Κολ.α:9-20, β:6-15
Η παραπλανητική ομορφιά του ψεύτικου, η ψεύτικη λάμψη αυτού που γυαλίζει χωρίς να είναι χρυσός, πολλές φορές παρασύρει τους ανθρώπους.
Στην Οδύσσεια του Ομήρου οι Σειρήνες, παρέσυραν με το όμορφο τραγούδι τους όσους ναύτες περνούσαν από τα μέρη τους.
Οι Σειρήνες που ήταν μισές γυναίκες και μισά πουλιά, προσωποποιούσαν ακριβώς αυτό, τον κίνδυνο της εξαπάτησης.
Στην Οδύσσεια του Ομήρου οι Σειρήνες, παρέσυραν με το όμορφο τραγούδι τους όσους ναύτες περνούσαν από τα μέρη τους.
Οι Σειρήνες που ήταν μισές γυναίκες και μισά πουλιά, προσωποποιούσαν ακριβώς αυτό, τον κίνδυνο της εξαπάτησης.
Το γλυκό τραγούδι τους παρέσυρε τους ανθρώπους και πολύ γρήγορα η ομορφιά του τραγουδιού έδινε τη θέση της στον επώδυνο θάνατο καθώς τα πλάσματα αυτά κατασπάραζαν αυτούς που είχαν παρασυρθεί.
Στη μυθολογία, μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να περάσουν από το νησί τους αλώβητοι. Ο ένας ήταν ο Οδυσσέας που είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους κι έτσι διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στ' αυτιά τους ώστε να μην ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ο ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι ώστε όταν ακούσει το τραγούδι τους να μη παρασυρθεί.
Ο άλλος που κατάφερε και πέρασε από εκεί ήταν ο Ιάσονας στην αργοναυτική εκστρατεία. Ο Κένταυρος Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα. Ο Ορφέας ακολούθησε διαφορετική τακτική. Δεν έκλεισε τα αυτιά κανενός, ούτε τα δικά του.
Ο Ορφέας θυμήθηκε τη μαγία της δικής του φωνής. Με τ' αέρινά του δάχτυλα που κινούνταν με αξεπέραστη άνεση πάνω στις χορδές της λύρας του, άρχισε να παίζει μια θεσπέσια, υπερκόσμια μουσική, που σκέπασε το τραγούδι των Σειρήνων. Τα τέρατα, αντί να γοητεύσουν, γοητεύτηκαν από τη θεϊκή τέχνη του Ορφέα. Κι ενώ άπλωναν πριν τα χέρια και καλούσαν κοντά τους τα παλικάρια της Αργώς, με την επίδραση της μουσικής του Ορφέα έφυγαν άπρακτες.
Η ψευδοδιδασκαλία, η αίρεση είναι σαν τις Σειρήνες. Επίτηδες έχει δημιουργηθεί για να ακούγεται γλυκιά. Είναι θελκτική, είναι γοητευτική, αλλά είναι και απατηλή, είναι επικίνδυνη. Με ποιον τρόπο πρέπει εμείς σήμερα, να τις ξεπεράσουμε για να μην εξαπατηθούμε; Με τον τρόπο του Οδυσσέα, ή του Ορφέα; Κλείνοντας τα αυτιά μας; Ή ακούγοντας ένα καλύτερο τραγούδι, το αληθινό τραγούδι της ορθής πίστης;
Από το κελί μιας φυλακής περίπου το 62 με 63 μ.Χ. ένας άνθρωπος που ήταν απόστολος του Χριστού και φυλακισμένος για το ευαγγέλιο έγραψε ένα γράμμα σε μια ομάδα χριστιανών που ποτέ δεν είχε γνωρίσει. Ο απόστολος Παύλος βρίσκεται στη Ρώμη για να απολογηθεί στον Καίσαρα (Πράξ.κη:30) και γράφει στους χριστιανούς στις Κολοσσές. Σε μια εκκλησία που μάλλον είχε ιδρύσει ο Επαφράς.
Οι Κολοσσές ήταν μια μικρή πόλη στην επαρχία της Φρυγίας, μαζί με τη Λαοδίκεια και την Ιεράπολη όπου λάτρευαν την Κυβέλη σαν τη Μεγάλη Μητέρα, θεά φύση.
