Μονάχα όταν καταλάβουμε τι είμαστε, θα γνωρίσουμε πραγματικά
πώς να κατευθύνουμε τους εαυτούς μας στη ζωή. Οι φιλοδοξίες μας, η ερμηνεία που
δίνουμε στον κόσμο που μας περιβάλλει, η στάση μας απέναντι στους συνανθρώπους
μας, όλα επηρεάζονται αποφασιστικά από την πίστη μας για τη φύση του ανθρώπου.
Ποιες επιλογές έχουμε μπροστά μας;
Οι τέσσερις επιλογές που σκοπεύω να σας προτείνω
περικλείουν, κατά τη δική μου άποψη, ολόκληρο το φάσμα των πιθανοτήτων που
διαγράφονται στον σκεπτόμενο άνθρωπο. Υπάρχουν δυο επιλογές που μπορούμε να τις
ονομάσουμε «εξελικτικές» και δυο που μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε θεϊστικές ή
δημιουργικές, θα τις αντικρύσουμε όλες με τη σειρά.
Οι Εξελικτικές Επιλογές
Η θεωρία της εξέλιξης είναι τόσο πλατιά γνωστή, που δεν
χρειάζεται ν’ αφιερώσω χρόνο για να την περιγράψω. Εν τούτοις, όσοι έχουν
ασχοληθεί με επιστημονική έρευνα, ξέρουν καλά ότι είναι πολύ εύκολο να
παρουσιαστεί λαθεμένα κάποια επιστημονική θεωρία όταν καταβάλλεται προσπάθεια
για την εκλαΐκευση της. Τούτο σίγουρα έχει γίνει με την εκλαΐκευση της θεωρίας
της εξέλιξης και πρέπει να είμαστε σαφείς σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς και
τις ατέλειές της.
Βασικά, η θεωρία της εξέλιξης μας λέει ότι ο άνθρωπος είναι
προϊόν λειτουργίας των φυσικών και χημικών νόμων μόνο (ό,τι θα ονόμαζα: τυφλή
πορεία εξέλιξης, δηλαδή διαδικασία που δεν εξαρτάται από νοημοσύνη). Αυτή η
τυφλή πορεία, μας λένε, αιτιολογεί όχι μόνο την καταγωγή του ανθρώπου και των
ζωικών ειδών, αλλά μπορεί να επεκταθεί προς τα πίσω στην αρχή της ίδιας της
ζωής, με μια διεργασία που ονομάζεται χημική εξέλιξη.
Χημική Εξέλιξη
Δεν είναι η πρόθεσή μου εδώ να συζητήσω τη χημική εξέλιξή, θέλω
όμως να την σχολιάσω συνοπτικά.
Ο καθηγητής Melvin Calvin, που έχει τιμηθεί
με το βραβείο Νόμπελ, έδωσε μια εντυπωσιακή διάλεξη σ’ ένα συμπόσιο στις ΗΠΑ (στο
πρόγραμμά του πήρε μέρος κι ο συγγραφέας της μελέτης αυτής), πάνω στο μηχανισμό
που ορισμένα από τα χημικά στοιχεία, που είναι ουσιώδη για τη λειτουργία της
ζωής, θα μπορούσαν να είχαν προκύψει μέσα από καθαρά φυσικά αίτια, στην αυγή
της ιστορίας. Αλλά παραδέχτηκε, όπως κάθε επιστήμονας πρέπει να δεχτεί, ότι
στην πραγματικότητα είμαστε πάρα πολύ μακριά από το σημείο να μπορούμε να εξηγήσουμε
πώς η οποιαδήποτε βασική μορφή «ζώσης ύλης» θα μπορούσε να έχει έρθει στην
ύπαρξη με τέτοιους φυσικούς συνδυασμούς. Απλώς ψηλαφούμε την επιφάνεια των δυνατοτήτων.
