β:4
Συνδυασμός ανθρώπινων προσπαθειών με
εμπιστοσύνη στο Θεό έχει πάντοτε καλό αποτέλεσμα. Όταν ελπίζουμε στο Θεό για
οτιδήποτε είναι σύμφωνο με το θέλημά Του, Αυτός δεν καταισχύνει. Όταν εμείς
κάνουμε ό,τι μπορούμε και ό,τι ξέρουμε, τότε Αυτός θα συνεχίσει εκεί που εμείς
αδυνατούμε να προχωρήσουμε. Οι δύο γυναίκες στάθηκαν, η κάθε μια για τον εαυτό
της, σ’ εκείνη τη γραμμή που τελειώνει η υπευθυνότητα του ανθρώπου και ξεκινάει
του Θεού.
Πολλοί είναι ίσως ανίκανοι να πλησιάσουν
περισσότερο από την αδελφή του Μωυσή, η οποία «παραμόνευε μακρόθεν, διά να ίδη το αποβησόμενον εις αυτό». Είναι
φανερό ότι «η αδελφή» δεν βρισκόταν
στο ύψος «της μητρός» κατά «το μέτρον της πίστεως». Δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία ότι ενδιαφερόταν πολύ και αγαπούσε το μωρό, όπως αγαπούσε «η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία
καθήμενες απέναντι του τάφου» (Ματθ.κζ:61). Αλλά στη μητέρα υπήρχε κάτι
πολύ ανώτερο από το συμφέρον ή την αγάπη. Η μητέρα δεν στάθηκε «μακρόθεν, διά να ίδη το αποβησόμενον εις
αυτό» και όπως συμβαίνει συχνά, η πίστη της μπορεί να φάνηκε σαν αδιαφορία,
αλλά δεν ήταν. Δεν ήταν κοντά στο παιδί, γιατί η πίστη της το είχε αφήσει στα
χέρια του Παντοδύναμου.
Η αδελφή (Ιουδαίοι), στάθηκε και
παρατηρούσε τι θα γίνει στο Μωυσή (Χριστός), ενώ ήταν μέσα στο Νείλο (Γολγοθάς)
Λουκ.κγ:49.
β:5-10
Η θεία απάντηση αρχίζει εδώ ν’ αντηχεί στο
αυτί της πίστης με τους πιο όμορφους ήχους. Ο Θεός βρίσκεται σ’ όλη αυτή τη
σκηνή. Ο ορθολογιστής, ο άπιστος και ο άθεος μπορεί εδώ να γελάσει, αλλά και ο
πιστός γελά, με διαφορετικό όμως γέλιο. Οι πρώτοι γελάνε ψυχρά και
περιφρονητικά στη σκέψη ότι υπάρχει θεία επέμβαση σε κάτι τόσο κοινό, όσο ο
περίπατος της κόρης του Φαραώ. Το γέλιο της πίστης όμως, είναι έκφραση χαράς
και ευτυχίας στη σκέψη ότι ο Θεός βρίσκεται στο κάθε τι που συμβαίνει στη ζωή
μας.
Μια απ’ τις πιο όμορφες ασχολίες του
αναγεννημένου Χριστιανού, είναι να παρατηρεί και να ακολουθεί τα ίχνη των θείων
επεμβάσεων σε περιστάσεις και γεγονότα, στα οποία ο επιπόλαιος νους δεν βλέπει
παρά συμπτώσεις και τύχη. Η κόρη του Φαραώ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα
ενεργούσε για την πρόοδο των σχεδίων του «Κυρίου,
του Θεού των Εβραίων»! Ήταν αδύνατο να σκεφτεί ότι αυτό το μωρό που έκλαιγε
μέσα στο κιβώτιο, ήταν το προορισμένο από το Θεό όργανο για να κλονίσει εκ
θεμελίων την Αίγυπτο (Ψαλμ.ος:10)!
Η πίστη της μητέρας του Μωυσή ανταμείβεται
τέλεια εδώ. Ο Σατανάς καταισχύνεται και φανερώνεται η θαυμαστή σοφία του Θεού.
