Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Τι είναι ο άνθρωπος (2)



Εξελικτική Φιλοσοφία

Ανέφερα στην αρχή ότι υπάρχουν δυο εξελικτικές εναλλακτικές λύσεις. Και οι δυο έχουν την ίδια κοινή αρχή που έχουμε ήδη συζητήσει. Πού λοιπόν διαφέρουν;

Εάν κανείς πιστέψει ότι ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ξύλου, που επέπλεε άσκοπα στη θάλασσα του κόσμου και εκβράστηκε στην ακτή του χρόνου από μια τυφλή διεργασία εξέλιξης, τότε λογικά δεν υπάρχει κανένα νόημα στη ζωή. Ο άνθρωπος είναι απλά ένα τυχαίο συμβάν. Ο προορισμός, το νόημα, ή η σημασία (της ύπαρξης) είναι ανύπαρκτες έννοιες. Ο άνθρωπος σπρώχνεται σε μια υπαρξιακή φιλοσοφία: «Δεν υπάρχει κανένα νόημα στην ύπαρξή μας· ας φάμε, ας πιούμε κι ας διασκεδάσουμε, γιατί αύριο πεθαίνουμε». Αυτή είναι η θέση που πολλοί άνθρωποι παίρνουν.


Αλλά η πλειονότητα των στοχαστικών ανθρώπων δεν μπορεί ν’ ανεχτεί τη μηδενιστική τούτη προσέγγιση. Υποσυνείδητα νιώθουμε ότι πρέπει να υπάρχει νόημα, ότι πρέπει να έχει σημασία το αν υπάρχω ή δεν υπάρχω, ότι το ανθρώπινο ον δεν είναι απλά ένα κοσμικό αστείο. Η μηδενιστική και αυστηρά λογική αντιμετώπιση, δεν είναι μόνον ανεπιθύμητη, αλλά και απαράδεκτη για την πλειονότητα των ανθρώπων.

Έτσι οδηγούμαστε στην άλλη εξελικτική εναλλακτική λύση. Ξεκινώντας από την χωρίς έννοια τυφλή διεργασία, μια ομάδα ανθρώπων, των οποίων οι ιδέες είναι στο πλατύ κοινό γνωστές με τον τίτλο «επιστημονικός ουμανισμός» («scientific Humanism») λένε, «Τώρα που φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο αρνούμαστε να παραιτηθούμε και να πούμε ότι το όλο ζήτημα είναι χωρίς νόημα. Πρέπει να επωφεληθούμε από το τυχαίο εξελικτικό επεισόδιο, που ονομάζεται ανθρώπινο γένος και να σφυρηλατήσουμε για τους εαυτούς μας έναν προορισμό, τον οποίο να μπορεί ο άνθρωπος να τον επιδιώξει».

Αυτή, λοιπόν, είναι μια πολύ ευγενική άποψη και πρέπει κανείς να εκτιμήσει το πνευματικό ανάστημα των ανθρώπων που την προσυπογράφουν. Εδώ δεν υπάρχει μηδενισμός· υπάρχει η προθυμία των ανθρώπων αυτών να δεχτούν την πρόκληση. Αλλά εγώ προσωπικά είμαι υποχρεωμένος ν’ απορρίψω αυτή τη λύση για ένα βασικό λόγο, γιατί αποθέτει πάρα πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη φύση. Η μόνη πολιτική ομάδα που προσπάθησε εσκεμμένα να κάνει αυτό που διδάσκει ο επιστημονικός ουμανισμός ήταν οι Ναζί στη Γερμανία, οι οποίοι προσυπέγραψαν ανεπιφύλακτα αυτή τη γνώμη, θα μπορούσαμε επίσης να συμπεριλάβουμε ορισμένες σύγχρονες ρατσιστικές ομάδες σ’ αυτή την κατηγορία, που κρατά ζωντανό το ανήθικο όνειρο μιας φυλής ανθρώπων που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους από τους συνανθρώπους τους.

