Σε κάθε χριστιανική διδασκαλία υπάρχουν ορισμένες βασικές αλήθειες, συχνά κρυμμένες, θεωρούμενες σαν δεδομένες παρά τονιζόμενες, οι οποίες όμως είναι απαραίτητες σε κάθε αλήθεια. Μια τέτοια αλήθεια είναι κι εκείνη της πανταχού παρουσίας του Θεού.
Ο Θεός κατοικεί στη δημιουργία Του και, αδιαίρετος, είναι παρών παντού όπου υπάρχουν έργα Του. Αυτό διδάσκεται ανοιχτά από προφήτες και αποστόλους και γενικά γίνεται δεκτό από τη χριστιανική θεολογία. Δηλαδή το βλέπουμε γραμμένο αλλά για κάποιο λόγο δεν έχει κατασταλάξει στην καρδιά του μέσου χριστιανού ώστε να γίνει κομμάτι της ύπαρξής του ως πιστού ανθρώπου.
Οι δάσκαλοι του χριστιανισμού διστάζουν να επισημάνουν τι συνεπάγεται αυτή η αλήθεια και αν την αναφέρουν, κατασιγάζουν τη φωνή της μέχρι να αποδυναμωθεί τελείως η σημασία της. Υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει επειδή φοβούνται μήπως κατηγορηθούν για πανθεϊσμό.
Όμως το δόγμα της πανταχού παρουσίας του Θεού σίγουρα δεν είναι πανθεϊσμός.
Το σφάλμα του πανθεϊσμού είναι πολύ ευδιάκριτο για να εξαπατήσει τον άνθρωπο. Ο πανθεϊσμός διδάσκει ότι ο Θεός είναι το σύνολο όλων των δημιουργημάτων. Φύση και Θεός γίνονται ένα έτσι που όποιος αγγίξει μια πέτρα ή ένα φύλλο να αγγίζει το Θεό. Αυτό, φυσικά, καταλήγει να υποβιβάζει τη δόξα του άφθαρτου Θεού και, στην προσπάθεια να θεοποιήσει τα πάντα, βγάζει το θείο τελείως έξω από τον κόσμο.
Τι σημαίνει η πανταχού παρουσία του Θεού στην άμεση χριστιανική εμπειρία; Σημαίνει απλά ότι ο Θεός είναι εδώ. Όπου και να βρισκόμαστε, ο Θεός είναι παρών. Δεν υπάρχει τόπος, που ο Θεός να μην υπάρχει.
Δέκα εκατομμύρια διανοήσεις βρισκόμενες σε οσοδήποτε χωριστά και ασύλληπτα μακρινά το ένα απ' το άλλο σημεία του Σύμπαντος μπορούν να πουν με την ίδια βεβαιότητα: ο Θεός είναι εδώ.
Κανένα σημείο δεν είναι κοντύτερα στο Θεό από ένα άλλο. Ένα σημείο είναι ακριβώς τόσο κοντά στο Θεό όσο κι ένα οποιοδήποτε άλλο. Και από πλευράς απόστασης κανείς δεν βρίσκεται μακρύτερα ή κοντύτερα από το Θεό από έναν άλλο.
Αυτές είναι αλήθειες που τις πιστεύει ο κάθε χριστιανός. Μένει σ' εμάς να τις αναλογιστούμε και να προσευχηθούμε πάνω σ' αυτές ώσπου ν' αρχίσουν να φωτίζονται μέσα μας.
Ο Αδάμ αμάρτησε και στον πανικό του προσπάθησε να κάνει το αδύνατο, προσπάθησε να κρυφτεί από την παρουσία του Θεού.
O Δαβίδ πρέπει κι αυτός να είχε κάνει την παράλογη σκέψη να προσπαθήσει να ξεφύγει από την παρουσία του Θεού γιατί έγραψε, «Πού να υπάγω από του πνεύματός σου; και από του προσώπου σου πού να φύγω;» (Ψαλ.ρλθ:7). Στη συνέχεια όμως έγραψε έναν από τους ωραιότερους Ψαλμούς ακριβώς για να υμνήσει την πανταχού παρουσία του Θεού. «Εάν αναβώ εις τον ουρανόν είσαι εκεί εάν πλαγιάσω εις τον άδην, ιδού συ. Εάν λάβω τας πτέρυγας της αυγής, και κατοικήσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και εκεί θέλει με οδηγήσει η χειρ σου, και η δεξιά σου θέλει με κρατεί» (Ψαλ.ρλθ:8-10).