Αφού σκότωναν τ’ αρσενικά, ήταν επόμενο πολλές μάνες να έχουν γάλα χωρίς να
έχουν παιδί για να θηλάσουν. Η Ιωχαβέθ, όχι μόνο δεν έχασε το παιδί της, αλλά
τώρα το έχει στην αγκαλιά της, το ταίζει με το γάλα της και μάλιστα πληρώνεται
γι’ αυτό, κάτω από τη βασιλική προστασία. Ο Θεός έδωσε αυτό το παιδί στη μητέρα
του για ν’ ανατραφεί σαν γνήσιος Εβραίος. Η μητέρα δεν είχε μόνο τη φροντίδα
της τροφής και της ένδυσης, αλλά και της μόρφωσης. Ο Μωυσής μπορεί να μεγάλωσε
μέσα στα παλάτια, αλλά ήξερε ότι είναι Εβραίος.
Διδάχτηκε όλη τη σοφία της Αιγύπτου
(Πράξ.ζ:22) και «έγεινεν υιός της θυγατέρας
του Φαραώ» κάτι βέβαια που αργότερα αρνήθηκε (Εβρ.ια:24) όταν έπρεπε ν’
αποφασίσει να κακουχήται με το λαό του Θεού ή να απολαμβάνει την αμαρτία του
παλατιού. Ο Χριστός, αν και ήταν πλούσιος, πτώχευσε (Β’ Κορ.η:9).
Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνος που
είχε πει: «Εάν είναι αρσενικόν,
θανατώνετε αυτό» και ακόμη «Παν
αρσενικόν το οποίον γεννηθή, εις τον ποταμόν ρίπτετε αυτό», θα είχε στην
αυλή του ένα από αυτά τ’ αρσενικά, ένα απ’ τους υιούς Ισραήλ, και μάλιστα ένα παρόμοιο «υιόν»! Ο διάβολος νικήθηκε με τα
δικά του όπλα και ο Φαραώ, τον οποίο ήθελε να χρησιμοποιήσει για να εκμηδενίσει
το σχέδιο του Θεού, χρησιμοποιήθηκε από το Θεό για να θρέψει και να μεγαλώσει
αυτό το Μωυσή που όφειλε να γίνει το όργανο του Θεού για να καταισχύνει τη
δύναμη του Σατανά (Ησ.κη:29).
Το όνομα Μωυσής προέρχεται από το Μωσέ από τη ρίζα Μασά που σημαίνει
σηκώνω προς τα πάνω, υψωμένος. Το ίδιο κι εμάς, ο Θεός μας τράβηξε από τον
κόσμο και το θάνατο (Ψαλμ.ιη:16), όπως κι ο Ιησούς υψώθηκε απ’ το θάνατο
(Εβρ.ε:7).
β:11-14
Ο Μωυσής ήξερε ότι οι Εβραίοι είναι αδελφοί
του (Πράξ.ζ:23-29). Η διδασκαλία της μητέρας του, σχετικά με τα σχέδια του Θεού
για τον Ισραήλ, ήταν αυτή που διέπλασε περισσότερο το χαρακτήρα του. Η υπόσχεση
του Θεού στον Αβραάμ, ότι στην τέταρτη γενιά θα οδηγήσει το λαό Του έξω από την
Αίγυπτο, πρέπει να τον συγκίνησε ιδιαίτερα.
Αυτή η διδασκαλία, έγινε η αιτία ώστε ο
Μωυσής στα 40 του να πάρει μια απόφαση που χαρακτηρίζει τον καθένα που θέλει ν’
αφήσει τον κόσμο και ν’ ακολουθήσει το Χριστό (Εβρ.ια:24-26). Αρνήθηκε τα
πλούτη του παλατιού και διάλεξε τον αληθινό πλούτο, το να βαδίσει μαζί με το
Θεό. Κανείς δεν άφησε πλούτη ή θέση χάριν του Ευαγγελίου, χωρίς να κερδίσει
τελικά απ’ αυτή του την απόφαση. Η απόφαση του Μωυσή ήταν το αποτέλεσμα της
πίστης του. Πίστεψε στην υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ κι έτσι πρόθυμα
άφησε τη δόξα του επίγειου παλατιού και ταυτίστηκε μ’ ένα έθνος που αποτελείτο
από σκλάβους σε δεσμά.
