ΟΙ ΑΜΕΤΑΘΕΤΟΙ ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΙΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ Κ. ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Όπως τα Ευαγγέλια, έτσι και οι
Επιστολές εξηγούν πως χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις, συγκεκριμένοι όροι,
που κάνουν την ψυχή να είναι βέβαιη για την αιώνια ασφάλεια της. Πράγματι η
Αγία Γραφή έχει πολλά «αν» που κάπως ενοχλούν αυτόν που θέλει να κληρονομήσει
την αιώνια ζωή «άνευ όρων».
Εβρ.γ:13-14
«προτρέπετε αλλήλους καθ' εκάστην
ημέραν, ενόσω ονομάζεται το «σήμερον», δια να μη σκληρυνθή τις εξ υμών δια της
απάτης της αμαρτίας. διότι μέτοχοι εγείναμεν του Χριστού, εάν κρατήσωμεν μέχρι
τέλους βεβαίαν την αρχήν της πεποιθήσεως»
Η καθημερινή πνευματική απασχόληση
του Χριστιανού με τη μελέτη του λόγου του Θεού και τις συντροφιές πνευματικής
οικοδομής, προλαμβάνει το ενδεχόμενο να σκληρυνθεί η καρδιά του. Είναι το
αντιφάρμακο ενάντια στις μεθόδους απάτης που χρησιμοποιεί η αμαρτία για να
παρασύρει τα θύματά της, -εξηγεί ο απόστολος. Οι υποσχέσεις και οι επαγγελίες
για τη συμμετοχή μας στη ζωή του δοξασμένου Κυρίου, θα πραγματοποιηθούν
μονάχα αν ο πιστός κρατήσει μέχρι τέλους αυτά που είχε εξαρχής διδαχθεί
και πιστέψει.
Πιστεύουμε, ότι δεν υπήρχε λόγος
για τον συγγραφέα της επιστολής να προσθέσει την τελευταία φράση «εάν
κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την αρχήν της πεποιθήσεως», αν πράγματι
πίστευε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι πιστοί στους οποίους απευθύνεται, θα
απολάμβαναν οπωσδήποτε και άνευ όρων, τη δοξασμένη συμμετοχή τους στις
επαγγελίες του Χριστού, χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος ή κάποιοι να
απατηθούν από την αμαρτία και να στερηθούν την επουράνια κληρονομιά.
Β' Τιμ.β:11-13
«Πιστός ο λόγος διότι εάν
συναπεθάνομεν, θέλομεν και συζήσει εάν υπομένωμεν, θέλομεν και συμβασιλεύσει
εάν αρνώμεθα αυτόν, και εκείνος θέλει αρνηθή ημάς εάν απιστώμεν, εκείνος μένει
πιστός να αρνηθή εαυτόν δεν δύναται».
Θα συζήσουμε και θα συμβασιλέψουμε
με το Χριστό υπό τον όρο να πεθάνουμε ως προς τον παλαιό μας άνθρωπο και να
υπομένουμε τις δοκιμασίες των διωγμών, στηριγμένοι στην πιστότητα του Θεού,
διότι ο Θεός δεν μπορεί ν' αρνηθεί τον εαυτό Του, δηλαδή τις αξιόπιστες
υποσχέσεις Του για μας, ενόσω μένουμε στο θέλημά Του.
Η φράση «εάν απιστούμε εκείνος
μένει πιστός» καθώς θα εξηγήσουμε παρακάτω, είναι φράση που μαρτυρεί για τη
μόνιμη αγαθότητα του Θεού να συγχωρεί κάθε αμαρτία μας και να επανορθώνει κάθε
παράπτωμα που Του εξομολογούμαστε. «εάν ομολογούμε τις αμαρτίες μας είναι
πιστός και δίκαιος ίνα συγχωρήσει ημάς τις αμαρτίες και να μας καθαρίσει από
κάθε αδικία» (Α' Iωάν.α:9)
Εβρ.γ:6
«του οποίου (Χριστού)
ημείς είμεθα οίκος, εάν κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την παρρησίαν και το
καύχημα της ελπίδος».
Είμεθα οίκος του Χριστού, αν
κρατήσουμε μέχρι το τέλος, τα απαραίτητα γνωρίσματα της χριστιανικής ζωής,
δηλαδή την παρρησία της πίστης και το καύχημα της εν Χριστώ ελπίδας.
