Όσα γνωρίζουμε για την «αίρεση» των Παυλικιανών τα μαθαίνουμε από τις τυπικές κατηγορίες της κρατικής «Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας» του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους εκείνων των αιώνων, που εκτόξευσε εναντίον τους για να δικαιολογήσει το διωγμό, τη θανάτωση και το μίσος κατά χιλιάδων χριστιανών που είχαν βρει την αλήθεια στις Γραφές, σε μια εποχή πλήρους σκότους και παχυλής ειδωλολατρίας μέσα στην Εκκλησία και οι οποίοι χριστιανικά υπέστησαν με πολλή μακροθυμία τα χειρότερα βασανιστήρια για την πίστη τους επί σειρά ετών.
Γιατί η «αίρεση» των Παυλικιανών ήταν πολύ επικίνδυνη για τους «χρυσοκάνθαρους» ιεράρχες της Βυζαντινής αυλής και έπρεπε οπωσδήποτε να τους σπιλώσουν με κάθε δυνατή συκοφαντία, ώστε να στρέψουν τον αμαθή λαό, τους φανατισμένους εικονολάτρες μοναχούς, το κράτος και το σπαθί των θρησκόληπτων αυτοκρατόρων και αυτοκρατορισσών εναντίον τους.
Απάνθρωποι διωγμοί
Γιατί η «αίρεση» των Παυλικιανών ήταν πολύ επικίνδυνη για τους «χρυσοκάνθαρους» ιεράρχες της Βυζαντινής αυλής και έπρεπε οπωσδήποτε να τους σπιλώσουν με κάθε δυνατή συκοφαντία, ώστε να στρέψουν τον αμαθή λαό, τους φανατισμένους εικονολάτρες μοναχούς, το κράτος και το σπαθί των θρησκόληπτων αυτοκρατόρων και αυτοκρατορισσών εναντίον τους.
Οι ιστορικές πηγές
Οι αληθινές ιστορίες αυτών των χριστιανών έχουν εξαφανιστεί όσο ήταν δυνατόν, τα γραπτά τους καταστράφηκαν, ανάλογα με την εξουσία που είχαν οι διώκτες τους.
Όχι μόνον αυτό, αλλά οι ιστορίες τους έχουν γραφτεί από εκείνους που ήθελαν να δημιουργήσουν τις χειρότερες εντυπώσεις γι’ αυτούς, για να δικαιώσουν τις δικές τους βαναυσότητες. Σε τέτοιες αναφορές ονομάζονται «αιρετικοί» και τους αποδίδονται ψευδοδιδασκαλίες που οι ίδιοι απέρριπταν. Συνήθως οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς ή Αδελφούς, αλλά οι άλλοι τους έδιναν πολυάριθμα ονόματα, για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι εκπροσωπούσαν πολλές νέες, παράξενες και ασύνδετες μεταξύ τους αιρέσεις, και τους χαρακτήριζαν με υβριστικά επίθετα, για να τους εκθέσουν σε ανυποληψία. Είναι λοιπόν δύσκολο γι’ αυτούς τους λόγους ν’ ανιχνευτεί η ιστορία τους.
Αυτά που οι εχθροί τους έγραψαν γι’ αυτούς πρέπει να αντιμετωπίζονται με υποψία. Λόγια που αποσπάστηκαν από το στόμα τους σε ώρα βασανιστηρίων είναι χωρίς αξία. Παρόλα τα εμπόδια, όμως, υπάρχει ένα μεγάλο σώμα αξιόπιστων στοιχείων, που συνεχώς αυξάνονται από περαιτέρω έρευνες, και τα οποία δείχνουν τι ήταν και τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι, τι πίστευαν και τι δίδασκαν. Τα στοιχεία που προέρχονται από δικές τους αναφορές παρέχουν έναν ασφαλή οδηγό για την πίστη και πρακτική τους.
