«Αίρεση»! «Αιρετικοί»! Λέξεις που θυμίζουν Μεσαίωνα, Ιερή Εξέταση, πυρές, διωγμούς και εξορίες των «αιρετικών» ...
Και όμως ακούγονται ακόμα και σήμερα στη χώρα μας, αν και μπήκαμε ήδη στον 21ο αιώνα. Μερικές φορές ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία κάποιων εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών είναι τόσο σφοδρός που αισθάνεσαι πως αυτοί οι άνθρωποι αν δεν ζούσαμε σε μία κοινωνία ουμανιστικών αρχών κάλλιστα θα ζητούσαν την εκτέλεση των «αιρετικών».
Αυτό ίσως ακούγεται σε κάποιους υπερβολή, αλλά η αλήθεια είναι πως πολλές φορές ζητάνε την απαγόρευση όλων των ετερόδοξων θρησκευμάτων, τα οποία στηλιτεύουν με τα μελανότερα χρώματα: τα παρουσιάζουν όχι μόνον ως εχθρούς της Εκκλησίας, εχθρούς του Χριστού, όργανα του Διαβόλου, κλπ., αλλά και ως εχθρούς του έθνους, της κοινωνίας, της οικογένειας, της ψυχικής υγείας του ατόμου, και άλλα πολλά «φρικτά» και ταυτόχρονα αφελή, ανόητα, και γελοία.
Τι είναι όμως οι «αιρέσεις»; Ποιες θρησκευτικές ομάδες μπορούν να καταταχτούν σ' αυτήν την κατηγορία και ποια είναι τα κριτήρια για κάτι τέτοιο;
Το θέμα είναι σοβαρό και λεπτό, και θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με νηφαλιότητα και αμεροληψία, γιατί αυτό που επικρατεί σήμερα στη χώρα μας είναι μία σύγχυση που σκόπιμα καλλιεργείται, και φυσικά δεν έχει άλλο αποτέλεσμα από του να δημιουργεί μίσος μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.
Ποια είναι η σύγχυση σχετικά με τις αιρέσεις; Είναι το γεγονός ότι προσπαθούν να τις παρουσιάσουν επικίνδυνες για την κοινωνία. Αυτό είναι σκόπιμο και ύπουλο γιατί σήμερα οι άνθρωποι στο Δυτικό κόσμο είναι άθρησκοι: σύμφωνα με στατιστικές κάποιο ποσοστό είναι άθεοι ή αγνωστικιστές, και το μεγαλύτερο ποσοστό δεν είναι θρησκευόμενοι με την πλήρη έννοια του όρου, δεν πιστεύουν συνειδητά, δε συμμετέχουν και δεν ασχολούνται με κάποια θρησκεία. Έτσι λοιπόν ο μέσος άνθρωπος δεν συγκνείται από τις θρησκευτικές δογματικές διαφορές, και κατά συνέπεια δεν θεωρεί επικίνδυνους αυτούς που διαφέρουν από τα επίσημα εκκλησιαστικά δόγματα και πρακτικές, ακόμα και αυτούς που δεν έχουν καμία σχέση με τη χριστιανική θρησκεία.
Πώς λοιπόν θα γίνει αποδεκτό το αντιαιρετικό κήρυγμα, πως θα στραφούν οι λαϊκές μάζες ενάντια στους «αιρετικούς»; Ο μόνος τρόπος για να διεγερθεί ο αδιάφορος για τη θρησκεία άνθρωπος της εποχής μας, είναι να παρουσιαστούν οι «αιρέσεις» σαν εχθροί της κοινωνίας και της οικογένειας, και σαν απειλή για το έθνος, τότε σίγουρα όχι μόνον δεν θα «παρασυρθεί» από τον προσηλυτισμό τους, αλλά θα γίνει και πολέμιός τους, χρήσιμο όργανο στα χέρια της κρατούσας θρησκείας, η οποία αντί να στηρίζει την απολογητική της στο λόγο και στην αγάπη προς τους εχθρούς, στηρίζεται στη δύναμη της εξουσίας, του Κράτους (αστυνομικών, δικαστικών, διοικητικών αρχών), αυτή, δυστυχώς, ήταν πάντοτε η τακτική της.
Από την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα «Αγίου» Κωνσταντίνου που άρχισε η σύζευξη Κράτους-Εκκλησίας οι διωγμοί των «αιρετικών» ήταν κοινό χαρακτηριστικό στο Βυζάντιο και στην Ευρώπη: οι εξορίες, οι δημεύσεις περιουσιών, οι φυλακίσεις, ακόμα και οι εκτελέσεις «αιρετικών» είχαν καταντήσει μία υπόθεση ρουτίνας, ένα κατεστημένο περιβεβλημένο με θεολογική αιτιολόγηση από πολλούς εκκλησιαστικούς Πατέρες (αρχίζοντας από τον «ιερό» Αυγουστίνο).
