Κύριο
χαρακτηριστικό του πιστού ανθρώπου που ξέπεσε, της εκκλησίας που πήρε τον
κατήφορο, είναι η απώλεια της πνευματικής ευαισθησίας.
Έχει
χαρά και ικανοποίηση για πράγματα, που καμιά αξία δεν έχουν. Αντίθετα, μένει
απαθής και αδιάφορη εκεί που έπρεπε να πέσει σε μεγάλη θλίψη και πένθος μπροστά
στον Κύριο, με «σάκο και σποδό». Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό στοιχείο, που
να φανερώνει την κατάσταση.
Δεν
πενθήσατε όταν τα παιδιά σας έπαυσαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τα αιώνια
πράγματα του Θεού. Την προσοχή σας τη στρέψατε αλλού, στους καλούς βαθμούς του
ελέγχου ή στις προοπτικές ενός επιτυχημένου, κατά κόσμο, μέλλοντος.
Δεν
πενθήσατε όταν η γυναίκα σας άρχισε να προτιμά τις κοσμικές συναναστροφές από
τις συνάξεις των αγίων του Θεού. Το δικαιολογήσατε με μια φθηνή και πρόχειρη
δικαιολογία. Δεν δώσατε τη σημασία που έπρεπε.
Δεν
πενθήσατε, όταν είδατε πως δεν μπορούσατε να συγκεντρωθείτε την ώρα της
προσευχής και πως αμαρτίες, που ανήκαν στο παρελθόν, ξαναέκαναν την εμφάνισή
τους με νέο σφρίγος. Το προσπεράσατε αυτό σαν κάτι, που δεν είχε σημασία.
Δεν
πενθήσατε όταν στην εκκλησία, που σας έταξε ο Θεός, παρουσιάστηκαν σκάνδαλα
αμαρτίας. Προσπαθήσατε να βρείτε τον ένοχο. Δείξατε αυστηρότητα κριτή. Μα δεν
πενθήσατε. Δεν πονέσατε.
Δεν
πενθήσατε όταν μάθατε πως κάποιος αδελφός σας επέστρεψε «στο ίδιον αυτού
εξέρασμα». Τον ξανάρπαξε ο κόσμος της αμαρτίας. Αρκεστήκατε στην διαπίστωση και
κακίσατε το θύμα. Μα δεν πενθήσατε.
Δεν
πενθήσατε όταν πολλές φορές διαπιστώσατε πως η καρποφορία σας έφτασε στο μηδέν,
ενώ ο πιστός και η εκκλησία αποστολή έχουν «να φέρουν καρπό πολύ». Το αποδώσατε
στη μετανάστευση, στην αστυφιλία, στο πνεύμα των εσχάτων ημερών.
Δεν
πενθήσατε όταν διαπιστώσατε ότι στο σώμα που σας έταξε ο Κύριος έπαυσε να
υπάρχει η ενότητα, για την οποία ο Κύριός μας μίλησε. Αντί αυτής, συγκρούσεις
και αντεγκλήσεις. Και πήρατε μέρος σ’ αυτές.
Δεν
πενθήσατε, μα συνεχίσατε το δρόμο σας, λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Τα
δυσάρεστα αυτά γεγονότα, τα προσπεράσατε με αδιαφορία, σαν να μην είχαν καμιά
σημασία. Και όμως ήταν σημάδια από τον Θεό, που μιλούσαν τόσο καθαρά, τόσο
εύγλωττα, για την ανάγκη ταπείνωσης και κάθαρσης.
Δεν
πενθήσατε και δεν ομολογήσατε την κατάστασή σας, το δράμα σας, ούτε στο Θεό
ούτε ανάμεσά σας. Θελήσατε να το κρύψετε, να το παρασιωπήσετε. Να μην το μάθει
κανένας. Στο τέλος το ξεχάσατε και εσείς.
Δεν
πενθήσατε, με νηστεία, ταπείνωση και συντριβή. Κρατήσατε το ύφος για τους
άλλους, συνεχίσατε να λέτε πως αγωνιούσατε για τη σωτηρία των ψυχών που
χάνονται, ενώ η θανατερή αρρώστια σάς έτρωγε τα σπλάχνα.
Αποτέλεσμα
αυτού ήταν να μην πάρετε τα «φάρμακα» που ο λόγος του Θεού παραγγέλλει και
προσφέρει. Δεν θελήσατε να μπείτε στη θεραπευτική αγωγή, που ο Κύριος χαρίζει,
με τόσο λαμπρά αποτελέσματα. Γι’ αυτό πάτε από το κακό στο χειρότερο και καμιά
ελπίδα δεν φαίνεται για το μέλλον. Εκτός εάν… αυτό που δεν κάνατε τότε, που
έπρεπε να το κάνετε, το κάνετε τώρα, συναισθανόμενοι την κατάστασή σας, τον
κίνδυνο που εγκυμονεί και τόσα άλλα δυσάρεστα που κάνατε. Πάντα πρόθυμος ο
Κύριος να επέμβει, να βοηθήσει, να θεραπεύσει, να κλείσει πληγές, να χαρίσει
ζωή.