Τα κινήματα αναζωπύρωσης Ακόμη και τους 3 πρώτους αιώνες υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί που διαμαρτύρονταν ενάντια στην αυξανόμενη κοσμικότητα της Εκκλησίας κι ενάντια στην απομάκρυνση από τις διδασκαλίες της Γραφής.
Κινήματα αναζωπύρωσης ποτέ δε σταμάτησαν να επαναλαμβάνονται, ακόμη και όταν δεν είναι ορατή κάποια σύνδεση μεταξύ τους. Η αιτία είναι πάντα η ίδια: μια επιθυμία για επιστροφή στην εφαρμογή κάποιας αλήθειας της Καινής Διαθήκης. Τους πρώτους 3 αιώνες βλέπουμε να γίνονται αναζωπυρώσεις, που είχαν από την αρχή, σε διαφορετικό βαθμό η καθεμιά, διατηρήσει την καθαρότητα της χριστιανικής διδασκαλίας και άγια ζωή.
Από τον καιρό του Μάνι οι εκκλησίες των πιστών που αυτοαποκαλούνταν Χριστιανοί, ξεχωρίζοντας τον εαυτό τους από τους άλλους, που τους αποκαλούσαν «Ρωμαίους», είχαν πάντα κατηγορηθεί πως ήταν Μανιχαίοι, παρόλο που εκείνοι διακήρυτταν πως δεν ήταν και παραπονούνταν για την αδικία να τους αποδίδουν ξένες διδασκαλίες. Τα γραπτά κείμενά τους, όσα έχουν βρεθεί, δεν περιέχουν κανένα στοιχείο Μανιχαϊσμού, οπότε είναι λογικό να πιστέψουμε πως αυτή δεν ήταν η πίστη τους. Διακήρυτταν πως αποτελούσαν την «άγια, παγκόσμια και Αποστολική Εκκλησία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» κι αρνήθηκαν στις Ελληνικές, Λατινικές ή Αρμενικές εκκλησίες, που απομακρύνονταν διαρκώς απ’ τη Γραφή, τον τίτλο «εκκλησία», λέγοντας πως οι ίδιες τον απαρνήθηκαν με την ένωσή τους με το κράτος, με την είσοδο απίστων ανάμεσά τους μέσω του συστήματος του νηπιοβαπτισμού, με την παροχή του Δείπνου του Κυρίου σε απίστους και με πολλά άλλα κακά που είχαν εισαγάγει.
Συχνά το όνομα Παυλικιανός δινόταν στους πιστούς. Ο λόγος δεν είναι ξεκάθαρος. Επίσης αποκαλούνταν Θονράκοι από μια περιοχή όπου κάποτε ήταν πολυάριθμοι. Οι διωγμοί που υφίσταντο και η συστηματική καταστροφή των έργων τους μας κρύβουν μεγάλο μέρος της ιστορίας τους και μόνο αποσπασματικές ματιές μπορούμε να έχουμε σ’ αυτήν, αν και όσα απομένουν επαρκούν, για να δείξουν ότι υπήρχαν σ’ εκείνες τις μεγάλες εκτάσεις της Μ. Ασίας και της Αρμενίας, γύρω από το Αραράτ και πέρα από τον Ευφράτη, εκκλησίες ενηλίκων βαπτισμένων πιστών, που διατηρούσαν τις αποστολικές διδαχές, διατηρώντας μιαν αδιάσπαστη μαρτυρία από το αποστολικά χρόνια. Ο ισχυρισμός αυτών των πολυάριθμων συναθροίσεων πως ήταν οι αληθινοί διάδοχοι των Αποστολικών εκκλησιών (έχοντας διατηρήσει σε αδιάσπαστη διαδοχή τα πνευματικά τους χαρακτηριστικά) δεν αποδυναμώνεται από τα μεγάλα κενά στην ιστορία τους, για τα οποία προς το παρόν δεν έχουμε κάποια καταγραφή. Αυτή η κατάσταση είναι η φυσική συνέπεια των αποφασιστικών προσπαθειών που αδιάκοπα γίνονταν, πρώτα από την ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κατόπιν από τις κρατικές εκκλησίες, να καταστρέψουν τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους.
