Όλοι
έχουμε ανάγκη ανάπαυσης, απομόνωσης και προσευχής. Γιατί εκεί μπορούμε να
συναντήσουμε το Θεό με ησυχία και να ακούσουμε τι θέλει από εμάς. Ο Χριστός
είχε πει, Αληθώς, αληθώς σας λέγω, δεν δύναται ο Υιός να πράττη ουδέν αφ'
εαυτού, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα πράττοντα τούτο· επειδή όσα εκείνος πράττει,
ταύτα και ο Υιός πράττει ομοίως. (Ιωάν.ε:19).
Πως
ήξερε τι έκανε ο Πατέρας; Μέσα από την κοινωνία που είχε με τον Πατέρα. Και για
μας, ο μόνος τρόπος να μάθουμε τι κάνει ο Πατέρας, ποια είναι τα σχέδιά Του,
πως θέλει να προχωρήσουμε, είναι να ξοδέψουμε χρόνο μαζί Του, αφήνοντας τους
άλλους και μένοντας μόνοι μας.
Είναι
μια μάχη αυτή που σαν άτομα, σαν οικογένειες και σαν εκκλησία δεν πρέπει
να τη χάσουμε. Ή να το πω πιο σωστά, πρέπει να σταματήσουμε να τη χάνουμε.
Ξεχνιόμαστε
και μετράμε την αξία με τη δραστηριότητα. Μετράμε τη δραστηριότητα με το
αποτέλεσμα. Ο λόγος του Θεού όμως, έχει μια άλλη οπτική γωνία. Ο Χριστός δεν
είπε «αδιαλείπτως κηρύττετε», ούτε «αδιαλείπτως υπηρετείτε». Είπε όμως, αδιαλείπτως
προσεύχεστε (Α΄ Θες.ε:18).
Οι
μαθητές δεν είπαν ποτέ στο Χριστό, «δίδαξε μας να κηρύττουμε», Του είπαν, «δίδαξε
μας να προσευχόμαστε»: Και ενώ αυτός προσηύχετο εν τόπω τινί, καθώς έπαυσεν,
είπε τις των μαθητών αυτού προς αυτόν· Κύριε, δίδαξον ημάς να προσευχώμεθα,
καθώς και ο Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού. (Λουκ.ια:1).
Όταν
η Μάρθα παραπονέθηκε στο Χριστό γιατί η αδελφή της καθόταν και άκουγε στα πόδια
του, και ο Κύριος το επέτρεπε, ο Χριστός της απάντησε, Μάρθα, Μάρθα,
μεριμνάς και αγωνίζεσαι περί πολλά· πλην ενός είναι χρεία· η Μαρία όμως εξέλεξε
την αγαθήν μερίδα, ήτις δεν θέλει αφαιρεθή απ’ αυτής. (Λουκ.ι:41β-42). Η αγαθή μερίδα που έχανε η Μάρθα αλλά όχι η Μαρία,
και η οποία δεν θα της αφαιρούνταν, ήταν η κοινωνία με τον Ιησού.
Υπήρξαν
πολλές στιγμές στη διακονία του Χριστού που σηκωνόταν και έφευγε. Απομονώνονταν
ακόμη και όταν οι άνθρωποι Τον ζητούσαν. Σε πολλά σημεία της διακονίας Του ο
Χριστός, όταν τα πλήθη τον ζητούν, ή όταν υπάρχει κρίση, φεύγει για να
προσευχηθεί. Αλλ’ έτι μάλλον διήρχετο η φήμη περί αυτού, και συνηθροίζοντο
όχλοι πολλοί, διά να ακούωσι και να θεραπεύωνται υπ’ αυτού από των ασθενειών
αυτών· αυτός δε απεσύρετο εις τας ερήμους και προσηύχετο (Λουκ.ε:15-16).