Η αυτόματη σύνθεση ακόμα και της πιο απλής πρωτεΐνης ή του πυρηνικού οξέος θα
μπορούσε να αντιπροσωπεύσει μια πλατιά επέκταση καθενός αποδεδειγμένου ήδη στο
εργαστήριο ή θεωρητικά ερευνημένου φαινομένου. Ακόμα και αν θα δείχναμε τελικά
ότι τέτοια μόρια θα μπορούσαν να παραχθούν από τα είδη των χημικών ουσιών που ίσως
υπήρχαν σε μια αρχέγονη ατμόσφαιρα της γης, θα μπορούσε και μόνο αυτό να δώσει
έμφαση στην απόλυτη αναγκαιότητα του έλλογου ελέγχου της σύνθεσης από τον ίδιο τον
χημικό;
Απ’ όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω, ούτε ένας επιστήμονας δεν
δέχεται ότι είναι αποδεδειγμένη η χημική εξέλιξη της ζωής. Εκείνο που, το πολύ,
μπορούμε να πούμε είναι ότι ορισμένα μικρά βήματα σε μια τέτοια διεργασία θα
μπορούσαν εύλογα να ερμηνευθούν με τις γνωστές χημικές αντιδράσεις. Τα υπόλοιπα
είναι απλές υποθέσεις.
Βιολογική Εξέλιξη
Θα ήθελα ν’ ασχοληθώ πιο διεξοδικά με το θέμα της οργανικής
ή βιολογικής εξέλιξης και να θέσω το ερώτημα: Είναι η θεωρία αυτή σωστή
επιστημονικά; θέλω να δείξω ακριβώς ορισμένα από τα αβυσσαλέα κενά της
αξιοπιστίας καθώς και των γνώσεων, που υπάρχουν στη θεωρία της εξέλιξης. Είναι
ανάγκη ν’ αντιδράσουμε στη δημοφιλή άποψη ότι το όλο ζήτημα έχει αποδειχθεί.
Αντίθετα, μιλώντας σαν επιστήμονας, πιστεύω ότι σε μια ακόμη 25ετία η θεωρία
της εξέλιξης, όπως την γνωρίζουμε τώρα, θα μπορεί να έχει ολότελα χάσει την
αξιοπιστία της- και τούτο πάνω σε γνήσια επιστημονική βάση. Τα τεράστια κενά
στη θεωρία αρχίζουν ν’ αναφαίνονται — όχι βέβαια στις εκλαϊκευμένες περιγραφές
της εξέλιξης, αλλά στα συγγράμματα των επιστημόνων που μελετούν αυτά τα θέματα
στο θεμελιακό τους επίπεδο.
Η θεωρία της βιολογικής εξέλιξης των όντων, αρχίζει με μια
κοινή παρατήρηση, δηλαδή ότι σε κάθε είδος ζώου ή φυτού πραγματοποιούνται
συνεχείς παραλλαγές. Δεν υπάρχει παιδί που είναι απόλυτα απαράλλακτο με τον
γονέα του. Κανένα σκυλί, κανένα ψάρι, κανένα λουλούδι δεν αναπαράγει πανομοιότυπους
απογόνους. Τούτο αποτελεί θέμα κοινής εμπειρίας- και είναι επίσης το πρώτο
σημείο από όπου μπορεί να προκύψει σοβαρή σύγχυση, γιατί αλλαγές από γενιά σε
γενιά μπορούν να προέλθουν από δυο τέλεια διαφορετικές αιτίες.
Η πρώτη είναι η ανακατανομή του ίδιου γενετικού υλικού.
Μπορούμε να μιλούμε, αν προτιμάτε για «δεξαμενή γόνου» σ’ ένα είδος. Καθώς
διασταυρώνονται μέλη του είδους τούτου έρχονται σε σύζευξη διαφορετικά γονίδια
στα χρωμοσώματα και παράγουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στους απογόνους —γαλανά
ή καστανά μάτια, διαφορετικό χρώμα δέρματος, τo ύψος που ένα άτομο φτάνει.
Αυτές οι παραλλαγές μέσα σ ένα είδος δεν έχουν καμιά σχέση με την εξέλιξη.
