Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Πατέρες;



Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι χρειάζονται τα πατερικά κείμενα των πρώτων τριών αιώνων μ.Χ. σαν πρακτικό οδηγό τους στην ερμηνεία των θείων Γραφών, για να αποφύγουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα ερμηνευτικά λάθη που τόσο μαστίζουν το χριστιανικό χώρο.

Θεωρούν ότι το σύνολο των πατερικών κειμένων των τριών πρώτων αιώνων μας μεταφέρει την πρακτική ζωή και τη νοοτροπία της πρώτης Εκκλησίας, το πώς ερμήνευαν δηλαδή τη διδασκαλία των αγίων αποστόλων, της οποίας πολλοί υπήρξαν αυτήκοες μάρτυρες. Συγχρόνως παραδέχονται ότι τα πατερικά κείμενα δεν είναι αλάνθαστα – μα τότε σε τι διαφέρουν από εμάς - αλλά πιστεύουν όμως ότι είναι απλανή και γι’ αυτό μπορούν να αποτελέσουν έναν ασφαλή μπούσουλα στην ερμηνευτική προσπάθεια των Γραφών, η θεοπνευστία των οποίων είναι αδιαμφισβήτητη.


Διακηρύττουν ότι το Κίνημα που ο Ιησούς Χριστός ίδρυσε, σήμερα είναι κατακομματιασμένο, διαπλεκόμενο με τους εξουσιαστές χάριν «αισχρού κέρδους»  και δεν μπορεί πλέον να  μεταμορφώσει τους ανθρώπους.

Όμως, στις Πράξεις των αποστόλων και στις Επιστολές γίνεται φανερό ότι σχίσματα και αιρέσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά το «θάνατο» του Ιησού.

Αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες και εκατοντάδες αιρέσεις παρουσιάστηκαν ήδη τα πρώτα 300 χρόνια, σαν αποτέλεσμα φιλοδοξίας και όχι λόγω άγνοιας της γλώσσας ή λάθος ερμηνείας των Γραφών.

Προωθούν λοιπόν την ανάδειξη της Πατερικής Ορθοδοξίας. Αυτό σημαίνει απόρριψη των Ανατολικών και Δυτικών Μεσαιωνικών διδασκαλιών και προτύπων που επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό οι κοσμικοί αφέντες της εκκλησίας, αλλά και των ιδιωτικών αυθαίρετων ερμηνειών των νεωτέρων Προτεσταντών και διαφόρων ενθουσιαστικών κινημάτων.

«Και πατέρα σας μη ονομάσητε επί της γής· διότι εις είναι ο Πατήρ σας, ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.κγ:9)

Αρχικά, θα θέλαμε να τους ρωτήσουμε, που δυσκολεύτηκαν και ποιες είναι αυτές οι διδασκαλίες που δεν υπάρχει η ερμηνεία τους στη Γραφή, έτσι ώστε αναγκάστηκαν να ανατρέξουν στους «πατέρες».

Μετά, θα θέλαμε να τους ρωτήσουμε αν έχουν διαβάσει τα γραπτά αυτών των «πατέρων» ή απλά χρησιμοποιούν αυτή τη θέση προκειμένου να προσβάλλουν την εκκλησία – λάθος ερμηνεία του λόγου του Θεού – κι έτσι να κάνουν ότι θέλουν αφού δεν αισθάνονται την ανάγκη να δίνουν λόγο σε ανθρώπους με ερμηνευτικά λάθη, ενώ αυτοί είναι αλάνθαστοι! 

«Το δε Πνεύμα ρητώς λέγει ότι εν υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, προσέχοντες εις πνεύματα πλάνης και εις διδασκαλίας δαιμονίων» (Α΄Τιμ.δ:1).

«Γίνωσκε δε τούτο, ότι εν ταις εσχάταις ημέραις θέλουσιν ελθεί καιροί κακοί» (Β΄Τιμ.γ:1).

«τούτο πρώτον γνωρίζοντες, ότι θέλουσιν ελθεί εν ταις εσχάταις ημέραις εμπαίκται, περιπατούντες κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας» (Β΄Πέτρ.γ:3).

«εν εσχάτω καιρώ θέλουσιν είσθαι εμπαίκται, περιπατούντες κατά τας ασεβείς επιθυμίας αυτών» (Ιούδ.α:18).

Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας, μέρες του τέλους, εκτός των άλλων, δολιοφθορείς εργάζονται μέσα στις χριστιανικές εκκλησίες.

Ποιοι και τι είναι αυτοί οι "δολιοφθορείς;"

"Δολιοφθορέας” είναι κάποιος που σκόπιμα αλλάζει το πιστεύω έτσι ώστε η αλλαγή της συμπεριφοράς να οδηγήσει σε μια νέα θρησκευτική, κοινωνική, πολιτιστική ταυτότητα και τρόπο συμπεριφοράς.

Οι αλλαγές που προτείνονται από έναν ή περισσότερους δολιοφθορείς μπορούν να βεβαιωθούν, να τεκμηριωθούν, να μελετηθούν πνευματικά, και οι αποτελεσματικές τεχνικές διαστροφής μπορούν να εφαρμοστούν έτσι ώστε να φαίνεται ότι είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού.

