα μόνο άγγελο» και μάλιστα ούτε ένα από τα ευαγγέλια αναφέρει πως είδαν μόνο έναν άγγελο». Είναι γεγονός ότι ο Ματθαίος λέει «είδον άγγελον» (κη:1-5) και ο Μάρκος λέει: «είδον νεανίσκον» (ις:5) - ως φαίνεται άγγελο - αλλά ούτε ο Ματθαίος, ούτε ο Μάρκος λέει ότι είδαν «μόνο» έναν άγγελο. Όταν λένε πως είδαν έναν, δεν αποκλείεται η πιθανότητα να ήταν δύο.

Ούτε είναι ορθός ο άλλος ισχυρισμός του αντιλέγοντος, ότι δύο Ευαγγέλια αναφέρουν πως οι γυναίκες είδαν δύο αγγέλους στον τάφο. Είναι αλήθεια ότι ο Λουκάς λέει (κδ:3,4) πως, όταν μπήκαν στο μνημείο δυο άνδρες (ως φαίνεται άγγελοι) στέκονταν πλάι τους «εν εσθήτι αστραπτούση». Μα αυτό δεν αναφέρεται προφανώς στο περιστατικό που αφηγείται ο Ματθαίος, γιατί ο άγγελος που αναφέρεται εκεί, ήταν έξω από το μνήμα. Ούτε φαίνεται πως αναφέρεται στο ίδιο γεγονός, για το οποίο μιλά ο Μάρκος, γιατί «ο νεανίσκος» (ή άγγελος) στο Ευαγγέλιο του Μάρκου καθόταν στα δεξιά του μνήματος. Τον άγγελο αυτόν μπορεί να πλησίασε αργότερα εκείνος που ήταν απ' έξω, κι οι δυο αυτοί μαζί θα στέκονταν πλάι στις γυναίκες. Αυτή είναι η πιθανότερη εξήγηση, γιατί τα λόγια που είπαν οι δυο, κατά τον Λουκά, είναι εν μέρει τα ίδια που είπε ο άγγελος έξω από το μνήμα κατά τον Ματθαίο και ο «νεανίσκος» μέσα στο μνήμα κατά τον Μάρκο (πρβλ.Λουκ.κδ:5,6 με Ματθ.κη:5,7 και Μάρκ.ις:5,7). Η απλούστατη λύση όλου αυτού του ζητήματος είναι ότι ήταν ένας άγγελος έξω από το μνήμα, όταν πλησίασαν οι γυναίκες, και είδαν έναν που καθόταν μέσα. Εκείνος που ήταν απ' έξω μπήκε μέσα και ο καθισμένος σηκώθηκε και τότε πλάι στις γυναίκες, είπαν και οι δυο μαζί ή ο ένας ύστερα από τον άλλο τα λόγια που αναφέρουν οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς.

Αλλά τι θα πούμε για την αφήγηση που μας δίνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης; Στο Ευαγγέλιό του μας λέει ότι δυο άγγελοι, στα ολόασπρα, κάθονταν εκεί που είχαν θάψει το σώμα του Ιησού, ο ένας στο μέρος της κεφαλής, και ο άλλος στα πόδια (Ιωάν.κ:12,13). Πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε αυτό με τα άλλα τρία; Πολύ εύκολα. Τους δυο αυτούς αγγέλους δεν τους είδαν οι γυναίκες, αλλά μας λέει καθαρά ο ευαγγελιστής ότι τους είδε μόνο η Μαρία. Η Μαρία ξεκίνησε μαζί με τις άλλες γυναίκες για τον τάφο, είχε προχωρήσει μπρος από τις άλλες, και ήταν η πρώτη που είδε ότι είχε κυλιστεί ο λίθος από το μνήμα (Ιωάν.κ:1). Φαντάζεται πως είχαν ανοίξει τον τάφο και κλέψει το σώμα, και τρέχει γρήγορα στην πόλη να πει τα νέα στον Πέτρο και στον Ιωάννη (κ:2). Καθώς πήγαινε στην πόλη, φθάνουν οι άλλες γυναίκες και μπαίνουν στο μνήμα και τότε είναι που συμβαίνουν όσα αφηγούνται οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς. Φεύγουν ύστερα οι γυναίκες αυτές πριν ξαναγυρίσει στον τάφο η Μαρία. Ο Πέτρος κι ο Ιωάννης επίσης έχουν φύγει, όταν καταφθάνει η Μαρία στο μνήμα, και δυο άγγελοι - εκείνος που ήταν πρώτα απ’ έξω και 'κείνος που απ' την αρχή ήταν μέσα - κάθονταν ο ένας προς το κεφάλι και ο άλλος προς τα πόδια, όπου είχαν θάψει τον Ιησού. Όλες οι άλλες φαινομενικές αντιφάσεις στις τέσσερις αφηγήσεις της Ανάστασης, οι οποίες είναι αρκετές εξαφανίζονται επίσης ύστερα από προσεχτική μελέτη.