Η περιβόητη Ιερή Εξέταση είχε πολλούς «Αγίους» (όπως π.χ. ο «'Αγιος» Δομήνικος) που όχι μόνον την κάλυπταν από θεωρητική άποψη, αλλά τη θεωρούσαν και αναγκαία για τη διατήρηση του Χριστιανισμού, της «θρησκείας της αγάπης»!!!
Η αντικειμενική και αμερόληπτη ιστορία βρίθει παραδειγμάτων μισαλλοδοξίας και τυφλού μίσους εκ μέρους «Χριστιανών» όχι μόνον εναντίον άλλων θρησκειών (π.χ. σφαγές, εξορίες, και βασανιστήρια Εβραίων στη Μεσαιωνική Ευρώπη, και σφαγές Μουσουλμάνων από τους Σταυροφόρους) αλλά, το χειρότερο, εναντίον άλλων Χριστιανών, δηλ. μαθητών του Χριστού! Πρόκειται για την ανάποδη εφαρμογή της περίφημης εντολής του Χριστού προς τους μαθητές του «Αγαπάτε αλλήλους». Δεν ήταν μόνον οι Καθολικοί που προέβησαν σε φρικαλεότητες όπως συνήθως νομίζουμε: οι Ορθόδοξοι και ορισμένες εκκλησίες Διαμαρτυρόμενων ανταγωνίζονταν επάξια τους Καθολικούς.
Στο Βυζάντιο έχουμε ανηλεείς διωγμούς των Αρειανών Χριστιανών από τον Μ. Κωνσταντίνο και κατοπινούς αυτοκράτορες, καθώς και των Νεστοριανών Χριστιανών, των μαθητών του Μακεδόνιου κλπ.
Κάθε απόφαση εκκλησιαστικής συνόδου συνεπαγόταν ατέλειωτα βάσανα για τους δύστυχους εκείνους μαθητές του Χριστού που δεν θα υπέτασσαν δουλικά την πίστη τους στις επιταγές της «Ορθοδοξίας» και θα επέλεγαν να υπακούσουν στην Αγία Γραφή ή τέλος πάντων σ' αυτό που η συνείδησή τους θεωρούσε πιο σωστό. Αυτοκρατορικές νομοθεσίες όπως του Ιουστινιανού απαγόρευαν στους «αιρετικούς» Χριστιανούς να έχουν οποιοδήποτε είδος περιουσίας, δικαιώματα κλπ. «'Αγιοι» αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες, έκαναν εκστρατείες εναντίον περιοχών που κατοικούσαν «αιρετικοί» και πραγματοποιούσαν γενοκτονίες ασύλληπτης αγριότητας με τις ευλογίες, τις προτροπές, και τις προσευχές Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, μοναχών κλπ.
Μεγάλοι Πατέρες σε Ανατολή και Δύση (όπως ο Χρυσόστομος ή ο Θωμάς ο Ακιννάτης, ή ακόμα και ο «άγιος της αγάπης»ο Φραγκίσκος της Ασσίζης) έθεταν τις θεολογικές βάσεις για τον ανηλεή διωγμό των «αιρετικών»: οι αιρετικοί σύμφωνα με τους Πατέρες, ήταν οι χειρότεροι εχθροί του Χριστού, χειρότεροι και από τους Εβραίους ή τους Μουσουλμάνους, ήταν ύπουλα φίδια, απεσταλμένοι από το Σατανά «λύκοι με ένδυμα προβάτου», δάσκαλοι αιώνιας απώλειας, έπειτα από τέτοιους επικίνδυνους χαρακτηρισμούς ήταν φυσικό να ξεσηκώνονται οι όχλοι και οι άρχοντες, τα υποτιθέμενα «πρόβατα του Χριστού», και να κατασπαράσσουν τους «λύκους»! Μία πλήρης διαστροφή και αντιστροφή πραγματικά σατανικής σύλληψης ...
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η σφαγή εκατό χιλιάδων Χριστιανών που ονομάζονταν Παυλικιανοί από την αυτοκράτειρα «Αγία» Θεοδώρα, και η θανάτωση στην πυρά των Χριστιανών που ονομάζονταν «Βογόμιλοι» από τον Αλέξιο Κομνηνό.
Για το αιματηρό παρελθόν της Καθολικής εκκλησίας δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τίποτα, είναι πολύ γνωστά ακόμα και από τις ιστορίες του Δημοτικού. Αξίζει όμως να αναφέρουμε τις κατεστημένες Διαμαρτυρόμενες εκκλησίες όπως την Αγγλικανική, τη Λουθηρανική, και την Καλβινιστική, που προέβησαν σε εκτεταμένους διωγμούς των «αιρετικών» Χριστιανών (των Πουριτανών, Βαπτιστών κ.α. στην Αγγλία, των Αναβαπτιστών από τον Λούθηρο και τον Ζβίγγλιο, των Ουνιτάριων από τον Καλβίνο κλπ.
