Ένα από τα προφητικά οράματα μέσα
στη Γραφή που το βρίσκω ιδιαίτερα ανησυχητικό, είναι το όραμα της ημέρας της οργής
του Θεού και του Αρνιού (Αποκ.ς:12-17).
Η εικόνα παρουσιάζει ανθρώπους που θα
εύχονταν να θαφτούν ζωντανοί σε έναν σεισμό μάλλον παρά να έρθουν αντιμέτωποι
με τον Θεό και τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τότε πια δεν θα υπάρχει άλλη ευκαιρία να
στραφεί κανείς στον Θεό. Παρόλο που αναφέρει ιδιαίτερα τους μεγιστάνες, τους
πλούσιους, τους χιλίαρχους και άλλους, αποκαλύπτει ακόμη ότι «και κάθε δούλος,
και κάθε ελεύθερος» θα νιώσει τον ίδιο τρόμο. Ίσως να θέλει κανείς να υποστηρίξει
ότι οι δούλοι, που υπέφεραν από τη σκληρή εκμετάλλευση και δεν είχαν δικαιώματα
ή προνόμια ή οτιδήποτε καλό να απολαύσουν, θα μπορούσαν να αποβλέπουν σε μια
καλύτερη μετέπειτα ζωή. Δεν λέει όμως τέτοιο πράγμα η Γραφή. Αν δεν πλησιαστούν
με το μήνυμα του Χριστού πριν πεθάνουν ή πριν έρθει Εκείνος για δεύτερη φορά,
ούτε γι’ αυτούς υπάρχει ελπίδα.
Στη Βίβλο διαβάζουμε ότι όταν οι
άνθρωποι που αγαπούσαν τον Κύριο έβλεπαν πως έρχεται η κρίση πάνω σε αγαπητά
τους πρόσωπα, τότε επιδίδονταν σε ένθερμη προσευχή. Ο Αβραάμ σπλαχνίσθηκε τα
Σόδομα και τα Γόμορρα - εκεί ήταν ο ανεψιός του ο Λωτ. Έτσι ανέλαβε εκείνη την
τόσο συγκινητική μεσολάβηση για τους κατοίκους εκείνων των πόλεων. Ήταν προετοιμασμένος
να φτάσει μέχρι το σημείο να διεγείρει τον θυμό του Θεού εναντίον του, αρκεί να
γλίτωναν κάποιοι από εκείνες τις αμαρτωλές κοινότητες (Γεν.ιη:20-33).
Όταν ο Μωυσής κατάλαβε ότι θα
έπεφτε η οργή του Θεού πάνω στους συμπατριώτες του που είχαν λατρέψει τα
είδωλα, και ίσως και πάνω στον αδελφό του τον Ααρών, προσευχήθηκε με θέρμη. Δεν
υποτίμησε το γεγονός ότι τους έπρεπε η κόλαση. Ποθούσε όμως να πείσει τον Θεό
να τους σώσει. «πλην τώρα, εάν συγχωρήσης
την αμαρτίαν αυτών· ει δε μη, εξάλειψόν με, δέομαι, εκ της βίβλου σου, την
οποίαν έγραψας» (Έξοδ.λβ:32).
Με τα ίδια συναισθήματα έγραφε
και ο απόστολος Παύλος για το βάρος που είχε για τους ομοεθνείς του. «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, έχων
συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν Πνεύματι Αγίω, ότι έχω λύπην
μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου. Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να
ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου»
(Ρωμ.θ:1-3). «η επιθυμία της καρδίας μου
και η δέησις η προς τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ είναι διά την σωτηρίαν αυτών» (Ρωμ.ι:1).
Δεν νόμιζε ότι θα σωθούν λόγω του
ζήλου τους. Ο ζήλος τους ήταν πλανημένος. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν να επικαλεστούν
άγνοια. Δεν ήθελαν την αλήθεια. Ήξερε ότι δεν μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν
με βάση την ηθική τους, γιατί το είχε εξηγήσει ξεκάθαρα ότι τα καλά έργα δεν
σώζουν. Δεν προσποιήθηκε ότι δεν υπάρχει κόλαση. Ευχήθηκε να πάει ο ίδιος εκεί
στη θέση των αδελφών του, αρκεί αυτό να έφερνε τη σωτηρία τους. Αλλά δεν ήταν
δυνατό. Και ο μόνος δρόμος που απέμεινε ήταν η προσευχή.
Η προσευχή είναι το βασικότερο
στοιχείο που ωθεί τους ανθρώπους να ανταποκριθούν. Φτάνεις στο σημείο να
βλέπεις τον εαυτό σου ικανό να κάνει ελάχιστα πράγματα ή τίποτε, εκτός αν
προπορεύεται μπροστά σου ο Θεός και εργάζεται Εκείνος μέσα στους ανθρώπους. Χωρίς
αυτό, αισθάνεσαι όπως εκείνος που του κόλλησε η βάρκα στα ρηχά. Μπορεί να
τραβάει ή να σπρώχνει, αλλά δεν θα μπορέσει να κάνει τη βάρκα του να προχωρήσει
περισσότερο από λίγους πόντους. Αν έρθει όμως το κύμα και σηκώσει τη βάρκα,
τότε θα μπορέσει να την πάει όσο μακριά θέλει, αρκετά εύκολα και χωρίς
αντίσταση. Είναι πράγματι ανάγκη να κυκλοφορείς ανάμεσα στους ανθρώπους,
κηρύττοντας, διδάσκοντας, προτρέποντας, επιτιμώντας, αλλά το πόση πρόοδος θα
γίνει με όλα αυτά εξαρτάται από την κατάσταση του πνευματικού κύματος στο χώρο
της εκκλησίας.