Και ήξερε ότι η υπόσταση του Θεού και η παρουσία Του είναι ένα και το αυτό, ήξερε ότι η παρουσία του Θεού ήταν μαζί του και πριν ακόμα εκείνος γεννηθεί αφού παρακολουθούσε το ξεδίπλωμα του μυστήριου της ζωής.
Ο Σολομώντας αναφώνησε, «Αλλά θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός επί της γης; ιδού, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος, τον οποίον ωκοδόμησα;» (Α΄Βασ.η:27).
Και ο Παύλος διαβεβαίωσε τους Αθηναίους ότι ο Θεός «δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν» (Πραξ.ιζ:27-28).
Όμως, τότε, γιατί η παρουσία του Θεού ανάμεσά μας δεν είναι γεγονός που να προβάλλεται και να εκθειάζεται πάνω απ' όλα στον κόσμο;
Ο πατριάρχης Ιακώβ βρίσκοντάς Τον στην έρημο («εν γη ερήμω εύρηκεν αυτόν», Δευτ.λβ:10) έδωσε την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα.
Είδε ένα όραμα του Θεού και αναφώνησε έκθαμβος: «Βέβαια, ο Κύριος είναι εν τω τόπω τούτω, και εγώ δεν έξευρον» (Γεν.κη:16). Ο Ιακώβ δεν είχε υπάρξει ούτε στιγμή εκτός του φάσματος της διάχυτης παρουσίας του Θεού. Αλλά δεν το ήξερε. Αυτό ήταν το πρόβλημά του και αυτό είναι και το δικό μας πρόβλημα. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν ότι ο Θεός είναι Παρών. Τι τεράστια διαφορά θα υπήρχε αν το ήξεραν!
Η παρουσία του Θεού και η εκδήλωση της παρουσίας Του δεν είναι το ίδιο πράγμα. Το ένα μπορεί να υπάρχει χωρίς το άλλο. Ο Θεός είναι παρών και όταν εμείς το αγνοούμε πλήρως αυτό. Η παρουσία Του εκδηλώνεται μόνον όταν και κατά το μέτρο που συνειδητοποιούμε την παρουσία Του.
Εμείς πρέπει να παραδινόμαστε στο Πνεύμα του Θεού και το έργο του Πνεύματος είναι να μας δείξει τον Πατέρα μέσα στον Υιό. Εάν συνεργαζόμαστε με το Πνεύμα του Θεού με υπακοή, ο Θεός θα μας φανερώσει τον Εαυτό Του και η αποκάλυψη αυτή θα είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην τυπική χριστιανική ζωή και σε μια λαμπερή χριστιανική ζωή όπου το φως του προσώπου Του θα είναι εκείνο που θα λάμπει στα πρόσωπά μας.
Ο Θεός είναι πάντοτε παρών στα πάντα και θέλει να αποκαλύπτει τον εαυτό Του στον καθέναν από μας. Δεν θα μας αποκαλύψει μόνο ότι υπάρχει αλλά και ποιος είναι. «Και κατέβη ο Κύριος εν νεφέλη, και εστάθη μετ' αυτού εκεί, και εκήρυξε το όνομα του Κυρίου» (Έξ. λδ:5).
Στο Μωυσή ο Θεός δεν έκανε απλά και μόνο μια φραστική δήλωση αναφορικά με τη φύση Του αλλά αποκάλυψε αυτή την ίδια την ύπαρξή Του, έτσι που το δέρμα του προσώπου του Μωυσή έλαμψε.
Η από μέρους μας εκζήτηση του Θεού είναι επιτυχής μόνον επειδή Εκείνος πάντοτε επιδιώκει να αποκαλύψει το πρόσωπό Του σ' εμάς. Η αποκάλυψη του Θεού στον κάθε άνθρωπο δεν είναι ότι ο Θεός έρχεται από μακριά μια φορά το τόσο να κάνει μια σύντομη εντυπωσιακή επίσκεψη στην ανθρώπινη ψυχή.