Εκτός από τις συνήθεις διώξεις (δημεύσεις, εξορίες, φυλακίσεις, θανάτωση στην πυρά) οι Διαμαρτυρόμενοι ηγέτες σαν τον Λούθηρο και τον Ζβίγγλιο ζητούσαν από τους άρχοντες να πνίγουν στις λίμνες τους γνήσιους εκείνους μαθητές του Χριστού που ονομάζονταν «Αναβαπτιστές» (επειδή αρνούνταν το υποχρεωτικό νηπιοβάτισμα και εφάρμοζαν βάπτισμα μόνον όσων πίστευαν συνειδητά). Η διαφορά των Ορθόδοξων και Διαμαρτυρόμενων από τους Καθολικούς ήταν ότι δεν έκαναν οι ίδιοι ως εκκλησίες τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις των «αιρετικών», για να μη «μολύνουν τα χέρια τους με αίμα», αλλά τα ανέθεταν στους κοσμικούς άρχοντες (βασιλιάδες, επάρχους κλπ). Η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία της συνειδήσεως να πιστεύει και να λατρεύει όπως θέλει το Θεό (ή όπως λέει η Αγία Γραφή, σύμφωνα με τους «αιρετικούς» Χριστιανούς που μαρτύρησαν ηρωικά στα χέρια της κρατούσας Εκκλησίας) είναι κάτι που κατακτήθηκε όχι απλώς με αγώνες, αλλά με πάρα πολύ αίμα. Κι αυτό είναι κάτι που όλοι «είτε Χριστιανοί, είτε μη Χριστιανοί» πρέπει να έχουμε υπόψη μας: οι «αιρετικοί» μάρτυρες ήταν γνήσιοι μάρτυρες της πίστης αλλά και της ελευθερίας.
Κάναμε αυτή τη μικρή ιστορική αναφορά για να καταλάβουμε όχι μόνον πόσο αιματοβαμμένο είναι το παρελθόν της αντιαιρετικής μισαλλοδοξίας, αλλά και πόσο επικίνδυνο είναι να βγάζουμε εύκολα κρίσεις και χαρακτηρισμούς για τους κάθε λογής «ετερόδοξους». Γι' αυτό στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικά κριτήρια πνευματικής διάκρισης στα θρησκευτικά πράγματα, και όχι στιγματισμού και μίσους αυτών που πιστεύουν διαφορετικά από εμάς.
Πρώτα απ' όλα πρέπει να καθορίσουμε τι σημαίνει «αίρεση»: η αρχαία ελληνική λέξη «αίρεση» προέρχεται από το ρήμα «αίρω» που σημαίνει στην κυριολεξία «σηκώνω», και μεταφορικά «επιλέγω». Η πρώτη λοιπόν έννοια της λέξης δεν είναι καθόλου κακή: δηλώνει την επιλογή μίας θεωρίας, δηλ. ένα ρεύμα ή ένα κίνημα στο χώρο της φιλοσοφίας ή θρησκείας, που ήταν οι κυρίαρχοι τομείς στην αρχαιότητα. Μ' αυτόν τον θετικό τρόπο χρησιμοποιείται η λέξη «αίρεση» και στην Αγία Γραφή από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος λέει ότι ανήκε στους Φαρισαίους, την πιο ορθή αίρεση (κίνηση) της θρησκείας του Ιουδαϊσμού (»ακριβεστάτη αίρεση της θρησκείας μας» - Πράξ.κς: 5). Με παρόμοια θετική έννοια αναφέρεται και από τον Ιώσηπο και άλλους αρχαίους συγγραφείς.
Μ' αυτή την έννοια και ο Χριστιανισμός ξεκίνησε ως αίρεση του Ιουδαϊσμού, μιας και ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός και οι απόστολοι ανήκαν στο έθνος και στη θρησκεία του Ισραήλ, όσο κι αν φαίνεται παράξενο σε πολλούς, η ιστορική αλήθεια, όπως βεβαιώνεται από όλους σχεδόν τους σύγχρονους ιστορικούς και από την Καινή Διαθήκη (Ευαγγέλια, Πράξεις Αποστόλων), ο Χριστιανισμός δεν ήταν μία καινοφανής θρησκεία, μία καινούργια αυτοτελής θρησκεία, αλλά ήταν ένας καινούργιος κλάδος του Ιουδαϊσμού, που αναπτύχθηκε αρχικά αποκλειστικά και μόνον μέσα στους κόλπους του Ιουδαϊκού λαού, και έπειτα άρχισε να επεκτείνεται προς τα έξω, αποκτώντας μία πιο οικουμενική διάσταση, διατηρώντας όμως όλη τη βασική θεολογική πίστη του Ιουδαϊσμού (Ένας Θεός Δημιουργός, Νόμος, αμαρτία, θυσία, Προφητείες και Μεσσίας, Ανάσταση νεκρών, Κρίση, κλπ).