Αν η
Εκκλησία του Χριστού πρόκειται να ζήσει την πνευματική δύναμη που ο Κύριος της
έχει χαρίσει, αυτό θα είναι μέσα από την προσευχή. Δε είναι εύκολο. Ποτέ δεν
ήταν, ούτε και τώρα θα είναι. Πρέπει να γίνει όμως, αλλάζοντας το πρόγραμμά
μας. Κάτι από τις καθημερινές μας συνήθειες. Κάτι να κόψουμε. Αλλιώς η δύναμη
του Θεού στη ζωή μας, η ομορφιά της παρουσίας Του, η εξουσία να είμαστε
ελεύθεροι από τη δύναμη της αμαρτίας όλο και περισσότερο, δε θα είναι παρά
αλήθειες για τις οποίες άλλοι μας είπαν, αλλά εμείς δε ζήσαμε ποτέ.
Δυστυχώς
η δική μας γενιά, δε χαρακτηρίζεται από έλλειψη μέσων για να κάνει το έργο.
Έχουμε μέσα, αλλά δεν έχουμε δύναμη πνευματική, δεν έχουμε πάθος για τη
Βασιλεία και αυτό επειδή δεν προσευχόμαστε. Η έλλειψη προσευχής, είναι αμαρτία.
Όταν λέω δεν έχω χρόνο, δε μπορώ να βρω χρόνο, ταυτόχρονα δείχνω και πόση αξία
δίνω σε κάτι. Γιατί εμείς οι ίδιοι πάλι λέμε, «όταν θες να βρεις χρόνο για
κάτι, βρίσκεις».
Είναι
σαν να λέμε στο Θεό, όχι βέβαια ορθά κοφτά, αλλά ευγενικά, ούτε με τα χείλη μας
αλλά με την ίδια τη ζωή μας: «Κύριε δε σε χρειάζομαι, τα καταφέρνω και μόνος
εξίσου καλά, ίσως και καλύτερα». Έτσι,
δεν προσευχόμαστε επειδή δεν αισθανόμαστε την ανάγκη του Θεού, αν και
δεν το παραδεχόμαστε. Δεν έχει όμως σημασία τι λένε τα χείλια μας, αλλά τι λένε
οι επιλογές μας.
Αν
πράγματι έχεις ανάγκη το Θεό, αλλά «δεν έχεις χρόνο», «στραγγάλισε» αρκετό από
το χρόνο που ξοδεύεις για κάποιες άλλες δραστηριότητες και «δημιούργησε» χρόνο.
Μπορούμε να ελαττώσουμε άλλα ωραία πράγματα, αλλά όχι τόσο σημαντικά όσο η προσευχή.
Τα λέω αυτά, παρατηρώντας το πώς δίνω και εγώ το δικό μου χρόνο.
Είναι
αστείο να υποστηρίζουμε ότι δύο λόγια τυποποιημένης προσευχής και μια γρήγορη
ματιά στη Βίβλο αποτελούν πνευματική συνάντηση με το Θεό.
Αγάπησε
λοιπόν την προσευχή, γιατί στα γόνατα κερδίζονται ή χάνονται οι μάχες της
ζωής.
Κάνε
την προσευχή τιμόνι της ζωής σου και όχι ρεζέρβα. Μάθε να συζείς με το
Θεό. Η προσευχή δεν είναι επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας. Είναι διαρκές
λειτούργημα. Όλα τα άλλα, ακόμα και τα καλύτερα, χωρίς την προσευχή μοιάζουν με
χάρτινη περίφραξη που στοχεύει στην αναχαιτίσει της πλημμύρας. Η προσευχή για
ένα πιστό ή μία εκκλησία είναι το πρώτο πράγμα, το δεύτερο, το τρίτο, το
τέταρτο. Γι’ αυτό ο Δανιήλ προτίμησε μία νύχτα με τα λιοντάρια παρά μία μέρα χωρίς
προσευχή και μάλιστα με τους δικούς του όρους.
Μόνο
έτσι θα φυσήξει ένας νέος άνεμος ζωής και θα ξεπηδήσει έντονα η θερμή μας
λαχτάρα για τα πράγματα του Κυρίου.