Μαραθωνοδρόμος, δεν είναι ο
δρομέας οποιασδήποτε απόστασης αλλ αυτός που τερματίζει το Μαραθώνιο, και αφού
πρώτα τρέξει τον δρόμο του σύμφωνα με τους κανονισμούς του αγωνίσματος: «τον
αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα. (Β'
Τιμ.δ:7).
Το γεγονός ότι ο απόστολος
ομολογεί ότι «τήρησε την πίστη», αυτό σημαίνει ότι γνώριζε περιπτώσεις άλλων
που δεν «τήρησαν την πίστη», και ο αγώνας τους ακυρώθηκε. Σημαίνει επίσης αυτή
η ομολογία του Παύλου ότι ο ίδιος θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο να διατηρήσει
την πίστη. «Ο υπομείνας μέχρι τέλους αυτός θα σωθεί» (Ματθ.ι:22).
Κολ.α:21-23
«Και σας, οίτινες ήσθε ποτέ
απηλλοτριωμένοι και εχθροί κατά την διάνοιαν με τα έργα τα πονηρά, τώρα όμως
διήλλαξε προς εαυτόν, δια του σώματος της σαρκός αυτού, δια του θανάτου, δια
να σας παραστήση ενώπιον αυτού αγίους και αμώμους και ενεγκλήτους, εάν
επιμένητε εις την πίστιν τεθεμελιωμένοι και στερεοί, και μη μετακινούμενοι από
της ελπίδος του ευαγγελίου το οποίον ηκούσατε, του κηρυχθέντος εις
πάσαν την κτίσιν την υπό τον ουρανόν. του οποίου εγώ ο Παύλος έγεινα υπηρέτης».
Ώστε, λοιπόν, για να παραστήσει ο
Χριστός τους λυτρωμένους σαν «αγίους και αμώμους και ανεγκλήτους», αυτό θα
εξαρτηθεί από το αν οι λυτρωμένοι θα εξακολουθούν να παραμένουν στερεοί και
θεμελιωμένοι στη ζωή της πίστης και αμετακίνητοι από την ελπίδα του ευαγγελίου
που ο απόστολος τους κήρυξε.
Ποια θέση λοιπόν, μπορεί να 'χει
αυτό το ΑΝ του αποστόλου αν δεν υπήρχε το ενδεχόμενο να μετακινηθούν οι
Κολοσσαείς από τη θέση που έστεκαν; Είναι αποκλειστικά δική τους η ευθύνη να
μείνουν στην πίστη θεμελιωμένοι και στερεοί.
Εβρ.β:1-3
«Δια τούτο πρέπει ημείς να
προσέχωμεν περισσότερον είς όσα ηκούσαμεν, δια να μη εκπέσωμεν ποτέ. Διότι εάν
ο λόγος ο λαληθείς δι 'αγγέλων έγεινε βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή
έλαβε δικαίαν μισθαποδοσίαν, πως ημείς θέλομεν εκφύγει, εάν αμελήσωμεν τόσον
μεγάλην σωτηρίαν; ήτις αρχίσασα να λαλήται δια του κυρίου, εβεβαιώθη εις ημάς
υπό των ακουσάντων».
Αυτά είναι λόγια πνευματικής
νουθεσίας που ο συγγραφέας της επιστολής απευθύνει σε ανθρώπους που βρίσκονταν
στη ζωή της σωτηρίας. Ουδέποτε οι απόστολοι έστειλαν επιστολή τους σε ανθρώπους
έξω από τον κύκλο της εκκλησίας. Προτρέπει λοιπόν, τους πιστούς καθώς
διαβάζομε, να προσέχουν τη σωστή διδασκαλία, αλλά και την πρακτική εφαρμογή
της, ώστε να μην εξοκείλουν και χτυπήσουν τα βράχια της καταστροφής. Αυτό
σημαίνει το ρήμα «παραρρέω» που χρησιμοποιεί στην περίπτωση τούτη ο απόστολος:
«χάνω τη σωστή πορεία μου, με αποτέλεσμα να εξοκείλω», καθώς το καράβι χτυπάει
τα βράχια και συντρίβεται.