Όσον αφορά στη διάκριση των αιρέσεων, πρέπει να διακρίνουμε δύο είδη: τις θρησκευτικές και τις κοινωνικές αιρέσεις, ή αλλιώς τις θρησκευτικές ομάδες που θεωρούνται αίρεση από δογματική/θεολογική άποψη και εκείνες από κοινωνική άποψη (cult). Μερικές φορές οι δύο αυτές κατηγορίες ταυτίζονται, ενώ άλλες φορές όχι. Μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι δογματική/θεολογική αίρεση είναι αυτή που διαφέρει ή αποκλίνει από την ορθόδοξη (ορθή) ή επίσημη άποψη σε κάποιο ζήτημα πίστεως ή πρακτικής.
Από την άλλη, «κοινωνική αίρεση» μπορεί να είναι μία ομάδα πλήρως «ορθόδοξη» δογματικά η οποία όμως έχει επικίνδυνες για την κοινωνική ασφάλεια πρακτικές. Βέβαια οι ορισμοί αυτοί είναι πολύ γενικοί και αόριστοι και μπορούν να ερμηνευθούν ποικιλότροπα, γι' αυτό και θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικά σαφή, απλά, και αντικειμενικά κριτήρια και για τις δύο κατηγορίες.
Για να ορίσουμε κάποια θρησκευτική ομάδα ως «αίρεση» μίας θρησκείας θα πρέπει αυτή να κινείται στα βασικά πλαίσια της θρησκείας και να αποκλίνει σε κάποια δευτερεύοντα. Τέτοιου είδους χριστιανικές ομάδες, όπως όλοι οι Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί, κλπ, πρέπει να ονομάζονται «ετερόδοξοι». Από την άλλη, οι διάφορες Βουδδιστικές, Ινδουϊστικές ή Νέο-εποχίτικες ομάδες που έχουν έρθει τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, λανθασμένα χαρακτηρίζονται ως «αιρέσεις», αφού είναι τελείως διαφορετικές από τον Χριστιανισμό θρησκείες -πρέπει να ονομάζονται «αλλόδοξοι». Ο χαρακτηρισμός λοιπόν «αιρετικοί» πρέπει να εκλείψει μια για πάντα από το λεξιλόγιό μας ως εσφαλμένος, διχαστικός, και μισαλλόδοξος.
Από τον 4ο αιώνα, από την Α' Οικουμενική Σύνοδο και μετά, επικράτησε η συνήθεια να ορίζεται ως «Ορθόδοξη» άποψη η άποψη της πλειοψηφίας και ως «αιρετική» η άποψη της μειοψηφίας, αν και, όπως λέει η Ιστορία, οι «ορθόδοξοι» δεν ήταν η πλειοψηφία πολλές φορές (γιατί οι Σύνοδοι συγκαλούνταν από ορισμένους επισκόπους που ήθελαν να επιβάλλουν με τη βοήθεια του Αυτοκράτορα τις απόψεις τους πάνω στην πλειοψηφία).
Αν υπήρχε αμφιβολία στην ερμηνεία των Γραφών τότε θα έπρεπε να καταφύγουν στην εξέταση του γλωσσολογικού και ιστορικού/πολιτιστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δόθηκε ο Θεϊκός Λόγος, και βέβαια σε προσευχή για διαφώτιση.
Στην περίπτωση των χριστολογικών συζητήσεων του 4ου και 5ου αιώνα η χριστιανική Εκκλησία θα έπρεπε να καταφύγει στην ερμηνεία με βάση την Εβραϊκή γλώσσα της Π. Διαθήκης και των Ευαγγελίων, και την έρευνα της Ιουδαϊκής θεολογίας για όλα αυτά τα ζητήματα, μιας και οι απόστολοι που έγραψαν την Κ. Διαθήκη ζούσαν μέσα στο Ιουδαϊκό περιβάλλον και μιλούσαν την Ιουδαϊκή θεολογική γλώσσα. Αυτό ήταν κάτι που φυσικά δεν έγινε, και οι εκκλησιαστικοί πατέρες προσπαθούσαν να βγάλουν άκρη με μόνα εφόδια την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα και την ελληνιστική (νέο-πλατωνική, στωϊκή, κλπ) φιλοσοφία στην οποία είχαν εκπαιδευτεί. Έτσι λοιπόν η πλειοψηφία της Εκκλησίας, προερχόμενη από μη-Ιουδαϊκό πολιτιστικό και θρησκευτικό περιβάλλον ήταν φύσει αδύνατον να κατανοήσει ορθά τις έννοιες της Καινής Διαθήκης, και άρα ήταν καταδικασμένη να μην έχει την πολυπόθητη «ορθοδοξία» της πίστεως. 'Αρα το ποιοι ήταν αιρετικοί και ποιοι Ορθόδοξοι είναι τελείως αμφισβητούμενο από την άποψη της αρχικής χριστιανικής πίστεως, άσχετο με το τί πίστευε η πλειοψηφία του 4ου, 5ου ή 6ου αι.