Στη φυλακή λοιπόν, ο Παύλος δέχεται την επίσκεψη του Επαφρά, ενός από τους πιο πιστούς του συνεργάτες. Εκεί του φέρνει νέα από την Εκκλησία. Τα νέα ήταν καλά. Έτσι φαίνεται από αυτά που γράφει στην αρχή της επιστολής. Ταυτόχρονα όμως, μέσα στο γράμμα διαβάζουμε τις έντονες εκφράσεις του Παύλου ενάντια σε ένα πλέγμα από ψευδοδιδασκαλίες κι αιρέσεις που δημιουργούσε ένα Χριστό μικρότερο του αληθινού και στο οποίο αν δεν πρόσεχαν, θα παγιδεύονταν. Ο λόγος της επίσκεψης του Επαφρά ήταν ότι η εκκλησία κινδύνευε.
Όλες αυτές οι Σειρήνες τις οποίες άκουγαν οι πιστοί είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Υπονόμευαν την ταυτότητα και την επάρκεια του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός ήταν απλά αυτό που οι άνθρωποι ήθελαν να πιστεύουν. Στο κάτω-κάτω ποιος ξέρει τι ακριβώς ήταν; Επιπλέον η πίστη στο Χριστό ανακατεύονταν με διαφόρων ειδών φιλοσοφίες. Ό, τι ήθελες εύρισκες, ό, τι ήθελες άκουγες.
Βέβαια, η απάντηση σε όλα αυτά βρίσκεται στο Κολ.γ:11 «όπου δεν είναι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσιν είναι ο Χριστός».
Το αποτέλεσμα όμως ήταν να υπάρχει ένας Χριστός «α λα κάρτ», δηλαδή κομμένος και ραμμένος ανάλογα με τις πεποιθήσεις του καθενός. Κι ένας τέτοιος Χριστός δεν είναι ποτέ αρκετός. Χρειάζεται να πλαισιωθεί από ένα σωρό βοηθήματα, πρακτικά και φιλοσοφικά, για να μπορέσουμε να ζήσουμε τη ζωή μας σωστά.
Πως, λοιπόν, αντιπαλεύεις το γλυκό τραγούδι των Σειρήνων που σου λένε να φτιάξεις το δικό σου Χριστό; Κλείνεις τα αυτιά για να μην ακούς τίποτα, όπως έκανε ο Οδυσσέας στους άντρες του; Ο τρόπος του Ορφέα είναι καλύτερος.
Την προσοχή μας, τη σκέψη μας, την καρδιά μας μπορεί να την αιχμαλωτίσει καλύτερα το πολύ πιο γλυκό τραγούδι της αλήθειας, ώστε το τραγούδι των Σειρήνων να μην κάνει πια εντύπωση. Αυτό κάνει ο Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή. Μπροστά σε όλους αυτούς τους κινδύνους που απειλούσαν την εκκλησία, αντιστέκεται υψώνοντας και αποκαλύπτοντας τον Ιησού Χριστό.
Τους λέει:
Ποιος είναι (β:9)
Για τον αντίκτυπο του έργου Του (α:27)
Για πρακτική χριστιανική ζωή - αγιασμό (γ:9-10)
Ενώ η προς Εφεσίους μιλάει για το σώμα του Χριστού, η προς Κολοσσαείς μιλάει για την κεφαλή του σώματος.
Γιατί; Επειδή ο λόγος του Θεού μας λέει (και η εμπειρία μας το βεβαιώνει): «ό,τι έγεινε, τούτο πάλιν θέλει γείνει και ό,τι συνέβη, τούτο πάλιν θέλει συμβή και δεν είναι ουδέν νέον υπό τον ήλιον. Υπάρχει πράγμα, περί του οποίου δύναταί τις να είπη, Ιδέ, τούτο είναι νέον; τούτο έγεινεν ήδη εις τους αιώνας οίτινες υπήρξαν προ ημών» (Εκκλ.α:9-10).
Καμία από τις σύγχρονες σκέψεις κι αιρέσεις δεν είναι στην πραγματικότητα καινούργια. Ότι υπάρχει στις μέρες μας, έχει υπάρξει και πιο πριν. Κλασσικό ιστορικό παράδειγμα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά που στη βάση τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο αρειανισμός του 4ου μ.Χ. αιώνα) με άλλο όνομα. Αυτός ο Χριστός, του 'Αρειου και των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι δημιούργημα. Κτίσμα τέλειο, αλλά «κτίσμα», επομένως κατώτερο από τον Πατέρα Θεό.
