Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Η ώρα της αποθάρρυνσης




Α' Βας.ιθ:1-21

Ο Ηλίας είναι, δίχως αμφιβολία, ένας από τους ταπεινούς ήρωες της Αγίας Γραφής. Μην ξεχνάμε όμως πως ήταν βασικά άνθρωπος σαν κι εμάς, «ομοιοπαθής». Πέρασε απογοήτευση, κατάθλιψη αποθάρρυνση. Έφτασε κι αυτός σε σημεία οριακά.

Όποιος μελετά το λόγο του Θεού γνωρίζει πως οι στιγμές αυτές δεν είναι σπάνιες, ακόμη και στους ήρωες της πίστης. Ο Παύλος γράφει για κάποια στιγμή της διακονίας του στην Ασία, Διότι δεν θέλομεν να αγνοήτε, αδελφοί, περί της θλίψεως ημών, ήτις συνέβη εις ημάς εν τη Ασία, ότι καθ' υπερβολήν εστενοχωρήθημεν υπέρ δύναμιν, ώστε απηλπίσθημεν και του ζήν· (Β’ Κορ.α:8).


Δεν είναι περίεργο λοιπόν, που και ο Ηλίας σε κάποιο σημείο φαίνεται να «έπιασε πάτο». Για πολύ καιρό αντιστάθηκε σε αντιξοότητες και δυσκολίες, τώρα όμως, μετά από μια μεγάλη νίκη «απελπίστηκε» και αυτός «από το να ζει».

Είναι καλό που το κεφάλαιο αυτό συμπεριλαμβάνεται στην Αγία Γραφή. Είναι καλό που όταν ο Θεός χρησιμοποιεί ανθρώπους τους περιγράφει όπως είναι. Δεν κρύβει τις αδυναμίες τους ή τις αμαρτίες τους, τα λάθη τους ή τις απογοητεύσεις τους. Και είναι καλό γιατί μαθαίνουμε τι σημαίνει κάποιος να είναι αυθεντικός. Αυθεντικός σημαίνει πραγματικός, γνήσιος, σημαίνει άνθρωπος σε πορεία, όχι κάποιος άκαμπτος τεχνοκράτης που πάντα κρατά το προσωπείο του αλώβητου, του ατσαλάκωτου χωρίς προβλήματα και αδυναμίες.

Στο σημερινό περιστατικό, οι ήρωες είναι ο Αχαάβ, η Ιεζάβελ, και ο Ηλίας.

Πρώτα έχουμε τον Αχαάβ ένα βασιλιά που κυριαρχείται και άγεται από τη γυναίκα του Ιεζάβελ: Και απήγγειλεν ο Αχαάβ προς την Ιεζάβελ πάντα όσα έκαμεν ο Ηλίας, και τίνι τρόπω εθανάτωσεν εν ρομφαία πάντας τους προφήτας. (Α’ Βας.ιθ:1). Ο Αχαάβ έλιωσε κάτω από το βάρος της πίεσης.

Όταν συνέβη αυτό στηρίχθηκε στη γυναίκα του για να το ξεπεράσει και να του δώσει δύναμη να επιβιώσει. Η προσωπική του ανασφάλεια θα ήταν πρόβλημα ακόμη κι αν η Ιεζάβελ ήταν καλός άνθρωπος. Μόνο καλός άνθρωπος δεν ήταν όμως. Ο Αχαάβ στηρίχθηκε σ’ αυτήν για τις ευθύνες του σαν μονάρχης. Η σχέση τους ήταν περισσότερο μητέρας και παιδιού παρά σχέση συζύγων. Και όταν ο Αχαάβ στράφηκε στην Ιεζάβελ, αυτή άρπαξε την ευκαιρία. Στην πραγματικότητα ανέλαβε εκείνη τα ηνία.

Και απέστειλε μηνυτήν η Ιεζάβελ προς τον Ηλίαν, λέγουσα, Ούτω να κάμωσιν οι θεοί και ούτω να προσθέσωσιν, εάν αύριον περί την ώραν ταύτην δεν καταστήσω την ζωήν σου ως την ζωήν ενός εξ εκείνων. (Α’ Βας.ιθ:2).