Μελετώντας τη ζωή του Μωυσή, βλέπουμε ότι η
πίστη τον έκανε ν’ ακολουθήσει ένα δρόμο τελείως αντίθετο απ’ αυτό που ο κάθε
άνθρωπος θα μπορούσε να σκεφτεί. Όχι μόνο δεν περιφρόνησε όλες τις απολαύσεις,
τα θέλγητρα και τις τιμές της αυλής του Φαραώ, αλλά άφησε ένα πεδίο δράσης που
φαινομενικά ήταν πολύ σημαντικό. Η ανθρώπινη κρίση θα τον είχε οδηγήσει σε
τελείως διαφορετικό δρόμο. Θα τον είχε κάνει να χρησιμοποιήσει την επιρροή του
προς όφελος του λαού του Θεού και να ενεργεί υπέρ του λαού παρά να υποφέρει
μαζί μ’ αυτόν. Αυτό που ο Μωυσής έκρινε «μεγαλύτερον
πλούτον παρά τους εν Αιγύπτω θησαυρούς» δεν ήταν μόνο ο ονειδισμός υπέρ του
Χριστού, αλλά (κείμενο)«ο ονειδισμός του
Χριστού» (Ψαλμ.ξθ:9).
Εδώ καταλαβαίνουμε μέχρι ποιο σημείο ο
Μωυσής ταυτίστηκε με τις σκέψεις και τα αισθήματα του Χριστού, σχετικά με το
λαό Του. Τοποθετημένος όπως ήταν μέσα στην καλοζωία του μεγαλείου και της δόξας
του παλατιού του Φαραώ, εκεί όπου «η
απόλαυσις της αμαρτίας» και «ο
θησαυρός της Αιγύπτου» υπήρχαν άφθονα, μπορούσε να ζήσει και να πεθάνει
μέσα στα πλούτη, αλλά αυτό δεν θα ήταν πίστη, δεν θα ήταν ομοίωση με το Χριστό.
Από τη θέση που είχε, ο Μωυσής είδε τους αδελφούς του να μην αντέχουν άλλο το
βάρος του ζυγού και δια πίστεως κατάλαβε ότι η θέση του ήταν μαζί τους. Μαζί
στον ονειδισμό, στη δουλεία, στη θλίψη, στην ταπείνωση. Αν ενεργούσε μόνο από
ένα αίσθημα φιλανθρωπίας και πατριωτισμού, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την
προσωπική του επιρροή υπέρ των αδελφών του. Θα κατάφερνε ίσως να πείσει το Φαραώ
να ελαττώσει το βάρος του φορτίου και να τους δώσει προνόμια, όμως αυτός ο
δρόμος δεν είναι ο ίδιος της καρδιάς του Χριστού. Δεν πρέπει να αρκούμαστε να
θέλουμε το καλό του λαού του Θεού, να χρησιμοποιούμαστε υπέρ αυτού, αλλά
χρωστάμε να ταυτιζόμαστε ολοκληρωτικά μ’ αυτόν. Είναι τελείως διαφορετικό να
είσαι προστάτης από το να είσαι μάρτυρας. Ο Ιησούς δεν έχει ανάγκη από
προστάτες, θέλει συντρόφους (Τίτ.β:14).
