Προφητεία
ΒΙΒΛΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Πράξ.ια:27-28 Εδώ
έχουμε ένα παράδειγμα δημόσιας προφητείας: «Εν
εκείναις δε ταις ημέραις κατέβησαν από Ιεροσολύμων προφήται εις Αντιόχειαν·
σηκωθείς δε εις εξ αυτών ονόματι Άγαβος, εφανέρωσε διά του Πνεύματος ότι έμελλε
να γείνη μεγάλη πείνα καθ' όλην την οικουμένην· ήτις και έγεινεν επί Κλαυδίου
Καίσαρος». Η εκκλησία στην Αντιόχεια ανταποκρίθηκε σ’ αυτή την προφητεία
στέλνοντας χρηματική βοήθεια προς τους πιστούς στην Ιουδαία, που ήταν σχετικά
φτωχοί.
Οι κόρες του Φιλίππου
του Ευαγγελιστή, ήταν γνωστές για τις προφητείες τους. «Είχε δε ούτος τέσσαρας θυγατέρας παρθένους, αίτινες προεφήτευον»
(Πράξ.κα:9-11). Για να αξίζουν μια τέτοια ειδική μνεία, η διακονία τους πρέπει
να ήταν πέρα από το κανονικό.
Πράξ.κα:10-11 εδώ
έχουμε ένα παράδειγμα προσωπικής προφητείας: «Και ενώ διετρίβομεν εκεί ημέρας πολλάς, κατέβη από της Ιουδαίας
προφήτης τις ονόματι Άγαβος, και ελθών προς ημάς, έλαβε την ζώνην του Παύλου
και δέσας τας χείρας εαυτού και τους πόδας είπε· Ταύτα λέγει το Πνεύμα το
Αγιον· Τον άνδρα, του οποίου είναι η ζώνη αύτη, ούτω θέλουσι δέσει εν
Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θέλουσι παραδώσει εις τας χείρας των εθνών».
Προηγουμένως, ορισμένοι
μαθητές στην Τύρο είχαν δώσει στον Παύλο ένα παρόμοιο μήνυμα, «έλεγον προς τον Παύλον διά του Πνεύματος να
μη αναβή εις Ιερουσαλήμ» (Πράξ.κα:4). Το βιβλίο των Πράξεων αποκαλύπτει ότι
ο Παύλος πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου συνελήφθη. Δικάστηκε, φυλακίστηκε για
πολλούς μήνες, και τελικά τον έστειλαν στη Ρώμη για έφεση. Στο κλείσιμο του
βιβλίου των Πράξεων ήταν σε κατ’ οίκο περιορισμό. Η παράδοση μας λέει ότι
εκτελέστηκε τελικά στη Ρώμη. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι δεν έκανε το
θέλημα του Θεού σε αυτό το θέμα. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Θεός ήθελε να
πάει στην Ιερουσαλήμ, παρά τις συνέπειες, και τους συναδέλφους του, τελικά
αποδέχτηκε την απόφασή του σαν θέλημα Θεού (Πράξ.κα:13).
ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΑΣ ΜΙΑ
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Η προηγούμενη ιστορία
δείχνει ότι, σε τελική ανάλυση, μόνο ο παραλήπτης μιας προφητείας μπορεί να
αποφασίσει τι σημαίνει γι’ αυτόν. Πρέπει να μπορεί να διακρίνει αν μια
προφητεία είναι από το Θεό, και αν είναι, πώς εφαρμόζεται σ’ αυτόν. «Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι
άλλοι ας διακρίνωσιν» (Α’ Κορ.ιδ:29).