Οι επιστημονικοί ουμανιστές θα αναπηδούσαν με αποτροπιασμό στα παραδείγματα που διάλεξα. Τούτος ο προορισμός του ανθρώπου, θ’ αντέτειναν, θα πρέπει να διαμορφωθεί από ανθρώπους σοφούς, καλούς και φιλαλήθεις. Αλλά η ίδια η εξελικτική φιλοσοφία τους κάνει δύσκολο το να ορίσει κανείς τι εννοεί με τις λέξεις σοφός, καλός, φιλαλήθης, επειδή δεν παρέχει υπέρτατες ή απόλυτες ηθικές αξίες. Οι ηθικές αρχές, κατά την άποψή τους, απλά ανέκυψαν στην πορεία της ιστορίας- δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση. Ο δικός μου ορισμός —για το ποιος είναι σοφός και τι είναι καλό— μπορεί να διαφέρει από το δικό σας, μπορεί να διαφέρει από κείνον του Huxley και του Haldane και βέβαια διαφέρει από κείνον του Χίτλερ. Το πρόβλημα είναι: Ποιος είναι αυτός που θ’ αναλάβει τον έλεγχο; Μπορούμε να έχουμε την πεποίθηση ότι η οποιαδήποτε διανοητική elite θα παραμείνει αδιάφθορη; Κι αν ακόμη μπορούσαμε να βρούμε κάποιον, που καθένας θα εμπιστευόταν, πόσο ικανός είναι ο άνθρωπος να δημιουργήσει τον ίδιο τον προορισμό του κι έπειτα να κατευθύνει το καράβι του ασφαλώς σ’ αυτόν; Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας τον κόσμο σήμερα και πίσω στην πρόσφατη ιστορία του ανθρώπου, για να διαπιστώσουμε ότι, με όλη του την παιδεία, τη γνώση, την επιστήμη, την ικανότητα και τις δυνάμεις, ο άνθρωπος εμπνέει πολύ μικρή εμπιστοσύνη για να’ ναι ρυθμιστής του προορισμού του.

Δημιουργικές εναλλακτικές λύσεις

Θεϊστική Εξέλιξη

Τις δυο εναλλακτικές απόψεις που ως τώρα συζητήσαμε, τις αποκάλεσα εξελικτικές: τη μηδενιστική, που οδηγεί στη φιλοσοφία του υπαρξισμού και κείνη του επιστημονικού ουμανισμού, που έχει σαν συνέπεια μια υπερβολική εμπιστοσύνη στη διάνοια και στη φύση του ανθρώπου. Και οι δυο απόψεις, βέβαια, είναι τυφλά μονοπάτια στην αναζήτηση από μας του νοήματος της ζωής και της ύπαρξης.
Η τρίτη άποψη, που τώρα αντικρίζουμε, κρατάει επίσης τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά τη βλέπει σαν μια ελεγχόμενη ή σκόπιμη εξέλιξη. Έχω την πρόθεση να συμπεριλάβω πολλές, διαφορετικές μεταξύ τους, φιλοσοφίες σ’ αυτή την κατηγορία! Αυτή καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα πιθανών απόψεων, από μια συμβατικά Χριστιανική, που πιστεύει σ’ έναν προσωπικό Δημιουργό ο Οποίος χρησιμοποίησε τη διεργασία της εξέλιξης για να επιτελέσει τη δημιουργία, ως τις μυστικιστικές φιλοσοφίες που χαρακτηρίζονται (πιθανόν) από την άποψη του Bergson για τη ζωική δύναμη (ilan vital) και στις οποίες αυτή καθαυτή η διεργασία της εξέλιξης είναι προικισμένη με μια μυστηριακή, πνευματική ιδιότητα. Γενίκευσε την εξέλιξη από τη βιολογική περιοχή προς τα πάνω, σε μια εξέλιξη της συνείδησης, της διάνοιας, της κοινωνίας και τελικά του πνεύματος. Αυτή είναι μια τελεολογική θεωρία, που αποβλέπει σ’ ένα στόχο, μια κορυφή, προς την οποία αναρριχιέται ο άνθρωπος. Σ’ αυτή την κορυφή της κατάκτησης την καθολική πνευματική συνείδηση, ο de Chardin αποδίδει την έννοια «Θεός».

