Κανένας δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει
στα σοβαρά ότι η συνείδηση είναι ένα απόλυτο μέτρο. Είναι πασίγνωστο ότι η
συνείδηση επηρεάζεται από τη διαπαιδαγώγηση, και ότι μπορεί να φιμωθεί ή και σε
μεγάλη έκταση να νεκρωθεί. Ο Παύλος προειδοποιούσε τον Τιμόθεο για ανθρώπους
που δίδασκαν αυτά που ονόμαζε διδασκαλίες δαιμονίων. Τους περιγράφει σαν «υποκριτές, ψευδολόγους, εχόντων την εαυτών
συνείδησιν κεκαυτηριασμένην» (Α' Τιμ.δ:2).
Έτσι, η συνείδηση δεν είναι απόλυτο
μέτρο, είναι όμως ένα μέτρο δίκαιο. Δεν είναι παράλογο να ζητάς από τους
ανθρώπους να ζουν σύμφωνα με το προειδοποιητικό φως που έχουν έμφυτο μέσα τους.
Τώρα, με βάση όλα αυτά υποστηρίζει ο
απόστολος ότι όλος ο κόσμος μπορεί να σταθεί υπόδικος μπροστά στον Θεό, χωρίς
να μπορεί κανείς να πει ότι αυτό δεν είναι δίκαιο. «Θα φραχθεί κάθε στόμα» (Ρωμ.γ:19)
- δηλαδή, όταν θα πάμε να σταθούμε μπροστά στον Θεό, ούτε εσύ ούτε κανένας
άλλος σε ολόκληρο τον κόσμο δεν θα μπορεί να πει ότι η καταδίκη του Θεού είναι
άδικη.
Πόσο δίκαιο έχεις να επιβεβαιώνεις
τόσο κατηγορηματικά αυτό που είχε πει ο Αβραάμ, όταν παρακαλούσε για τα Σόδομα
και τα Γόμορρα: «ο κρίνων πάσαν την γην
δεν θέλει κάμει κρίσιν;» (Γέν.ιη:25). Και, πολύ συχνά, όταν δεν ξέρουμε που
βρίσκονται οι άνθρωποι, έχει μέγιστη σημασία και δίνει τη σωστή ανακούφιση το
να στρεφόμαστε σε ένα τέτοιο κείμενο. Αλλά, αν το διαβάσεις με κάθε ειλικρίνεια
μαζί με τα συμφραζόμενά του, δεν σου δίνει το βαθμό της ανακούφισης που
ψάχνεις. Βλέπεις, ο Θεός σαν Κριτής έκανε αυτό που ήταν δίκαιο για τα Σόδομα
και τα Γόμορρα. Και οι μόνοι που σώθηκαν ήταν ένας άνδρας και δύο γυναίκες.
Όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός εκείνων των δύο πόλεων αφανίστηκε από τον Θεό μας με
μια φοβερή τιμωρία. Αυτό μας διδάσκει ότι όταν ο Κριτής όλης της γης κάνει
απόδοση δικαιοσύνης, τότε αυτή είναι τρομερή.
Είναι, βέβαια, δεδομένο ότι το κακό
ήταν εκτεταμένο και αποτρόπαιο σ’ αυτές τις δύο πόλεις, αλλά, από την άλλη, δύσκολα
μπορεί να πει κανείς ότι είχαν ακούσει το μήνυμα του Θεού. Όλες οι ενδείξεις
τείνουν στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Λωτ και της οικογένειάς του ήταν
αμελητέα. Άφησαν τις πιέσεις από το ειδωλολατρικό περιβάλλον τους να τους συνθλίψουν
μέσα σ’ ένα καλούπι που δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνο των άπιστων γειτόνων
τους.
Αν ο Θεός έκανε αυτό που ήταν δίκαιο
για τα Σόδομα και τα Γόμορρα, τότε τα μέρη του κόσμου που δεν άκουσαν το Ευαγγέλιο
βρίσκονται σήμερα σε μεγάλο κίνδυνο.