Στην περίπτωση του
Παύλου, ουσιαστικά η προφητεία δεν ήταν «Δεν πρέπει να πας στην Ιερουσαλήμ»,
αλλά «Αν πας στην Ιερουσαλήμ, θα σε καταδιώξουν και θα σε συλλάβουν». Όλοι οι άλλοι υπέθεσαν ότι αυτή η προφητεία
ήταν ο τρόπος του Θεού να πει στον Παύλο να μην πάει, και γι’ αυτό τον
παρακαλούσαν να μην το κάνει, αλλά ο Παύλος ήξερε τι ο Θεός του είχε ήδη
αναθέσει. Σωστά συμπέρανε ότι ο σκοπός της προφητείας δεν ήταν να του αλλάξει
τα μυαλά, αν θα πρέπει ή όχι να πάει, αλλά να τον προετοιμάσει για το τι θα
συνέβαινε και να τον ενθαρρύνει ότι ο Θεός θα εξακολουθούσε να έχει τον έλεγχο,
παρά τις αντίξοες συνθήκες. Η προειδοποίηση και πρόβλεψη του κινδύνου ήρθε «δια
του πνεύματος», αλλά όχι το συμπέρασμα ότι ο Παύλος δεν πρέπει να πάει στην
Ιερουσαλήμ.
Όπως είπαμε από το
κεφάλαιο 1, ο πρωταρχικός σκοπός των πνευματικών χαρισμάτων δεν είναι να
εξουσιάσουν τη ζωή κάποιου ή να αποκαλύψουν το θέλημα του Θεού, που διαφορετικά
θα παρέμενε άγνωστο. Αντίθετα, είναι μέρος της διαδικασίας οικοδόμησης και
επιβεβαίωσης. Αυτός που προφητεύει πρέπει να είναι προσεκτικός να μην αφήσει
τις δικές του απόψεις να χρωματίσουν την
προφητεία, ούτε να βγάλει συμπεράσματα σχετικά με την έννοια της προφητείας για
κάποιον άλλο. Αυτός που λαμβάνει μια προφητεία πρέπει να είναι προσεκτικός να
μην αφήσει την προφητεία να υποκαταστήσει την προσωπική του σχέση με το Θεό και
την πνευματική του κρίση.
Για παράδειγμα, εάν
κάποιος προφητεύσει σε ένα άτομο, «ο Θεός σε καλεί να πας στο Καστελόριζο,
γιατί έχει έργο εκεί για σένα», ο παραλήπτης της προφητείας πρέπει να
αξιολογήσει προσεκτικά τι πραγματικά εργάζεται ο Θεός στη ζωή του. Δεν πρέπει
να ενεργήσει σύμφωνα με αυτό το λόγο, εκτός αν πρόκειται για την κορύφωση μιας
διαδικασίας στην οποία ο Θεός ασχολήθηκε ήδη μαζί του σχετικά με το θέμα ή
εκτός αν ο Θεός το επιβεβαιώνει μέσω μιας περαιτέρω διαδικασίας προσευχής και
χρισμένης συμβουλής. Η άσκηση ενός πνευματικού χαρίσματος μπορεί να φυτέψει ένα
σπόρο ή να χρησιμεύσει σαν επιβεβαίωση, αλλά δεν υποκαθιστά την προσευχή, τη
μελέτη της Βίβλου και την ποιμενική συμβουλή για την εύρεση του θελήματος του
Θεού.
Ενώ πολλές προφητείες
της Παλαιάς Διαθήκης έχουν εκπληρωθεί, παραμένει η διακονία του προφήτη στην
εκκλησία σήμερα. Ο Παύλος γράφοντας στους Εφεσίους σχετικά με την οικοδομή της
εκκλησίας, είχε να πει τα εξής σχετικά με τους προφήτες:
«εποικοδομηθέντες επί
το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου λίθου αυτού του
Ιησού Χριστού· εν τω οποίω πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αυξάνεται εις ναόν
άγιον εν Κυρίω· εν τω οποίω και σεις συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού
διά του Πνεύματος».
Όπως έχουμε ήδη δει, ο
Ιωήλ, που προφήτευσε περίπου 800 χρόνια προ Χριστού, μίλησε για το Άγιο Πνεύμα
που θα εκχυνόταν στην εκκλησία, και οι πιστοί θα προφήτευαν. Στην Α’ Θες.ε:20 ο
Παύλος είπε: «προφητείας μη εξουθενείτε». Στην Α’ Τιμ.δ:14, ο Παύλος
υπενθυμίζει στον Τιμόθεο: «μη αμέλει το χάρισμα, το οποίον είναι εν σοι, το
οποίον εδόθη εις σε διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου».