Ο διάβολος κατάφερε να πείσει ένα πλάσμα του Θεού που καθημερινά ζούσε μέσα στην παρουσία Του και είχε προσωπική επικοινωνία μαζί Του, πόσο μάλλον σήμερα εμάς που δεν ζούμε στο ίδιο επίπεδο κοινωνίας με το πρόσωπο του Ιησού!

Ο πρώτος δολιοφθορέας ήταν ο διάβολος, ο οποίος μπήκε στον κήπο της Εδέμ για να αλλάξει την πνευματική ένωση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, και ανάμεσα στους δύο συζύγους.

Πρέπει να δούμε πως συνέβησαν αυτές οι αλλαγές. Φυσικά με πλάνη, με ψεύτικες υποσχέσεις, και με υποτιθέμενη απελευθέρωση ότι δεν θα πέθαιναν όπως τους είχε προειδοποιήσει ο Θεός  

Ρίζα αυτής της αλλαγής ήταν η αξίωση του διαβόλου, ότι «τα παλιά» δεν πρέπει πλέον να είναι αποδεκτά. Ένας νέος τρόπος προτάθηκε και εξηγήθηκε. Η Εύα αποδέχτηκε την «κατευθυνόμενη σε συγκεκριμένο σκοπό ζωή» του δολιοφθορέα αντί να παραμείνει στον παράδεισο με άγνωστο – όπως θα την έπεισε - μέλλον.

Ποιοι ήταν οι «Αποστολικοί Πατέρες»;


Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται οι ποιμένες και διδάσκαλοι εκείνοι οι οποίοι υπήρξαν διάδοχοι των ιδίων των Αποστόλων ή των μαθητών τους, και έδρασαν κατά την μεταποστολική εποχή. Ο όρος «Αποστολικός Πατήρ» δεν είναι βέβαια όρος της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, αλλά νεώτερος, επινοηθείς και υιοθετηθείς από ξένους ερευνητές. Τον όρο «αποστολικοί πατέρες» εισήγαγε πρώτος ο Jean Baptiste Cotelier με το έργο του Patres aevi apostolici που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1672. Έκτοτε ο όρος αυτός απαντά σε κάθε έκδοση έργων των ονομαζομένων «αποστολικών πατέρων», ανεξαρτήτως χρόνου και ομολογίας1. Ο εν λόγω όρος περιέλαβε σταδιακά περισσότερους Πατέρες από όσους εσήμαινε αρχικώς. Υπό την κυρία έννοια του όρου, που δηλώνει τους μαθητές ή ακροατές των Αποστόλων και φορείς της αποστολικής παραδόσεως, Αποστολικοί Πατέρες είναι μεμαρτυρημένως μόνον οι Άγιοι Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος Σμύρνης και Ιγνάτιος Αντιοχείας. Ο Cotelier όταν εξέδωσε το ως άνω έργο του συμπεριέλαβε, πλην των έργων των τριών αυτών Πατέρων, την επιστολή Βαρνάβα και τον Ποιμένα του Ερμά, στην ανατύπωση δε της εκδόσεως αυτής από τον Callandi προσετέθησαν οι Παπίας, Κοδράτος και η Προς Διόγνητον Επιστολή. Αργότερα στην ομάδα προσετέθη και η ανακαλυφθείσα εσχάτως από τον Κωνσταντίνο Τυπάλδο και εκδοθείσα από τον Φιλόθεο Βρυέννιο το 1883 Διδαχή των Αποστόλων.

Σήμερα στους Αποστολικούς Πατέρες συμπεριλαμβάνονται όλοι οι παραπάνω συγγραφείς, πλην του συγγραφέως της Προς Διόγνητον Επιστολής και του Κοδράτου, λόγω του διαφορετικού λογοτεχνικού είδους που καλλιέργησαν, ο πρώτος δε και λόγω της μεταγενέστερης χρονικής τοποθέτησής του. Ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει μάλιστα, βάσει της αμφισβητήσεως της αποστολικότητας, με την στενή ή την πνευματική έννοια, στους περισσότερους από τους Αποστολικούς Πατέρες, πως πρέπει να ονομάζονται εις το εξής τέτοιοι μόνον οι Κλήμης, Ιγνάτιος και Πολύκαρπος, κατ' εξοχήν δε μόνον ο Ιγνάτιος ο Θε­οφόρος6. Η ανά χείρας μελέτη στους «Αποστολικούς Πατέρες» συμπεριέλαβε, κατά τα κρατούντα, την ομάδα των επτά συγγραφέων, δηλ. όλους τους παραπάνω, πλην του Κοδράτου και του συγγραφέως της Προς Διόγνητον.

Ψάχνοντας όμως μερικά από τα γραπτά των «πατέρων» αυτών, ανακαλύπτουμε ότι όχι μόνο δεν βοηθάνε, αλλά παραπλανούν όσο αφορά σε βασικές διδασκαλίες της Αγίας Γραφής!

Ιππόλυτος (180-217 μ.Χ.)