Το κριτήριο για την «ορθοδοξία» μίας χριστιανικής θεολογίας δεν μπορεί να είναι η πλειοψηφία μίας εποχής, αλλά η αρχική αποστολική διδασκαλία όπως αυτή βρίσκεται στην Αγία Γραφή, και όπως αυτή ερμηνεύεται αντικειμενικά μέσω της ιστορικής και γλωσσολογικής ανάλυσης που ερευνά το Ιουδαϊκό υπόβαθρο της Καινής Διαθήκης. Έτσι, όσο πιο πολύ ασχολείται μία χριστιανική ομάδα με την Αγία Γραφή, και όσο λιγότερο είναι επηρεασμένη από τις εκκλησιαστικές παραδόσεις που προστέθηκαν μετά τον 2ο αιώνα, τόσο πλησιέστερα θα είναι προς την αλήθεια, τόσο πιο «ορθόδοξη» είναι. Μία τέτοιου είδους χριστιανική βιβλική «ορθοδοξία» πρέπει να παραδεχτούμε πως τη συναντάμε πιο πολύ σε Διαμαρτυρόμενους Χριστιανούς (διάφορα δόγματα Ευαγγελικών, Βαπτιστών, Πεντηκοστιανών, Αντβεντιστών, κλπ) οι οποίοι προσπαθούν να συμμορφώνονται περισσότερο με την Αγία Γραφή, και να αποφεύγουν τη μεταγενέστερη εκκλησιαστική παράδοση.
Όσον αφορά τώρα στις «κοινωνικές αιρέσεις», τις θρησκευτικές ομάδες που θεωρούνται επικίνδυνες για την κοινωνία, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: αναμφίβολα υπάρχουν μερικές θρησκευτικές ομάδες που έχουν οδηγήσει τους οπαδούς τους σε ναρκωτικά, ομαδικές αυτοκτονίες κλπ., όπως για παράδειγμα το χριστιανικό κοινόβιο του Αμερικανού ευαγγελικού ιεροκήρυκα Τζίμυ Τζόουνς, στη Γουϊάνα, που αυτοκτόνησαν ομαδικά, ή η καθολική νέο-εποχίτικη ομάδα «Τάγμα του Ναού του Ήλιου», στην Ελβετία και Καναδά, που επίσης οδήγησε τα μέλη της σε μαζική αυτοκτονία, ή όπως η επίσης νέο-εποχίτικη ουφολογική ομάδα «Πύλη του Ουρανού» που κι αυτή αυτοκτόνησε ομαδικά. Υπήρξαν επίσης κάποιες ινδουιστικές/βουδδιστικές ομάδες στην Αμερική που προέτρεπαν τα μέλη τους σε χρήση παραισθησιογόνων ναρκωτικών.
Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι τέτοιου τύπου αυτο-καταστροφικές ομάδες είναι σπάνιες, και είτε χριστιανικού τύπου είτε ανατολικού αποτελούν ελάχιστες μειοψηφίες, εξαιρέσεις που δεν μπορούν να χαρακτηρίζουν οποιοδήποτε θρησκευτικό/πνευματικό ρεύμα στο σύνολό τους.
Ακόμα υπήρχαν και υπάρχουν χριστιανικές ή νέο-εποχίτικες κοινωνικές αιρέσεις (cults) που ζουν σε κοινόβια, διαλύοντας τους γάμους τους (π.χ. «Παιδιά του Μω»). Κι αυτές όμως είναι ελάχιστες, και πάλι δεν μπορούμε εύκολα να κατηγορήσουμε ότι παραπλανούν ή ότι εκβιάζουν τα μέλη τους να διαπράξουν ανήθικες πράξεις (ομοφυλοφιλίες, παιδεραστίες, σεξουαλικά όργια, κλπ), γιατί τέτοιου είδους καταστάσεις συναντιούνται και σε χριστιανούς κληρικούς, σε μοναστήρια, εκκλησιαστικά οικοτροφεία, κλπ. Με το σκεπτικό αυτό θα έπρεπε να θεωρούνται κοινωνικά επικίνδυνα, ή τουλάχιστον ύποπτα, όλα τα καθολικά ή ορθόδοξα μοναστήρια, ιδρύματα κλπ. Βέβαια αν κάποια ομάδα διδάσκει επίσημα και προτρέπει στην διάπραξη αξιόποινων πράξεων (όπως π.χ. οι Σατανιστές), αυτό τότε είναι θέμα της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, και όχι της Εκκλησίας.
Καλλιεργείται έντεχνα μία σύγχυση όταν μαζί με τέτοιου είδους καταστροφικές ομάδες «μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι» και δόγματα υψηλής ηθικής και αρετής, με μόνο σκοπό τη συκοφάντησή τους στη συνείδηση του απληροφόρητου πολίτη. Έτσι σε αντι-αιρετικούς καταλόγους που κατά καιρούς δημοσιεύει η Εκκλησία, καταλόγους που θυμίζουν τον περιβόητο Index της Ιερής Εξέτασης και τις μυστικές αστυνομίες δικτατορικών καθεστώτων (τα οποία επίσης δίωκαν τις «αιρέσεις»), στέκονται δίπλα στους Σατανιστές οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (!), δίπλα στα παιδιά του Μω οι Ευαγγελικοί (!), δίπλα στους Γκουρού οι Πεντηκοστιανοί (!) δίπλα στους Μασσώνους οι Καθολικοί (!) κ.α.