Ακολουθούν τους βασικούς νόμους της γενετικής, που διατυπώθηκαν τόσο
επιτυχημένα από τον Mendel το 1859 και δείχνουν την απεριόριστη (αριθμητικά)
ποικιλία παραλλαγών, που μπορούν να σημειωθούν στα πλαίσια ενός και του αυτού
είδους. Ανεξάρτητα από το πόσο μακριά προχωρεί η πορεία αυτή των παραλλαγών
είναι ωστόσο, πάντοτε «συγκλίνουσα». Δηλαδή μας δίνει πάντα αποτελέσματα στο
ίδιο είδος, είτε πρόκειται για σκυλί, ψάρι ή χρυσάνθεμα. Αμέτρητες παραλλαγές
μπορούν να παραχθούν με ανασυνδυασμό του ίδιου γενετικού υλικού, όπως εκτροφείς
ζώων και φυτών έχουν αποδείξει ξανά και ξανά, αλλά οι παραλλαγές αυτές ουδέποτε
μπορούν να καταλήξουν σε μια αλλαγή του είδους. Τούτο σπάνια διευκρινίζεται με σαφήνεια
στα εκλαϊκευμένα βιβλία, που πραγματεύονται τη θεωρία της εξέλιξης
Οι αλλαγές, που μπορούν να οδηγήσουν, καταρχήν, σε μια
διαδικασία εξέλιξης είναι γνωστές σαν μεταλλάξεις, όπου το γενετικό υλικό
αλλάζει πραγματικά μορφή κάτω από την επίδραση κάποιου εξωτερικού παράγοντα ή
από τυχαίο γεγονός κατά τη διάρκεια της κυτταρικής διαίρεσης. Μεταλλάξεις
μπορεί να συμβούν αυτόματα ή να προκληθούν από επίδραση ακτινοβολίας, χημικής
θεραπείας ή κάποιων άλλων μέσων. Τυπικά αποτελέσματα μετάλλαξης περιλαμβάνουν
ελλείμματα ορισμένων χημικών ουσιών του οργανισμού, όπως της αιμοσφαιρίνης του
αίματός μας, παραμορφώσεις (δυσμορφίες) και την ανικανότητα «συνθέσεως χρωστικής».
(Ο Αλφισμός είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μετάλλαξης).
Τέτοιες μεταλλάξεις έχουν μελετηθεί στο εργαστήριο και η αναλογία με την οποία
παρατηρούνται μπορεί να προσδιορισθεί —αν και στη φύση αυτές είναι πολύ σπάνιες
Οι μεταλλάξεις είναι σχεδόν πάντοτε επιζήμιες, αν και ορισμένες εμφανίζονται
ουδέτερες στις συνέπειες τους πάνω στη βιωσιμότητα του οργανισμού.
Αλλά, διατείνεται ο εξελικτικός: «Η μετάλλαξη μπορεί, σε
σπάνιες περιπτώσεις, να οδηγήσει στην εμφάνιση κάποιου ωφέλιμου χαρακτηριστικού
στο ζώο ή στο φυτό. Όταν τούτο συμβεί το μέλος του πληθυσμού που πλεονεκτεί,
επιβιώνει επί μακρότερο χρόνο και παράγει περισσότερους απογόνους. Έτσι η
«φυσική επιλογή» ξεχωρίζει μέλη που έχουν πλεονεκτήματα, που τελικά επικρατούν,
το είδος προάγεται».
Στη θεωρία αυτό μπορεί να συμβεί. Δεν θα διαφωνήσω με τη
βασική ιδέα της μετάλλαξης και της φυσικής επιλογής ως μηχανισμών που
λειτουργούν στη φύση, αλλά σ’ όλη την εργασία που έχει γίνει από τότε που ο
Δαρβίνος έγραψε την πραγματεία του «Καταγωγή των ειδών», δεν έχει παρουσιαστεί
καμιά πειστική απόδειξη κάποιας μετάλλαξης που να έχει προκαλέσει μακροχρόνια
πλεονεκτήματα για ένα είδος. Είναι τούτο ένα συζητήσιμο σημείο, αλλ’ η
συχνότητα με την οποία πραγματοποιούνται τέτοιες ωφέλιμες μεταλλάξεις πείθει
πολλούς βιολόγους ότι αυτή δεν είναι μια διεργασία που θα μπορούσε να οδηγήσει
στην ανάπτυξη ειδών ή διαφόρων φυλών (στις μεγαλύτερες ομάδες ζώων) από το
αρχικό «σπέρμα της ζωής».
Θα ήθελα εδώ να παραθέσω μια ή δυο σχετικές περικοπές που
μπορούν να τοποθετήσουν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα.