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις έχουν σαν κοινό γνώρισμα ότι εμμένουν στη βιολογική εξέλιξη. Ταυτόχρονα αποφεύγουν τα φιλοσοφικά διλήμματα των γνήσιων εξελικτικών και διατηρούν την ιδέα του Θεού, ή τουλάχιστο την έννοια της πνευματικότητας.

Απορρίπτω κι αυτή τη λύση, πρώτα απ’ όλα γιατί θεμελιώνεται πάνω στη βάση της βιολογικής εξέλιξης, η οποία πιστεύω ότι δεν είναι επιστημονικά υγιής· και δεύτερο, εφόσον διατηρείται η βιολογική εξέλιξη, η πνευματική διάσταση μοιάζει ακριβώς σαν την κρέμα πάνω στο γλυκό. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ μ’ αυτό.

Υπάρχει μια βασική φιλοσοφική αρχή που τη διατύπωσε ο Ossan’s Razor. Αυτή αποκλείει κάθε ερμηνεία ενός φαινομένου που είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο χρειάζεται να είναι. Εάν η εξελικτική θεωρία είναι επαρκής να εξηγήσει τα παρατηρούμενα φαινόμενα, δηλαδή το φυσικό σύμπαν, γιατί να χρειάζεται η εισαγωγή εννοιών όπως αυτή της «πνευματικότητας» ή του Θεού; Τούτο το ερώτημα είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντηθεί.

Μια τρίτη, πιο θεμελιακή, αντίρρηση στη θεϊστική εξέλιξη είναι ότι, αν και φαίνεται να συμφιλιώνει την εξελικτική θεωρία και τη θρησκεία το κάνει με μεγάλο κόστος, θυσιάζοντας μερικές από τις βασικές ενορατικές αλήθειες της Χριστιανικής πίστης. Πιστεύω π. χ. ότι υπάρχει μια βασική σύγκρουση ανάμεσα στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τη θεϊστική εξέλιξη.

Η Δημιουργική άποψη

Γιατί, η εξελικτική θεωρία είναι τόσο λαοφιλής; Γιατί η θεωρία της σχετικότητας του Einstein ή η ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Maxwell δεν έφτασαν στον ίδιο (με την εξελικτική θεωρία) βαθμό εκλαΐκευσης; Γιατί η τέταρτη και τελευταία επιλογή, που είναι μια ολοκληρωμένη δημιουργική άποψη, είναι τόσο απαράδεκτη στη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου; Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι η Εξελικτική θεωρία προσφέρει μια εύκολη διέξοδο στη σκέψη του ανθρώπου. Η ιδέα του Θεού είναι ενοχλητική και άβολη για την ανθρώπινη καρδιά. Όταν δεχθεί κανείς ότι ο Θεός, ένα προσωπικό υπέρτατο Ον, δημιούργησε τον ουρανό και τη γη κι ότι μια τέτοια προσωπικότητα δημιούργησε και το ανθρώπινο γένος, αποδεικνύεται αμέσως ότι υπάρχει μια συγγένεια δημιουργήματος και Δημιουργού, και αυτή η σχέση αυτόματα συνεπάγεται την ιδέα της ευθύνης. Εάν είμαι ένα δημιούργημα πλασμένο από το χέρι του Δημιουργού, μ’ οποιαδήποτε μέθοδο, τότε είμαι κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνος απέναντι Του. Ο απ. Παύλος επισημαίνει ότι οι άνθρωποι «απεδοκίμασαν το να έχωσιν επίγνωσιν του θεού» (Ρωμ.α:8). Δεν είναι ευχάριστη η ιδέα του Θεού, επομένως κι αυτή της ευθύνης. Ωστόσο είμαι οπωσδήποτε υποχρεωμένος να δώσω λόγο στο Θεό, το Δημιουργό μου, για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησα τη ζωή μου.