Εις αίρεσιν Νοητού 8 «Ανάγκην ουν έχει και μη θέλων ομολογείν Πατέρα Θεόν παντοκράτορα, και Χριστόν Ιησούν Υιόν Θεού, Θεόν άνθρωπον γενόμενον, ώ πάντα Πατήρ υπέταξε παρεκτός εαυτού, και Πνεύματος Αγίου, και τούτους είναι ούτως τρία. Ει δε βούλεται μαθείν, πως εις Θεός αποδεικνύεται…Και όσον μεν κατά την δύναμιν, εις εστί Θεός όσον δε κατά την οικονομίαν, τριχής η επίδειξις»

Εις αίρεσιν Νοητού 10 «Θεός μόνος υπάρχων…ουδέν πλην αυτός ην αυτός δε μόνος ων, πολύς ην» (Ο Θεός είναι μόνος, αλλά πληθυντικός αριθμός).

Εις αίρεσιν Νοητού 14 «Εις γαρ εστίν ο Θεός ο γαρ κελεύων Πατήρ, ο δε υπακούων Υιός, το δε συνετίζον άγιον Πνεύμα. Ο ων Πατήρ επί πάντων, ο δε Υιός δια πάντων, το δε άγιον Πνεύμα εν πάσιν….[Ο Ιησούς] αναστάς παρέδωκεν τοίς μαθηταίς λέγων: ‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος’ και δεικνύων ότι πας ος αν εν τι τούτων εκλίπη, τελείως Θεόν ουκ εδόξασεν. Δια γαρ της Τριάδος ταύτης Πατήρ δοξάζεται. Πατήρ γαρ ηθέλησεν, Υιός εποίησεν, Πνεύμα εφανέρωσεν. Πάσαι τοίνυν αι Γραφαί, περί τούτου κυρύσσουσι».

Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Απολογητής (100-165 μ.Χ.)

Απολογία Α’ 6:2 « Σεβόμεθα και προσκυνούμεν Εκείνον [τον Θεό και Πατέρα] και τον εξ αυτού προελθόντα Υιόν και τον διδάξαντα ημάς ταύτα…και το προφητικόν Πνεύμα, τιμώντες αυτούς με λόγον και αλήθειαν και διδάσκοντες περί αυτών δαψιλώς εις πάντα επιθυμούντα, όπως εδιδάχθημεν»

Απολογία Α’ 13:1-4 «…Σεβόμεθα τον Δημιουργόν του Σύμπαντος, λέγοντες αυτόν ανενδεή αιματηρών θυσιών και σπονδών και θυμιαμάτων, όπως εδιδάχθημεν…Θα αποδείξωμεν επίσης ότι τιμώμεν ελλόγως τον γενόμενον εις ημάς διδάσκαλον τούτων και προς τούτο γεννηθέντα Ιησούν Χριστόν,…διδαχθέντες ότι είναι Υιός αυτού του όντως Θεού και τοποθετούντες αυτόν εις δευτέραν θέσιν, και το προφητικόν Πνεύμα εις τρίτην τάξιν» Βλέπουμε πως ο Πατέρας είναι το πρώτο πρόσωπο της Τριάδος, ο Υιός το δεύτερο και το Πνεύμα το τρίτο πρόσωπο.

Διάλογος προς Τρύφωνα 48:2 «…ούτος Χριστός του Θεού…προϋπήρχεν ως Υιός του ποιητού των όλων, Θεός ών, και εγεννήθη ως άνθρωπος εκ παρθένου».

Διάλογος προς Τρύφωνα 128:1,3-4: «Ότι ο Χριστός Κύριος ων και Θεός, Θεού Υιός υπάρχων….έχει αποδειχθή από τα λεχθέντα δια μακρών. Είναι δε άτμητος και αχώριστος από τον Πατέρα…καθ’ ον τρόπον λέγουν επί της γης είναι άτμητον και αχώριστον το φως του ηλίου…Εγεννήθη από τον Πατέρα, δια της δυνάμεως και βουλής αυτού, αλλ’ ουχί κατά αποκοπήν, ως να αποχωρίζεται η ουσία του Πατρός…».

Ειρηναίος (180 μ.Χ.)

Έλεγχος κατά Ψευδωνύμου Γνώσεως 10:1 «Η μεν γαρ Εκκλησία, καίπερ καθ’ όλης της οικουμένης έως περάτων της γης διεσπαρμένη, παρά δε των Αποστόλων και των εκείνων μαθητών παραλαβούσα την εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα «τον πεποιηκότα τον ουρανόν και την γην και τας θάλασσας και πάντα τα εν αυτοίς», πίστιν. Και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας. Και εις Πνεύμα Άγιον, το δια των προφητών κεκηρυχός τας οικονομίας και τας ελεύσεις, και την εκ Παρθένου γέννησιν, και το πάθος, και την έγερσιν εκ νεκρών, και την ένσαρκον εις τους ουρανούς ανάληψιν του ηγαπημένου Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών, και την εκ των ουρανών εν τη δόξη του Πατρός παρουσίαν αυτού, επί το «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα» και αναστήσαι πάσαν σάρκα πάσης ανθρωπότητος, ίνα Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών και Θεώ και Σωτήρι και βασιλεί, κατά την ευδοκίαν του Πατρός του αοράτου, «παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται αυτώ» και κρίσιν δικαίαν εν τοις πάσι ποιήσηται, «ταν μεν πνευματικά της πονηρίας» και αγγέλους παραβεβηκότας, και εν αποστασία γεγονότας, και τους ασεβείς και αδίκους και ανόμους και βλασφήμους των ανθρώπων εις το αιώνιον πυρ πέμψη× τοις δε δικαίοις και οσίοις και τας εντολάς αυτού τετηρηκόσι, και εν τη αγάπη αυτού διαμεμηνηκόσι, τοις απ’ αρχής, τοις δε εκ μετανοίας, ζωήν χαρισάμενος, αφθαρσίαν δωρήσηται , και δόξαν αιώνιαν περιποίηση».

