Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Η ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ - Κεφάλαιο 9

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ ΜΑΣ

Η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού, είναι θεία και αιώνια. Ο Παύλος, μιλώντας για  τη μεγάλη ιεροσύνη του Χριστού είπε:

Και εκείνοι μεν έγιναν πολλοί ιερείς, επειδή εμποδίζοντο υπό του θανάτου να παραμένωσιν εκείνος όμως, επειδή μένει εις τον αιώνα, έχει αμετάθετον την ιερωσύνην.  Oθεν δύναται και να σώζη εντελώς τους προσερχόμενους εις τον Θεόν δι’ αυτού, ζων πάντοτε διά να μεσιτεύση υπέρ αυτών. Διότι τοιούτος αρχιερέας έπρεπεν εις ημάς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών, και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος όστις δεν έχει καθ’ ημέραν ανάγκην, ως οι αρχιερείς, να προσφέρη πρότερον θυσίας υπέρ των ιδίων αυτού αμαρτιών, έπειτα υπέρ των του λαού διότι άπαξ έκαμε τούτο, ότε προσέφερε εαυτόν διότι ο νόμος καθιστά αρχιερείς ανθρώπους, έχοντας αδυναμίαν ο λόγος όμως της ορκωμοσίας της μετά τον νόμον, κατέστησε τον Υιόν, όστις είναι τετελειωμένος εις τον αιώνα”  (Εβρ. ζ:23-28).
 
 
Αυτός ήταν ο Υιός της προφητείας του Ησαία, του οποίου το όνομα είναι θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ αιώνιος, Άρχων ειρήνης (Ησ.θ:6).
Η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού αφορούσε μια νέα διαθήκη. Ο Θεός επιβεβαίωσε την διαθήκη του Αβραάμ στους υιούς Ισραήλ στο Σινά (Έξ.κδ:2-8), αλλά αυτοί συνέχιζαν να σπάζουν την διαθήκη Του διαμέσου των γενεών τους. Ο Θεός, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να τηρήσουν τους νόμους Του, χωρίς να υπάρξει μια νέα γέννηση, είχε προσδιορίσει μια νέα διαθήκη ζωής εν Χριστώ Ιησού. “Επειδή ο νόμος ουδέν έφερεν τις τον τέλειον, έγινε δε επεισαγωγή ελπίδος καλητέρας, διά της οποίας πλησιάζωμεν εις τον Θεόν” (Εβρ.ζ:19).
 
Περίπου 600 χρόνια πριν τον ερχομό του Χριστού, ο Ιερεμίας είχε προφητεύσει για τη νέα αυτή διαθήκη.
Διαβάζουμε στον Ιερ.λα:31-33:
Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ, και προς τον οίκον Ιούδα, διαθήκη νέαν ουχί κατά την διαθήκην την οποίαν έκαμον προς τους πατέρας αυτών καθ’ ην ημέραν επίασα αυτούς από της χειρός διά να εξαγάγω αυτούς εκ γης Αιγύπτου διότι αυτοί παρέβησαν την διαθήκην μου, και εγώ απεστράφην αυτούς, λέγει Κύριος αλλά αύτη θέλει είσθαι η διαθήκη, την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ Μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος, θέλω θέσει τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών, και θέλω γράφει αυτόν εν ταις καρδίαις αυτών και θέλω είσθαι Θεός αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου”.
 
H διαθήκη του νόμου δεν μπορούσε να τελειοποιήσει τους ανθρώπους, διότι δεν μπορούσε να αφαιρέσει την αμαρτία από τη φύση που είχαν κληρονομήσει από την πτώση του Αδάμ. Αλλά ο Παύλος είπε για τον Κύριο Ιησού: “Τώρα όμως ο Χριστός έλαβεν εξοχωτέραν λειτουργίαν, καθ’ όσον είναι και ανωτέρας διαθήκης μεσίτης, ήτις ενομοθετήθη με ανωτέρας επαγγελίας” (Εβρ.η:6). Μετέφερε την προφητεία του Ιερεμία για την νέα διαθήκη (Εβρ.η:7-12), και μετά πρόσθεσε: “Λέγων δε “καινήν” έκαμε παλαιάν την πρώτην το δε παλαιούμενον και γηράσκον, είναι πλησίον αφανισμού” (Εβρ.η:13).
 