Ηγέτες αυτών των εκκλησιών
Ένας από τους ηγέτες τους, ο Σέργιος (Σαρκίς στα αρμενικά), λέει: «Για 34 χρόνια (800-834), έτρεξα σε ανατολή και δύση και από βορρά σε νότο, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού, μέχρι που κουράστηκαν τα γόνατά μου». Είχε μια δυνατή βεβαιότητα για την κλήση του στη διακονία και με μεγάλη εξουσία θεράπευσε τις διαιρέσεις και ένωσε και καθοδήγησε τους πιστούς. Όμως με καθαρή συνείδηση ρωτούσε όσους γνώριζε αν είχε αδικήσει κανέναν ή αν είχε φερθεί σε κάποιον με αυταρχισμό. Αν κι εργαζόταν ως ξυλουργός, όμως επισκέφτηκε σχεδόν κάθε τμήμα των κεντρικών υψιπέδων της Μ. Ασίας. Η μεταστροφή του στην πίστη έγινε ως εξής: Μια πιστή γυναίκα τον ρώτησε γιατί δε διάβαζε τα ιερά ευαγγέλια. Της εξήγησε πως μόνο οι ιερείς μπορούν να το κάνουν αυτό και όχι οι λαϊκοί. Αυτή απάντησε πως ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά επιθυμεί όλοι να σωθούν και να έρθουν σε επίγνωση της αλήθειας και πως αυτό είναι τέχνασμα των ιερέων, για να στερούν στους ανθρώπους το μερίδιό τους από τα ευαγγέλια.
Αυτός τότε τα διάβασε και πίστεψε και για πολύ καιρό ομολογούσε πάρα πολύ αποτελεσματικά για το Χριστό. Οι επιστολές του κυκλοφόρησαν πλατιά κι εκτιμήθηκαν πολύ κι οι δραστηριότητές του σταμάτησαν μόνο με το θάνατό του, όταν σφάχτηκε με ένα τσεκούρι από τους διώκτες του.
Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους ανάμεσα σε πολλούς άλλους, των οποίων ο ευσεβής χαρακτήρας και η αφοσιωμένη υπηρεσία χάραξαν τα ονόματά τους στη μνήμη ενός ηρωικού λαού. Κωνσταντίνος, Συμεών, Γενέσιος, Ιωσήφ, Ζαχαρίας, Βαάνης, Σεμπάτ, Σέργιος, είναι ονόματα που επιβίωσαν μέσα στα συντρίμμια των διωγμών που ακολούθησαν. Τόσο διαποτισμένοι ήταν αυτοί οι αδελφοί με το Πνεύμα των Πράξεων των Αποστόλων κι είχαν τόση επιθυμία να συνεχίσουν αναλλοίωτες τις παραδόσεις της Καινής Διαθήκης και ιδιαίτερα να διατηρήσουν στις χώρες τους την ενθύμηση πως σ’ εκείνα τα μέρη είχαν μοχθήσει οι Απόστολοι και είχαν ιδρύσει τις πρώτες εκκλησίες, ώστε συνήθιζαν να παίρνουν τα ονόματα των ανδρών και εκκλησιών που αναφέρονται στη Καινή Διαθήκη. Έτσι ο Κωνσταντίνος ονομάστηκε Σιλουανός, ο Συμεών Τίτος, ο Γενέσιος Τιμόθεος, ο Ιωσήφ Επαφρόδιτος. Πολύ διαφορετικά ήταν τα ονόματα που τους δόθηκαν από τους εχθρούς τους, οι οποίοι αποκαλούσαν το Ζαχαρία «μισθωτό βοσκό» και το Βαάνη «βρωμερό».