Η Ιεζάβελ είναι κλασσικό παράδειγμα κυριαρχικού ανθρώπου. Πήρε την κατάσταση στα χέρια της γρήγορα, έκανε τη δουλειά που ο άντρας της έπρεπε να κάνει, και την έκανε με το δικό της τρόπο. Ακόμα, κατέφυγε σε απειλές, ψέματα, χειραγώγηση καταστάσεων, συνομωσίες όταν είδε την αδυναμία του άντρα της να χειριστεί τα πράγματα όπως εκείνη πίστευε πως έπρεπε να γίνουν. 

Βλέπουμε τις απειλές όταν στέλνει το μήνυμα στον Ηλία: Το ίδιο σε μένα να κάνουν οι θεοί αν αύριο δεν σου πάρω τη ζωή, όπως πήρες των προφητών τη ζωή. Δηλαδή, αύριο να είσαι βέβαιος θα σε σκοτώσω. 

Και ποιον απειλεί; Τον Ηλία, τον προφήτη του Θεού που έζησε στο χείμαρρο Χερίθ, τον άνθρωπο που εμπιστεύθηκε το Θεό να του στέλνει φαγητό με ένα κοράκι, τον άνθρωπο που σηκώθηκε και περπάτησε στα Σαρεπτά της Σιδώνας, που ανέστησε το γιο της χήρας, που προσευχήθηκε να πέσει φωτιά κι έπεσε. Τον άνθρωπο που με ταπείνωση προσευχήθηκε στο Θεό να στείλει βροχή όπως είχε υποσχεθεί. Ένα άνθρωπο που όταν έχει κάποιος διαβάσει την ιστορία πιο πριν σκέφτεται, «σιγά μη στενοχωρηθεί ο Ηλίας με τις απειλές της Ιεζάβελ». «Σιγά μη την πάρει σοβαρά». Κι όμως, την πήρε σοβαρά. 

Είναι άνθρωπος, είναι ομοιοπαθής με εμάς. Και αφού έτσι είναι δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι διαβάζουμε: Και φοβηθείς, εσηκώθη και ανεχώρησε διά την ζωήν αυτού, και ήλθεν εις Βηρ-σαβεέ την του Ιούδα και αφήκεν εκεί τον υπηρέτην αυτού. Αυτός δε υπήγεν εις την έρημον μιας ημέρας οδόν, και ήλθε και εκάθησεν υπό τινά άρκευθον· και επεθύμησε καθ' εαυτόν να αποθάνη και είπεν, Αρκεί· τώρα, Κύριε, λάβε την ψυχήν μου· διότι δεν είμαι εγώ καλήτερος των πατέρων μου. (Α’ Βας.ιθ:3-4).

Δεν μπορούσε να φτάσει πιο μακριά! Η Βηρ-σαβεέ ήταν το νοτιότερο τμήμα του βασιλείου. Και όταν έφτασε εκεί άφησε τον υπηρέτη του και πήγε άλλης μιας μέρας δρόμο μέχρι που έκατσε κάτω από την άρκευθο, εξουθενωμένος. 

Η ερώτηση είναι γιατί; Τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε το Ηλία να φοβάται τις απειλές της Ιεζάβελ. Γιατί έφυγε, άφησε την υπηρεσία του Θεού και κρύφτηκε στη σκιά ενός δέντρου στην ερημιά;

Σίγουρα δεν σκεφτόταν καθαρά. Η απειλή δεν προέρχονταν από το Θεό. Έρχονταν από μια άπιστη γυναίκα, έναν σαρκικό άνθρωπο του οποίου η ζωή ήταν έτη φωτός μακριά από το Θεό. Αν σκεφτόταν καθαρά θα μπορούσε να σκεφτόταν, «ο Θεός είναι κυρίαρχος, όχι η Ιεζάβελ. Αυτός κάνει κουμάντο, κανένας άνθρωπος. Μην την ακούς. Εμπιστέψου αυτόν που έχει την εξουσία στα χέρια του».

Θα μπορούσε να προσευχηθεί, «Κύριε με φοβίζει αυτό, δώσε μου δύναμη, ενίσχυσέ με, δείξε μου τι να κάνω». Αντίθετα σηκώθηκε κι έφυγε. Με βάση την πίστη του, με βάση τη γνώση του και την εμπειρία του με το Θεό ως εκείνη τη στιγμή, δεν σκεφτόταν καθαρά.

Βέβαια, μια λαϊκή παροιμία λέει: όποιος είναι έξω από το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει. Είναι εύκολο να βρίσκεις λάθη στους άλλους, αλλά άνθρωπος χωρίς λάθη είναι μόνο αυτός που δεν κάνει τίποτα.