Η νέα διαθήκη του Θεού εν Χριστώ Ιησού αντικατέστησε την παλιά, Μωσαϊκή διαθήκη (Εβρ.ιβ:24). Ο Παύλος, κλείνοντας την επιστολή του στους Εβραίους, έδωσε αυτήν την ευλογία:
Ο δε Θεός της ειρήνης, όστις ανεβίβασεν εκ νεκρών τον μέγα ποιμένα των προβάτων διά του αίματος της αιωνίου διαθήκης, τον Κύριον ημών Ιησούν, είθε να σας κάμη τέλειους εις παν έργον αγαθόν, διά να εκτελήτε το θέλημα αυτού, ενεργών εν υμίν το ευάρεστον ενώπιον αυτού, διά του Ιησού Χριστού εις τον οποίον ειη η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.  Αμήν” (Εβρ.ιγ:20-21).

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑΣ ΜΑΣ

Η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού ήταν κατά την τάξη Μελχισεδέκ (Ψαλ.ρι:4, Εβρ.ε:5,6), αλλά το πρότυπο της ιερατικής Του υπηρεσίας στο ευαγγέλιό Του, είχε προεικονιστεί από το Ααρωνικό ιερατείο. Το να είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ απλά σημαίνει ότι δεν χρειαζόταν να ανήκει σε μια συγκεκριμένη φυλή ή οικογένεια όπως γινόταν με τους Ααρωνικούς ιερείς.  Η μητέρα του Ιησού, η Μαρία, και ο σύζυγός της, ο Ιωσήφ, ήταν από την φυλή του Ιούδα και την γενιά του Δαβίδ, την δυναστεία των Βασιλέων του Ισραήλ.
 
Αντίθετα με την προσωρινή Ααρωνική ιεροσύνη, η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού είναι αιώνια. Ο Θεός δεν έκαμε τον Ιησού να είναι σαν τον Μελχισεδέκ, αλλά έκαμε τον Μελχισεδέκ να προδιαγράφει την ιεροσύνη του Ιησού. Εκούσια άφησε τη γενεαλογία της Παλαιάς Διαθήκης κενή, όσον αφορά τους γονείς, την γέννηση, και το θάνατο του Μελχισεδέκ (Γέν.ιδ:18-20, Εβρ.ζ:1-3). Η γενεαλογία του Μελχισεδέκ δεν θα μπορούσε να έχει επίδραση στην ιεροσύνη του. Ήταν προφανώς, ένας ιερέας εκ θελήματος Θεού, και επίσης ένας βασιλιάς. Το κενό της γενεαλογίας καθρεφτίζει την αιώνια και παντοτινή ιεροσύνη του Ιησού.
 
Οι Ααρωνικοί ιερείς ήταν ξεχωρισμένοι από τους βασιλιάδες τους. Οι βασιλιάδες του Ισραήλ προήλθαν από την φυλή του Ιούδα και την γενιά του Δαβίδ, αλλά οι ιερείς του Ισραήλ μπορούσαν να προέλθουν μόνο από την φυλή του Λευΐ και την γενιά του Ααρών.  Όταν ο Ααρών πέθανε, ο γιος του ο Ελεάζαρ έγινε αρχιερέας στη θέση του.
 