Το πρώτο επεισόδιο, όπου σκότωσε τον
Αιγύπτιο, αποδεικνύει ότι ο Μωυσής ξεκίνησε να οδηγεί το λαό, χωρίς την οδηγία
του Θεού, - «ήλθεν εις την καρδίαν αυτού»
(Πράξ.ζ:23) - με φυσικό αποτέλεσμα να αποτύχει. Είχε τη σωστή διάθεση να ελευθερώσει
το λαό του Θεού, αλλά χρησιμοποίησε λάθος τρόπο σε λάθος χρόνο. Είχε ζήλο για
τους αδελφούς του, αλλά όχι «κατ’
επίγνωσιν» (Ρωμ.ι:2). Διαβάζουμε στις Πράξ.ζ:25 «Ενόμιζε δε ότι οι αδελφοί αυτού ήθελον νοήσει ότι ο Θεός διά της
χειρός αυτού δίδει εις αυτούς σωτηρίαν, εκείνοι όμως δεν ενόησαν». Ο
απόστολος Παύλος, πριν γνωρίσει το Χριστό, είχε σαρκικό ζήλο για τα πράγματα
του Θεού, αλλά σκότωνε το λαό Του γιατί δεν τον οδηγούσε το Πνεύμα του Θεού. Η
απερίσκεπτη πράξη του Μωυσή, φανερώνει ότι δεν ήταν ακόμα έτοιμος να εκπληρώσει
το σχέδιο που είχε γι’ αυτόν ο Θεός. Χρειάζεται προετοιμασία, αφού ο Θεός σε
καλέσει, για να μπορέσεις να Τον υπηρετήσεις. Ο Μωυσής έπρεπε να μάθει ότι ο
Θεός θα εκπλήρωνε το σκοπό Του με τη ράβδο κι όχι με το σπαθί, με την πραότητα
κι όχι με την οργή του (Ζαχ.δ:6
Εφεσ.ς:12).
Περιβλέψας
δε εδώ και εκεί...
Όταν κάποιος ενεργεί με το Θεό και για το
Θεό, με πλήρη γνώση των σκέψεών Του σχετικά με τις λεπτομέρειες του έργου, δεν
έχει ανάγκη να παρατηρεί εδώ κι εκεί. Αν είχε φτάσει πραγματικά ο καιρός του
Θεού, αν ο Μωυσής ήταν βέβαιος ότι ενεργεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού κι ότι
ο Θεός ήταν μαζί του, δεν θα περιέβλεπε εδώ και εκεί
Η ενέργεια του Μωυσή προς τον Αιγύπτιο,
περιέχει ακόμα ένα σπουδαίο μάθημα. Δυο πράγματα μπορεί να συνδέονται μ’ αυτή
την πράξη: ανθρώπινος φόβος, ή ελπίδα να πετύχει την εύνοια ανθρώπων. Όμως, ο
υπηρέτης του Θεού δεν πρέπει ν’ ανησυχεί ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Τι
σημασία μπορεί να έχει η εύνοια ενός φτωχού θνητού, γι’ αυτόν που έχει μια θεία
αποστολή και απολαμβάνει την παρουσία του Θεού; (Ι.Ναυή α:9 Ιερεμ.α:17-19). Όταν ο εργάτης του Θεού τοποθετηθεί
σ’ αυτό το ύψος, δεν παρατηρεί εδώ κι εκεί, αλλά ενεργεί σύμφωνα με τη σοφία
του Θεού (Παρ.δ:25). Η σοφία του Θεού μας οδηγεί να βλέπουμε πάντοτε μπροστά
και προς τα πάνω. Να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει κάτι κακό μέσα μας και δεν
είμαστε εκεί που ο Θεός μας θέλει, όταν παρατηρούμε τριγύρω μας, είτε για ν’
αποφύγουμε το εξαγριωμένο βλέμμα κάποιου θνητού, ή για να συναντήσουμε το
μειδίαμα της επιδοκιμασίας του. Αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε τη βεβαιότητα ότι
μας στέλνει ο Θεός.