Τερτυλλιανός (206 μ.Χ.)

ΣΤ 2 «Εάν κάθε λόγος του Θεού στηρίζεται σε τρεις μάρτυρες (Δευτ. 19:15, Β’ Κορ. 13:1) τόσο περισσότερα θα στηρίζονται σ’ αυτούς τα δώρα του. Δυνάμει της βαπτισματικής ευλογίας θα έχουμε λοιπόν ως κριτές της πίστεως τα ίδια εκείνα πρόσωπα που μας εγγυώνται τη σωτηρία τα θεία πρόσωπα που είναι τρία, υπερεπαρκούν ώστε να βεβαιώσουν την ελπίδα μας. Επειδή δε τόσο η ομολογία της πίστεως όσο η εγγύηση της σωτηρίας τελούν υπό την εγγύηση των τριών θείων προσώπων, είναι προφανής ο λόγος για τον οποίον γίνεται κατ’ ανάγκην μνεία της Εκκλησίας τούτο γίνεται επειδή όπου είναι τα τρία θεία πρόσωπα, δηλ. ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, εκεί είναι και η Εκκλησία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την εκ τριών τουλάχιστον προσώπων συναθροισμένη ομήγηρη (Ματθ. 18:20)».

ΙΓ 3 «Τώρα λοιπόν προστέθηκε η νέα εντολή που προβλέπει το βάπτισμα, του οποίου η δομή περιγράφεται στο ευαγγελικό κείμενο που λέγει: ‘Πηγαίνετε, μαθητεύσετε τους λαούς, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός, του ΥιούκαιτουΑγίουΠνεύματος’(Ματθ.28:19)».

Και συνεχίζουμε:

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/3473F17F.el.aspx

Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες
Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων

Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες

1. Γενικά
Η Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει διαμορφωθεί εξ αρχής μέχρι και σήμερα κυρίως σε αντιπαράθεση με αιρετικές δοξασίες· αυτές, έχοντας την αρχή τους σε προσωπικές πεποιθήσεις των αιρεσιαρχών που δεν θέλησαν με ταπεινοφροσύνη να υποτάξουν την λογική τους στην διδασκαλία του Θεού, προσπάθησαν να υποκαταστήσουν την ορθόδοξη πίστη, και η Εκκλησία, φυσικά, αντέδρασε. Είναι τόσο στενή η σχέση αυτή Θεολογίας και αίρεσης, ώστε όπως λέγει χαρακτηριστικά Έλληνας Πατρολόγος «Η ορθόδοξη θεολογία είναι συνυφασμένη με την κακόδοξη με την έννοια ότι βαδίζουν παράλληλα και αλληλοπροϋποθέτονται.

Επομένως η κατανόηση της πρώτης απαιτεί την γνώση της δεύτερης... Η πατερική θεολογία λοιπόν υπάρχει "εν αναφορά" προς την κακοδοξία και γι' αυτό κατανοείται "εν σχέσει" προς αυτήν». Η διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων για την ανθρώπινη φύση του Χριστού αναπτύχθηκε κυρίως σε αντιπαράθεση με τους αιρετικούς οι οποίοι την αρνούνταν. Την θεότητα του Χριστού αμφισβήτησαν οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί, εμμένοντες στον θεομονισμό (απόλυτη μονοθεΐα) που τους είχε εμπνεύσει η λανθασμένη κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης. Το ζήτημα εν προκειμένω ήταν πάρα πολύ σημαντικό, διότι η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποτελεί την βάση της Εκκλησίας, την πέτρα επί της οποίας ο Κύριος οικοδόμησε την Εκκλησία του. αυτό είπε και ο ίδιος ο Κύριος στον Απόστολο Πέτρο όταν διατύπωσε την πίστη του σε αυτόν ως σε Υιό του Θεού: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Η Εκκλησία, ως συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα που εκφράζει τον χώρο της εν Χριστώ σωτηρίας των πιστών, αποτελεί την ιστορία του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου ή τον Χριστό παρατεινόμενο στην ιστορία, καθ' όσον η ύπαρξή της και το πρόσωπό Του είναι αρρήκτως ενωμένα. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν το γεγονός της σαφούς διακηρύξεως της θεότητος του Χριστού από τους Πατέρες των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, καθώς η διακήρυξη αυτή, συνεχίζοντας το αποστολικό κήρυγμα και διατηρώντας την πίστη σε αυτή ως σε θεανθρώπινο σώμα, διεφύλαξε την Εκκλησία από το να καταστεί ένα ανθρώπινο, προφητικό το πολύ, κίνημα, όπως τόσα άλλα μέχρι τότε. Πλην αυτού ο τονισμός της θεότητος του Χριστού από τους Αποστολικούς Πατέρες αποσκοπούσε και στην ενθάρρυνση των Χριστιανών και στην κραταίωση της πίστης τους περί της παντοδυναμίας και της τελικής κατισχύσεως του Θεού έναντι των πολεμουντών την Εκκλησίαν. Παραλλήλως, όμως, αποστομώνει και όσους «σπουδαστές των Γραφών» αμφισβητούν σήμερα, τόσους αιώνες μετά, το γεγονός πώς ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός.