Ο Ιησούς, είναι ο Βασιλιάς-Αρχιερέας μας: “όστις δεν έγεινε κατά νόμον σαρκικής εντολής, αλλά κατά δύναμιν ζωής ατελευτήτου” (Εβρ.ζ:16). Έχει τις αρμοδιότητες του Βασιλιά, του Ιερέα, και του Προφήτη.  Ο Δαβίδ προσευχήθηκε σ’ Αυτόν: “Ακροάσθητι, Κύριε, τους λόγους μου Νόησον τον στεναγμό μου. Πρόσεξον εις την φωνήν της κραυγής μου, Βασιλεύ μου και Θεέ μου Διότι εις σε θέλω προσευχηθή” (Ψαλμ.ε:1,2).
O Zαχαρίας προφήτευσε γι’ Αυτόν:
“Ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων, λέγων, Ιδού ο ανήρ, του οποίου το όνομα είναι ο Βλαστός και θέλει Βλαστήσει εκ του τόπου αυτού, και θέλει οικοδομήσει τον ναόν του Κυρίου.  Ναι, αυτός θέλει οικοδομήσει τον ναόν του Κυρίου και αυτός θέλει λάβει την δόξαν, και θέλει καθήσει, και διοικήσει επί του θρόνου αυτού και θέλει είσθαι ιερεύς επί του θρόνου αυτού και βουλή ειρήνης θέλει είσθαι μεταξύ των δύο τούτων” (Ζαχ.s:12,13).
Ο Ιησούς είναι ο Βλαστός (ο Υιός) του Δαβίδ, υιού του Ιεσσαί (Ησ.ια:1).
Καίτοι ων υιός, έμαθε την υπακοή αφ’ όσων έπαθε.  Και γενόμενος τέλειος, κατεστάθει αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τας υπακούοντας εις αυτόν, ονομασθείς υπό του Θεού αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ” (Εβρ.ε:8-10).
Έχοντες λοιπόν αρχιερέαν μέγαν, όστις διήλθε τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού, ας κρατώμεν την ομολογίαν. Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα  καθ’ ομοιότητα ημών, χωρίς αμαρτίας.  Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος, και εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας”.  (Εβρ.δ:14-16).

Η ΕΞΙΛΕΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε μία θυσία, όχι με ταύρους και τράγους τα οποία δεν μπορούν να εξαλείψουν αμαρτίες (Εβραίους ι:4), αλλά έδωσε τον Εαυτό Του, στο σταυρό του Γολγοθά για να κάνει εξιλέωση για όλες τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, όλου του κόσμου.
“Ανάγκη λοιπόν ήτο οι μεν τύποι την επουρανίων να καθαρίζωνται διά τούτων αυτά όμως τα επουράνια με θυσίας ανωτέρας παρά ταύτας. Διότι ο Χριστός δεν εισήλθεν εις χειροποίητα άγια, αντίτυπα των αληθινών,  αλλ’ εις αυτόν τον ουρανόν, διά να εμφανισθή τώρα  ενώπιον του Θεού υπέρ ημών ουδέ διά να προσφέρη  πολλάκις εαυτόν με ξένον αίμα (διότι έπρεπε τότε  πολλάκις να πάθη από καταβολής κόσμου) τώρα δε άπαξ  εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη, διά να αθετήση την αμαρτίαν διά της θυσίας εαυτού” (Εβραίους θ:23-26).
 
Ο Παύλος, αποστηθίζοντας από την προφητεία του Δαβίδ για τον Χριστό (Ψαλμ.μ:6-8), έγραψε για τον Ιησού: “Διά τούτου εισερχόμενος εις τον κόσμον, λέγει: “Θυσίαν  και προσφοράν δεν ηθέλησας, αλλ’ ητοίμασας εις εμέ σώμα.  Εις ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας δεν ευηρεστήθης.  Τότε είπον, Ιδού, έρχομαι (εν τω τόμω  του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού,) διά να κάμω, ώ Θεέ, το θέλημά σου”.
 
Αφού είπεν ανωτέρω, “ότι η θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας δεν ηθέλησας,  ουδέ ευηρεστήθης εις αυτάς” (αίτινες προσφέρονται κατά τον  νόμον) τότε είπεν, “Ιδού, έρχομαι, διά να κάμω, ώ Θεέ το  θέλημά σου. ”Αναιρεί το πρώτον, διά να συστήσει το δεύτερον.  Με το οποίον θέλημα είμεθα ηγιασμένοι διά της προσφοράς του  σώματος του Ιησού Χριστού άπαξ γενομένης”.  (Εβρ.ι:5-10)
 
Η τελετουργική εξιλέωση των Ααρωνικών ιερέων δεν μπορούσε να εξαλείψει τις αμαρτίες του λαού, αλλά προσκιαγραφούσε τον ερχομό του Χριστού, του μεγάλου μας αρχιερέα, ο Οποίος έκαμε μία αιώνια εξιλέωση για όλους (Ρωμ.s:1- 2,  Β’ Κορ.ε:21,  Α’ Πέτρ.β:24,25,  Α’ Ιωάν.γ:4-9).
 