Πολλοί, είτε από άγνοια, είτε από υπερβολική
εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, αρχίζουν μια δραστηριότητα για την οποία δεν τους
προόριζε καθόλου ο Θεός και κατά συνέπεια δεν τους είχε ετοιμάσει. Κατά
παράξενο τρόπο όμως, δείχνουν μια αταραξία και αυτοπεποίθηση που εκπλήσσει εκείνους
που είναι σε θέση να κρίνουν αμερόληπτα τα χαρίσματα και την αξία τους. Βέβαια,
όλο αυτό το ωραίο φαινόμενο, γρήγορα υποχωρεί μπροστά στην πραγματικότητα, για
να δικαιωθεί η αρχή ότι τίποτα δεν ελευθερώνει πραγματικά τον άνθρωπο από τον
πειρασμό να παρατηρεί εδώ κι εκεί, παρά μόνο η συναίσθηση ότι τον έχει στείλει
ο Θεός. Όποιος την έχει, είναι τέλεια απελευθερωμένος από ανθρώπινες επιδράσεις
και ανεξάρτητος από ανθρώπους. Κανείς δεν μπορεί να υπηρετήσει τους άλλους αν
δεν είναι τελείως ανεξάρτητος απ’ αυτούς.
Παρόλα αυτά, δεν βλέπουμε να αναφέρεται
αυτό το γεγονός στη θεόπνευστη ερμηνεία του Εβρ.ια:24-27. Εδώ, μας
παρουσιάζεται η συμπεριφορά του Μωυσή, γεμάτη χάρη. Έτσι πραγματεύεται πάντοτε
το Άγιο πνεύμα, την ιστορία των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν γράφει την ιστορία ενός ανθρώπου, μας τον
φανερώνει όπως είναι με όλα τα ελαττώματα και τις ατέλειές του. Όμως, όταν στην
Καινή Διαθήκη εξηγεί αυτή την ίδια
ιστορία, περιορίζεται στο να μας γνωρίσει τις αληθινές αρχές και το γενικό
αποτέλεσμα της ζωής αυτού του ανθρώπου. Έτσι, αν και στην Έξοδο αναφέρεται ότι
ο Μωυσής «περιέβλεψεν εδώ και εκεί»
ότι «εφοβήθη» και είπε «Βεβαίως το πράγμα τούτο έγεινε γνωστόν»
και τέλος ότι «έφυγεν από προσώπου του
Φαραώ», διαβάζουμε στην επιστολή προς Εβραίους ότι αυτό που έκανε ο Μωυσής,
το έκανε «διά πίστεως» ότι «δεν εφοβήθη τον θυμόν του βασιλέως» κι
ότι «ως βλέπων τον αόρατον ενεκαρτέρησε».
Το δεύτερο επεισόδιο, όπου προσπάθησε να
διευθετήσει μια διαφορά ανάμεσα σε δυο Ισραηλίτες, φανερώνει ότι ο λαός δεν
ήταν ακόμα έτοιμος για απελευθέρωση! Δεν είχαν υποφέρει αρκετά ώστε να είναι
πρόθυμοι να δεχτούν μια συμβουλή από άλλον. Το αυτοϊκανοποιούμενο και
ανεξάρτητο πνεύμα δεν είναι σε θέση να δεχτεί βοήθεια απ’ τον Κύριο.
Εδώ, μπορούμε να δούμε σε τύπο, την
αντίδραση των Εβραίων στην πρώτη έλευση του Χριστού, όταν ήρθε ανάμεσα στ’
αδέλφια Του κι αυτοί Τον απέρριψαν (Ιωάν.α:10).
Ενώ μελετάμε την ιστορία του Μωυσή, πρέπει
να εξετάσουμε αυτό το μεγάλο υπηρέτη του Θεού σαν άνθρωπο αλλά και σαν τύπο.
Από τον προσωπικό χαρακτήρα του Μωυσή διδασκόμαστε πολλά πράγματα. Ο Θεός
έπρεπε όχι μόνο να τον καλέσει, αλλά και να τον καταρτίσει με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο, για 80 χρόνια. Πρώτα στο παλάτι της κόρης του Φαραώ και μετά «εις το όπισθεν μέρος της ερήμου» (γ:1).