Αλλά οι φαινομενικές αυτές αντιφάσεις αποτελούν απόδειξη για την αλήθεια και ακρίβεια των αφηγήσεων. Είναι ολοφάνερο ότι οι τέσσερις αυτές αφηγήσεις είναι ξεχωριστές και ανεξάρτητες. Αν τέσσερα πρόσωπα είχαν συνεννοηθεί να επινοήσουν μια ιστορία για την ανάσταση που δεν είχε συμβεί στην πραγματικότητα, θα είχαν κάμει τις τέσσερις αφηγήσεις τους να ’ναι σύμφωνες, τουλάχιστον στην επιφάνεια. Ό,τι αντιφάσεις κι αν υπήρχαν, θα τις ανακαλύπταμε μόνο ύστερα από λεπτομερή και προσεχτική μελέτη. Εδώ όμως συμβαίνει ολωσδιόλου το αντίθετο. Οι φαινομενικές αντιφάσεις είναι όλες στην επιφάνεια, και μόνο με μια προσεχτική και βαθιά μελέτη λάμπει η πραγματική αρμονία. Είναι ακριβώς μια αρμονία που δεν θα υπήρχε, αν οι τέσσερις αφηγήσεις είχαν χαλκευτεί ύστερα από συνεννόηση. Έχουμε ακριβώς τη συμφωνία που θα υπήρχε σε τέσσερις ανεξάρτητες αφηγήσεις των ίδιων στην ουσία περιστατικών, και ο καθένας λέει την ίδια ιστορία από τη δική του άποψη, διηγούμενος τις λεπτομέρειες εκείνες που του κάναν εντύπωση, και παραλείποντας άλλες λεπτομέρειες που 'καναν εντύπωση στον άλλο αφηγητή, ο οποίος και τις αναφέρει. Δυο αφηγήσεις μπορεί να φαίνονται αντιφατικές, αλλά έρχεται η τρίτη που χωρίς τέτοια πρόθεση, συμβιβάζει τις φαινομενικές διαφορές μεταξύ των δυο. Αυτό ακριβώς έχουμε στις τέσσερις αφηγήσεις της ανάστασης του Ιησού Χριστού. Μπορούμε να ευχαριστήσουμε το Θεό μ' όλη μας την καρδιά που υπάρχουν αυτές οι φαινομενικές διαφορές μεταξύ τους. Και αν ακόμη δεν μπορούμε να βρούμε τη λύση κάποιας φαινομενικής αντίφασης, το γεγονός ότι ύστερα από προσεχτική μελέτη, βρίσκουμε τη λύση μιας άλλης που μας φαινόταν ανεξήγητη, πρέπει να μας κάνει να αισθανόμαστε βέβαιοι πως αν ξέραμε όλα τα γεγονότα, θα μπορούσαμε να βρούμε μια λύση και για τις άλλες φαινομενικές αντιφάσεις που δεν ξέρουμε ακόμη πως να τις συμβιβάσουμε. Όσο περισσότερο μελετάει κανείς τις τέσσερις αφηγήσεις για την Ανάσταση, τόσο περισσότερο πείθεται, αν είναι ειλικρινής, ότι είναι χωριστές και ανεξάρτητες αφηγήσεις και μια αληθινή αφήγηση εκείνων που πραγματικά συνέβησαν. Δεν μπορούσαν να χαλκευτούν κατόπιν συνεννόησης. Οι διαφορές ακριβώς που μας προσάγονται, το αποδείχνουν. Ακόμη ολιγότερο δεν θα μπορούσαν να επινοηθούν ανεξάρτητα η μια απ' την άλλη. Αν τέσσερα πρόσωπα αποφάσιζαν, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, να χαλκεύσουν μια ιστορία για κάτι που ποτέ δεν συνέβη, οι αφηγήσεις τους δεν θα ήταν σύμφωνες σε κανένα σημείο, ενώ τώρα όσο περισσότερο μελετάμε τις τέσσερις αφηγήσεις, τόσο περισσότερο βλέπουμε καθαρά πόσο θαυμάσια προσαρμόζονται η μια στην άλλη.
 
Ό,τι είπαμε για τις φαινομενικές διαφορές μεταξύ των τεσσάρων αφηγήσεων για την Ανάσταση, ισχύει και για τις άλλες φαινομενικές διαφορές των διαφόρων Ευαγγελικών αφηγήσεων του ίδιου γεγονότος. Είναι πολλές κι αν τις εξετάσουμε όλες λεπτομερώς, θα χρειαζόταν ολόκληρος τόμος, αλλά το παράδειγμα που αναφέρουμε παραπάνω, είναι αρκετό για ν' αποδείξει πως οι φαινομενικές αυτές διαφορές μπορούν να συμβιβαστούν, αν εξεταστούν με προσοχή. Κι αν υπάρχει καμιά που εξακολουθεί να μας μένει ανεξήγητη, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως αν ξέραμε όλα τα γεγονότα, η φαινομενική αντίφαση εύκολα θα συμβιβαζόταν.