Αυτή η διαπίστωση καθιστά την ερώτηση του Χριστού στους μαθητές του πάντοτε επίκαιρη: «Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;» Εκείνοι του απάντησαν: «Λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ότι είσαι ο Ηλίας, άλλοι ότι είσαι ένας από τους προφήτες». «Εσείς ποιος λέτε ότι είμαι;» τους ρώτησε ο Ιησούς. Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας» (Μάρκ.η:27-29).
Οι άνθρωποι πάντα θα λένε ο καθένας ότι τον βολεύει για το Χριστό. Ο Συμεών είχε πει στη Μαρία πως θα είναι «σημείο αντιλεγόμενο» (Λουκ.β:34). Και πάντα ο Χριστός θα ρωτάει εμάς; «Εσείς ποιος λέτε ότι είμαι;» Αν πούμε κι εμείς μαζί με τον Πέτρο, «εσύ είσαι ο Μεσσίας», αυτό έχει συνέπειες. Συνέπειες για τη ζωή μας ως άτομα, συνέπειες για τον κόσμο όλο.
Να γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι. Οι σειρήνες που άκουγαν οι άνθρωποι τότε, δεν ήταν μια συγκεκριμένη αίρεση με κάποιο όνομα. Ήταν ένα μείγμα από διδασκαλίες που κυκλοφορούσαν. Διαβάζοντας την επιστολή προσεκτικά και βλέποντας τις απαντήσεις που δίνει ο Παύλος μπορούμε να καταλάβουμε αρκετά τι είδους απόψεις ήταν αυτές που κυκλοφορούσαν. Ήταν η αλήθεια και το «φολκλόρ» μαζί.
Υπήρχε σαν θεμέλιο στη σκέψη τους ένας «φιλοσοφικός δυϊσμός». Ότι δηλαδή η πραγματικότητα χωρίζεται σ' αυτό που είναι υλικό κι αυτό που είναι πνευματικό. Και μέχρις εδώ μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό σε ένα βαθμό.
Προχωράει όμως να πει πως Ό, τι είναι πνευματικό είναι καλό, κι ό, τι είναι υλικό είναι κακό. Επομένως ο Θεός επειδή είναι τέλειος και καλός δεν μπορεί να έχει πλάσει τον υλικό κόσμο που είναι κακός. Πλάστηκε ο υλικός κακός κόσμος από ενδιάμεσα πνεύματα που είχαν δημιουργηθεί από το Θεό, αλλά δεν ήταν σαν το Θεό. Πίστευαν μάλιστα πως αυτή η γνώση είναι πολύ ιδιαίτερη και πρέπει κάποιος να μυηθεί σ' αυτή για να την καταλάβει.
Αυτό ξέρετε που οδηγεί; Όταν το ανακατέψεις με το χριστιανισμό σε οδηγεί να πεις πως το σώμα σου είναι κακό, είναι αμαρτωλό, είναι κατώτερο. Ενώ η ψυχή είναι αγνή, είναι καθαρή, είναι ανώτερη. Κι αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε δύο άκρα. Από τη μία μπορείς να πεις πως δεν έχει σημασία τι κάνω με το σώμα μου αφού η ψυχή μου είναι καθαρή. Μπορεί να αμαρτάνω με το σώμα μου, αλλά ποιος νοιάζεται για το σώμα; Αυτό οδηγεί στην ασυδοσία, στην ασωτία.
Από την άλλη μπορεί να πάει κάποιος στο άλλο άκρο και να οδηγηθεί σε πολύ αυστηρή αυταπάρνηση και απαγόρευση με σκοπό όχι τον αγιασμό, αλλά το να τιμωρεί το κακό σώμα που είναι η πηγή των πειρασμών.
«Το δε Πνεύμα ρητώς λέγει ότι εν υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, προσέχοντες εις πνεύματα πλάνης και εις διδασκαλίας δαιμονίων, διά της υποκρίσεως ψευδολόγων, εχόντων την εαυτών συνείδησιν κεκαυτηριασμένην, εμποδιζόντων τον γάμον, προσταζόντων αποχήν βρωμάτων, τα οποία ο Θεός έκτισε διά να μεταλαμβάνωσι μετά ευχαριστίας οι πιστοί και οι γνωρίσαντες την αλήθειαν» (Α΄ Τιμ.δ:1-3α).