«Για περισσότερο από μισό αιώνα επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο
Columbia μελέτησαν την κοινή μύγα των φρούτων (Drosophila), με την προοπτική να
παρατηρήσουν ή να προκαλέσουν αλλαγές με μεταλλάξεις στα έντομα αυτά. Μύγες
αναπτύχθηκαν σε ποικίλα περιβάλλοντα, με διαφορές στη θερμοκρασία, υγρασία και
τα παρόμοια, μπήκαν κάτω από την επίδραση ακτινών X και πυρηνικής ακτινοβολίας.
Αλλαγές πραγματοποιήθηκαν. Αλλά ορισμένες απ’ αυτές ήταν θανατηφόρες. Άλλες
αφορούσαν την μεταβολή του χρώματος ή του μεγέθους των ματιών, των φτερών και
των αρθοτήρων τριχών. Ορισμένοι επιστήμονες θα βεβαίωναν ότι διαμορφώθηκαν
καινούργια είδη. Τούτο εξαρτάται κυρίως από τον ορισμό που δίνει ένας στο
είδος. Αναμφίβολα καινούργιοι τύποι μύγας φρούτων έχουν παραχθεί. Αλλά η άποψη
ότι έχει παραχθεί κάποιο έντομο που προσεγγίζει έναν οργανισμό με οποιαδήποτε
μεγαλύτερη διαφορά, απορρίφθηκε. Αυτά τα έντομα εξακολουθούν να είναι μύγες
φρούτων. Τούτο δείχνει ότι η ανάπτυξη νέων ποικιλιών, μέσα σε ορισμένα όρια,
είναι εύκολα δυνατή. Ακόμα και η παραγωγή νέων γιγάντιων στελεχών φυτών είναι
κατορθωτή με διπλασιασμό των χρωματοσωμάτων. Αλλά η παραγωγή ενός καινούργιου
«μείζονος» τύπου οργανισμού δεν έχει επιτευχθεί. Εάν μείνει κανείς στην
Ιστορία, αποφεύγοντας την Προφητεία πάνω στο θέμα, παρατηρεί ότι δεν έχει
αποδειχθεί η εξέλιξη με αλληλοδιάδοχες μικρές μεταλλάξεις. Οι αλλαγές δεν
προχωρούν σ’ ένα τύπο διαφορετικό- συγκεντρώνονται γύρω από τον τύπο του
αρχικού οργανισμού».
Ο μη πειστικός χαρακτήρας του συνδυασμού μετάλλαξη- φυσική επιλογή
ως επαρκούς μηχανισμού της εξέλιξης είναι εν μέρει αποδεκτός ακόμη και από τους
πιο βέβαιους εξελικτικούς. Έτσι ο Dobzhansky γράφει: «Η διεργασία της εξέλιξης
στην ιστορία της γης θεμελιώνεται περίπου με τον ίδιο τρόπο που μπορούν να
βεβαιωθούν συμβάντα, που δεν μαρτυρούνται από ανθρώπινες παρατηρήσεις. Τα πιο
πιεστικά προβλήματα της εξελικτικής βιολογίας, φαίνονται, προς το παρόν, ότι
ανήκουν σε δυο ομάδες —εκείνα που αναφέρονται στη μηχανική της εξέλιξης, και
εκείνα που πραγματεύονται τη βιολογική μοναδικότητα του ανθρώπου».
Ο φλογερός αυτός υπέρμαχος της εξέλιξης υποχρεώνεται να
παραδεχθεί πως η μηχανική ή ο μηχανισμός της εξέλιξης, εμφανίζει ακόμη πιεστικά
προβλήματα. (Τούτο δεν είναι λιγότερο αληθινό το 1983 (ή το 1985) απ’ όσο το
1958).
Ο Goldschmitz, γενετιστής του Πανεπιστημίου της California,
γράφει, «Κανένας δεν έχει παράγει έστω και ένα είδος με την επιλογή
μικρό—μεταλλάξεων. Στους περισσότερο γνωστούς οργανισμούς, όπως η Δροσοφίλη,
γνωρίζουμε αμέτρητους μεταλλαγμένους γόνους. Εάν είμασταν ικανοί να συνδυάσουμε
χίλιους ή και περισσότερους τέτοιους γόνους (μεταλλάκτες ) σ’ ένα και μόνο
άτομο, τούτο (ακόμα και τότε) δεν θα παρουσίαζε καμιά ομοιότητα με κάποιο τύπο
γνωστό ως ένα είδος στη φύση».