Αυτή τη νουθεσία του ο θεόπνευστος
συγγραφέας τη στηρίζει στην ευθύνη που έχει ο πιστός να τιμά την κλήση του με
την υπακοή του στις αρχές της εν Χριστώ Ζωής, αλλιώς πρέπει να περιμένει τις
ολέθριες συνέπειες της παρακοής του. Σαν παράδειγμα, παρουσιάζει τον λαό
Ισραήλ που παρέλαβε τον Νόμο του Θεού δια μέσου αγγέλων, αλλ' επειδή έδειξε
ασέβεια και παρακοή απέναντι σ' αυτόν τον Νόμο δεν γλίτωσε από την τιμωρία.
Έχετε το παράδειγμα του Ισραήλ,
τους υπενθυμίζει ο συγγραφέας. Αν η κάθε πράξη παρακοής απέναντι στο Νόμο του
Μωυσή, που δόθηκε δια μέσου αγγέλων, τιμωρήθηκε παραδειγματικά, πόσο βαρύτερη
πρέπει να είναι η ενοχή, συνεπώς και η τιμωρία αν αμελήσουμε τη σωτηρία, που
μας έφερε ο γιος του Θεού.
Η εξήγηση αυτή του αποστόλου
Παύλου μεταφέρει στη Νέα Διαθήκη και στο Νέο Ισραήλ, δηλαδή στην εκκλησία, τις
φοβερές και πραγματικές προειδοποιήσεις της κρίσης του Θεού, εναντίον εκείνων
που, καθώς και στην Παλαιά Οικονομία, προκαλούν το Θεό αμαρτάνοντας
συστηματικά και προμελετημένα. (Ρωμ.ς:1).
Στο σημείο τούτο η επιστολή προς
Εβραίους και πάλι χτυπάει τον κώδωνα του κινδύνου.
Εβραίους ι:26-29.
«Διότι εάν ημείς αμαρτάνωμεν
εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αλήθειας, δεν απολείπεται πλέον θυσία
περί αμαρτιών αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως, και έξαψις πυρός, το οποίον
μέλλει να κατατρώγη τους εναντίους. Εάν τις αθετήση τον νόμον του Μωυσέως, επί
δύο ή τριών μαρτύρων αποθνήσκει χωρίς έλεος πόσον, στοχάζεσθε, χειροτέρας
τιμωρίας θέλει κριθή άξιος ο καταπατήσας τον γιόν του Θεού, και νομίσας κοινόν
το αίμα της διαθήκης με το οποίον ηγιάσθη, και υβρίσας το πνεύμα της χάριτος;»
Η πρώτη φράση «Διότι εάν ημείς
αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας» εννοεί,
φυσικά, τη διαγωγή του Χριστιανού που δείχνει διαρκή και συνειδητή αντίσταση
σε όλα όσα έχει διδαχτεί από το λόγο του Θεού και τα οποία κατέχει, (επίγνωσιν
αληθείας).
Αν λοιπόν, ο Θεός, στην Παλαιά
Οικονομία, θανάτωνε οποιονδήποτε καταπατούσε το Νόμο του Μωυσή, μολονότι ήταν
νόμος «λαληθείς δι' αγγέλων» δηλαδή κατώτερος από το νόμο του Χριστού,
τότε ασφαλώς αξίζει σκληρότερη τιμωρία όποιος καταπατεί τον ίδιο το γιο του
Θεού (29), θεωρεί το αίμα της Νέας Διαθήκης σαν κοινό και βρίζει συστηματικά
το Άγιο Πνεύμα με τον άστατο τρόπο της ζωής του. «Διότι εξεύρομεν τον
ειπόντα, «Εις εμέ ανήκει η εκδίκησις, εγώ θέλω κάμει ανταπόδοσιν,» λέγει
Κύριος.
Και πάλιν, «Ο Κύριος θέλει
κρίνει τον λαόν αυτού. Τρομερόν είναι το να πέση τις είς χείρας Θεού ζώντος».(30,
3Ι).
Εβραίους δ:9-11.
«Άρα μένει κατάπαυσις εις τον λαόν
του Θεού. Διότι ο εισελθών εις την κατάπαυσιν αυτού, και αυτός κατέπαυσεν από
των έργων αυτού, καθώς ο Θεός από των εαυτού. Ας σπουδάσωμεν λοιπόν να εισέλθωμεν
εις εκείνην την κατάπαυσιν , δια να μη πέση τις εις το αυτό παράδειγμα της
απειθείας».