Ανάλογα οι «αληθινοί χριστιανοί», όπως εκείνοι αποκαλούσαν τον εαυτό τους για να διακρίνονται απ’ τους «Ρωμαίους», έδιναν αναμνηστικά ονόματα στις εκκλησίες που ήταν κέντρα των δραστηριοτήτων τους. Έτσι η Κιβόσου, όπου μόχθησαν ο Κωνσταντίνος κι ο Συμεών, ήταν η «Μακεδονία» τους, το χωριό Μανάναλη, γύρω από το οποίο εργάστηκε ο Γενέσιος, ήταν η «Αχαΐα» τους, ενώ άλλες εκκλησίες ονομάστηκαν Φίλιπποι, Λαοδίκεια, Κολοσσές κ.ο.κ
Συστηματικές σφαγές, αποκεφαλισμοί, θάνατοι στην πυρά, πνιγμοί άρχισαν ξανά με τις διαταγές της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (που προκάλεσε την αναστήλωση των εικόνων κι έθαψε την εικονομαχία) και συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια, απέτυχαν όμως να κλονίσουν τη σταθερότητα των πιστών. Λέγεται πως ανάμεσα στα χρόνια 842 και 867 ο ζήλος της Θεοδώρας και των «ιεροεξεταστών» της προκάλεσε το θάνατο 100.000 ανθρώπων.
Αυτή η εποχή περιγράφεται από το Γρηγόριο Μάγιστρο, που 200 χρόνια αργότερα ήταν επικεφαλής ενός διωγμού των πιστών στην ίδια περιοχή. Γράφει: «Πριν από εμάς πολλοί στρατηγοί και δικαστές τους παρέδωσαν στη μάχαιρα και χωρίς έλεος δε λυπήθηκαν ούτε γέρους ούτε παιδιά, και πολύ σωστά (!) έκαναν. Κι ακόμη περισσότερο, οι πατριάρχες μας σημάδευαν τα μέτωπά τους με την εικόνα μιας αλεπούς... άλλοι πάλι τους έβγαζαν τα μάτια, λέγοντας: ‘Είστε τυφλοί στα πνευματικά πράγματα, γι’ αυτό δε θα κοιτάζετε πράγματα υλικά’».
«Το κλειδί της Αλήθειας» Το αρμενικό βιβλίο «Το κλειδί της Αλήθειας» περιγράφει αυτά που πίστευαν, όπως και τη πρακτική των επονομαζόμενων Παυλικιανών ή Θονράκων εκείνη την εποχή, και παρόλο που αναμφισβήτητα υπήρχαν πολλές διαφορές στις πολυάριθμες διασκορπισμένες εκκλησίες, όμως αυτή η αυθεντική αναφορά που δόθηκε από έναν από τους ίδιους ταιριάζει στους πιο πολλούς. Ο συγγραφέας είναι άγνωστος, αλλά γράφει με δύναμη και ευγλωττία καθώς και με βαθύ συναίσθημα ευθύνης και σοβαρότητα. Ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις που μπορεί να έχει κανένας ως προς το νηπιοβαπτισμό, δεν μπορεί να μη θαυμάσει το γεγονός ότι από ευλάβεια αυτοί οι πιστοί είχαν απορρίψει το νηπιοβαπτισμό, έτσι όπως εφαρμοζόταν τότε. Επειδή, ο σκοπός της κρατούσας Εκκλησίας ήταν μέσω του βαπτίσματος, είτε των ενηλίκων είτε κυρίως των νηπίων, να εισαγάγει βιαίως στο σύστημά της τους ανθρώπους, με σκοπό να αισθάνεται μεγάλη, δυνατή και να αποκτήσει εξουσία στα πλήθη. Δεν αποσκοπούσε να εισάγει ανθρώπους στη Διαθήκη του Κυρίου, βαπτίζοντας εκούσια ενήλικες ή τα νήπια μόνο πιστών Χριστιανών γονέων. Γι’ αυτούς τους λόγους αυτοί οι πιστοί είχαν απορρίψει το νηπιοβαπτισμό. Ο συγγραφέας του ως άνω βιβλίου γράφει, για να δώσει στα νεογέννητα παιδιά της παγκόσμιας και Αποστολικής Εκκλησίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού το άγιο γάλα, με το οποίο θα τραφούν μέσα στην πίστη: «Ο Κύριός μας, ζητά πρώτα μετάνοια και πίστη κι ύστερα δίνει το βάπτισμα. Έτσι πρέπει να τον ακολουθήσουμε και να μη πράττουμε σύμφωνα με τα απατηλά επιχειρήματα άλλων που βαπτίζουν τους άπιστους, τους παράλογους και τους αμετανόητους. Όταν γεννιέται ένα παιδί, οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας πρέπει να δώσουν συμβουλές στους γονείς, ώστε να το εκπαιδεύσουν στην ευσέβεια και στην Πίστη. Αυτό πρέπει να συνοδεύεται από προσευχή, την ανάγνωση των Γραφών και την ονοματοδοσία του παιδιού. Όταν κάποιος θέλει να βαπτιστεί, αυτό πρέπει να γίνεται μετά από ειλικρινή του αίτηση. Το βάπτισμα πρέπει να γίνεται σε ποταμούς ή σε άλλα νερά στην ύπαιθρο. Ο υποψήφιος για το βάπτισμα πρέπει γονατιστός μέσα στο νερό να ομολογήσει την πίστη του στους παρόντες πιστούς, με μεγάλη αγάπη και δάκρυα. Αυτός που κάνει τη βάπτιση πρέπει να έχει άψογο χαρακτήρα. Η προσευχή και η ανάγνωση των Γραφών πρέπει να συνοδεύουν το βάπτισμα».
Η τοποθέτηση ενός πρεσβυτέρου απαιτεί μεγάλη προσοχή, για να μην εκλεγεί κάποιος ανάξιος. Πρέπει να επιβεβαιωθεί αν έχει τέλεια σοφία, αγάπη, που είναι το πιο σημαντικό, αρετή, ευγένεια, ταπεινοφροσύνη, δικαιοσύνη, θάρρος, σοβαρότητα, ευγλωττία. Επιθέτοντας χέρια πάνω του, μαζί με προσευχή και την ανάγνωση ανάλογων αποσπασμάτων από τη Γραφή, του γινόταν η ερώτηση που είχε κάνει ο Χριστός στους γιους του Ζεβεδαίου: «Μπορείς να πιεις το ποτήρι που θα πιω ή να βαπτιστείς το βάπτισμα που θα βαπτιστώ;» Η απάντηση που ζητιόταν απ’ αυτόν, δείχνει τους κινδύνους και τις ευθύνες που τέτοιοι άνδρες αποδέχονταν, και που κανείς δε θα έπαιρνε πάνω του αν δεν υπήρχε μια ειλικρινής αγάπη και η θέληση να υποφέρουν στο έπακρο, ακολουθώντας το Χριστό και φροντίζοντας το ποίμνιό του. Η απάντηση ήταν: «Παίρνω πάνω μου μαστιγώσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, ονειδισμούς, σταυρούς, χτυπήματα, θλίψη και όλους τους πειρασμούς του κόσμου, που πήραν πάνω τους και αποδέχτηκαν με αγάπη ο Κύριος και Μεσίτης μας και η παγκόσμια και Αποστολική Άγια Εκκλησία. Έτσι λοιπόν κι εγώ, ένας ανάξιος υπηρέτης του Ιησού Χριστού, με μεγάλη αγάπη και πρόθυμη θέληση τα παίρνω επάνω μου όλα αυτά μέχρι την ώρα του θανάτου μου». Μετά, με την ανάγνωση πολλών Γραφικών αποσπασμάτων τον εμπιστεύονταν στο Κύριο, με επισημότητα και σοβαρότητα και οι πρεσβύτεροι έλεγαν στο Θεό: «Ταπεινά Σε ικετεύουμε, δεόμαστε και Σε παρακαλούμε... βάλε την άγια χάρη Σου πάνω σ’ αυτόν που τώρα έχει έρθει και ζητά από Σένα τη χάρη της άγιας εξουσίας Σου... κάνε τον αστραφτερά αγνό από κάθε πονηρό διαλογισμό... άνοιξε το νου του να καταλαβαίνει τις Γραφές».