Ο W. R. Thompson στην εισαγωγή που έγραψε πάνω στην
«Καταγωγή των ειδών» του Δαρβίνου (έκδ.1959) παρατηρεί: «Υπάρχει μεγάλη
διάσταση γνωμών ανάμεσα στους βιολόγους όχι μόνο σχετικά με τις αιτίες της
εξέλιξης αλλ’ ακόμη και την πραγματική διεργασία της. Αυτή η διάσταση υπάρχει
επειδή οι αποδείξεις είναι ανεπαρκείς και δεν επιτρέπουν την εξαγωγή κάποιων
βέβαιων συμπερασμάτων».
Υπάρχουν πιο βασικές αντιρρήσεις κατά του δαρβινικού (η
ακριβέστερα, νεοδαρβινικού) μηχανισμού της εξέλιξης με τη μετάλλαξη και τη
φυσική επιλογή. Για να προκόψουν ωφέλιμες αλλαγές θα έπρεπε να προηγηθεί μια
συντονισμένη μεθοδική διεργασία που θα προκαλούσε έναν αριθμό αντισταθμιστικών
και ενισχυτικών μεταλλάξεων σ’ ένα και τον αυτό χρόνο. Εάν προτείνουμε, λόγου
χάριν ότι τα φτερά των πουλιών προήλθαν από εξέλιξη των λεπιών των ερπετών,
είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε όχι μια, αλλά ένα πολύ μεγάλο αριθμό
μεταλλάξεων, που αφορούν όχι μόνο τη φυσική μορφή αλλά και τους ελεκτήριους
μυς, τους αδένες που εκκρίνουν τη λιπαρή ουσία και ούτω καθεξής. Ακόμα, το
πλεονέκτημα των φτερών απέναντι στα λέπια, που μόνο αυτό θα μπορούσε να
ενεργοποιήσει τη φυσική επιλογή δεν θα ήταν δυνατό ν’ αναφανεί μέχρι τη στιγμή
που τα φτερά θα έφταναν στο στάδιο να έχουν διαφορετική λειτουργία από τα
λέπια. Το ενδεχόμενο να συμβούν οι πολλές ενισχυτικές μεταλλάξεις, οι
απαραίτητες για το μετασχηματισμό, προτού λειτουργήσει η πίεση της επιλογής,
είναι μηδαμινό.
Ας πάρουμε σαν άλλο παράδειγμα το μακρύ λαιμό της
καμηλοπάρδαλης που παρουσιάζεται συχνά σαν παράδειγμα εξέλιξης. Η καμηλοπάρδαλη
έχοντας μακρύ λαιμό βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, επειδή μπορούσε να
εξασφαλίζει την τροφή της από ψηλότερα, (τρώγοντας φύλλα των μεγάλων δέντρων)
στις εποχές της ξηρασίας και της μεγάλης πείνας. Αλλά ο μακρύς λαιμός της
καμηλοπάρδαλης δεν θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί χωρίς αντίστοιχες (και στην
εξελικτική ορολογία εντελώς ανεξάρτητες) μεταβολές στο αγγειακό σύστημα. Κι
αυτό γιατί η διαφορά στην πίεση του αίματος, μεταξύ της υψηλής και της χαμηλής
θέσης του κεφαλιού, είναι τόσο μεγάλη ώστε ο εγκέφαλος δεν θα μπορούσε να την
δεχτεί, χωρίς το εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα βαλβίδων, που αποτρέπει τη
δημιουργία προβλήματος στο ζώο. Δεν χρησιμεύει σε τίποτα το ν’ αναπτυχθεί απλώς
ο μακρύς λαιμός... Ταυτόχρονα πρέπει ν’ αναπτυχθεί η κατάλληλη ανατομία και
φυσιολογία που θα κάνουν αυτό το μακρύ λαιμό πλεονέκτημα για το ζώο. Οι
πιθανότητες να συμβούν όλα αυτά με τη σύμπτωση τυχαίων μεταλλάξεων (στα ποικίλα
γονίδια που καθορίζουν τα ξεχωριστά τούτα και άσχετα μεταξύ τους γνωρίσματα του
ζώου), είναι πιθανότητες απίστευτα μικρές.