Μέσα στο μυαλό του απλού ανθρώπου συνδυάζονται σε ένα τερατώδες μίγμα Χριστιανικά δόγματα μαζί με αποκρυφιστικές ομάδες που κατηγορούνται για σεξουαλικά όργια, ναρκωτικά, αυτοκτονίες, οικονομικά σκάνδαλα, και ότι βάλει ο νους σας. Πραγματικά οι «αιρετικοί», δηλ. όλοι όσοι δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, παρουσιάζονται σαν ανθρωπόμορφα τέρατα έτοιμα να πιουν το αίμα των αφελών «προβάτων της Εκκλησίας»!!!
Μία γελοία κατηγορία κοινή για όλες τις «αιρέσεις» είναι η οικονομική: το ότι αφενός μεν χρηματοδοτούνται από «ξένα κέντρα», αφετέρου δε ότι εκμεταλλεύονται και απομυζούν τους «παραπλανημένους» οπαδούς τους. Η χρηματοδότηση από «ξένα κέντρα» που ακούγεται τόσο σκοτεινή και παραπέμπει τη φαντασία σε μυστικές υπηρεσίες ξένων χωρών, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η οικονομική ενίσχυση που στέλνουν στους ιεραποστόλους τους τα διάφορα δόγματα. Είναι ότι κάνει η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία για τις ιεραποστολές της στην Αφρική. Είναι κακό να στέλνουν οι ομόδοξοι πιστοί μίας χώρας σε πνευματικούς αδελφούς τους σε άλλη χώρα οικονομική βοήθεια και να υποστηρίζουν το έργο τους; Μήπως οι Ορθόδοξοι κληρικοί δεν χρηματοδοτούνται από το Κράτος; Αυτό μάλιστα είναι κακό, γιατί δεν έχουν ερωτηθεί όλοι οι Έλληνες φορολογούμενοι αν θέλουν να χρηματοδοτούν τους ιερείς, επισκόπους, ψάλτες, κλπ. της Εκκλησίας (η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να τους μισθοδοτεί από τη δική της τεράστια περιουσία). Ενώ οι «αιρέσεις» χρηματοδοτούνται από τα δικά τους μέλη και όχι από τη φορολόγηση όλης της κοινωνίας...
Όσο για το ανόητο επιχείρημα ότι οι αιρέσεις απομυζούν την περιουσία των οπαδών τους, έχουμε να ρωτήσουμε: η Εκκλησία δεν παίρνει χρηματικές δωρεές, κληρονομιές κλπ, δεν ζητάει συνέχεια χρήματα, κάνοντας εράνους, από τα μέλη της; Αν ναι, τότε αυτό τί είναι; Δεν απομυζά την περιουσία των μελών της, υποσχόμενη ότι με αυτόν τον τρόπο βοηθάνε την είσοδό τους στον Παράδεισο;
Η απάντηση είναι απλούστατη για όσους έχουν απλό μυαλό και καθαρή συνείδηση: όποιος είναι μέλος οποιασδήποτε θρησκείας και νοιώθει ότι ωφελείται από αυτήν προσφέρει οικονομικά για την ενίσχυση του έργου της, θεωρώντας ότι έτσι θα ωφεληθούν κι άλλοι. Κανένας δεν εκβιάζεται, και σε καμία θρησκεία.
Όλοι προσφέρουν αυτοπροαίρετα, κι αν δεν συμφωνούν αποχωρούν. Κι αν ακόμα υπάρχει κάποια περίπτωση οικονομικού εκβιασμού ή απάτης ή φοροδιαφυγής σε κάποιες «αιρέσεις», σίγουρα υπάρχουν πολύ περισσότερες στις Κρατικές Εκκλησίες που κάθε τόσο έρχονται στην επιφάνεια οικονομικά σκάνδαλα μεγάλων κληρικών.
Μία ακόμα κοινωνική συκοφαντία που συνοδεύει όλες τις «αιρέσεις» είναι ότι διαλύουν τις οικογένειες, χωρίζουν ζευγάρια, απομακρύνουν παιδιά από τους γονείς, κλπ. Μα αυτό είναι πρόβλημα που συναντιέται σε όλες τις θρησκείες και σε όλες τις ιδεολογίες: από τη στιγμή που κάποιο μέλος της οικογένειας αποφασίζει να ακολουθήσει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, να έχει διαφορετικό προσανατολισμό στη ζωή του με βάση το θρησκευτικό ή πολιτικό του πιστεύω, είναι φυσικό επακόλουθο να δημιουργείται ρήγμα στις μέχρι τότε αρμονικές οικογενειακές σχέσεις. Όταν ένας νέος εντάσσεται σε μία στρατευμένη πολιτική ή εθνικιστική ομάδα δεν αλλάζει τρόπο ζωής και σκέψης, ερχόμενος σε αντίθεση με την οικογένεια και την κοινωνία του, πιστεύοντας όμως ότι υπηρετεί το κοινωνικό ή το εθνικό συμφέρον;
Παρόμοια αισθάνεται και ένας νέος ή μία νέα που αποφασίζει να μην παντρευτεί και να εγκαταλείψει τις σπουδές του ή την καριέρα του για να γίνει μοναχός σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι, πιστεύει ότι με την αφιέρωση και την προσευχή του θα βοηθήσει όλο τον κόσμο, τότε όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μία «επικίνδυνη κοινωνικά αίρεση»; (στην προκειμένη περίπτωση τον Ορθόδοξο Μοναχισμό).