Θα παρασυρθούν από απατεώνες και υποκριτές που έχουν πωρωμένη τη συνείδησή τους. Κι όταν μιλάμε για τους έσχατους καιρούς, εννοούμε όλη την περίοδο που ξεκίνησε από τότε, και συνεχίζει ως σήμερα.
Ποια είναι όμως η αλήθεια; Που είναι το λάθος. Το λάθος είναι διπλό. Πρώτο, αυτά τα δημιούργησε ο Θεός, το γάμο και τα φαγητά, ...τα δημιούργησε για να τα τρώνε και να τον ευχαριστούν όσοι πίστεψαν και κατανόησαν την αλήθεια του Χριστού.
Δεύτερο, όλα όσα έπλασε ο Θεός είναι καλά. «Διότι παν κτίσμα Θεού είναι καλόν, και ουδέν απορρίψιμον, όταν λαμβάνηται μετά ευχαριστίας» (Α΄ Τιμ.δ:4). Το φαγητό δεν είναι κακό. Ο γάμος δεν είναι κακός. Το σώμα μου δεν είναι κακό. Υπάρχουν για να τα χρησιμοποιούμε αναγνωρίζοντας με την ευχαριστία το Θεό που τα δίνει.
Αν αυτό δεν το καταλάβω οδηγούμαι σε μια θρησκεία με άχρηστες, ανθρώπινες, απαγορεύσεις:
Και γιατί δέχεστε να σας επιβάλλουν απαγορεύσεις; «Εάν λοιπόν απεθάνετε μετά του Χριστού από των στοιχείων του κόσμου, διά τι ως ζώντες εν τω κόσμω υπόκεισθε εις διατάγματα, Μη πιάσης, μη γευθής, μη εγγίσης, τα οποία πάντα φθείρονται διά της χρήσεως, κατά τα εντάλματα και τας διδασκαλίας των ανθρώπων;» (Κολ.β:20-22).
Αυτού του είδους οι απαγορεύσεις ακούγονται λογικές ακόμη κι ωραίες. Όμως, αυτές οι απαγορεύσεις αναφέρονται σε πράγματα που είναι καταδικασμένα να φθαρούν μετά τη χρήση τους, πρόκειται για κανόνες που στηρίζονται σε ανθρώπινες διατάξεις και διδασκαλίες.
Είναι λοιπόν, πράγματα ανθρώπινα. Δεν τα ζήτησε ο Θεός ποτέ. Αυτό όμως κάνει η θρησκεία. Επιβάλει πράγματα, σαν να τα ζήτησε ο Θεός. Τα κάνει να φαίνονται θεάρεστα, λογικά, πνευματικά. Όμως, μόνο πνευματικά δεν είναι. Γράφει πιο κάτω: «τα οποία έχουσι φαινόμενον μόνον σοφίας εις εθελοθρησκείαν και ταπεινοφροσύνην και σκληραγωγίαν του σώματος, εις ουδεμίαν τιμήν έχοντα την ευχαρίστησιν της σαρκός» (Κολ.β:23).
Αν το περιφρονήσω το σώμα μου δεν γίνομαι ανώτερος πνευματικά. 'Αλλο να δαμάζω το σώμα μου, να το δουλαγωγώ όπως λέει ο Παύλος, κι άλλο να το περιφρονώ. Αυτή η ψευτοταπεινοφροσύνη μου δίνει την ψευδαίσθηση πως είμαι καλός χριστιανός, πως έχω ισχυρή θέληση, όμως δεν περιορίζουν τους πειρασμούς, ικανοποιούν τη σάρκα.
«Εγώ είμαι πνευματικός». Ξέρεις πόσο αντέχω να μην φάω;
Και υπάρχουν και πιο σύγχρονες εκδοχές. Εγώ δεν πιστεύω στη διασκέδαση. Δεν ψυχαγωγούμαι. Δεν το πιστεύω αυτό. Είναι αμαρτωλό. Δεν κάνω ποτέ κάτι για τον εαυτό μου. Δεν τον περιποιούμαι.
Κι όμως ο Χριστός είπε πως οι πειρασμοί έρχονται από την καρδιά: Αυτό που βγαίνει από μέσα από τον άνθρωπο, εκείνο μολύνει τον άνθρωπο επειδή, από μέσα από την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν οι κακοί συλλογισμοί, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες, πονηρίες, δόλος, ασέλγεια, πονηρό βλέμμα, βλασφημία, υπερηφάνεια, αφροσύνη. Όλα αυτά τα πονηρά βγαίνουν από μέσα, και μολύνουν τον άνθρωπο (Μάρκ.ζ:20-23).