Το δεύτερο που έκανε ήταν να απομονωθεί. Αποτραβήχτηκε από σχέσεις που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Η περικοπή μας λέει πως άφησε τον υπηρέτη του, και μόνος του πήγε μιας μέρας ταξίδι μέσα στην ερημιά. 

Οι απογοητευμένοι άνθρωποι πολύ συχνά είναι μοναχικοί άνθρωποι. Η απογοήτευση πάει χέρι-χέρι με την μοναξιά. Έπρεπε ο Ηλίας να μείνει μαζί με κάποιον, να του μιλάει, να συζητάει, να προσεύχεται. Μιας μέρας ταξίδι μόνος σου μέσα στην έρημο, όταν ήδη φοβάσαι, το ανθρώπινο μυαλό έχει φτιάξει χίλια σενάρια συνομωσίας και καταστροφής του σύμπαντος. Αυτό κάνει ο Σατανάς παίζει με το μυαλό μας. Μένουμε μόνοι μας και φτιάχνουμε τη δική μας εικονική πραγματικότητα που όμως είναι η «δική» μας πραγματικότητα (κατάθλιψη). 

Είναι ενδιαφέρον πως λειτουργούμε σαν άνθρωποι. Όταν απογοητευόμαστε το πρώτο που κάνουμε είναι να μείνουμε μόνοι. Δεν πρέπει. Τότε είναι που έχουμε ανάγκη την παρέα αδελφών. Και αν δεν είμαστε οι απογοητευμένοι και βλέπουμε κάποιον να είναι, τότε πρέπει να επιδιώξουμε να είμαστε μαζί του, να επιμείνουμε να είμαστε μαζί του. Αυτό επιτάσσει η αγάπη. 

Ο Ηλίας ήταν σωματικά και ψυχικά κουρασμένος. Ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται ανανέωση.

Δεν είναι το έργο του Θεού αυτό που κουράζει, γιατί ο Θεός δίνει τη δύναμη, την υπομονή και ότι άλλο χρειάζεται. Αυτό που κουράζει τον άνθρωπο του Θεού είναι οι διάφορες καταστάσεις που περνάει.

Ο Ηλίας έφτασε να πει στο Θεό: Αρκεί· τώρα, Κύριε, πάρε την ψυχή μου, επειδή δεν είμαι καλύτερος από τους πατέρες μου. 

Ο Ηλίας χάθηκε μέσα στην αυτολύπησή του. Η αυτολύπηση είναι παθητική, υπερβολική και μας οδηγεί σε μιζέρια. Μας λέει ψέματα, μας οδηγεί στα δάκρυα. Μας κάνει να αποκτήσουμε τη νοοτροπία του θύματος. Να εύχεσαι το θάνατο. 

Είπε «δεν είμαι καλύτερος από τους πατέρες μου». Ποιος του είπε πως έπρεπε να είναι καλύτερος; Ο ίδιος το είπε στον εαυτό του. Ανοίγουμε την πόρτα για την αυτολύπηση όταν μόνοι μας βάζουμε το «στάνταρτ» και μετά δεν μπορούμε να το πιάσουμε. 

Πρέπει να αφήσουμε το Θεό να μας πει, ποιες είναι οι πραγματικές προσδοκίες που πρέπει να έχουμε απ’ τον εαυτό μας. Όχι αυτά που άλλοι βάζουν για μας, ή εμείς οι ίδιοι προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε τους άλλους. Ο Θεός πρέπει να μας οδηγήσει. Αυτός μας αγαπάει τέλεια, αυτός ξέρει πιο καλά κι από εμάς τους ίδιους τον εαυτό μας. 

Και πλαγιάσας απεκοιμήθη υποκάτω μιας αρκεύθου, και ιδού, άγγελος ήγγισεν αυτόν και είπε προς αυτόν, Σηκώθητι, φάγε. Και ανέβλεψε, και ιδού, πλησίον της κεφαλής αυτού άρτος εγκρυφίας και αγγείου ύδατος. Και έφαγε και έπιε και πάλιν επλαγίασε. Και επέστρεψεν ο άγγελος του Κυρίου εκ δευτέρου και ήγγισεν αυτόν και είπε, Σηκώθητι, φάγε· διότι πολλή είναι η οδός από σου. Και σηκωθείς, έφαγε και έπιε, και με την δύναμιν της τροφής εκείνης ώδοιπόρησε τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως Χωρήβ του όρους του Θεού. (Α’  Βας.ιθ:5-8). 