Γράφοντας για τις εικόνες και τα λείψανα ο συγγραφέας λέει: «...Σχετικά με τη μεσολάβηση του Κυρίου Ιησού Χριστού και όχι άλλων αγίων είτε νεκρών είτε πετρών ή σταυρών και εικόνων. Σ’ αυτό το ζήτημα κάποιοι έχουν αρνηθεί την πολύτιμη μεσολάβηση και μεσιτεία του αγαπημένου Υιού του Θεού και ακολούθησαν πράγματα νεκρά και ιδιαίτερα εικόνες, πέτρες, σταυρούς, νερά, δέντρα, πηγές και άλλα μάταια πράγματα. Καθώς τα παραδέχονται και τα λατρεύουν, προσφέρουν έτσι θυμίαμα και κεριά και παρουσιάζουν θαύματα, πράγματα που είναι όλα αντίθετα με το Θεό».
Δογματικές τοποθετήσεις
Η σύγκρουση, που συνεχίστηκε ανάμεσα σ’ αυτές τις εκκλησίες στα βουνά του Ταύρου και στις γειτονικές χώρες με τους διώκτες τους στην Κωνσταντινούπολη, τις οδήγησε στο να δώσουν περισσότερη έμφαση σε κάποια γραφικά αποσπάσματα απ’ ό,τι σε άλλα. Η κυριαρχούσα Εκκλησία είχε υιοθετήσει την ειδωλολατρία στο σύστημά της με τη σταδιακή εισαγωγή της λατρείας της Παρθένου Μαρίας κι έφερε τον κόσμο μέσα σ’ αυτήν με το νηπιοβαπτισμό.
Αυτό έκανε τις πρώτες εκκλησίες να τονίζουν πολύ την τέλεια ανθρώπινη φύση του Κυρίου στη γέννησή του, δείχνοντας ότι η Μαρία, αν κι ήταν μητέρα του Κυρίου, δε μπορούσε να ονομάζεται «Θεοτόκος», και να δίνουν έμφαση στη σπουδαιότητα του βαπτίσματος του Ιησού, όταν το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε πάνω Του και η φωνή από τον ουρανό διακήρυξε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός στον οποίο ευαρεστήθηκα».
Σε πολλές συζητήσεις σχετικά με τη θεία και την ανθρώπινη φύση του Χριστού – θέμα που παραμένει μυστήριο παρ’ όλες τις προσπάθειες που έγιναν από θεολόγους, για να δοθεί κάποια εξήγηση – χρησιμοποιούσαν εκφράσεις που οι εχθροί τους είπαν πως έδειχναν ότι δεν πίστευαν στη θεότητα του Χριστού πριν από τη βάπτισή του. Φαίνεται όμως μάλλον να πίστευαν πως οι θεϊκές του ιδιότητες δεν ήταν σε δράση από τη γέννηση μέχρι τη βάπτισή του. Δίδασκαν πως στη βάπτισή του, σε ηλικία 30 ετών, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έλαβε την εξουσία, την αρχιερατική θέση και τη βασιλεία.