2. Οι ιουδαΐζοντες

Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό. Η ιουδαϊκή Συναγωγή ήταν ο φυσικός πρόδρομος της Εκκλησίας, γι' αυτό και τα πρώτα κηρύγματα των Αποστόλων έλαβαν χώρα απευθυνόμενα προς μόνους τους Ιουδαίους, στον Ναό του Σολομώντος και μετέπειτα σε Συναγωγές, είτε στην Παλαιστίνη είτε στην διασπορά. Η εμφάνιση της Εκκλησίας στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού δεν σημαίνει ότι αποτελεί αυτή μία ανθρώπινη μετεξέλιξη ή αίρεσή του. Αντιθέτως η μωσαϊκή λατρεία δημιουργήθηκε από Θεού χάριν της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί «πλήρωμα» του Νόμου, και γι' αυτό οι προ Χριστού ευσεβείς Ισραηλίτες θεωρούνται δικαίως «προεκκλησία».

Βεβαίως η συνείδηση της αποστολικής Εκκλησίας για την ετερότητα του Χριστιανισμού έναντι του Ιουδαϊσμού υπήρχε έντονη ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής, όμως η σύνδεση της πρώτης χριστιανικής κοινότητας με τον Ιουδαϊσμό ήταν εύλογη και αναντίρρητη, αφού ο Ιουδαϊσμός αποτελούσε αψευδή μάρτυρα της αυθεντικότητας της διδασκαλίας του Χριστιανισμού.

Οι περισσότεροι των Ιουδαίων πίστευαν σε ένα εσφαλμένο αντιτριαδικό μονοθεϊσμό, ο οποίος απετέλεσε και την πρώτη μήτρα της αιρέσεως στην Εκκλησία, από την οποίαν εκπήγασαν σταδιακά οι χριστολογικές παρεκκλίσεις του τροπικού και του δυναμικού μοναρχιανισμού. Οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί αποδέχθηκαν την αποδέσμευση από τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου μόνο για τους εξ εθνών Χριστιανούς, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν ως ιδιαίτερη κοινότητα στα περιθώρια της Καθολικής Εκκλησίας· αυτοί ήταν μοναρχικοί, λόγω της ιουδαϊκής τους προελεύσεως. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, έχοντας χάσει το κέντρο τους, όσοι ιουδαΐζοντες δεν ενώθηκαν με τους εξ εθνών Χριστιανούς, διεσπάρησαν πέραν του Ιορδάνου, ανατολικά της Αντιοχείας και στην Κύπρο και εξε­λίχθηκαν έτσι σε αιρετικές ομάδες, ως Ναζωραίοι, Εβιωνίτες ή Εβιωναίοι και Ελκεσαΐτες.

Για τους Ναζωραίους γνωρίζουμε ότι υπήρξαν μερίδα των Εβιωναίων, δεχόμενοι μεν την εκ Παρθένου γέννηση του Κυρίου, όχι όμως και την προΰπαρξή του, τουλάχιστον αρχικά. Οι κυρίως λεγόμενοι Εβιωναίοι απέρριπταν εξ αρχής την γέννηση εκ Παρθένου, συνεπώς ο Κύριος ήταν γι' αυτούς απλός άνθρωπος. Παρομοίως και οι Γνωστικοί Εβιωναίοι ισχυρίζονταν ότι στον εκ του Ιωσήφ γεννηθέντα Ιησού κατήλθε ο προαιώνιος υπάρχων Χριστός, ο οποίος είναι ο ίδιος με αυτόν που κατήλθε στον Αδάμ, υποστήριζαν δηλαδή τρόπον τινά μία μετενσάρκωση υιοθετιστικού χαρακτήρα. Πάντως είτε στην καθαρή ιουδαϊκή τους προέλευση είτε στην ελαφρά ελληνιστική τους απόχρωση οι Εβιωνίτες διαφοροποιούνται ριζικά από την διδασκαλία της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι προφήτης, δεν φέρνει σωτηρία απολυτρωτική αλλά στηρίζει τον Νόμο. από το πρόσωπό του λείπει η θεότητα και κατά συνέπεια η απολυτρωτική του σχέση προς την ανθρώπινη ιστορία. Γνωστικοί ήταν και οι Ελκεσαΐτες, οι οποίοι υποστήριζαν και αυτοί παρόμοιες αντιλήψεις περί μετενσαρκώσεως ως προς το πρόσωπο του Κυρίου. Το σταθερό γνώρισμα των απόψεων όλων αυτών ήταν η άρνηση της θεότητας του Χριστού.

