«ο υιός τιμά τον
πατέρα, και ο δούλος τον κύριον αυτού. Αν λοιπόν Εγώ ήμαι Πατήρ, πού είναι η
τιμή Μου; Και αν Κύριος Εγώ, πού ο φόβος Μου;» (Μαλαχ.α:6).
Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του χριστιανού είναι
ο φόβος Του Κυρίου.
Ο Κύριος κάνει πράγματα φοβερά, που σημαίνει πράγματα που
προκαλούν φόβο «και πας ο λαός έβλεπε τας
βροντάς, και τα αστραπάς, και την φωνήν της σάλπιγγος, και το όρος καπνίζον.
Και ότε ο λαός είδε ταύτα, εσύρθησαν, και εστάθησαν μακρόθεν. Και είπον προς
τον Μωϋσήν, Συ λάλησον προς ημάς, και θέλομεν ακούσει. Και ας μη λαλήσει προς
ημάς Ο Θεός, δια να μη αποθάνωμεν. Και είπε ο Μωϋσής προς τον λαόν, Μη
φοβείσθε. Διότι Ο Θεός ήλθε δια να σας δοκιμάση, και δια να ήναι ο φόβος Αυτού
έμπροσθέν σας, δια να μη αμαρτάνητε» (Έξοδ.κ:18-20).
Φόβος: Μία λέξη ταμπού για τους σύγχρονους
χριστιανούς που επιδίδονται σε συζητήσεις «αγαπολογίας» και έναν αλλοιωμένο
χριστιανισμό και απογυμνωμένο από τη δύναμη Του Θεού.
Ο φόβος Του Θεού, λένε, εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και
όχι στην Καινή. Στην Καινή Διαθήκη ο Θεός είναι Αγάπη, όμως, κάτι διαφορετικό
βλέπουμε στις Πράξεις των αποστόλων: “Κατέλαβε
δε πάσαν ψυχήν φόβος. Και πολλά τεράστια και σημεία εγίνοντο δια των αποστόλων”
(Πράξ.β:43). Αυτά τα λόγια ανήκουν
στην Καινή Διαθήκη φυσικά.
Όταν η δύναμη Του Θεού είναι παρούσα, αυτόματα προκαλείται
φόβος Θεού μέσα στον άνθρωπο. Όταν υπάρχει ο φόβος Του Θεού μέσα στον άνθρωπο,
τότε εμφανίζεται και η δύναμη Του Θεού. Το συμφέρον μας είναι να φοβόμαστε και
να εμφανίζεται η δύναμίς Του και όχι το αντίθετο.
Όταν ο Κύριος κρίνει, μπορεί με γεγονότα που ενεργεί, ν’
αναπτύξει το φόβο Του στις καρδιές μας ώστε να εξασφαλίσει σ’ εμάς την οδό της
σωτηρίας, καθώς άνοιξε η γη και κατάπιε τους στασιαστές που στασίασαν ενάντια
στο Μωυσή, και όχι μόνο τους ίδιους αλλά ολόκληρη την οικογένειά τους και τα
υπάρχοντά τους (Αριθ.ις).
Πολλοί πάλι λένε ότι αυτό είναι Παλαιά Διαθήκη, όμως, για να
δούμε τι λέει και η Καινή Διαθήκη στις Πράξεις των Αποστόλων, στο πέμπτο
κεφάλαιο, όταν ο Ανανίας με τη Σαπφείρα εψεύσθησαν στο Άγιο Πνεύμα και έπεσαν
νεκροί μπροστά σε όλη την εκκλησία : “και
έπεσε φόβος μέγας εφ’ όλην την εκκλησίαν, και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.
Πολλά δε σημεία και τέρατα εγίνοντο εν τω λαώ δια των χειρών των αποστόλων. Και
ήσαν ομοθυμαδόν άπαντες εν τη στοά του Σολομώντος. Εκ δε των λοιπών ουδείς
ετόλμα να προσκολληθή εις αυτούς. Ο λαός όμως εμεγάλυνεν αυτούς. Και
προσετίθεντο μάλλον πιστεύοντες εις Τον Κύριον, πλήθη ανδρών τε και γυναικών”
(Πράξ.ε:11-14).
Ο Κύριος εμφανίζεται στον Κορνήλιο επειδή είχε κάποια
χαρακτηριστικά: “Ήτο δε τις άνθρωπος εν
Καισαρεία ονόματι Κορνήλιος, εκατόνταρχος εκ του τάγματος του λεγομένου
Ιταλικού, ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν μετά παντός του οίκου αυτού, όστις
και έκαμνεν ελεημοσύνας εις τον λαόν πολλάς, και εδέετο του Θεού διαπαντός”
(Πράξ.ι:1-2).
Επίσης, στο Πράξ.ι:31,
μας λέει ότι οι εκκλησίες Του Θεού περιπατούσαν στο φόβο Του Κυρίου : «Αι μεν λοιπόν εκκλησίαι καθ’ όλην την
Ιουδαίαν και Γαλιλαίαν και Σαμάρειαν είχον ειρήνην, οικοδομούμεναι και
περιπατούσαι εν το φόβω Του Κυρίου, και δια της παρηγορίας Του Αγίου Πνεύματος
επληθύνοντο». Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται η λέξη «φόβος» 300 φορές
περίπου και την Καινή Διαθήκη 100.
Φοβάμαι το Θεό σημαίνει ότι τον ευλαβούμαι και τον σέβομαι
βαθύτατα και αυτό γίνεται φανερό από τον τρόπο που στέκομαι μπροστά Του από τον
τρόπο που συμπεριφέρομαι, από τον τρόπο που μιλάω και την εν γένη συμπεριφορά
μου.