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μαρτύρησε για την επερχόμενη εξιλέωση του Χριστού: “Τη επαύριον βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν ερχόμενον προς αυτόν, και λέγει, Ιδού ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Ούτος είναι περί ου εγώ είπον, οπίσω μου έρχεται ανήρ, όστις είναι ανώτερός μου, διότι ήτο πρότερός μου” (Ιωάν.α:29-30).
 
O Aαρωνικός αρχιερέας έσφαζε τη θυσία και την έκαιγε στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος. Ο Ιησούς, ωστόσο, πρόσφερε τον Εαυτό Του. Στον Κήπο της Γεθσημανή, ενώ οι μαθητές κοιμήθηκαν, κέρδισε την μάχη μόνος Του, όταν προσευχήθηκε: “Πάτερ μου, εάν είναι δυνατόν, ας παρέλθει απ’ εμού το ποτήριον τούτο πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλά ως συ” (Ματθ.κs:39).  Όταν τα πλήθη ήρθαν με σπαθιά και ακόντια να Τον πάρουν, είπε στους μαθητές Του: “ή νομίζεις  ότι δεν δύναμαι ήδη να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, και θέλει στήσει περισσότερους παρά δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; πως λοιπόν θέλουσι πληρωθή αι γραφαί, ότι ούτω πρέπει να γείνη; Εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς προς τους όχλους, Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαίρων και ξύλων να με συλλάβητε; καθ’ ημέραν εκαθήμην πλησίον υμών διδάσκων εν τω ιερώ, και δεν με επιάσατε” (Ματθ.κs:53-55 ).
 
Οι εχθροί Του δεν μπορούσαν να βάλουν χέρι πάνω Του μέχρι να έρθει η ώρα του Θεού. Κατόπιν, παράδωσε ελεύθερα τον Εαυτό Του στα χέρια τους, αρνούμενος να υπερασπίσει τον Εαυτό Του μπροστά στους Ιουδαίους (Ματθ.κs:58-59), ή μπροστά στον Πιλάτο (Ματθ.κζ:11-14, Iωάν.ιθ:26-37). Ο θάνατός Του δεν ήταν το αποτέλεσμα του κρεμάσματος στον σταυρό για τρεις ώρες, ή από το χτύπημα του στρατιώτη στην πλευρά, αλλά Αυτός μόνος Του παρέδωσε το πνεύμα Του στον Κύριο (Λουκ.κγ:44-46, Iωάν.ιθ:28-30).
 
Οι δε Ιουδαίοι, διά να μη μείνωσιν επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επειδή ήτο παρασκευή, (διότι ήτο μεγάλη εκείνη η ημέρα του σαββάτου) παρεκάλεσαν τον Πιλάτον διά να συνθλασθώσιν αυτών τα σκέλη, και να σηκωθώσιν. ΄Ηλθον λοιπόν οι στρατιώται, και του μεν πρώτου συνέθλασαν τα σκέλη, και του άλλου του συσταυρωθέντος μετ’ αυτού.  Εις δε τον Ιησούν ελθόντες, ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, δεν συνέθλασαν αυτού τα σκέλη αλλ’ εις των στρατιωτών εκέντησεν με λόγχην την πλευράν αυτού, και ευθύς εξήλθεν αίμα και ύδωρ. Και ο ιδών μαρτυρεί, και αληθινή είναι η μαρτυρία αυτού, και εκείνος εξεύρει ότι αλήθειαν λέγει, διά να πιστεύσητε σεις.  Διότι έγειναν ταύτα, διά να πληρωθεί η γραφή, “Οστούν αυτού δεν θέλει συντριφθή”. Και πάλιν άλλη γραφή λέγει, “Θέλουσιν επιβλέψει εις εκείνον τον οποίον εξεκέντησαν” (Ιωάν.ιθ:31-37).
 
Ο θάνατος του Ιησού, αν και δοσμένος αβίαστα, δεν θα ήταν αρκετός να σώσει τους ανθρώπους. Ήταν βασικό γι’ Αυτόν να θαφτεί και να αναστηθεί από τον τάφο την τρίτη μέρα. Μετά από 40 μέρες στη γη, ήταν απαραίτητο γι’ Αυτόν να ανέβει στον ουρανό, και να έχει την δόξα που είχε πριν γίνει ο κόσμος (Ιωάν.ιζ:5). Ήταν κατόπιν έτοιμος να εκχύσει το Πνεύμα Του την ημέρα της Πεντηκοστής.