Ο Ιησούς δίδαξε ότι η φρίκη από τη
φωτιά και το θειάφι που έβρεξε πάνω στα Σόδομα θα είναι η ίδια ακριβώς μ’ εκείνη
που θα υπάρξει «καθ' ην ημέραν ο Υιός του
ανθρώπου θέλει φανερωθή» (Λουκ.ιζ:29-30). Το ίδιο θέμα αναπτύσσεται με
τρομακτικές εικόνες στο βιβλίο της Αποκάλυψης:
Αποκ.κ:10 και ο διάβολος ο πλανών αυτούς ερρίφθη εις
την λίμνην του πυρός και του θείου, όπου είναι το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης,
και θέλουσι βασανίζεσθαι ημέραν και νύκτα εις τους αιώνας των αιώνων.
Αποκ.κ:15 Και όστις δεν ευρέθη γεγραμμένος εν τω
βιβλίω της ζωής, ερρίφθη εις την λίμνην του πυρός.
Η φρίκη στην ιστορία της Γένεσης ήταν προσωρινή.
Η φρίκη αυτού του οράματος στην Αποκάλυψη, είναι εκείνη ενός ατέλειωτου
βασανισμού «εις τους αιώνας των αιώνων».
Ο Τζων Γουέσλεϋ, τον Μάρτιο του 1748
έγραφε: «Κυριολεκτικά, όπου βλέπω είτε έναν είτε χίλιους ανθρώπους να τρέχουν
προς την κόλαση, είτε βρίσκονται στην Αγγλία, είτε στην Ιρλανδία, είτε στη
Γαλλία, ναι, στην Ευρώπη ολόκληρη, στην Ασία, στην Αφρική ή στην Αμερική, θα
τους σταματήσω αν μπορώ, σαν υπηρέτης του Χριστού, θα τους παρακαλέσω, εν
ονόματί Του, να γυρίσουν πίσω και να συμφιλιωθούν με τον Θεό. Αν έκανα αλλιώς,
αν άφηνα να πέσει στο λάκκο οποιαδήποτε ψυχή, την οποία θα μπορούσα να σώσω από
το αιώνιο πυρ, δεν ευελπιστώ ότι ο Θεός θα δεχόταν τη δικαιολογία μου «Κύριε,
δεν ήταν από την πόλη μου».
Όταν τον κατέκριναν για το ότι κήρυττε
σε υπαίθριους χώρους, σε ανθρώπους που δεν θα έρχονταν ποτέ στην εκκλησία, ο
Τζων Γουέσλεϋ σχολίαζε: «Θα θέλατε μήπως αυτά τα κακόμοιρα ερείπια να
συνεχίσουν να αμαρτάνουν, μέχρις ότου πέσουν στην κόλαση; Σίγουρα όχι. Αλλά με ποιο
άλλο μέσο θα μπορούσαν να αποσπαστούν από τη φωτιά;». Οι πεποιθήσεις του
Γουέσλεϋ για τη φρίκη της καταδίκης τον οδήγησαν σε τολμηρές καινοτομίες στο
πλησίασμα των άλλων ανθρώπων για τον Χριστό. Καλά θα κάνουμε να μιμηθούμε το
παράδειγμά του! Ενδιαφερόταν για ολόκληρη την προσωπικότητα του ανθρώπου - αλλά
δεν άφηνε να πνιγεί το έργο του της διακήρυξης του ευαγγελίου από την πολιτική
και κοινωνική δράση, όπως κάνουν τόσο πολλοί σήμερα. Η σωτηρία ήταν τότε -και
ακόμη είναι- η υπ’ αριθμόν ένα ανάγκη του ανθρώπινου γένους.