Άλλοι πάλι, για να δικαιολογήσουν την ασέβειά τους,
ισχυρίζονται πως φόβος δεν είναι στην αγάπη: “Φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον.
Διότι ο φόβος έχει κόλασιν. Και ο φοβούμενος δε είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη”
(Α' Ιωάν.δ:18).
Πράγματι, η αγάπη δεν έχει φόβο, αλλά τι φόβο; Φόβο
τιμωρίας, κόλασης, καταδίκης. Φόβο Θεού πάντα έχει. Ο ίδιος ο μαθητής της
αγάπης στην Αποκάλυψη γράφει: “και έλεγε
μετά φωνής μεγάλης, Φοβήθητε Τον Θεόν, και δότε δόξαν εις Αυτόν, διότι ήλθεν η
ώρα της κρίσεως Αυτού. Και προσκυνήσατε Τον Ποιήσαντα Τον ουρανόν και τη γην
και την θάλασσαν και τας πηγάς των υδάτων” (ιδ:7). Είναι δυνατόν ο ίδιος μαθητής να ισχυρίζεται στη μία
περίπτωση να μην φοβάστε το Θεό και στην άλλη το ακριβώς αντίθετο;
Επίσης: “Τις δεν θέλει
Σε φοβηθή, Κύριε, και δοξάσει το όνομά Σου; Διότι Είσαι Μόνος Όσιος. Διότι
πάντα τα έθνη θέλουσιν ελθεί και προσκυνήσει ενώπιον Σου. Διότι αι κρίσεις Σου
εφανερώθησαν” (Αποκ.ιε:4).
Είναι τόσα πολλά εκείνα που μπορούμε να γράψουμε πάνω σ’ αυτό
το θέμα ώστε ξεπερνούν τα περιορισμένα όρια ενός μικρού άρθρου. Ένα πράγμα όμως
θέλουμε να επισημάνουμε: Μάθε να φοβάσαι Το Θεό και μην ακούς τις φωνές κάποιων
που θέλουν να το παρουσιάσουν διαφορετικά. Πολλοί λένε: «μα, Ο Θεός θέλει να
Τον αγαπάμε και όχι να Τον φοβόμαστε». Αυτό είναι αλήθεια. Και τα δύο πρέπει,
και να Τον αγαπάμε και να Τον Φοβόμαστε: “δουλεύετε
Τον Κύριον εν φόβω, και αγάλλεσθαι εν τρόμω” (Ψαλμ.β:11).
Στην Καινή Διαθήκη βλέπουμε το εξής παράδοξο: Στους
ανθρώπους που φοβούνται το Θεό έρχεται ο Ίδιος ο Κύριος και τους λέει: «μη φοβού».
Κάποια παραδείγματα:
«Τότε λέγει προς αυτάς
ο Ιησούς, Μη φοβείσθε. Υπάγετε, απαγγείλατε προς τους αδελφούς Μου, δια να υπάγωσιν
εις την Γαλιλαίαν. Και εκεί θέλουσι με ιδεί» (Ματθ.κη:10).
«Ο δε Ιησούς, ευθύς
ότε ήκουσε τον λόγον λαλούμενον, λέγει προς τον αρχισυνάγωγον, Μη φοβού, μόνον
πίστευε» (Μάρκ.ε:36).
«Εκείνος δε λέγει προς
αυτούς, Εγώ Είμαι, μη φοβείσθε» (Ιωάν.ς:20).
Στους ανθρώπους όμως που δεν Τον φοβούνται, τους προτρέπει
να Τον φοβηθούν. Για παράδειγμα:
«Πάντας τιμήσατε. Την
αδελφότητα αγαπάτε. Τον Θεόν φοβείσθε. Τον Βασιλέα τιμάτε» (Α΄ Πέτρ.β:17).
«και έλεγε μετά φωνής
μεγάλης, φοβήθητε τον Θεόν, και δότε δόξαν εις Αυτόν, διότι ήλθεν η ώρα της κρίσεως
Αυτού. Και προσκυνήσατε τον ποιήσαντα τον ουρανόν και τη γην και την θάλασσαν
και τας πηγάς των υδάτων» (Αποκ.ιδ:7).
Ο Θεός δέχεται αυτούς που Τον φοβούνται! Και αυτό είναι
γραμμένο στην Καινή Διαθήκη: «αλλ’ εν παντί
έθνει όστις φοβείτε Αυτόν, και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις Αυτόν»
(Πράξ.ι:35).
Ο Κύριος θα ανταμείψει και θα δώσει μισθό σ’ αυτούς που Τον
φοβούνται: «και τα έθνη ωργίσθησαν, και
ήλθεν η οργή Σου, και ο καιρός των νεκρών, δια να κριθώσι, και να δώσης τον
μισθόν εις τους δούλους Σου τους προφήτας, και εις τους αγίους και εις τους
φοβουμένους το όνομά Σου, τους μικρούς και τους μεγάλους, και να διαφθείρης
τους διαφθήροντας την γην» (Αποκ.ια:18).
Η Παλαιά Διαθήκη τελειώνει με μια υπόσχεση γι’ αυτούς που
φοβούνται Τον Κύριο και μόνο γι’ αυτούς: «Εις
εσάς όμως τους φοβουμένους το όνομά μου θέλει ανατείλει ο Ήλιος της
δικαιοσύνης, με ίασιν εν ταις πτέρυξιν Αυτού. Και θέλετε εξέλθει, και σκιρτήσει
ως μοσχάρια της φάτνης» (Μαλαχ.δ:2).