Το φάρμακο είναι ανάγκη για τον ασθενή. Πόσο όμως διαφέρει η χορηγία γνήσιου φάρμακου ή παραποιημένου! Είναι λοιπόν ανάγκη να κατανοηθεί, τι είναι στην ουσία θρησκεία, για να μη βρεθούμε να ζητάμε να κατευνάσουμε την πείνα μας ανοίγοντας το στόμα σε ζωγραφισμένο ψωμί ή να θεραπεύσουμε την ασθένεια μας, παίρνοντας παραποιημένο φάρμακο.
Πρώτα, είναι βέβαιο ότι στην ουσία η θρησκεία είναι κάτι εντελώς
πνευματικό, επειδή αποβλέπει στην πλήρωση ανάγκης όχι της υλικής μας φύσης,
αλλά της πνευματικής. Ο νους μας ασχολείται με χαρά με διάφορα είδη
γνώσεων και τις ταξινομεί στις διάφορες επιστήμες. Αλλά όταν αρχίσει να
σκέφτεται τα σχετικά με το Θεό, και τα πνευματικά πράγματα, βρίσκεται να
κολυμπάει στο άπειρο, ζητώντας να συλλάβει το ασύλληπτο, να περιλάβει το άχωρο,
να καταμετρήσει εκείνο που ξεφεύγει από κάθε μέτρο και κάθε εκτίμηση.
Η φαντασία μας, σαν με φτερά πολύχρωμης και αεικίνητης ψυχής, πετάει στο
λιβάδι του ιδανικού, επισκεπτόμενη κάθε τι που εκλαμβάνει σαν λουλούδι μυρωδικό
και χλόη δροσερή, πάντοτε πλάθοντας, πάντοτε ονειρευόμενη, πάντοτε
ευχαριστώντας, και συνήθως οδηγώντας λανθασμένα ή εξαπατώντας. Αλλά όταν βρεθεί
στον πνευματικό κόσμο, τότε μαζεύει τα φτερά με δέος, και με πιο μεγάλη
σωφροσύνη γεμίζει την ψυχή με σοβαρά αισθήματα και συμβάλλει στην ορθότερη
σύγκριση μεταξύ των ορατών και των αοράτων.
Η μνήμη μας, σαν ταμίας δέχεται και
αποθησαυρίζει ό,τι νομίζει άξιο θησαυρισμού, και θεωρεί καθήκον της να
παρουσιάσει ό,τι ζητηθεί από αυτά, που κάποτε αποταμιεύθηκαν. Αλλά ουδέποτε
ασχολείται με έργο εντιμότερο και δέχεται στο θησαυροφυλάκιό της αντικείμενο
πολυτιμότερο, παρά όταν αποταμιεύει σκέψεις και ιδέες και ιερές έννοιες.
Η
συνείδησή μας, σαν δικαστής σε θρόνο εκφέρει κρίση για κάθε μας πράξη και για
κάθε μας λόγο και αίσθημα (εκτός όταν λείπει το ακροατήριο που κατέχεται από
άλλες φροντίδες ή πάθη), είναι δε πολλές φορές η φωνή του δικαστή πολύ τρομερή
και αφόρητα διαπεραστική. Οταν όμως έχει στηριχθεί, όχι πάνω στον άγραφο κώδικα
του ηθικού νόμου, αλλά σε ορισμένες εκδηλώσεις του θελήματος και των εντολών
του Υψίστου Οντος, τότε η ετυμηγορία του καθίσταται καταπληκτικά ισχυρή,
αναγκάζοντας τον άνθρωπο να αναγνωρίσει τα πλημμελήματα και να ανακρούσει
πρύμναν.
Η καρδιά τέλος, ο περιληπτικός αυτός όρος, που δηλώνει τα αισθήματα,
τους πόθους και την βούληση, πάλλεται, εξεγείρεται, σε ό,τι εξωτερικό ηχεί σε αρμονία
με το περιεχόμενο, σαν του πιάνου τις χορδές σε κάθε εξωτερικό αρμονικό ήχο.
Αλλά ποτέ η αρμονία της καρδιάς δεν είναι ευγενέστερη, υψηλότερη, αγνότερη,
ενθουσιωδέστερη, παρά όταν βρίσκεται σε αρμονία με τον ύψιστο ποιητή και τις
αγνές και άγιες βουλές Του. Ολόκληρος λοιπόν ο άνθρωπος βρίσκει τον κύκλο της
πραγματικής του ανύψωσης και του αληθινού εξευγενισμού στη θρησκεία όταν αυτή
φέρνει τον πνευματικό χαρακτήρα που της ανήκει.
Αλλά μπήκαμε σε έδαφος που απαιτεί προσεκτική και ευσεβή έρευνα, γιατί
δεν αρκεί η ξερή ομολογία ότι η αληθινή θρησκεία είναι κάτι πολύ πνευματικό,
και ότι η προσέγγιση των ανθρώπων στον πνευματικό κόσμο, είναι το μόνο που
μπορεί να πληρώσει την βαθύτατη ανάγκη της φύσης τους και να συντελέσει στον
αληθινό του εξευγενισμό.
Δεν αρκεί γιατί όλα αυτά είναι απλές λέξεις: ο καθένας
που τις ακούσει πλάθει με την φαντασία του, ό,τι νομίζει σαν αντιπροσωπευτικό
της σημασίας αυτών των λέξεων. Αλλά τότε ο καθένας θα βρεθεί κάτοχος ιδεών απλώς
υποκειμενικών, που μπορούν μεν μηχανικά να ανυψώσουν κάπως την ψυχή του, σαν το
φουσκωμένο αερόστατο, αλλά όταν λείψουν ή κουνηθούν θα την καταρρίψουν πάλι με
πάταγο στην γη.