Πολύ αργότερα ως συνεχιστές του μοναρχιανισμού των ιουδαϊζόντων θα εμφανισθούν ποικίλων αποχρώσεων υιοθετιστές, με κυριώτερους τους δυναμικούς μοναρχιανούς. Σε αντίθεση με τους τροπικούς μοναρχιανούς, με κύριο εκπρόσωπο τον Σίμωνα τον Μάγο, οι οποίοι υπερτόνιζαν την θεότητα του Χριστού ταυτίζοντάς τον όμως με τον Πατέρα, οι δυναμικοί μοναρχιανοί αρνούνταν την θεότητα του Χριστού, εμμένοντας σε παλιές ιουδαϊστικές αντιλήψεις ότι ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος και έγινε Θεός δι' υιοθεσίας λόγω της μεγάλης προσωπικής του αξίας. Ο δυναμικός μοναρχιανισμός, ο οποίος διαμορφώθηκε καθοριστικά από τον Παύλο τον Σαμοσατέα μετά τα μέσα του Γ' αιώνα, ταλάνισε την Εκκλησία επί πολύ κατά τον Δ' αιώνα με την μορφή της διδασκαλίας του Αρείου.

3. Η περί θείας φύσεως του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων

Ως προς την θεότητα του Χριστού διαπιστώνεται στους Αποστολικούς Πατέρες μία θαυμαστή συμφωνία. Στα συγγράμματά τους απηχείται πιστά το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Χριστού ως Υιού του Θεού και Θεού Λόγου. Είναι δυσεξαρίθμητα τα χωρία των συγγραμμάτων αυτών στα οποία ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται Θεός, ο Υιός του Θεού, και Κύριος, ονόματα δηλωτικά της θεότητός Του.

Ο Άγιος Ιγνάτιος, ο σπουδαιότερος των Αποστολικών Πατέρων, αγωνίστηκε ταυτοχρόνως προς δύο κατευθύνσεις: εναντίον των Δοκητών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο, και εναντίον των ιουδαϊζόντων Χριστιανών την αντιμετώπιση των δευτέρων εξυπηρετούν κυρίως οι επιστολές του Προς Μαγνησιείς και Προς Φιλαδελφείς. Πλην των άλλων θεοπρεπών χαρακτηρισμών, μόνο η προσηγορία «Θεός» για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού απαντάται στις επιστολές του παραπάνω από δεκαπέντε φορές. Έτσι ο Χριστός είναι «Θεός ανθρωπίνως φανερούμενος»· «ο γαρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού». Μάλιστα ο «Θεός ημών Ιησούς Χριστός εν Πατρί ων μάλλον φαίνεται». Ωστόσο την πίστη του Αγίου Ιγνατίου στην θεότητα του Χριστού φανερώνει πλήθος άλλων στοιχείων εν πρώτοις η χρήση του όρου «Κύριος» για το πρόσωπο του Χριστού, σήμαινε για κάθε μέλος των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων την αποδοχή της επί πάντων κυριότητας του Χριστού και της θεότητάς του, η δε φράση «ο Κύριος Ιησούς» ή «ο Κύριος Ιησούς Χριστός» αποτελεί το αρχαιότατο σύμβολο της πρώτης κοινότητας. Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και από τον Άγιο Ιγνάτιο. Ο Χριστός αναφέρεται μαζί με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ως ίσος με αυτά: «Υποτάγητε τω επισκόπω και αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα, και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω Πατρί και τω Πνεύματι», «ίνα πάντα, όσα ποιήτε, κατευοδωθή σαρκί και πνεύματι, πίστει και αγάπη, εν Υιώ και Πατρί και εν Πνεύματι». Ο ιερός πατήρ κάνει ακόμη λόγο περί του Χριστού ως Υιού του Πατρός με απόλυτη έννοια. «Ώσπερ ουν ο Κύριος άνευ του Πατρός ουδέν εποίησεν, ηνωμένος ων... ούτω μηδέ υμείς»· «συντρέχετε... επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα»· «εις Θεός εστιν, ο φανερώσας εαυτόν διά Ιησού Χριστού του Υιού αυτού». Ο Χριστός αποκαλείται «γνώμη του Πατρός» και «αψευδές στόμα» του ως ενσαρκωθείς Λόγος, η δε προΰπαρξή του σαφώς διδάσκεται από τον Ιγνάτιο, καθώς και ο συνεχής δεσμός του με τον Πατέρα· «ος προ αιώνων παρά Πατρί ην», «πνευματικώς ηνωμένος τω Πατρί». Σε αναφορά προς τον προϋπάρχοντα Λόγο χρησιμοποιούνται από τον Άγιο Ιγνάτιο και τα επίθετα «αγέννητος» και «απαθής». Τα επίθετα αυτά, το πρώτο εκ των οποίων παρερμηνεύθηκε από δυτικούς ερευνητές ως υποδηλούν υιοθετισμό, χρησιμοποιούνται χριστολογικώς για να εκφράσουν (στην αντιπαράθεσή τους με τα επίθετα γεννητός και παθητός αντιστοίχως) το παράδοξο του ενσαρκωθέντος Λυτρωτού, ο οποίος είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος. Ο Χριστός, ο διδάσκαλος των Χριστιανών ταυτίζεται ακόμη με τον Λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος εδημιούργησε τον κόσμο· διότι εκεί ανάγει η φράση του Θεοφόρου «εις ουν διδάσκαλος, ος είπε και εγένετο». Το ότι ο Χριστός είναι Θεός, συμπεραίνεται ακόμη από το γεγονός της ταυτίσεως, στα κείμενα του Αγίου Ιγνατίου, των όρων «χριστοφόροι» και «θεοφόροι» αναφερομένων στους πιστούς, όπως και της θεωρήσεως των εθνικών και αιρετικών ως αθέων «Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι και αγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς Ιησού Χριστού»· «ει δε, ώσπερ τινές, άθεοι όντες, τουτέστιν άπιστοι, λέγουσι, το δοκείν πεπονθέναι αυτόν, αυτοί όντες το δοκείν, εγώ τί δέδεμαι, τί δε και εύχομαι θηριομαχήσαι;»51. Η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποδεικνύει τον Θεοφόρο Ιγνάτιο μαθητή της αποστολικής παραδόσεως, ιδιαίτερα δε της ιωαννείου, ως προς την προΰπαρξη του Λόγου.