Ένοπλη αντίσταση
Αυτές οι εκκλησίες, που εφάρμοζαν τις αρχές της Κ. Διαθήκης σε μεγάλο βαθμό, διαφορετικά βέβαια από περιοχή σε περιοχή, που ονομάζονταν από τους εχθρούς τους Μανιχαίοι, Παυλικιανοί και άλλα ονόματα, υπέφεραν επί αιώνες με υπομονή και χωρίς να αντεκδικούνται τις φοβερές αδικίες εναντίον τους. Στη διάρκεια της βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων απόλαυσαν για λίγο ειρήνη, οι φοβεροί όμως διωγμοί που έγιναν από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα απέλπισαν τόσο μερικούς από αυτούς, ώστε πήραν τα όπλα ενάντια στους διώκτες τους.
Υπακούοντας στις βάναυσες εντολές της φανατισμένης εικονολάτρισσας αυτοκράτειρας οι αυτοκρατορικοί δήμιοι σούβλισαν έναν άντρα, που ο γιος του, Καρβέας, είχε υψηλή θέση στην αυτοκρατορική υπηρεσία. Μόλις το έμαθε ο Καρβέας, με φλογισμένη αγανάκτηση απαρνήθηκε κάθε υποστήριξή του προς τους «Ρωμαίους» (Βυζάντιο). Μαζί με άλλους 5.000 Παυλικιανούς, εγκαταστάθηκε στην Τεφρίδα κοντά στην Τραπεζούντα, την οποία έκαναν κέντρο επιθέσεων προς τις ελληνικές περιοχές της Μ. Ασίας. Με μωαμεθανική βοήθεια νίκησαν τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, γιο της Θεοδώρας, κατέλαβαν τις πόλεις μέχρι την Έφεσο και κατέστρεψαν τις εικόνες που βρήκαν εκεί. Τον καθεδρικό ναό της Εφέσου τον θεώρησαν ειδωλολατρικό και τον χρησιμοποίησαν ως στάβλο με τέλεια περιφρόνηση προς τις εικόνες και τα λείψανα που βρήκαν εκεί.
Καθώς οι επαναστατημένοι Παυλικιανοί έβλεπαν από τη μια τους εικονολάτρες να τους καταπιέζουν με φοβερή κακία κι από την άλλη τους Μωαμεθανούς, απαλλαγμένους από την ειδωλολατρία, να τους προσφέρουν ελευθερία και βοήθεια, πρέπει να ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να κρίνουν ποια από τα δύο συστήματα ήταν πιο μακριά από τη θεία αποκάλυψη που δόθηκε με το Χριστό. Γι’ αυτό κι όταν η φλόγα της πίστης τους υποχώρησε, προτίμησαν να γίνουν μουσουλμάνοι παρά χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι οποίοι τους είχαν τόσο μισήσει κι αδικήσει. Οι Μωαμεθανοί, ωστόσο, ήταν δυστυχώς ανίκανοι να προοδεύσουν στη γνώση του Θεού, γιατί απέρριπταν ολοκληρωτικά την Αγία Γραφή και δεσμεύονταν από το Κοράνι, βιβλίο ανθρώπινης προέλευσης. Οι Ελληνικές και Ρωμαϊκές εκκλησίες, αν και είχαν απομακρυνθεί από την αλήθεια, διατηρούσαν όμως τις Γραφές κι έτσι υπήρχε ανάμεσά τους αυτό που με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος μπορούσε να φέρει αναζωπύρωση.