Για το περιορισμένο μυαλό μας, 80 χρόνια φαίνονται πάρα πολλά για την εκπαίδευση
ενός εργάτη του Θεού, αλλά οι σκέψεις του Θεού δεν είναι σαν τις δικές μας. Ο
Θεός ήξερε ότι αυτά τα δύο φορές «τεσσαράκοντα
έτη» ήταν απαραίτητα για την προετοιμασία του σκεύους που είχε διαλέξει.
Όταν ο Θεός εκπαιδεύει κάποιον, το κάνει
κατά τρόπο άξιο του Εαυτού Του και της άγιας υπηρεσίας Του. Δεν θέλει
μαθητευόμενους για να κάνουν το έργο Του. Ο υπηρέτης του Χριστού πρέπει να
μάθει πολλά μαθήματα, να περάσει πολλές δοκιμασίες και να δώσει πολλές μάχες εν τω κρυπτώ, πριν γίνει πραγματικά
ικανός να ενεργεί δημόσια. Βέβαια αυτό δεν αρέσει στην ανθρώπινη φύση που θα
προτιμούσε να παίζει κάποιο ρόλο δημόσια παρά να διδάσκεται εν τω κρυπτώ. Θα προτιμούσε να είναι το
αντικείμενο του θαυμασμού των ανθρώπων παρά να εκπαιδεύεται από το χέρι του
Θεού.
β:15 Γη Μαδιάμ
Νοτιοανατολικό κομμάτι της χερσονήσου του
Σινά, συνηθισμένος τόπος για καταφυγή εκείνο τον καιρό. Οι Μαδιανήτες είναι
απόγονοι του Αβραάμ από τη Χαιτούρα και είναι αυτοί στους οποίους πουλήθηκε ο
Ιωσήφ (Γέν.λζ:28).
β:16-22
Ραγουήλ σημαίνει «φίλος του Ηλ» (Θεού),
ήταν ιερέας και στο γ:1 ονομάζεται Ιοθόρ που σημαίνει «εξοχότης», «υπεροχή».
Μερικοί πιστεύουν ότι το δεύτερο όνομα ήταν μάλλον τίτλος ανάμεσα στους
Μαδιανήτες.
Ιερεύς
της Μαδιάμ
Οι Μαδιανήτες ήταν απόγονοι του Αβραάμ από
το γάμο του με τη Χαιτούρα. Ο Αβραάμ θα τους είχε μιλήσει για τον ένα αληθινό
Θεό, τον Γιάχβε, γι’ αυτό βλέπουμε να υπάρχει και ιερέας του Θεού του Υψίστου
ανάμεσά τους, όπως ήταν και ο Μελχισεδέκ, τον καιρό του Αβραάμ. Ο Ιοθόρ ήξερε
τον Κύριο, όπως βλέπουμε στην Έξ.ιη:9-11.
Άνθρωπος
Αιγύπτιος
Θα τον κατάλαβαν απ’ τα ρούχα ή το
μεταφορικό μέσο που έφθασε ως εκεί.
Παρατηρούμε την ανατολίτικη φιλοξενία,
καθώς και τη διάθεση ανταπόδοσης της καλοσύνης.
Σχετικά με το γάμο του Μωυσή, δεν έχουμε
λεπτομέρειες, γιατί φαίνεται ότι όλα γίνανε πολύ γρήγορα. Ο Ιοθόρ θα βιαζόταν
να παντρέψει τις 7 κόρες του, μια και βρίσκονταν στην έρημο μόνοι τους.
Ενώ ο Μωυσής έχει απορριφθεί από τους
αδελφούς του, παντρεύεται μια εθνική γυναίκα. Ο απόστολος Παύλος εξηγεί γιατί
στράφηκε στα έθνη στις Πράξ.κη:17-28 και ιδιαίτερα στα εδάφια 25-28. Σχετικά με την αποτυχία των Εβραίων,
γράφει στους Ρωμαίους Χριστιανούς: «Λέγω
λοιπόν, μήπως έπταισαν διά να πέσωσι; Μη γένοιτο, αλλά διά της πτώσεως αυτών
έγεινεν η σωτηρία εις τα έθνη, διά να κινήση αυτούς εις ζηλοτυπίαν»
(Ρωμ.ια:11). Δες ακόμα Β’ Κορ.ια:2 και Εφεσ.ε:30-32.