Ανάγκη έχουμε απόλυτη, όχι ιδεών υποκειμενικών, αλλά εξωτερικής
πραγματικότητας. Ο αγώνας είναι μάταιος, εάν ζητάμε να ανυψώσουμε τους εαυτούς
μας. Είναι ανάγκη να μας πιάσει από πάνω κάποιο παντοδύναμο χέρι και να μας
ανυψώσει, και να μας κρατήσει ψηλά. Η αληθινή λοιπόν θρησκεία κατ’ ανάγκην
είναι θρησκεία εξ αποκαλύψεως.
Το συμπέρασμα αυτό είναι λογικότατο και αναπόφευκτο. Γιατί ποια
πραγματική αξία μπορεί να έχει η ιδέα, που ο καθένας ατομικά σχημάτισε για το
Θεό, για τον χαρακτήρα Του και για το θέλημά Του; Μήπως είναι τα ζητήματα αυτά
αντικείμενα μαντικής τέχνης; Μπορεί να μας προτείνει κάποιος μία παλάμη κλειστή
και να ζητήσει να εικάσουμε τι έχει μέσα της, και μπορεί ένας από τους πολλούς
να επιτύχει. Είναι τέτοια εικασία από μέρους μας εκείνο που θα μας
συσχετίσει με τον Θεό και το πνευματικό κόσμο; Αλλά αν η παλάμη περικλείει και
πράγματα που εμείς ποτέ δεν είδαμε και ποτέ δεν γνωρίσαμε; Και δεν είναι μάλλον
τέτοια η περίπτωσή μας; Μάλιστα γι’ αυτό και πρέπει εντελώς διαφορετικά να
γίνει. Πρέπει δηλαδή η παλάμη να ανοιχθεί και τα κλειστά να επιδειχθούν από
πολλές όψεις και να εξηγηθούν. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος από την φύση
των πραγμάτων της αποκτήσεως αληθών και πραγματικών και εξ αντικειμένου
θρησκευτικών ιδεών και πεποιθήσεων.
Το έργο αυτό το κάνει η Αγία Γραφή. Οι
διάφοροι συγγραφείς της προσέρχονται σαν δάσκαλοι και ερμηνευτές όχι των ίδιων
τους σκέψεων, αλλά εκείνων που παρέλαβαν με επανειλημμένες αποκαλύψεις. Οι
αποκαλύψεις αυτές παρουσιάζουν κάποια βαθμιαία ανάπτυξη και πρόοδο, που είναι η
βαθμιαία εξέλιξη του κλειστού κάλυκα σε άνθος και σε ώριμο καρπό, και αποτελούν
αρμονικό σύνολο από την Γένεση, μέχρι τα Ευαγγέλια, τις Επιστολές και την
Αποκάλυψη, αν και διάρκεσε η συγγραφή όλου του έργου πάνω από 1500 χρόνια. Ο
Θεός φανερά προέβη σε αποκάλυψη του Εαυτού Του. Και ομολογουμένως σχηματίζουμε
από τις Γραφές όχι μόνο την ύψιστη και λογικότατη αλλά και σαφέστατη δυνατή
αντίληψη του Υψίστου Οντος, μαθαίνουμε ποιο είναι το θέλημά Του και ποιες οι
βουλές Του για την ανθρωπότητα, διδασκόμαστε να βλέπουμε προς την αμαρτία με το
άγιο και δίκαιο εκείνο βλέμμα, με το οποίο την βλέπει ο Θεός. Και επειδή αυτό
το βλέμμα περιλαμβάνει αναγκαστικά καταδίκη ανέκκλητη, παίρνουμε πάνω από όλα,
την σπουδαία πληροφορία ότι έγινε πλήρης εξιλέωση από τον ενσαρκωθέντα Λόγο,
που υπέστη πάνω στο Σταυρό την για τις αμαρτίες και παραβάσεις μας, δίκαια και
δικαίως άπειρη ποινή και κατάρα, και ότι Αυτός πλέον σαν μεσίτης πανίσχυρος μεσολαβεί
μεταξύ εμών των πεσμένων και της Θεότητας, που εξυβρίστηκε. Τέλος, ότι μέσω
Αυτού, έχουμε τη συμφιλίωση με τον Θεό, την άφεση των αμαρτημάτων μας και την ανόρθωση
και την πραγματική ανακαίνιση της πεσμένης μας φύσης. Το έργο από μέρους Του
συντελέστηκε, σε μας δε σαν λογικά και ελεύθερα όντα προτείνεται με το
Ευαγγέλιο να δεχτούμε την προσφορά, να οικειοποιηθούμε δια της πίστεως την
δωρεά.
Η ουσία λοιπόν της θρησκείας, είναι όχι κάποιες αφηρημένες ιδέες για τον
πνευματικό κόσμο, ούτε κάποιες τυπικές εξωτερικές συνήθειες και πράξεις, αλλά η
συσχέτιση της λογικής μας ψυχής, με τον αόρατο μεν, αλλά παρόντα Θεό, δια του
μεσολαβητή Ιησού Χριστού.
Η πύλη είναι ανοιγμένη προ πολλού: αλλά πόσοι περνούν από αυτήν στην
πραγματική απόλαυση των πνευματικών αγαθών που περιέχονται μέσα;