Ύβρεις των εχθρών τους Οι εχθροί των Παυλικιανών αναφέρονται στα γραπτά τους εναντίον τους με εκφράσεις τόσο βίαιες και υβριστικές, ώστε να είναι αναξιόπιστοι. Οτιδήποτε καλό, που εκ των πραγμάτων αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι έχουν, το αποδίδουν αποκλειστικά σε πονηρά κίνητρα. Η συνεχής κατηγορία τους για Μανιχαϊσμό δεν είναι πιστευτή, καθώς οι κατηγορούμενοι συνεχώς την αρνούνται και διδάσκουν και υποφέρουν για τις αντίθετες διδασκαλίες. Το γεγονός ότι είχαν τη Γραφή ή ένα μεγάλο μέρος της σε καθαρή, αναλλοίωτη μορφή κι ότι τη μελετούσαν με επιμέλεια, είναι μια ακόμα απόδειξη πως δεν ήταν Μανιχαϊστές, γιατί οι διδασκαλίες του Μάνι προϋπέθεταν την απόρριψη ή την αλλοίωση των Γραφών. Αναφορές για μια αφύσικα κακοήθη συμπεριφορά δε συμφωνούν με την παραδοχή των εχθρών τους πως ήταν ευσεβείς και με τέλεια συμπεριφορά, ανώτεροι από τους γύρω τους, και δεν είναι λογική η εξήγηση πως όλη τους η καλή συμπεριφορά ήταν μονάχα υποκρισία.
Ο χαρακτήρας των άφθονων μαρτυριών των εχθρών τους, σε συνδυασμό με τις λίγες δικές τους αναφορές που διασώθηκαν, μας κάνει να απορρίπτουμε με βεβαιότητα το μύθο του Μανιχαϊσμού και της κακοήθειας και να αναγνωρίσουμε σ’ αυτές τις διωκόμενες εκκλησίες ένα λαό του Κυρίου, που στην εποχή του διατήρησε τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού με πίστη και απαράμιλλο θάρρος.
Βογόμιλοι και Πομάκοι
Μετανάστες Παυλικιανοί στη Θράκη, επί εποχής Κωνσταντίνου Ε', γιου του Λέοντα του Ίσαυρου, και του Ιωάννη Τσιμισκή, ευαγγέλισαν τους Βούλγαρους, που τους ονόμαζαν «Μπόγκου μίλι», δηλαδή «Φίλους του Θεού» και από εκεί προέρχεται η λέξη Βογόμιλοι. Αυτοί ήταν οι Βούλγαροι Παυλικιανοί. Κατόπιν η πίστη τους επεκτάθηκε μέχρι τη Βοσνία. Οι σημερινοί Μουσουλμάνοι Βόσνιοι είναι παλιοί Βογόμιλοι, που πιεζόμενοι ανάμεσα στους Ορθόδοξους Σέρβους και τους Καθολικούς Κροάτες προτίμησαν να γίνουν Μουσουλμάνοι, γιατί οι τελευταίοι εγγυούνταν σ’ αυτούς ελευθερία και ανακούφιση από τους διωγμούς των «χριστιανών». Το ίδιο και οι Πομάκοι της Νότιας Βουλγαρίας και της Ελλάδας είναι παλαιοί Παυλικιανοί, οι οποίοι για τους ίδιους λόγους έγιναν κι αυτοί Μουσουλμάνοι.
Προσοχή στη χρησιμοποίηση των ιστορικών πηγών
Τελειώνοντας αυτό το άρθρο δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τη λύπη μας, που κοινοτοπίες και ύβρεις των εχθρών των εν Χριστώ αδελφών μας έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και τους σημερινούς Χριστιανούς (όλων των χριστιανικών Ομολογιών) και τα βιβλία ιστορίας που έχουν γράψει. Δυστυχώς οι πηγές τους δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ρίχνουν στη μνήμη τους λάσπη, χολή και κακία άνευ προηγουμένου. Βέβαια, είναι δύσκολο να κάνει κανείς προσωπική έρευνα σε τέτοια θέματα. Θέλησα, όμως, να αναφέρω μιαν άλλη άποψη γι’ αυτούς τους παρεξηγημένους αδελφούς μας, που να μην προσβάλλει τη μνήμη τους και που να πλησιάζει περισσότερο κατά τη γνώμη μου στην αλήθεια.
του Σπύρου Καραλή (απο leonjes)