Ο Θεός συνάντησε τον υπηρέτη του, στην ώρα της απόγνωσης και της απογοήτευσης. Αυτή είναι μια καλή εικόνα του τι σημαίνει «έλεος».

1ο  ο Θεός οδήγησε τον Ηλία να ξεκουραστεί και να ανανεωθεί.

Κανένα κήρυγμα, καμιά επίπληξη, καμιά ενοχή, ή ντρόπιασμα. Δεν άστραψε κανένας κεραυνός από τον ουρανό, ή φωνή που να του λέει «κοίτα τα χάλια σου, ανάξιε, άντε σήκω πάνω». Ο Θεός αντίθετα του είπε, ξεκουράσου, φάε.

2ο, ο Θεός είπε στον Ηλία αυτό που είχε ανάγκη να ακούσει.

Του μίλησε σοφά. Διαβάζουμε: Και εισήλθεν εκεί εις σπήλαιον και έκαμεν εκεί κατάλυμα· και ιδού, ήλθε λόγος Κυρίου προς αυτόν και είπε προς αυτόν, Τι κάμνεις ενταύθα, Ηλία; (Α’  Βας.ιθ:9).

Δεν του είπε, «θα έπρεπε να ντρέπεσαι». Δεν είπε, «γιατί νοιώθεις έτσι». Του έκανε μια ερώτηση που θα τον έκανε να σκεφτεί, κι όχι μόνο να σκεφτεί, αλλά και να εξωτερικεύσει τι σκέφτεται, γιατί κάνει ό,τι κάνει, γιατί τρέχει.

Και ο Ηλίας απάντησε με την αυτολύπησή του, με το σύνδρομο του θύματος. Ο δε είπεν, Εστάθην εις άκρον ζηλωτής υπέρ Κυρίου του Θεού των δυνάμεων· διότι οι υιοί Ισραήλ εγκατέλιπον την διαθήκην σου, τα θυσιαστήριά σου κατέστρεψαν και τους προφήτας σου εθανάτωσαν εν ρομφαία· και εναπελείφθην εγώ μόνος· και ζητούσι την ζωήν μου, διά να αφαιρέσωσιν αυτήν. (Α’  Βας.ιθ:10).  

Έχει πιστέψει ένα μεγάλο ψέμα. Πως έχει απομείνει μόνος του. Στοιχείο της αυτολύπησης είναι η υπερηφάνεια, η οποία όμως, είναι καλά κρυμμένη. Κύριε μόνος μου είμαι, μετά από εμένα δεν υπάρχει κανένας. Αν εγώ δεν τρέξω κανείς δεν θα τρέξει. Αν εγώ δεν το κάνω, κανείς δεν θα το κάνει τόσο καλά. Γιατί; Επειδή δημιουργούμε εμείς προσδοκίες που δεν τις ζήτησαν ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο Θεός. Κανένας δεν μας ζήτησε να σώσουμε εμείς τον κόσμο. Ο Θεός τον σώζει. Ούτε το έργο εξαρτάται από εμάς. Ο Θεός είναι ο Κύριος του θερισμού.  

Ο Θεός, βέβαια, το άκουσε αυτό. Και πάλι δεν τον αποπήρε. Δεν τον επέπληξε. Αντίθετα, τον παίρνει να δει τα πράγματα πάλι από την αρχή. Ποια είναι η αρχή; Τον οδηγεί να ξαναδεί ποιος είναι ο Θεός. Αυτό είναι που έχουμε ανάγκη. Να έχουμε «όραση» του Θεού. Δεν του προτείνει κάποια μέθοδο. Δεν του λέει απλά πρόσεχε να κάνεις αυτά τα 5 βήματα και την επόμενη φορά. Δεν του λέει «πάρε δύναμη». Αυτό που δείχνει είναι πως η ανάγκη του Ηλία είναι ο ίδιος ο Θεός. 

Και είπεν, Έξελθε και στάθητι επί το όρος ενώπιον Κυρίου. Και ιδού, ο Κύριος διέβαινε, και άνεμος μέγας και δυνατός έσχιζε τα όρη και συνέτριβε τους βράχους έμπροσθεν του Κυρίου· ο Κύριος δεν ήτο εν τω ανέμω· και μετά τον άνεμον σεισμός· ο Κύριος δεν ήτο εν τω σεισμώ· και μετά τον σεισμόν, πύρ· ο Κύριος δεν ήτο εν τω πυρί· (Α’ Βας.ιθ:11-12α).