Και στους υπολοίπους Αποστολικούς Πατέρες οι μαρτυρίες περί της θεότητας του Λόγου είναι δαψιλείς. Ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης επανειλημμένα ονομάζει τον Ιησού Χριστό «Κύριο ημών»· αυτός είναι «ο αιώνιος αρχιερεύς, ο Υιός του Θεού Ιησούς Χριστός»· σε αυτόν έδωσε ο Πατήρ «θρόνον εκ δεξιών αυτού, ω υπετάγη τα πάντα, επουράνια και επίγεια, ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών». Ο Χριστός παρουσιάζεται από τον Άγιο Πολύκαρπο παντοδύναμος, σύνθρονος τω Πατρί, στον οποίον έχουν υποταγή τα πάντα. σε άλλο χωρίο, στο οποίο η συνάφεια δείχνει πως αναφέρεται μόνο στον Χριστό, χαρακτηρίζεται εμφανώς ως Κύριος και Θεός· «απέναντι γαρ των του Κυρίου και Θεού εσμεν οφθαλμών, και "πάντας δει παραστήναι τω βήματι του Χριστού, και έκαστον υπέρ εαυτού λόγον δούναι". Ούτως ουν δουλεύσωμεν αυτώ μετά φόβου και πάσης ευλαβείας καθώς αυτός ενετείλατο ημίν». Τα στοιχεία αυτά, όπως άλλωστε και μόνη της η χρήση του όρου «Κύριος», μαρτυρούν περί της θεότητος του Χριστού στην χριστολογία του Επισκόπου Σμύρνης.

Στον Κλήμεντα Ρώμης η ορολογία είναι παρόμοια. Ο Ιησούς Χριστός αποκαλείται και εδώ «Κύριος», στον οποίον ανήκει «η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων», είναι δε αυτός «το σκήπτρον της μεγαλωσύνης του Θεού»· η τελευταία αυτή φράση δεικνύει την ισότιμη συμβασιλεία του Χριστού και του Θεού Πατρός, εφόσον μάλιστα στην ίδια συνάφεια, αλλά και αλλού, η προσηγορία «Κύριος» χρησιμοποιείται αδιακρίτως και για τους δύο. Αλλού ο Χριστός χαρακτηρίζεται ως «υιός» και «απαύγασμα της μεγαλωσύνης του Θεού», του οποίου «ενοπτριζόμεθα την άμωμον και υπέρτατον όψιν», διά του «αρχιερέως των προσφορών ημών», και «καθημένου εκ δεξιών» του Πατρός, του Ιησού Χριστού. Τα σπουδαιότερα χωρία εν προκειμένω, όμως, ίσως είναι όσα αναφέρονται στην Αγία Τριάδα, όπου ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα τίθενται δίπλα στον Πατέρα: «Zη γαρ ο Θεός και ζη ο Κύριος Ιησούς Χριστός και το Πνεύμα το Άγιον»· «Ή ουχί ένα Θεόν έχομεν και ένα Χριστόν και εν Πνεύμα της χάριτος το εκχυθέν εφ' ημάς και μία κλήσις εν Χριστώ». Στην Β' Κλήμεντος, αν και αυτή δεν θεωρείται γνήσια επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης και συνεπώς εδώ παρουσιάζεται παρενθετικώς, ο Χριστός ονομάζεται επίσης Κύριος και είναι σωτήρας των πιστών «Ούτω και ο Χριστός ηθέλησε σώσαι τα απολλύμενα και έσωσε πολλούς». Εδώ όμως υπάρχει κάτι σπουδαιότερο. ευθύς εξ αρχής της επιστολής ο Χριστός χαρακτηρίζεται απερίφραστα Θεός. «Αδελφοί, ούτως δει ημάς φρονείν περί Ιησού Χριστού, ως περί Θεού, ως περί κριτού ζώντων και νεκρών». Όσο ταπεινότερη γνώμη έχουν οι Χριστιανοί για τον Χριστό, τόσο ολιγώτερη ελπίδα υπάρχει να κερδίσουν την πραγματική σωτηρία, και όσο υψηλότερη, τόσο μεγαλύτερη ελπίδα: «Εν τω γάρ φρονείν ημάς μικρά περί αυτού, μικρά και ελπίζομεν λαβείν». Βέβαια η Επιστολή αυτή έχει και προβληματικά σημεία. χαρακτηρίζει τον Χριστό ως το «σαρξ» γενόμενον «Πνεύμα», ενώ η Εκκλησία θεωρείται ως προϋπάρχουσα και σχηματίζει με τον Χριστό συζυγία. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν θεωρούνται ενδεικτικά αιρέσεως, αλλά της θεολογικής ρευστότητος της εποχής εκείνης. Πάντως και μόνη της η Α' Κλήμεντος μαρτυρεί επαρκώς περί της θεότητος του Χριστού.