Αυτές τις σκέψεις δυσκολεύεται η ανθρώπινη καρδιά να τις δεχθεί. Η Βίβλος το διατυπώνει ακόμη πιο κατηγορηματικά. Λέει «το φρόνημα της σαρκός (δηλ. του φυσικού ανθρώπου), είναι έχθρα εις τον θεόν» (Ρωμ.η:7).

Ο φυσικός άνθρωπος όχι μόνο νιώθει στενοχώρια στην ιδέα της ευθύνης, αλλά κι επαναστατεί ενεργητικά ενάντια σ’ αυτή. Έτσι μια θεωρία που μας κάνει ικανούς να βγάλουμε τον Θεό από το σύμπαν είναι ευχάριστα αποδεκτή και πολύ βολική θεωρία. Αυτό πιστεύω δικαιολογεί και την πλατιά δημοτικότητα της εξέλιξης και το συναισθηματικό πείσμα με το οποίο την αγκαλιάζουν οι άνθρωποι.

Αλλά η εξέλιξη δεν λύνει πραγματικά το πρόβλημα. Εάν ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο και αυτός αντίθετα αναπτύχθηκε με την διεργασία της βιολογικής εξέλιξης, που ακολούθησε τη χημική εξέλιξη, την αστρική εξέλιξη, πίσω στα πρωτόγονα σύννεφα Υδρογόνου, από πού προήλθε το υδρογόνο; «Καλά» θα παρατηρήσετε «όλα θα μπορούσαν να είναι ενέργεια προτού γίνουν ύλη». Αλλά τότε από πού προήλθε η ενέργεια; Βλέπετε πως αργά ή γρήγορα φτάνετε σένα τέλος της ανάδρομης αυτής πορείας. Τώρα μπορείτε να πείτε: «εντάξει δεχόμαστε πως δεν έχουμε καμιά εξήγηση για τις πρωταρχικές αφετηρίες, αλλά δεν υπάρχει ιδιαίτερο πλεονέκτημα αν προσθέσουμε ένα ακόμη βήμα λέγοντας ο Θεός δημιούργησε την ενέργεια ή την ύλη, επειδή τότε προβάλει το ερώτημα: «Ποια η προέλευση του Θεού;» και δεν είμαστε πλησιέστερα σε κάποια απάντηση. Ας δεχθούμε για λίγο πως η ιδέα του Θεού δεν βοηθάει στο σημείο αυτό, αλλά ούτε όμως εμποδίζει!

Για μένα είναι εξίσου σοβαρό επιστημονικά και διανοητικά να ισχυρίζεται κανείς ότι ο Θεός δημιούργησε την ύλη και την ενέργεια όσο είναι να πει ότι η ύλη και η ενέργεια πάντοτε υπήρχαν, ή απλώς να πει ότι δεν ξέρει από πού προήλθαν. Δεν είναι πιο τιμητικό για την ανθρώπινη διάνοια να πούμε ότι υπάρχει μια διεργασία τέλεια άγνωστη στην επιστήμη, η οποία (διεργασία) «πρέπει να συνεχίζεται γιατί αλλιώς η εναλλακτική λύση είναι ο Θεός». Δεν είναι καθόλου λογικότερο ή αντικειμενικότερο να πούμε αυτά (τα προηγούμενα) παρά να πούμε: «Έν αρχή εποίησεν ο θεός τον ουρανόν και την γην».