Άνεμος, σεισμός, φωτιά κι ο Θεός δεν ήταν εκεί. Στέκεται, όμως και περιμένει το Θεό. Γιατί έχει ανάγκη το Θεό. Έχει ανάγκη την παρουσία Του. 

...και μετά τη φωτιά, ήχος λεπτού αέρα (Α’ Βας.ιθ:12β).

Μετά τι συνέβη στον Ηλία; Και ως ήκουσεν ο Ηλίας, εσκέπασε το πρόσωπον αυτού με την μηλωτήν αυτού και εξήλθε και εστάθη εις την είσοδον του σπηλαίου. Και ιδού, φωνή προς αυτόν, λέγουσα, Τι κάμνεις ενταύθα, Ηλία; (Α’  Βας.ιθ:13).

Ο Θεός τον ξαναρωτάει την ίδια ερώτηση. Τώρα που είσαι «άμεσα» στην παρουσία μου, για ξαναπές μου, τι κάνεις εδώ; Ποιος σ’ έστειλε εδώ, ποια η αποστολή σου; Γιατί ήρθες; Γιατί βλέπεις τα πράγματα όπως τα βλέπεις;

Και μια φορά ακόμη ο Ηλίας απαντάει με την αυτολύπηση του και την κρυφο-υπερηφάνεια του: Και είπεν, Εστάθην εις άκρον ζηλωτής υπέρ Κυρίου του Θεού των δυνάμεων· διότι οι υιοί του Ισραήλ εγκατέλιπον την διαθήκην σου, τα θυσιαστήριά σου κατέστρεψαν και τους προφήτας σου εθανάτωσαν εν ρομφαία· και εναπελείφθην εγώ μόνος· και ζητούσι την ζωήν μου, διά να αφαιρέσωσιν αυτήν. (ιθ:14).

Ο Θεός όμως, αυτή τη φορά δίνει μια καλή εξήγηση στον προφήτη για το πως έχουν τα πράγματα. Η πραγματικότητα είναι μία, αλλά η δική μας αντίληψη της πραγματικότητας μπορεί να μας οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις. Τι του είπε ο Θεός;

Και είπε Κύριος προς αυτόν, Ύπαγε, επίστρεψον εις την οδόν σου προς την έρημον της Δαμασκού· και όταν έλθης, χρίσον τον Αζαήλ βασιλέα επί την Συρίαν· τον δε Ιηού τον υιόν του Νιμσί θέλεις χρίσει βασιλέα επί τον Ισραήλ· και τον Ελισσαιέ τον υιόν του Σαφάτ, από Αβέλ-μεολά, θέλεις χρίσει προφήτην αντί σού· και θέλει συμβή, ώστε τον διασωθέντα εκ της ρομφαίας του Αζαήλ, θέλει θανατώσει ο Ιηού· και τον διασωθέντα εκ της ρομφαίας του Ιηού, θέλει θανατώσει ο Ελισσαιέ· αφήκα όμως εις τον Ισραήλ επτά χιλιάδας, πάντα τα γόνατα, όσα δεν έκλιναν εις τον Βάαλ, και παν στόμα το οποίον δεν ησπάσθη αυτόν (ιθ:15-18).

Του έδειξε ο Θεός πως έχει κι άλλη δουλειά να κάνει, πως ακόμη έχει έργο. Παρόλο που η οπτική γωνία από την οποία έβλεπε τα πράγματα είχε παραμορφωθεί, εντούτοις συνέχισε να είναι ο άνθρωπος που ο Θεός θα χρησιμοποιήσει. Κι όσον αφορά εκείνο το «μόνος μου είμαι», ο Θεός έβαλε τα πράγματα στη θέση τους λέγοντας του, υπάρχουν 7000 άνθρωποι Ηλία. Δεν είσαι μόνος μου.

1. ο Θεός οδήγησε τον Ηλία να ξεκουραστεί και να ανανεωθεί.
2. τον οδήγησε στην παρουσία Του και του είπε αυτό που είχε ανάγκη να ακούσει.
3. του έδωσε ένα συνεργάτη. 