Ωστόσο, όταν ο Μωυσής ετοιμάστηκε πλήρως
για την αποστολή του και γύρισε στο λαό του, οι αδελφοί του τον δέχτηκαν, όπως
θα δεχτούν τον Ιησού στη Δεύτερη έλευσή Του. Ο Παύλος περιγράφει την επιστροφή
των Εβραίων στον Ιησού στη Ρωμ.ια:24-25. Η αναγνώριση του Ιησού σαν του μόνου
αληθινού Θεού δίνεται προφητικά στον Ησ.κε:9 και η μετάνοιά τους στο Ζαχ.ιβ:10.
Η απόρριψη του Ιησού από τον Ισραήλ και η
ένωσή Του με την εκκλησία, φαίνεται σε εικόνες στην ιστορία του Ιωσήφ και του
Μωυσή από διαφορετική όψη κάθε φορά. Στην ιστορία του Ιωσήφ βλέπουμε την έχθρα
στο πρόσωπο του Χριστού, ενώ στην ιστορία του Μωυσή, την απόρριψη της αποστολής
Του. Για τον Ιωσήφ είναι γραμμένο:
«Εμίσησαν αυτόν και δεν ηδύναντο να ομιλώσι προς αυτόν ειρηνικώς»
(Γέν.λζ:4), ενώ στο Μωυσή είπαν: «Τις σε
κατέστησεν άρχοντα και κριτήν εφ’ ημάς»; Ο πρώτος μισήθηκε προσωπικά, ο
δεύτερος απορρίφθηκε δημόσια.
Το ίδιο συμβαίνει και ως προς τον τρόπο με
τον οποίο το μυστήριο της εκκλησίας παρουσιάζεται στην ιστορία των δύο τούτων
αγίων της Παλαιάς Διαθήκης. Η Ασενέθ αντιπροσωπεύει μια φάση της εκκλησίας,
τελείως διαφορετικής απ’ αυτή της Σεπφώρας. Η Ασενέθ ενώθηκε με τον Ιωσήφ τον
καιρό της ύψωσής του. Η Σεπφώρα έγινε γυναίκα του Μωυσή, τον καιρό της αφάνειας
στην έρημο (Γέν.μα:41-45 και Έξοδ.β:15, γ:1). Ο Ιωσήφ και ο Μωυσής είχαν απορριφθεί
και οι δύο από τους αδελφούς τους, όταν ενώθηκαν με μια ξένη γυναίκα. Όμως ο
πρώτος ήταν διοικητής στην Αίγυπτο, ενώ ο δεύτερος έβοσκε πρόβατα «όπισθεν της ερήμου».
Όπως κι αν εξετάσουμε το Χριστό, δοξασμένο
ή κρυμμένο απ’ τα μάτια του κόσμου, η εκκλησία είναι στενά ενωμένη μαζί Του.
Όπως ο κόσμος δεν Τον βλέπει τώρα, δεν μπορεί να δει ούτε το σώμα που είναι ένα
μαζί Του (Α’ Ιωάν.α:1). Σε λίγο όμως, ο Χριστός θα φανεί δοξασμένος και τότε η
εκκλησία θα φανερωθεί μαζί Του (Κολ.γ:4).
Σεπφώρα
Δεν είναι το ίδιο όνομα με τη μαία Σεπφώρα,
που σημαίνει «όμορφη». Κανονικά ο προφορά του είναι «Τσιπορά» και σημαίνει «μικρό
πουλάκι».
Γηρσώμ
Σημαίνει «πάροικος» ή «εξόριστος» και
φανερώνει την αίσθηση του Μωυσή όσο βρισκόταν εκεί, μακριά απ’ το λαό του.
Βέβαια δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τους ανθρώπους μέχρι τότε, αλλά
αισθανόταν τι ο Θεός ήθελε να κάνει σ’ αυτούς μ’ αυτόν.