Υπάρχουν όμως και άλλα πλεονεκτήματα γύρω από την έννοια «Θεός» και πολύ ουσιαστικά μάλιστα. Λόγου χάρη, η θεωρία της εξέλιξης παίρνει ως δεδομένα την ύπαρξη και τη φύση όχι μόνο της ύλης και της ενέργειας, αλλ’ επίσης και των φυσικών νόμων. Δεν ρωτάει για την φύση ή την προέλευση αυτών καθαυτών των νόμων της Φυσικής και της Χημείας τους οποίους επικαλείται. Γιατί να υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά είδη δύναμης, συγκεκριμένα η έλξη της βαρύτητας, οι ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις, και τα δύο είδη που εξασφαλίζουν τη συνοχή στον πυρήνα του ατόμου, η «ασθενής» και η «ισχυρή» αλληλεπίδραση; Γιατί τέσσερα, γιατί όχι πέντε, γιατί όχι ένα; Η επιστήμη δεν μπορεί ν’ απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Η ιδέα της ύπαρξης του Θεού είναι πάρα πολύ ικανοποιητική υπόθεση σ’ αυτό το σημείο. Όχι μόνο αναγνωρίζουμε τον Θεό ως την πρώτη αιτία και πρώτο ξεκίνημα, τον Δημιουργό, αλλά Τον βλέπουμε παντού μέσα στο σύμπαν ως τον υποστηρικτή και συντηρητή του παντός!

Υπάρχουν δυο εδάφια στην Καινή Διαθήκη που θα ήθελα ν’ αναφέρω εδώ. Το ένα λέει ότι ο Χριστός είναι «ό φέρων (βαστάζων) τά πάντα μέ τόν λόγον τής δυνάμεως αυτού» (Εβρ.α:3). Το άλλο, λέει: «τά πάντα συντηρούνται δι’ αυτού» (Κολ.α:17). Τα εδάφια αυτά δηλώνουν ότι η πληρότητα του φυσικού σύμπαντος όπως την γνωρίζουμε, οι νόμοι βάσει των οποίων λειτουργεί, μπορούν να ταυτισθούν με τον «λόγο τής δυνάμεως Αυτού». Οι νόμοι της επιστήμης είναι μια εκδήλωση αδιάκοπη, σε χρόνο ενεστώτα, της ύπαρξης και της θέλησης του Θεού. Αν ο Θεός έπαυε προς στιγμήν να υπάρχει, τότε το σύμπαν και όλοι οι νόμοι της Φυσικής και της Χημείας θα βυθίζονταν στην ανυπαρξία την ίδια εκείνη στιγμή.

Αυτό είναι εκείνο που διδάσκει η Καινή Διαθήκη και για μένα ως επιστήμονα αποτελεί μια άκρως ικανοποιητική υπόθεση. Για μένα (πάλι) ως Χριστιανό, είναι πιο πολύ από μια υπόθεση. Μένουμε και με τον Δημιουργό και με μια πάντοτε παρούσα αιτία για όλη την ύπαρξη. Επιπλέον μεταφέρει το θαύμα έξω από το χώρο της φαντασίας. Εάν η λειτουργία των επιστημονικών νόμων, της βαρύτητας, του ηλεκτρομαγνητισμού κ. ο. κ. είναι απλά η στιγμή με στιγμή, υποβαστάζουσα τα πάντα δύναμη του λόγου του Θεού, τότε την αναστολή της ισχύος των νόμων αυτών ή την εισαγωγή κάποιου παροδικού καινούργιου νόμου, τον οποίο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως θαύμα, δεν είναι πιο δύσκολο να τις εξηγήσουμε απ’ όσο είναι δύσκολο να εξηγήσουμε την ύπαρξη αυτού του ίδιου του Φυσικού Νόμου. Και οι δυο είναι του ίδιου είδους. Και οι δύο είναι η αδιάλειπτη θέληση ενός αυθύπαρκτου και παντοδύναμου Θεού.

Συμπεράσματα

Δεν ήταν σκοπός μου να προσβάλω απλά τη θεωρία της εξέλιξης. Πιστεύω πως η θεωρία αυτή πρέπει να προσβληθεί, αν όχι για τίποτε άλλο και μόνον επειδή δίνεται γενικά η εντύπωση ότι η εξέλιξη είναι επιστημονικά αποδεδειγμένη. Αυτή η άποψη ξεκινάει από μια τρομερή προκατάληψη και αγνοεί τα απροσμέτρητα χάσματα της θεωρίας, τα οποία την κάνουν απαράδεκτη για μένα ως επιστήμονα. Είχα εξάλλου την ανησυχία να παρουσιάσω κάτι θετικό.