Σε μια πιο γενική παρατήρηση θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει:
Γιατί όλες οι αντιλόπες και τα συγγενή ζώα δεν ανέπτυξαν μακρύ λαιμό, εάν αυτός
ήταν τέτοιας επιλεκτικής αξίας για ένα είδος και γιατί τα μικρά της
καμηλοπάρδαλης δεν εξαιρέθηκαν από τον αφανισμό εξ αιτίας του μικρού
αναστήματος τους;
Το πρώτο πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι η εξελικτική υπόθεση
της εκτεταμένης αλλαγής που συμβαίνει με μικρές μεταλλάξεις είναι τέλεια
ανεπαρκής να εξηγήσει ακόμη και μικρές διαφοροποιήσεις μέσα στα είδη, πόσο
περισσότερο την ανάπτυξη εντελώς καινούργιων ειδών.
Πορίσματα των απολιθωμάτων
Τα κύρια ερείσματα της θεωρίας της εξέλιξης, τα πορίσματα
της έρευνας των απολιθωμάτων, βεβαιώνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την θεωρία
αυτή.
Θ’ αναφερθώ εδώ στο Γάλλο καθηγητή Vialleton, που το 1924
έγραφε: «Όταν αντιμετωπίζει κανείς την εξέλιξη κάτω από το φως των πραγματικών
μαρτυριών νιώθει πολλή αμφιβολία, κι ακόμη διαισθάνεται ότι η αξία της έχει
υπερεκτιμηθεί καταλήγοντας έτσι στην πολύ ανθρωπομορφική ιδέα, ότι το κάθε τι
ξεκίνησε από πολύ χαμηλά και αργότερα εξελίχθηκε σε πολύ περίπλοκες και
ανώτερες μορφές. Και πάλι πρέπει να πει κανείς ότι αυτή δεν είναι η εικόνα που
παρουσιάζεται στη φύση. Σπάνια παρατηρεί κανείς, σε όλη τη διάρκεια των
γεωλογικών εποχών ένα αργό, βαθμιαίο πολλαπλασιασμό των τύπων των οργανισμών.
Δεν βρίσκει κανείς στην αρχή ένα μονοκύτταρο ον, έπειτα απλές αποικίες
κυττάρων, ύστερα πολυκύτταρους οργανισμούς κ. τ. λ. Αντίθετα, όπως παρατήρησε ο
Louis Agassiz, ακόμη από το 1859, στα πρώτα γνωστά απολιθώματα βρίσκει κανείς,
πλάι —πλάι αντιπροσώπους όλων των μεγάλων ομάδων, εκτός από τα σπονδυλωτό,
πράγμα που φαίνεται πως αποδείχνει ότι ο ζωντανός κόσμος από την αρχή του
αποτελούνταν από ξεχωριστούς τύπους, τέλεια διαφορετικούς ο ένας από τον άλλον,
που μοιράστηκαν μεταξύ του τις ποικίλες λειτουργίες της ζωής. Η εξέλιξη δεν
άρχισε από μορφές αληθινά απλές για να περάσει σε περισσότερο σύνθετες. Οι
τύποι των οργανισμών, του οποίους βρίσκει κανείς, πάντοτε έδειχναν το βασικό
χαρακτήρα τους απ’ την αρχή. Η γνήσια εξέλιξη, επομένως, καθώς ανεβαίνει κανείς
τη γεωλογική κλίμακα, από τους πρώτους ως τους τελευταίους αντιπροσώπους οποιουδήποτε
τύπου οργανισμού, είναι ποσοτικά μηδαμινή και με δυσκολία επιτρέπει σε κάποιον
να πιστέψει στην εξαιρετική δύναμη την ικανή να προκαλέσει βιολογική
μεταμόρφωση.
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει ένα πλήθος από παρόμοια
αποσπάσματα. Ο Coulter, ένας βιολόγος, δηλώνει ότι η κατασκευή ενός
οικογενειακού δέντρου είναι προβληματική επειδή λείπουν οι ενδιάμεσοι τύποι.