Το να σκεφτόμαστε έτσι για το θέμα είναι σαν να μην το καταλαβαίνουμε καθόλου. Την αποκάλυψη του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή δεν πρέπει ποτέ να την καταλαβαίνουμε με δεδομένα φυσικού χώρου. Δεν είναι θέμα απόστασης μεταξύ δύο ενοτήτων η οποία μετριέται με χιλιόμετρα. Είναι θέμα απόστασης η οποία μετριέται με εμπειρία. Όταν μιλάμε για το αν είμαστε κοντά ή μακριά από το Θεό χρησιμοποιούμε τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε και για τις καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις μας.
Ένας άνθρωπος π.χ. μπορεί να πει: «Αισθάνομαι ότι ο γιος μου έρχεται περισσότερο κοντά μου τώρα που μεγαλώνει». Ωστόσο ο γιος ζει με τον πατέρα του από τότε που γεννήθηκε και ποτέ στη ζωή του δεν έχει λείψει από το σπίτι περισσότερο από μια δυο μέρες. Τι μπορεί λοιπόν να εννοεί ο πατέρας; Προφανώς μιλάει για εμπειρία. Εννοεί ότι το παιδί τον έχει γνωρίσει καλύτερα και βαθύτερα, ότι το μεταξύ τους χάσμα στον τρόπο του σκέπτεσθαι και αισθάνεσθαι τείνει να εξαφανιστεί, ότι πατέρας και γιος είναι περισσότερο ενωμένοι στο νου και στην καρδιά τους.
Έτσι λοιπόν, όταν προσευχόμαστε, εκείνο που ζητάμε είναι να έχουμε μεγαλύτερο βαθμό συνειδητοποίησης και μια τελειότερη επίγνωση της παρουσίας του Θεού. Δεν χρειάζεται ποτέ να φωνάζουμε στο διάστημα σ' έναν απόντα Θεό. Είναι κοντύτερα κι απ' την ίδια την ψυχή μας, κοντύτερα κι απ' τις πιο μυστικές μας σκέψεις.
Γιατί μερικά πρόσωπα «βρίσκουν» το Θεό μ' έναν τρόπο που άλλα δεν Τον βρίσκουν; Γιατί ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε μερικούς ενώ αφήνει πλήθος άλλων να αγωνίζονται στο ημίφως μιας ατελούς χριστιανικής εμπειρίας; Βέβαια, το θέλημα του Θεού είναι το ίδιο για όλους. Στον οίκο του Θεού δεν υπάρχουν κάποιοι στους οποίους χαρίζονται περισσότερα. Ό,τι έχει κάνει ο Θεός για ένα Του παιδί, θα το κάνει και για όλα. Η διαφορά δεν οφείλεται στο Θεό αλλά σ' εμάς.
Διαλέξτε στην τύχη έναν αριθμό χριστιανών που η ζωή και η μαρτυρία τους να είναι πλατιά γνωστή. Μπορεί να είναι είτε χαρακτήρες από τη Βίβλο είτε γνωστοί χριστιανοί από τη μετα-Βιβλική περίοδο. Θα σας καταπλήξει το γεγονός ότι διαφέρουν πάρα πολύ ο ένας απ' τον άλλο.
Μερικές φορές οι διαφορές είναι τόσο μεγάλες που κυριολεκτικά μάς θαμπώνουν. Για παράδειγμα, πόσο διαφορετικοί είναι ο Μωυσής από τον Ησαΐα, ο προφήτης Ηλίας από το Δαβίδ. Και πόσο διέφεραν μεταξύ τους ο Ιωάννης, ο Παύλος. Οι διαφορές είναι τόσο μεγάλες όσο και η ίδια η ζωή - φυλετικές, εθνικές, διαφορές μορφωτικού επιπέδου, ταμπεραμέντου, συνηθειών και ιδιοσυγκρασίας. Ωστόσο όλοι αυτοί - ο καθένας στην εποχή του- ακολούθησαν μια πορεία υψηλής πνευματικής ζωής πολύ ανώτερη από κείνη του κοινού ανθρώπου.
Οι μεταξύ τους διαφορές θα πρέπει να ήταν τυχαίες και άνευ σημασίας για το Θεό. Κάπου, σε μια ζωτικής σημασίας ιδιότητα, θα πρέπει να έμοιαζαν. Τι ήταν αυτό;
Τολμώ να υποθέσω ότι το ζωτικής σημασίας χαρακτηριστικό στο οποίο όλοι αυτοί έμοιαζαν ήταν η δεκτικότητά τους στα πνευματικά. Κάποια διάσταση μέσα τους ήταν ανοιχτή προς τον ουρανό πράγμα που τους ωθούσε προς το Θεό. Χωρίς να θέλω να επιχειρήσω καμιά σε βάθος ανάλυση, θα πω απλά ότι είχαν μια πνευματική εγρήγορση και εξακολούθησαν να την καλλιεργούν μέχρι που αυτό έγινε το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή τους.