Στην Επιστολή Βαρνάβα ο Χριστός έχει την ίδια θέση, παρά τω Θεώ, ως συνδημιουργός, λυτρωτής και μελλοντικός κριτής. Ο Χριστός είναι «παντός του κόσμου Κύριος, ω είπεν ο Θεός προ καταβολής κόσμου "ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν ημετέραν"»· «πώς ουν υπέμεινεν υπό χειρών ανθρώπων παθείν; Μάθετε...»· ανέχθηκε να πάθει για τις αμαρτίες μας, αν και Κύριος, για να μας ζωοποιήσει: «Ει ουν ο Υιός του Θεού, ων Κύριος και μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς, έπαθεν ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς, πιστεύσωμεν ότι ο Υιός του Θεού ουκ ηδύνατο παθείν, ει μη δι' ημάς». Αυτός, ο Υιός του Θεού, θα έλθει για να κρίνει και να ανακαινίσει τον κόσμο: «Όταν ελθών ο Υιός αυτού καταργήσει τον και­ρόν του ανόμου και κρίνει τους ασεβείς και αλλάξει τον ήλιον και την σελήνην και τους αστέρας, τότε καλώς καταπαύσεται εν τη ημέρα τη εβδόμη». Αναφερόμενος μάλιστα στον χάλκινο όφι, στον οποίον ατενίζοντες οι Ισραηλίτες στην έρημο σώζονταν, και θεωρώντας τον ως τύπο του Ιησού («Πάλιν Μωυσής ποιεί τύπον του Ιησού»), ο Βαρνάβας καταλήγει «Έχειν πάλιν και εν τούτοις την δόξαν του Ιησού, ότι εν αυτώ πάντα και εις αυτόν». Είναι φανερό πως ο Βαρνάβας θέτει τον Χριστό σε θέση ίση με τον Θεό και, συνεπώς, κατ' αυτόν, είναι Θεός.

Στον Ποιμένα του Ερμά παρουσιάζονται επίσης χριστολογικά προβλήματα· και εδώ η Χριστολογία, όπως και στην Β' Κλήμεντος, παρουσιάζει μάλλον συγκεχυμένη περί Χριστού άποψη. Το όνομα του Χριστού δεν αναφέρεται πουθενά, το τρίτο πρόσωπο της Τριάδος κατά κάποιο τρόπο χάνεται στην ηθικολογία, και το έργο του δεν έχει ίχνος λυτρωτικού χρώματος74, ενώ η Εκκλησία θεωρείται προϋπάρχουσα. Πάντως ο σκοπός του έργου είναι απλώς παραινετικός και διδακτικός, με απώτερο στόχο την μετάνοια, γι' αυτό και τα θεολογικά θέματα προσπαθεί να τα προσαρμόσει προ το κύριο θέμα του, παρεκκλίνοντας πολλάκις της εκκλησιαστικής γραμμής. Ο Υιός του Θεού θεωρείται και από τον Ερμά ως προαιώνιος και ως συνδημιουργός: «Ο μεν Υιός του Θεού πάσης της κτίσεως αυτού προγενέστερός εστιν, ώστε σύμβουλον αυτόν γενέσθαι τω Πατρί της κτίσεως αυτού· διά τούτο και παλαιός εστιν». Αυτός συγκρατεί όλον τον κόσμο.«το όνομα του Υιού του Θεού μέγα εστι και αχώρητον και τον κόσμον όλον βαστάζει». Έστω και με προβληματική ορολογία ή και αντίληψη περί Χριστού, η χριστολογία του Ερμά βλέπει και αυτή τον Υιό ως Θεό.

Αυτή η διδασκαλία, αυτή η θέση και ο εισηγητής της μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους. Πιστεύουμε ότι ο λόγος του Θεού είναι αρκετός προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης, διά να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.

Ακόμα πιστεύουμε ότι ο Ιησούς  έδωκεν άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, άλλους δε ευαγγελιστάς, άλλους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς την τελειοποίησιν των αγίων, διά το έργον της διακονίας, διά την οικοδομήν του σώματος του Χριστού, κι Αυτός ξέρει τι κάνει. Δεν έδωσε αποστολικούς πατέρας για να κάνουν αυτή τη δουλειά!

Το θέμα είναι: τάδε λέγει Κύριος και όχι τάδε λέγει Ιππόλυτος, Τερτυλλιανός, Ειρηναίος, Ιουστίνος ……