Α. ΟΡΙΣΜΟΣ
Η λέξη “εκκλησία” στην Καινή Διαθήκη, σημαίνει “την συγκέντρωση αυτών που έχουν καλεστεί έξω από...” Ο όρος αυτός αναφέρεται:
1. Σ’ ολόκληρο το σώμα των Χριστιανών μιας πόλης (Πράξ.ια:22, ιγ:1).
2. Σε μία συνάθροιση (Α’ Κορ.ιδ:19,35, Ρωμ.ις:5).
3. Σε όλο το σώμα του Χριστού πάνω στη γη (Εφεσ.ε:32).
Η σημασία των παρακάτω όρων είναι:
1. Εκκλησία -το καθαυτό σώμα, που απαρτίζεται από αναγεννημένους πιστούς.
2. Χριστεπώνυμος κόσμος-“δηλωμένοι” Χριστιανοί όλων των δογμάτων.
3. Μαχόμενη Εκκλησία-η Εκκλησία που είναι ακόμα στη γη.
4. Θριαμβεύουσα Εκκλησία-η Εκκλησία στον ουρανό.