Γράφει (οι υπογραμμίσεις δικές μου): «Οι Βοτανολόγοι κατασκευάζουν όσο καλύτερα
μπορούν μια φανταστική εικόνα του ενδιάμεσου τύπου για να συμπληρώσουν την
αλληλουχία των βαθμίδων στην εξέλιξη του φυτικού βασιλείου. Προφανώς μια τέτοια
πρακτική είναι μια προσπάθεια μαντείας, αλλά, όπως και τόσες άλλες υποθέσεις,
στάθηκε πολύ χρήσιμη στην οργάνωση θεμάτων μελέτης και σαν κίνητρο έρευνας. Τα
πορίσματα μελετών των απολιθωμάτων δεν αποκαλύπτουν πρακτικά τίποτε σχετικό με
τα προγενέστερα κεφάλαια της εξέλιξης του φυτικού βασιλείου. Γι’ αυτά,
επομένως, πρέπει να στηριχτούμε σε τύπους φυτών που υπάρχουν ακόμη,
προσθέτοντας ένα γενναιόδωρο μέτρο επιστημονικής φ α ν τ α σ ί α ς ».
Καθώς διαβάζετε, τούτη την αναφορά από τους πρωταγωνιστές
της εξέλιξης, αναρωτιέστε, «τι νόημα υπάρχει στη θεωρία;» Η αμηχανία οφείλεται
στο γεγονός ότι στην πρώιμη φάση της εξελικτικής θεωρίας πλατιά αναφορά γινόταν
στην ανεπάρκεια των γεωλογικών ευρημάτων. Οι ενδιάμεσοι τύποι έλειπαν. Οι
πιθανές μεταβατικές μορφές απουσίαζαν αλλά γι’ αυτό μπορούσε πάντα να φταίει η
έλλειψη πληροφόρησης· τα πορίσματα της έρευνας των απολιθωμάτων δεν ήταν πλήρη.
Το επιχείρημα όμως, καθώς περνούσαν τα χρόνια, προοδευτικά αποδυναμώθηκε. Τα
βιολογικά δεδομένα ποικίλουν τόσο πολύ, ο αριθμός των απολιθωμάτων και των
λειψάνων είναι τόσο μεγάλος, ώστε εάν υπήρχαν μεταβατικές μορφές θα μπορούσαν,
πιθανότατα, να είχαν αναφανεί. Υπάρχουν, φυσικά, μορφές που είναι άγνωστες σήμερα
και ορισμένες απ’ αυτές μπορεί να ήταν μεταβατικές, αλλ’ ο αριθμός τέτοιων
παραδειγμάτων είναι πολύ μικρός και ποιος είναι αρμόδιος ν’ αποφανθεί ότι ένα συγκεκριμένο
απολίθωμα ήταν μεταβατικό και όχι απλά ένα άλλο διαφορετικό είδος που
εξαφανίστηκε; Πραγματικά, τις εξελικτικές συσχετίσεις μεταξύ των απολιθωμένων
μορφών (ή και των ζωντανών) μπορεί κανείς να τις συμπεράνει μόνον αν πρώτα
υποθέσει ότι πραγματοποιήθηκε εξέλιξη. Λόγου χάρη οι περίφημες σειρές αλόγων,
που συχνά προβάλλονται ως τελική απόδειξη εξέλιξης είναι απλά υπολείμματα που
έχουν καταταχθεί στην ανιούσα σειρά αναστήματος, με την υπόθεση ότι
αλληλοσυσχετίζονται με εξελικτική διαδοχή.
Κατά την άποψη του συγγραφέα τα πορίσματα των απολιθωμάτων προκαλούν
σήμερα σοβαρή αμηχανία στους οπαδούς της θεωρίας της εξέλιξης και ορισμένοι
βιολόγοι αναγνωρίζοντας το γεγονός τούτο, αρχίζουν να μιλούν για πολλά
εξελικτικά δέντρα, δηλαδή υποθέτουν ότι οι βασικές ομάδες των δημιουργημάτων
ξεκίνησαν από διαφορετικές αρχές. Αυτή είναι μια σύγχρονη θεωρία και φανερώνει
την απελπιστική στενότητα, στην οποία η αρχική θεωρία έχει περιέλθει.
Συνεχίζεται