Όταν ένας πετυχημένος επαγγελματίας θυσιάζει την καριέρα του νοιώθοντας μία κλήση από το Θεό να γίνει κληρικός ή ιεραπόστολος, και η σύζυγός του και τα παιδιά του δεν συμφωνούν, αυτό δεν δημιουργεί σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει στο διαζύγιο και τη διάλυση της οικογένειας; Σύμφωνα με τους ουμανιστές κοινωνιολόγους και ψυχολόγους τέτοιου είδους συμπεριφορές θεωρούνται «αντικοινωνικές», σύμφωνα όμως με τις χριστιανικές εκκλησίες, οι οποίες δέχονται τα λόγια του Ιησού Χριστού «όποιος δεν αφήνει τον πατέρα του, τη μητέρα του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, την περιουσία του, ακόμα και τη ζωή του για χάρη Μου, δεν μπορεί να είναι μαθητής Μου»(Λουκάς ιδ: 26,33), θα πρέπει να θεωρούνται αξιέπαινες, παραδείγματα αυταπάρνησης εκτός βέβαια κι αν πρόκειται για συμβιβασμένες και «βολεμένες» εκκλησίες που δεν αντέχουν την ασυμβίβαστη διδασκαλία του αρχηγού τους... Ενώ απ' την άλλη μεριά, πολλές χριστιανικές «αιρέσεις» με τη διδαχή της Βίβλου έχουν βοηθήσει οικογένειες να επανενωθούν, νέους να ελευθερωθούν από εγκληματικότητα, ναρκωτικά κλπ.
Ένα ακόμα κριτήριο κοινωνικής, ή μάλλον εθνικής επικινδυνότητας των αιρέσεων, είναι η άρνηση κάποιων θρησκευτικών ομάδων να φέρουν όπλα ή να στρατευθούν (π.χ. Μάρτυρες Ιεχωβά στην Ελλάδα, ή άλλες χριστιανικές ομάδες Κουάκερων, Αναβαπτιστών, Χριστάδελφων, σε άλλες χώρες).
Η επιχειρηματολογία των κατεστημένων κρατικών εκκλησιών (Ορθόδοξη, Καθολική, Αγγλικανική, Λουθηρανική, κλπ) αποτελεί μία κραυγαλέα περίπτωση χονδροειδούς υποκρισίας, μπροστά στην οποία οι Φαρισαίοι φαντάζουν σαν άγιοι άγγελοι.
Οι εκκλησίες αυτές, πάντα σε αγαστή συνεργασία με τις κρατικές εξουσίες, έχουν από αιώνων εξασφαλίσει την απαλλαγή των κληρικών τους (ιερέων και μοναχών) από στρατιωτικές υποχρεώσεις (όπως και από πολλών ειδών υποχρεώσεις, οικονομικές κλπ ...), και δεν αρκούνται στα προνόμια αυτά, αλλά ζητούν και το διωγμό όσων Χριστιανών δεν ανήκουν στο δόγμα τους και θέλουν να μιμηθούν το ιστορικά βεβαιωμένο παράδειγμα των Χριστιανών των πρώτων αιώνων.
Η υποκριτική αντιαιρετική ψευδολογία τους στην προκειμένη περίπτωση, έχει σαν στόχο την απαγόρευση εκείνων των ομάδων που «παρασύρουν» πρόβατα από το ποίμνιό τους, και όχι την στρατιωτική επάνδρωση της πατρίδας τους, κι αυτό γιατί αν ένας είναι ορθόδοξος ή καθολικός μοναχός απαλλάσσεται από τη στράτευση, για να αφιερωθεί στην «πνευματική ζωή» (που πολλές φορές δεν είναι καθόλου πνευματική...), ενώ ένας απλός μαθητής του Χριστού πάει στην φυλακή ή εκτελείται σε περίπτωση πολέμου. Εδώ έχουμε «δύο μέτρα και δύο σταθμά», μία εντελώς παράλογη, άδικη, και ανισόρροπη κοινωνική αντιμετώπιση. Η κοινωνία όχι μόνον δεν θα έπρεπε να ακούει τέτοιου είδους «αντιαιρετικά επιχειρήματα» προερχόμενα από εκκλησιαστικούς κήρυκες του μίσους, αλλά θα έπρεπε να στρατεύει όλους τους μοναχούς και τους ιερείς, ή αλλοιώς να θεωρεί αντεθνική την ύπαρξη και της Ορθόδοξης, Καθολικής, κλπ, Εκκλησίας.