Προσέξτε πως τελειώνει το κεφάλαιο αυτό:

Και αναχωρήσας εκείθεν, εύρηκε τον Ελισσαιέ τον υιόν του Σαφάτ, ενώ ώργονε με δώδεκα ζεύγη βοών έμπροσθεν αυτού, αυτός ων εις το δωδέκατον· και επέρασεν ο Ηλίας από πλησίον αυτού και έρριψεν επ' αυτόν την μηλωτήν αυτού. Ο δε αφήκε τους βόας και έτρεξε κατόπιν του Ηλία και είπεν, Ας ασπασθώ, παρακαλώ, τον πατέρα μου και την μητέρα μου, και τότε θέλω σε ακολουθήσει. Και είπε προς αυτόν, Ύπαγε, επίστρεψον· διότι τι έκαμα εις σε; Και έστρεψεν εξόπισθεν αυτού και έλαβεν εν ζεύγος βοών και έσφαξεν αυτούς, και έψησε το κρέας αυτών με τα εργαλεία των βοών και έδωκεν εις τον λαόν, και έφαγον. Τότε σηκωθείς, υπήγε κατόπιν του Ηλία και υπηρέτει αυτόν. (ιθ:19-21). 

Με τη θεραπευτική παρουσία του Θεού, ο Ηλίας βγήκε από το καβούκι του, γύρισε πίσω, και ο Θεός τον οδήγησε να βρει το διάδοχό του (το ότι του πέταξε το μανδύα, σήμαινε πως του ζητάει να τον ακολουθήσει και να γίνει μαθητής του). Κι ο Ελισσαιέ κόβει κάθε επαφή με την παλιά ζωή του, τον ακολουθεί. Εκτός όμως από αυτό ο Ελισσαιέ ήταν ένας άνθρωπος να τον βοηθάει, να τον καταλαβαίνει, να τον ενθαρρύνει.

Ο Θεός δεν μας έπλασε να ζούμε σαν ερημίτες, αλλά μέσα στο σώμα του Χριστού, σε κοινωνία με άλλους. Εκεί μέσα ο καθένας μας φέρνει τη λίγη φωτιά που έχει, σαν αναμμένα κλαδιά, και ανάβει μια μεγάλη φωτιά. Αν μείνω μόνος μου, σε λίγο σαν το κούτσουρο που σιγοκαίει, θα σβήσω. Μαζί με άλλους όμως, η φωτιά μεγαλώνει. 

Ο Θεός λοιπόν, ξεκούρασε και ανανέωσε τον Ηλία. Μετά τον οδήγησε στην παρουσία Του. Τέλος, τον οδήγησε σε κοινωνία πίστης. Και εκεί στην παρουσία του Θεού τα πράγματα τακτοποιούνται. Πόσες και πόσες φορές, νοιώθουμε οι υποχρεώσεις, οι δοκιμασίες, οι πειρασμοί, οι αναποδιές να μας πνίγουν. Η λύση είναι η παρουσία του Θεού. Όχι η λύση του Θεού απλά, η παρουσία του Θεού. 

Ψαλμός ις:11 «Εφανέρωσας εις εμέ την οδόν της ζωής· χορτασμός ευφροσύνης είναι το πρόσωπόν σου· τερπνότητες είναι διαπαντός εν τη δεξιά σου».

Και στον Ψαλμό κζ:1-3 γράφει:

«Ο Κύριος είναι φως μου και σωτηρία μου· τίνα θέλω φοβηθή; ο Κύριος είναι δύναμις της ζωής μου· από τίνος θέλω δειλιάσει; Ότε επλησίασαν επ' εμέ οι πονηρευόμενοι, διά να καταφάγωσι την σάρκα μου, οι αντίδικοι και οι εχθροί μου, αυτοί προσέκρουσαν και έπεσον. Και αν παραταχθή εναντίον μου στράτευμα, η καρδία μου δεν θέλει φοβηθή· και αν πόλεμος σηκωθή επ' εμέ, και τότε θέλω ελπίζει».

Σε αυτό το σημείο, θυμάστε τι ζητάει; 

Ψαλ.κζ:4 Εν εζήτησα παρά του Κυρίου, τούτο θέλω εκζητεί· το να κατοικώ εν τω οίκω του Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, να θεωρώ το κάλλος του Κυρίου και να επισκέπτωμαι τον ναόν αυτού.

Ψαλ.κζ:5 Διότι εν ημέρα συμφοράς θέλει με κρύψει εν τη σκηνή αυτού· Θέλει με κρύψει εν τω αποκρύφω της σκηνής αυτού· θέλει με υψώσει επί βράχον·