Η προσευχή δεν σώζει αυτόματα
τους ανθρώπους. Ο Αβραάμ είδε ελάχιστα αποτελέσματα στην ένθερμη μεσολάβησή
του. Πιστεύω όμως ότι όταν κάποιος μετανοεί, συνήθως κάποιος άλλος έχει
κατεβάσει με την προσευχή του την ευλογία του Θεού. Και αυτό γιατί ο Θεός
αρέσκεται να δουλεύει μαζί μας, σαν συνεργάτες. Και αυτό φυσικά δεν είναι για
να παραπονιόμαστε. Είναι ένα θαυμαστό προνόμιο.
Δεν είναι ακόμη ώρα, για να πεις
ότι είναι πολύ αργά για κάποιον που έχει προσβληθεί από καρκίνο. Τουλάχιστον
πρέπει να προσευχόμαστε να ανοίξει ο Κύριος την καρδιά του στο Ευαγγέλιο.
Σαν επόμενο βήμα, πιστεύω ότι θα
ήταν καλό να φροντίσει κανείς να βρει μια ευκαιρία για να του μιλήσει λίγο
περισσότερο για τον Κύριο Ιησού. Ίσως να έχει περάσει αυτή η ώρα της ευκαιρίας
- δεν ξέρω. Αν όμως πεθαίνει, πιθανότατα θα αντιλαμβάνεται αρκετά καλά την
κατάστασή του, ακόμη κι αν οι γιατροί δεν έχουν το κουράγιο να του το πουν.
Συνήθως ο θάνατος είναι το θέμα για το οποίο κανένας δεν μιλάει. Γενικά όμως οι
άνθρωποι έχουν πράγματα που θέλουν να τα τακτοποιήσουν, αν ξέρουν ότι δεν τους
μένει πολύς καιρός να ζήσουν. Και αρκετά συχνά ο θάνατος είναι ευκαιρία για να
μιλήσει κανείς ευγενικά και ταπεινά για τον Σωτήρα που νίκησε τον θάνατο.
Ακόμη και όταν κάποιος έχει χάσει
κατά τα φαινόμενα τις αισθήσεις του, είναι εκπληκτικό πόσα μπορεί να ακούσει
και να καταλάβει. Κάποιοι μίλησαν για τον Χριστό σε ανθρώπους που είχαν χάσει
τις αισθήσεις τους, οι οποίοι μετά συνήλθαν και ομολόγησαν πίστη στον Χριστό.
Με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι
πρέπει να μπεις στο δωμάτιο του με ορμή και να του δώσεις να καταπιεί το
Ευαγγέλιο με το ζόρι. Θέλω να πω όμως ότι δεν έχεις το δικαίωμα να θεωρείς ότι
είναι πολύ αργά. Αν δεν ήταν αργά για τον ληστή πάνω στον σταυρό να πιστέψει
στον Σωτήρα, μπορούμε κι εμείς να είμαστε σίγουροι ότι ο Θεός δέχεται αυτούς
που μετανοούν ακόμη και το τελευταίο λεπτό της ζωής τους (Λουκ.κγ:42-43). Όσοι
πιστεύουν ότι σωτηρία σημαίνει να είσαι καλός και να προσπαθείς σκληρά,
βρίσκουν αυτή την αλήθεια αρκετά απεχθή. Στην πραγματικότητα όμως δεν
συνεισφέρουμε τίποτε στη σωτηρία μας παρά μόνο την αμαρτία από την οποία
χρειάζεται να σωθούμε. Και οι άνθρωποι που μετανοούν την τελευταία στιγμή
αποτελούν στον ουρανό, μπροστά στους αγγέλους και τον υπόλοιπο πνευματικό
κόσμο, έναν θαυμάσιο έπαινο για την εκπληκτική χάρη του Θεού εν Χριστώ.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα
γίνει με τον κάθε βαριά άρρωστο. Μπορούμε όμως να προσευχόμαστε και να ελπίζουμε
- χωρίς να καταλαβαίνουμε εντελώς τους σκοπούς του Θεού μέσα σ’ όλη αυτή την
υπόθεση.
Ένας από τους σκοπούς του Θεού είναι
να μας διδάσκει ώστε να μπορούμε κι εμείς να βοηθάμε άλλους όταν περνούν από
παρόμοιες δυσκολίες (Β' Κορ.α:3). Ο Ιησούς, που έκλαψε για την απώλεια των
ομοεθνών Του στην Ιερουσαλήμ, καταλαβαίνει τη θλίψη που περνάμε.
Ησ.ν:10 Τις είναι μεταξύ σας
ο φοβούμενος τον Κύριον, ο υπακούων εις την φωνήν του δούλου αυτού; ούτος, και
αν περιπατή εν σκότει και δεν έχη φως, ας θαρρή επί το όνομα του Κυρίου και ας
επιστηρίζεται επί τον Θεόν αυτού.