Έχουμε ποτέ σκεφτεί τι θα γινόταν αν ο μοναχισμός ήταν της μόδας σήμερα στην Ελλάδα, όπως στο Βυζάντιο που εξαιτίας των πολλών μοναχών δεν είχε στρατό να αντισταθεί στους Τούρκους; Ή μήπως μας ενοχλούν μονόπλευρα οι λίγες εκατοντάδες νέων Μαρτύρων του Ιεχωβά που δεν στρατεύονται και φυλακίζονται τέσσερα χρόνια, ενώ υπάρχουν χιλιάδες ιερείς και μοναχοί που καλοπερνάνε τα αντίστοιχα χρόνια; (και μάλιστα με τα χρήματα των Ελλήνων και πρόσφατα και των Ευρωπαίων φορολογούμενων).
Τελικά λοιπόν τα κριτήρια για το ποια είναι «κοινωνική» αίρεση είναι όχι μόνον πολύ σαθρά, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μπούμερανγκ εναντίον των επιπόλαιων και απερίσκεπτων εκκλησιαστικών «αιρετικοφάγων».
Αυτό που μία κοινωνία θεωρεί καλό και αποδεκτό, σε μία άλλη χώρα θεωρείται βδέλυγμα. Αυτό που μία Δυτική κοινωνία θεωρεί προοδευτικό σε μία άλλη κοινωνία (π.χ.της Ανατολής) μπορεί να θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα. Αυτό που σε μία εποχή θεωρούνταν αρετή, σήμερα μπορεί να θεωρείται αποκρουστικό...
Έτσι λοιπόν η επίσημη Εκκλησία, και κάθε εκκλησία, και κάθε θρησκεία, δεν έχει κανένα δικαίωμα να απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας και να ζητάει την καταδίκη υποτιθέμενων αιρετικών ομάδων με βάση τα κοινωνικά κριτήρια και αισθητήρια, επειδή τότε ως πρώτη και επικινδυνότερη αντικοινωνική «αίρεση» θα θεωρηθεί η θρησκεία, η οποία απαιτεί απόλυτη υπακοή και συμμόρφωση των πιστών της στους κανόνες της, τί το διαφορετικό κάνει και μία κοινωνική αίρεση σε μικρότερη κλίμακα στα μέλη της, απ' ότι μία επίσημη Εκκλησία; Δύσκολα θα βρούμε διαφορές στο τελευταίο ερώτημα. Οι κανόνες της Εκκλησίας θεωρούνται από τον σημερινό Δυτικό άνθρωπο το ίδιο αποκρουστικοί και ανελεύθεροι με εκείνους των αιρέσεων, τις οποίες αυτή καταδικάζει.
Σαν Χριστιανοί λοιπόν, οιουδήποτε δόγματος, οφείλουμε να σταματήσουμε την επιπόλαιη και απερίσκεπτη καταδίκη των «αιρέσεων», αφενός μεν γιατί έχουμε ένα πολύ βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν που δεν μας επιτρέπει κάτι τέτοιο (»στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί»), αφετέρου δε γιατί πρέπει να δίνουμε το καλό παράδειγμα της αγάπης προς αλλήλους (όλους τους μαθητές του Χριστού, ασχέτως δόγματος), και της αγάπης ακόμα και προς τους εχθρούς μας (Ματθ.ε:44) - αν βέβαια θέλουμε να ακολουθήσουμε και τις εντολές του Ιησού.
Ας μετανοήσουμε για την κατάκριση και καταδίκη χριστιανών, γιατί αυτό αποτελεί, έστω και λεκτικά, μία μορφή της βαρύτατης αμαρτίας της αδελφοκτονίας (Α΄Ιωάννου γ:15-16). Το ίδιο ας κάνουμε και για οπαδούς άλλων θρησκειών, τους οποίους πολλές φορές θέλουμε να αποκλείσουμε όχι από αγάπη προς την Αλήθεια και από ζήλο για τη σωτηρία των συνανθρώπων μας, αλλά από θρησκευτικό εγωισμό. Ας εφαρμόσουμε προς όλους την άλλη αρχή της αγάπης, τον «χρυσό κανόνα», του Διδασκάλου μας Ιησού: «όσα θέλετε οι άνθρωποι να κάνουν σε εσάς, να κάνετε και εσείς σε αυτούς» (Ματθ.ζ:12), όπως θέλουμε κι εμείς, σε οποιαδήποτε χώρα κι αν βρισκόμαστε, να μπορούμε να λατρεύουμε ελεύθερα και να μιλάμε για την πίστη μας ελεύθερα, έτσι ας συμπεριφερθούμε και στους άλλους, ετερόδοξους ή αλλόδοξους, θέτοντας επιτέλους ένα τέρμα στη διαιώνιση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.