Στην Α’ Κορ.ιδ:1, ο Παύλος είπε στους πιστούς: «ζητείτε μετά ζήλου τα
πνευματικά, μάλλον δε το να προφητεύητε». Στο τρίτο εδάφιο αυτού του
κεφαλαίου βρίσκουμε το σκοπό της προφητείας: «εις οικοδομήν και προτροπήν
και παρηγορίαν».
Οι προφητείες που είναι
βασισμένες στην πρόγνωση του Θεού, είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία της
εκκλησίας. Το χάρισμα της προφητείας χρησιμεύει στο να διεγείρει το
πνεύμα με την ελπίδα, και να ενισχύει έτσι την πίστη μας. Το ιδανικό είναι να
λειτουργεί μέσω πολλών αδελφών για την οικοδομή του σώματος. Ο Παύλος γράφοντας
στους Κορίνθιους λέει: «Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας
διακρίνωσιν· εάν δε έλθη αποκάλυψις εις άλλον καθήμενον, ο πρώτος ας σιωπά.
Διότι δύνασθε ο εις μετά τον άλλον να προφητεύητε πάντες, διά να μανθάνωσι
πάντες και πάντες να παρηγορώνται» (Α’ Κορ.ιδ:29-31).
Ενώ δεν είναι
υποχρεωτικό για τον ποιμένα να έχει το χάρισμα της προφητείας, αν το έχει, αυτό
θα τον βοηθήσει παρά πολύ στην επίβλεψη της συνάθροισης. Αν δεν το έχει, θα
πρέπει να εξοικειωθεί πλήρως με τη βιβλική λειτουργία του. Μπορεί άλλοι να
χρησιμοποιηούνται στην προφητεία, ο Θεός όμως έχει διορίσει τον ποιμένα και όχι
την προφητεία, για να οδηγήσει την εκκλησία. Είναι ευθύνη του ποιμένα να
διασφαλίσει ότι οι άλλοι λειτουργούν σωστά το χάρισμα.
Όπως ήδη είπαμε, οι
ερμηνείες γλωσσών και οι προφητείες δεν είναι αλάνθαστες όπως η Βίβλος. Φυσικά,
ό,τι είναι από το Θεό είναι αλήθεια, αλλά είναι πιθανόν, ακόμα κι ένα
καλοπροαίρετο άτομο να αφήσει ορισμένες δικές του σκέψεις να εισχωρήσουν σε μια
προφητεία. Αυτός βέβαια μπορεί να πιστεύει ότι του το έδωσε ο Θεός, ή μπορεί να
εφαρμόζει λανθασμένα κάτι που όντως ο Θεός του έδωσε. Κάποτε, κάποιος
«εργάτης», είπε δημόσια ότι ο Θεός θα θεραπεύσει ένα συγκεκριμένο άτομο που
πέθαινε από μια θανατηφόρα ασθένεια. Ο καθένας μέσα στην καρδιά του, ελπίζει
και προσεύχεται αυτός ο λόγος να είναι αλήθεια, αλλά την ίδια στιγμή ξέρεις ότι
ο λόγος δεν είναι αξιόπιστος. Αφού πέθανε ο άρρωστος, ο «εργάτης» δικαιολόγησε
το λάθος του με ένα πολύ ευμενή τρόπο: «Ακούσαμε τη φωνή της ελπίδας να μιλά».
Η αλήθεια είναι ότι είχε σφάλει, ίσως όχι από κακά κίνητρα αλλά ακολουθώντας
ανθρώπινα συναισθήματα και επιθυμίες.
Σε πολλές περιπτώσεις, έχω
ακούσει δημόσια προφητείες από τον Κύριο. Συνήθως, είναι μηνύματα προτροπής και
ενθάρρυνσης που καλύπτουν μια ιδιαίτερη ανάγκη ή παρέχουν μια ιδιαίτερη ευλογία
σε μια συγκεκριμένη διακονία.