Η άσκηση έχει την θέση της στη χριστιανική ζωή. Ο Χριστός μίλησε για εγκράτεια, για νηστεία. Όταν μίλησε όμως, είπε να μην το καταλάβει κανένας.
Η θυσία που ο Θεός μας ζητάει, είναι ένα συντετριμμένο πνεύμα, όχι ένα ταλαιπωρημένο σώμα! Οι κακουχίες στις οποίες κάποιοι αυθυποβάλλονται δεν έχουν την ικανότητα να απομακρύνουν τις σκέψεις από την αμαρτωλή καρδιά.
Αυτός ο «φιλοσοφικός δυϊσμός» και οι «άχρηστες, ανθρώπινες, απαγορεύσεις» οδηγούνταν από περισσότερη «μυστική ασκητική γνώση». Ήταν για τους μυημένους. Δεν μπορούσαν όλοι να έχουν τη φιλοσοφία αυτής της ζωής. Αν την αποκτούσες όμως, θα έμπαινες κι εσύ στη διαδικασία αυτή. Θα αποκτούσες περισσότερες εμπειρίες.
Η προς Κολοσσαείς επιστολή λέει πως οι άνθρωποι αυτοί ακολουθούσαν μια ταπεινόφρονη λατρεία των αγγέλων, που βυθίζονται σε ψεύτικα οράματα και χωρίς λόγο υπερηφανεύονται με το υποδουλωμένο στην αμαρτία μυαλό τους (Κολ.β:18). Έβλεπαν οράματα, αλλά ήταν ψεύτικα. Βέβαια αυτοί που τα βλέπουν τα νομίζουν αληθινά.
Συνήθως όλα αυτά μπλέκονται με τη θρησκεία που είναι ευρέως γνωστή και διαδεδομένη κι αυτό τις κάνει ακόμη πιο επικίνδυνες.
Εκείνη την εποχή το μείγμα αυτό συμπληρώνονταν από μια προσκόλληση στις τελετές: «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς διά φαγητόν ή διά ποτόν ή διά λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού» (Κολ.β:14). Αυτά ήταν Ιουδαϊκές παραδόσεις και συνήθειες.
Έχετε προσέξει πόσο εύκολο είναι να προσέξουμε ένα όνειρο, ή μια σύμπτωση, παρά το γραπτό λόγο του Θεού; Πόσοι άνθρωποι δεν ισχυρίζονται πως έχουν αποκαλύψεις από το Θεό για τον παράδεισο για την κόλαση. Συνηθίζονται τέτοιου είδους αποκαλύψεις σε ορισμένους κύκλους.
'
Ακουσα χρόνια πριν δύο κασέτες με την ομολογία κάποιας που δήθεν ο Χριστός την ξύπνησε και την πήγε στο δεξί πόδι της κόλασης. Της έδειξε όλο το βασανισμό που υπέφεραν οι άνθρωποι εκεί και μετά την έστειλε για να προειδοποιήσει τους συγγενείς της. Η ηχογράφηση είχε γίνει καθώς η γυναίκα αυτή μιλούσε σε κάποια εκκλησία. Σε πόσα εδάφια και περικοπές δεν αντιβαίνει αυτό από μόνο του.
Κάποιοι όμως τα ακούνε ευχάριστα! Κεντρίζουν το ενδιαφέρον! Είναι σειρήνες.
Όλα αυτά μπορούν να μπουν και μπαίνουν σφήνα στην πίστη. Κι ο Χριστός που πάει; Πάει «περίπατο». Κρύβεται, θάβεται κάτω από όλα αυτά και δημιουργείται μια θρησκεία στην οποία ο Χριστός είναι κάπου «εκεί», όχι όμως στο κέντρο.
Δημιουργείται ένας Χριστός που μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις για να σου λύσει τα προβλήματα, να σε κάνει καλά, να τον βρεις όταν τον χρειάζεσαι, γιατί στο μεταξύ έχεις άλλες βοήθειες. Μπορεί να έχεις τη φιλοσοφία, τη δύναμη της θετικής σκέψης, τα ματζούνια, τις εικόνες, τα μέντιουμ (λίγοι είναι αυτοί που προσεύχονται και μετά συμβουλεύονται το ωροσκόπιο;).
Αυτός είναι ο Χριστός «α-λα-καρτ».