Είναι γνωστό από την Παλαιά
Διαθήκη πώς οι Ιουδαίοι της ερήμου τιμωρήθηκαν για την απιστία τους και έτσι
στερήθηκαν τη γη της επαγγελίας, δεν μπήκαν στην κατάπαυση. Ο Θεός είχε βγάλει
το λαό Του από τη γη της καταδυνάστευσης, την Αίγυπτο, σκοπεύοντας να τον
οδηγήσει στη Χαναάν, όμως ο σκοπός Του ματαιώθηκε. Η αμαρτία της παρακοής τους
έκλεισε το δρόμο και εκτός από λίγους, όλοι οι άλλοι δεν απόλαυσαν την κατάπαυση
της επαγγελίας. Εκείνοι, λοιπόν, οι Ιουδαίοι, ξέπεσαν από τα ένδοξα σχέδια που
είχε ο Θεός γι' αυτούς. Άφησαν τα κόκαλά τους στην έρημο, σα δείγμα της φοβερής
κρίσης του Θεού εναντίον τους, αν και όλος ο λαός ήταν μέτοχος της διαθήκης
(Έξοδος κδ:8).
Ο νέος λαός του Θεού, οι
Χριστιανοί πιστοί, λαός της Νέας Διαθήκης, οδηγείται κι αυτός από το Χριστό
στην πνευματική Χαναάν, για να κληρονομήσει την ουράνια κατάπαυση και την
αιώνια ζωή.
Ο απόστολος μας εξηγεί ότι σ' αυτή
την πορεία μας χρειάζεται να επιζητούμε με εξαιρετικό ζήλο και επιμονή, «ας
σπουδάσωμεν», να μπούμε στην επουράνια κατάπαυση, ώστε να μη πέσει κανείς
στο ίδιο σφάλμα που έπεσε και ο αρχαίος Ισραήλ, και μείνει έξω από τις
επαγγελίες, όπως έμειναν και εκείνοι (ίνα μη εν αυτώ υποδειγματι πέση της
απειθείας). Έχοντας λοιπόν, για παράδειγμα, την αποτυχία των τότε
Ισραηλιτών να κληρονομήσουν τη γη, προσέχετε μήπως κάποιος από σας απιστήσει
και πάθει την ίδια αιώνια συμφορά.
Σε άλλη περίπτωση, ο συγγραφέας
της ίδιας επιστολής, στην επιθυμία του να ενθαρρύνει τους αναγνώστες του για να
επιζητούν ζωή πνευματικής προόδου και καρποφορίας, τους προτρέπει με τη
σοβαρότατη προειδοποίηση:
Εβραίους ι:38.
«Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ
πίστεως» και «εάν τις συρθή οπίσω η ψυχή μου δεν ευαρεστείται εις
αυτόν.» Ημείς όμως δεν είμεθα εκ των συρομένων οπίσω προς απώλειαν, αλλ'
εκ των πιστευόντων προς σωτηρίαν της ψυχής. (ι:38-39).
Ο συγγραφέας αναγνωρίζει το
ενδεχόμενο υποχώρησης του πιστού προς απώλειαν, και στην περίπτωση μας
εννοεί φυσικά, υποχώρηση στο έδαφος της πίστης, δεδομένου ότι την προτροπή
ακολουθεί αμέσως ο προφητικός λόγος: «Ο δίκαιος θα ζήσει εκ πίστεως».
Ώστε: Η
βεβαιότητα ότι είμαστε παιδιά του Θεού καθώς και η παραμονή μας στη χάρη,
εξαρτώνται συνεχώς από την πιστότητά μας στο Χριστό και στο λόγο Του, δηλαδή
από τη σταθερότητά μας στη ζωή της πίστης.
«Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί,
γίνεσθε στερεοί, αμετακίνητοι» (Α' Κορ.ιε:58).
«Αντιστάθητε (εις
τον διάβολον) μένοντες στερεοί εις την πίστιν» (Α' Πέτρ.ε:9).
Το μοναδικό γνώρισμα που έχει η ασφαλισμένη
ψυχή του πιστού, είναι το ότι η αμαρτία εκδηλώνεται στη ζωή του σαν ατύχημα (Α'
Ιωάν.α:7), ουδέποτε σαν τρόπος ζωής (Γαλάτ.ε:9). Τον ξεγελάει (Α
' Ιωάν.α:10), ουδέποτε τον «κυριεύει» (Ρωμ.ς:14).