Η Βίβλος δεν τηρεί αμυντική στάση απέναντι στη θεωρία για την ύπαρξη. Αιτιολογεί τη δημιουργία και τη συντήρηση του φυσικού σύμπαντος, ενώ η εξέλιξη, ακόμα κι αν γίνει παραδεκτή, μας λέει μόνο τη μισή ιστορία, εφόσον δεν μπορεί να αιτιολογήσει ούτε την ύπαρξη των φυσικών νόμων στους οποίους τόσο βάρος δίνει. Η άποψη της Δημιουργίας και εκείνη της ύπαρξης ενός Θεού συντηρητή του παντός, είναι για μένα πολύ πιο ικανοποιητική σαν κοσμοθεωρία, από οτιδήποτε έχει μέχρι τώρα η εξελικτική θεωρία παρουσιάσει.

Πέρα απ’ όλα τα επιστημονικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα ωστόσο, βρίσκεται το προσωπικό ζήτημα με το οποίο άρχισα την παρούσα ανασκόπηση. Εάν ακολουθήσουμε τις εξελικτικές επιλογές στην απάντηση της ερώτησης: «Τι είναι ο άνθρωπος», απορρίπτουμε κάθε τι που έχει νόημα στη ζωή. Απορρίπτουμε όλες τις ελπίδες για αιωνιότητα, όλη την πίστη ότι το σύμπαν έχει, σε τελική ανάλυση, λόγο ύπαρξης. Εάν, από την άλλη μεριά, αντικρίζουμε στη φύση την αιώνια δύναμη του Θεού, οδηγούμαστε πίσω στην άποψη της ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στο Δημιουργό του. Ανακύπτουν τα ζητήματα της ηθικής ευθύνης και της αμαρτίας και αρχίζουμε να διαπιστώνουμε ότι οι Χριστιανικές διδασκαλίες, της δημιουργίας και της απολύτρωσης από την αμαρτία, είναι άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους. Η αποστολή του Χριστού ήταν να «ζητήση καί νά σώση τό άπολωλώς» (Λουκ.ιθ:10), δηλαδή ανθρώπους σαν εσάς και σαν εμένα. Εδώ, λοιπόν είναι μια επιλογή, η οποία όχι μόνον αποδεικνύεται ότι ικανοποιεί το ανήσυχο μυαλό μας, αλλά έρχεται να θίξει τις ηθικές αδυναμίες και αποτυχίες μας. Μας οδηγεί όχι μόνο σε μια ενότητα κατανόησης, αλλά σε προσωπική επαφή μ έναν Θεό που συγχωράει. Ο Χριστός δεν είναι μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα (Ιωάν.α:1-3), αλλά ο Σωτήρας δια του οποίου μπορούμε εμείς οι ίδιοι να δημιουργηθούμε εκ νέου (αναγεννηθούμε), γιατί «εάν τις είναι έν Χριστώ είναι νέον κτίσμα, τά αρχαία παρήλθον ιδού τά πάντα έγιναν νέα» (Β' Κορ.ε:17).


Ο Καθηγητής Ε. Η. Andrews, διδάκτωρ των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, είναι ένας διακεκριμένος επιστήμονας που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε επιστημονικές έρευνες, ιδιαίτερα στον τομέα της Ατομικής Φυσικής. Τα βιβλία του σημειώνουν παγκόσμια κυκλοφορία όχι μονάχα σα βιβλία επιστημονικής πρωτοτυπίας και σκέψης αλλά και διότι ο συγγραφέας τους είναι άνθρωπος που με μεγάλη ικανότητα και χάρη συνδυάζει τις πλούσιες επιστημονικές του γνώσεις με τις χριστιανικές πεποιθήσεις του.