Άρχισα λέγοντας ότι εκείνοι που δεν
άκουσαν ποτέ δεν θα κριθούν σαν να είχαν ακούσει. Και νομίζω ότι απέδειξα πως
αυτό είναι αλήθεια. Αυτό, όμως, οδηγεί σε ένα άλλο ερώτημα. Τι σκέφτεται ο Θεός
για εκείνους που δεν λένε το Ευαγγέλιο σ ‘αυτούς που δεν το άκουσαν ποτέ; Τους
κατατάσσει στην ίδια κατηγορία με τους δολοφόνους.
Όταν ο Θεός έστειλε τον Ιεζεκιήλ για
να μεταβιβάσει το λόγο Του στους Ισραηλίτες, του έδωσε μια αυστηρότατη προειδοποίηση
για να μην κάνει πίσω στην αποστολή του: «Όταν
λέγω προς τον άνομον, Εξάπαντος θέλεις θανατωθή, και συ δεν νουθετήσης αυτόν
και δεν λαλήσης διά να αποτρέψης τον άνομον από της οδού αυτού της ανόμου, ώστε
να σώσης την ζωήν αυτού, εκείνος μεν ο άνομος θέλει αποθάνει εν τη ανομία
αυτού· πλην εκ της χειρός σου θέλω ζητήσει το αίμα αυτού» (Ιεζ.γ:18).
Ο Θεός διευκρινίζει εδώ ότι αυτός που
δεν άκουσε δεν πεθαίνει γιατί δεν άκουσε, αλλά εξ αιτίας της αμαρτίας του.
Παρόλα αυτά, προειδοποιεί ότι ο αγγελιοφόρος που κρατάει το μήνυμα για τον
εαυτό του είναι στα μάτια Του σαν δολοφόνος. Τόσο σημαντικός ήταν αυτός ο
κανόνας, ώστε ο Θεός τον επανέλαβε στον Ιεζεκιήλ και αργότερα στη διακονία του
(Ιεζ.γ:7-8).
Σήμερα, εμείς που είμαστε η εκκλησία
του Ιησού Χριστού, είμαστε υπόλογοι για τους μη ευαγγελισθέντες του κόσμου. Σε
όλους μαζί μας δόθηκε η ευθύνη να πάμε σε όλο τον κόσμο και να κηρύξουμε το
Ευαγγέλιο.
Στο ατομικό επίπεδο, το κρίσιμο
ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι: «Εγώ σε ποιόν έχω σταλεί;». Δεν
είναι ο καθένας σαν άτομο υπεύθυνος να φέρει μόνος του το Ευαγγέλιο σε ολόκληρο
τον κόσμο, αλλά καλούμαστε ατομικά ο καθένας να δώσουμε τη μαρτυρία μας σε
συγκεκριμένους ανθρώπους, σ' ένα συγκεκριμένο μέρος. Εκπληρώνεις την ευθύνη σου
σ' αυτό τον τομέα; Ο Ιούδας παρότρυνε τους ακροατές του: «άλλους δε σώζετε μετά
φόβου, αρπάζοντες αυτούς εκ του πυρός» (Ιούδ:23). Όταν υπάρχει κίνδυνος φωτιάς,
δεν διστάζουμε να αρπάξουμε και να απομακρύνουμε βίαια αυτόν που επιθυμούμε να
σώσουμε, γιατί δεν θα ήταν αρκετό να του κάνουμε νόημα με το δάχτυλο ή να
απλώσουμε ευγενικά το χέρι. Πρέπει να ανακτήσουμε αυτή την αίσθηση του
επείγοντος. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη σοβαρή μας ευθύνη.
Αυτοί που δεν άκουσαν το Ευαγγέλιο
κρίνονται δίκαια. Είναι χαμένοι. Και το κήρυγμα του Ευαγγελίου εξακολουθεί
ακόμη να είναι η μόνη τους ελπίδα. Είθε ο Θεός να δώσει και σε σένα το κουράγιο
να πας εκεί που σε στέλνει.