Σε όλα αυτά, έρχεται ιδιαίτερα η προς Κολοσσαείς επιστολή να πει την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι πιο γλυκιά από το ψέμα.
Ποιος είναι ο αληθινός Χριστός; (Κολ.α:15-20)
Τα εδάφια εδώ δεν αναφέρονται σε κάποιο υποτιθέμενο θεό υιό, αλλά στον άνθρωπο Ιησού Χριστό. Στο α:15 η λέξη «εικών» αναφέρεται σε κάτι ορατό, στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Όπως και η λέξη «πρωτότοκος», αφού ο Θεός δεν γεννιέται. Όταν λέει «εκ των νεκρών», πάλι μιλάει για τον άνθρωπο Ιησού Χριστό γιατί αυτός πέθανε. Στο α:18 λέει ότι θα γίνει «πρωτεύων» που σημαίνει ότι δεν είναι ακόμα.
α:20 Το αίμα ικανοποίησε την απορία και τα συναισθήματα των αγίων αγγέλων και τους εναρμόνισε με τους σκοπούς του Θεού.
α:23 «τεθεμελιωμένοι» = χτίζοντας προς τα κάτω όσο αφορά στη γνώση μας για το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού (Α΄Κορ.ιε:1-4)!
β:7 «εποικοδομούμενοι εν αυτώ» = χτίζοντας προς τα πάνω!
Αν έχουμε ριζωθεί εν αυτώ, ας αυξάνουμε. Αν έχουμε τεθεμελιωθεί, ας οικοδομούμαστε! Είναι λάθος να οικοδομείς χωρίς θεμέλια!
Ο αληθινός Χριστός είναι δημιουργός, είναι συντηρητής. Όλα πλάστηκαν «εν αυτώ», όλα Αυτόν έχουν σκοπό τους. Αυτός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας. Αυτός είναι πάνω από καθετί!
Και πιο κάτω, «διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ.β:9). Αν γνωρίζω αυτό το Χριστό τότε έχω το πραγματικό κλειδί της αληθινής γνώσης: «εν τω οποίω είναι κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως» (Κολ.β:3).
Αυτό το Χριστό, τον αληθινό Χριστό δεν μπορώ να τον χρησιμοποιήσω. Δεν μπορώ να τον χειραγωγήσω. Δεν κατατάσσεται πουθενά. Είναι ο Θεός.
Ο Χριστός ποτέ δεν ήταν ένας απλός ηθικός δάσκαλος. Ποτέ οι άνθρωποι δεν τον είδαν έτσι. Η επαφή με το Χριστό προκαλούσε τριών ειδών αντιδράσεις: μίσος, τρόμο, λατρεία. Δεν υπάρχουν ίχνη ανθρώπων που απλά τον αποδέχονταν. Δεν μπορείς να πεις απλά «καλός είναι».
Μπορείς να αποδεχτείς απλά ένα βιβλίο που διάβασες, μια ταινία που είδες, ή ένα εστιατόριο που έφαγες. Η απλή αποδοχή δεν είναι κακή, αλλά δεν περιλαμβάνει τον ενθουσιασμό, είναι πρόχειρη, είναι περιορισμένη.
Είναι αδύνατο να αποδεχτεί κάποιος απλά το Χριστό όταν τον καταλάβει. Μπορείς να τον αγνοήσεις, μπορείς να τον μισήσεις, ή μπορείς να τον λατρεύσεις. Απλά να πεις «καλός είναι» δεν γίνεται. Ο Ιησούς είναι ο δημιουργός του κόσμου, είναι ο λυτρωτής, είναι ο κριτής μας. Δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις αυτό ούτε με ελαφρότητα, ούτε με προχειρότητα.
Συχνά, ένα σωρό άλλα πράγματα, βάζουν το Χριστό στο περιθώριο. Τα παιδιά μας, κάποιος που αγαπάμε. Μπορεί η δουλειά μας, μπορεί οι σπουδές μας. Ακόμη και η διακονία στο έργο του Θεού. Τίποτα από αυτά δεν είναι κακό από μόνο του, αλλά μπορούν να γίνουν αυτοσκοπός. Αν είναι έτσι, τότε δίνουμε στο Χριστό «απλή αποδοχή». Και χρειαζόμαστε μετάνοια.
Μόνο αυτός μπορεί να μας δώσει την πληρότητα της ζωής, αυτός που είναι κύριος κάθε αρχής και εξουσίας (Κολ.β:14).