Διέφεραν από το μέσο άνθρωπο ως προς το εξής: όταν ένιωσαν την εσωτερική παρόρμηση, ενήργησαν ανάλογα. Απέκτησαν δια βίου τη συνήθεια να απαντούν πνευματικά σ' αυτό το ερέθισμα. Δεν απείθησαν στο ουράνιο όραμα. Όπως σωστά έπραξε ο Δαβίδ, όταν άκουσε μέσα του τη φωνή του Θεού («Ζητήσατε το πρόσωπόν μου, είπε περί σου η καρδία μου»), εκείνος απάντησε καταφατικά και είπε: «Το πρόσωπόν σου, Κύριε, θέλω ζητήσει» (Ψαλ.κζ:8).
Όσο σπουδαία όμως κι αν είναι η αναγνώριση ότι ο Θεός δουλεύει μέσα μας, θα έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου στο ενδεχόμενο ν' αφήσουμε να μας απορροφήσει αυτή η σκέψη γιατί ο δρόμος αυτός οδηγεί σίγουρα σε μια άγονη παθητικότητα.
Ο Θεός δεν θα μας ζητήσει ευθύνες για την κατανόηση των μυστηρίων και των διαφόρων εννοιών της Βίβλου. Ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος για να τα καταλάβουμε αυτά είναι να σηκώσουμε τα μάτια ψηλά στο Θεό και να πούμε με βαθύ σεβασμό: «Ω, Κύριε, Συ γνωρίζεις».
Αυτά τα θέματα ανήκουν στα απύθμενα και μυστήρια βάθη της παντογνωσίας του Θεού. Το να υπεισέλθουμε σ' αυτά μπορεί μεν να μας κάνει θεολόγους αλλά δεν θα μας κάνει ποτέ αγίους, δηλαδή ξεχωρισμένους για τη Βασιλεία των Ουρανών.
H δεκτικότητα δεν είναι μια μονοδιάστατη έννοια. Μάλλον είναι ένα σύνθετο πράγμα, μείγμα διαφόρων στοιχείων μέσα στην ψυχή. Είναι η προδιάθεση για, η τάση για, η επιθυμία να λάβουμε. Απ' αυτό φαίνεται ότι μπορεί να υπάρχει σε διάφορους βαθμούς και είναι δυνατό -ανάλογα με το άτομο - να την έχουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Μπορεί να αυξηθεί με την άσκηση ή να καταστραφεί με την αχρησία.
Είναι μια κυρίαρχη και ακατανίκητη δύναμη που έρχεται και μας καταλαμβάνει εκ των άνω.
Είναι πραγματικά ένα δώρο του Θεού αλλά ένα δώρο που πρέπει να το αναγνωρίσουμε και να το καλλιεργήσουμε όπως γίνεται με κάθε δώρο προκειμένου να φέρει τον καρπό που είναι προορισμένο να φέρει.
Όταν αυτό δεν αναγνωρίζεται, γίνεται αιτία αποτυχίας των προσπαθειών για τη διάδοση του ευαγγελίου. Σήμερα, η έννοια της καλλιέργειας και πρακτικής εφαρμογής, τα οποία ήταν τόσο σημαντικά για τους χριστιανούς των παλιών χρόνων, δεν έχουν θέση στην όλη εικόνα της θρησκείας.
Θεωρούνται κάτι αργό και πολύ κοινό. Σήμερα ο στόχος είναι η γοητεία και η δραματική πράξη γρήγορης εξέλιξης. Μια ολόκληρη γενιά χριστιανών η οποία μεγάλωσε με τον αυτοματισμό των κουμπιών και των μηχανών νιώθει ανυπομονησία με τη βραδύρυθμη πορεία μεθόδων οι οποίες δεν στοχεύουν άμεσα το στόχο τους.
Προσπαθούμε λοιπόν να εφαρμόσουμε μεθόδους της εποχής των μηχανών και στις σχέσεις μας με το Θεό.
Τα τραγικά αποτελέσματα αυτού του πνεύματος έχουν βλαβερή επίπτωση επάνω μας. Ρηχή πνευματική ζωή, ρηχές θρησκευτικές φιλοσοφίες, η κυριαρχία του πνεύματος 'να περνάμε καλά' στις θρησκευτικές μας συναθροίσεις, η αποθέωση των ατόμων, η εμπιστοσύνη στα δικά μας εξωτερικά στοιχεία, οιονεί θρησκευτικές κοινωνίες πιστών, μέθοδοι προσέγγισης των ψυχών που μοιάζουν μ' εκείνες που χρησιμοποιούν οι πωλητές, το σφάλμα της επικέντρωσης στη «δυναμική προσωπικότητα» αντί στη «Δύναμη του Αγίου Πνεύματος».
Αυτά και άλλα παρόμοια είναι τα συμπτώματα της σοβαρής και επικίνδυνης αρρώστιας που πλήττει την ψυχή μας.
Για τη σοβαρή αυτή αρρώστια που έχει πέσει πάνω μας υπεύθυνος δεν είναι μόνο ένας. Κανένας χριστιανός δεν είναι απαλλαγμένος ευθυνών. Όλοι έχουμε συμβάλει σ' αυτή την κατάσταση, άμεσα ή έμμεσα.
Υπήρξαμε τυφλοί και δεν διακρίναμε τα συμπτώματα, δειλοί και δεν διαμαρτυρηθήκαμε, ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας και δεν αναζητήσαμε άλλη τροφή πέρα από τη μέτρια με την οποία τρέφονταν ικανοποιητικά οι άλλοι.
Με άλλα λόγια δεχτήκαμε ο ένας τις ιδέες του άλλου, αντιγράψαμε ο ένας τη ζωή του άλλου και κάναμε τις εμπειρίες των άλλων μοντέλο της δικής μας ζωής. Έτσι, για μια ολόκληρη γενιά η κατάσταση έχει πάρει την κατηφόρα και τώρα έχουμε φτάσει σ' ένα πολύ χαμηλό επίπεδο.
Θα χρειαστεί μεγάλη αποφασιστικότητα καρδιάς και πολύ κουράγιο για να απαγκιστρώσουμε τον εαυτό μας από τα γρανάζια της εποχής μας και να επανέλθουμε στο μοντέλο της Αγίας Γραφής. Στο παρελθόν από καιρού εις καιρόν είχε χρειαστεί να κάνουν οι χριστιανοί κάτι τέτοιο και η ιστορία έχει καταγράψει διάφορες μεγάλης κλίμακας αναζωπυρώσεις.
Ας στραφεί ειλικρινά στο Θεό ο κάθε άνθρωπος, ας αρχίσει να εξασκεί τον εαυτό του στο αγαθό, ας επιδιώκει να αυξηθεί σε πνευματική δεκτικότητα με εμπιστοσύνη, υπακοή και ταπείνωση και τα αποτελέσματα θα είναι μεγαλύτερα απ' ό,τι θα τολμούσε να ελπίσει.
Κάθε άνθρωπος ο οποίος με μετάνοια και ειλικρινή στροφή προς το Θεό θα απαγκιστρωθεί από το καλούπι στο οποίο βρισκόταν και θα στραφεί προς την ίδια την Αγία Γραφή για πνευματικά πρότυπα, θα κατενθουσιαστεί μ' αυτά που θα βρει εκεί.
Ας το επαναλάβουμε. Η πανταχού παρουσία του Θεού είναι δεδομένη. Ο Θεός είναι εδώ. Ολόκληρο το σύμπαν σφύζει από τη ζωή Του. Και δεν πρόκειται για κανέναν ξένο ή απόμακρο Θεό. Πρόκειται για τον ίδιο Θεό του οποίου η αγάπη έχει αγκαλιάσει την αμαρτωλή ανθρώπινη φυλή κάποιες χιλιάδες χρόνια τώρα.
Πάντα προσπαθεί να μας τραβήξει την προσοχή, να μας αποκαλυφθεί, να επικοινωνήσει μαζί μας. Έχουμε μέσα μας την ικανότητα να Τον γνωρίσουμε απλά και μόνο αν ανταποκριθούμε στο κάλεσμά Του (και αυτό είναι εκείνο που ονομάζουμε εκζήτηση του Θεού). Όσο θα αυξάνει σε τελειότητα η δεκτικότητά μας μέσω της πίστης, της αγάπης και της άσκησης, τόσο βαθύτερα θα γνωρίζουμε το Θεό.