Αν ο Χριστός περίμενε να Τον
καλωσορίσει ο κόσμος, ακόμη θα περίμενε να γεννηθεί στη Βηθλεέμ. Αντιμετώπισε
την απόρριψη από τους περισσότερους. Άλλες φορές Τον καλοδέχονταν στην αρχή,
για να Τον εγκαταλείψουν αργότερα όταν έβλεπαν ποιες είναι οι απαιτήσεις της
μαθητείας δίπλα Του. Δεν νομίζω ότι υπήρξε κανείς ποτέ τόσο ανεπιθύμητος όσο
ήταν ο Ιησούς. Οι άγγελοι ίσως να ήρθαν ένδοξα για να Τον προϋπαντήσουν, αλλά
ελάχιστοι άνθρωποι τους μιμήθηκαν. Και στο ψηλότερο σημείο της διακονίας Του, η
μοναξιά Του ήταν απίστευτη.
Ο Χριστός δεν μας υποσχέθηκε κάποια διαφορετική εμπειρία. «Αν ο κόσμος
σας μισεί», είπε, «να ξέρετε ότι πριν
από σας μίσησε Εμένα» (Ιωάν.ιε:18). Το τελευταίο βράδυ πριν από τη σταύρωσή
Του ικέτευσε τον Πατέρα να φυλάξει τους μαθητές Του από τον πονηρό, λέγοντας «Εγώ έδωκα εις αυτούς τον λόγον σου, και ο
κόσμος εμίσησεν αυτούς, διότι δεν είναι εκ του κόσμου, καθώς εγώ δεν είμαι εκ
του κόσμου» (Ιωάν.ιζ:14).
Στην Επί του Όρους ομιλία υπαινίχθηκε ακόμη ότι ο
διωγμός θα έπρεπε να τους οδηγήσει σε ένα είδος βεβαιότητας. «Μακάριοι είσθε, όταν σας ονειδίσωσι και
διώξωσι και είπωσιν εναντίον σας πάντα κακόν λόγον ψευδόμενοι ένεκεν εμού.
Χαίρετε και αγαλλιάσθε, διότι ο μισθός σας είναι πολύς εν τοις ουρανοίς· επειδή
ούτως εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών» (Ματθ.ε:11,12). Όλοι εκείνοι που
έφερναν έναν προφητικό λόγο στους ανθρώπους έπαιρναν πάνω τους αυτή τη στάμπα:
«Ανεπιθύμητος».
Η ερώτηση δεν είναι αν θέλουν να
ακούσουν οι άνθρωποι, αλλά αν χρειάζονται το Ευαγγέλιο. Και φαντάζομαι ότι
ξέρετε πως το χρειάζονται. Στους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο, αρέσει να
μην τους ενοχλούν για τέτοια θέματα. Η Καινή Διαθήκη μας λέει ότι αυτό
συμβαίνει επειδή «οι άνθρωποι ηγάπησαν το
σκότος μάλλον παρά το φώς· διότι ήσαν πονηρά τα έργα αυτών» (Ιωάν.γ:19). Αν
αυτό είναι αλήθεια, θα ήμασταν ανόητοι να περιμένουμε να μας δεχτούν με
ανοιχτές αγκάλες.
Όταν ο Θεός δέχτηκε τον Ησαΐα σαν
εθελοντή εργάτη, του έδωσε μια απελπιστική περιγραφή της δουλειάς του. (Ησ.ς:9-11).
Του είπε ότι δεν θα υπήρχε σχεδόν καθόλου ανταπόκριση στο έργο του. Οι
περισσότεροι άνθρωποι θα τον άκουγαν αλλά ποτέ δεν θα έπιαναν πραγματικά το
μήνυμα. Θα τον παρακολουθούσαν να υπηρετεί τον λόγο του Θεού, αλλά στο βάθος
δεν θα καταλάβαιναν τη σημασία όλων αυτών. Όταν ο Ησαΐας διαπίστωσε πόσο
δύσκολη θα ήταν η αποστολή του, αμέσως ρώτησε για πόσο διάστημα θα ήταν
υποχρεωμένος να την εκτελεί. Ίσως ήθελε να μάθει μήπως θα μπορούσε να κάνει
αυτή τη δουλειά «για μερικούς μήνες, μέχρις ότου να κατασταλάξει». Η απάντηση
του Θεού ήταν απογοητευτική. Ήθελε η δουλειά να συνεχιστεί μέχρις ότου να μη
μείνει κανένας σε κανένα σπίτι, στον οποίο να μην έχει φτάσει το μήνυμα.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που
χρειάζονται να ακούσουν, ο Θεός θέλει αγγελιοφόρους για να τους μεταφέρουν το μήνυμα. Και η δέσμευση
δεν θα είναι βραχυπρόθεσμη. Πρέπει να διατηρηθεί μέχρις ότου να μην απομείνει
κανείς που δεν θα έχει πλησιαστεί. Ίσως να μη θέλουν να ακούσουν, αλλά
χρειάζονται να ακούσουν. Και ο Θεός θέλει να ακούσουν.
Όμοια και στον Ιεζεκιήλ είχε πει
ο Θεός ότι έπρεπε να διακηρύξει το μήνυμά του «εάν τε ακούσωσιν, εάν τε απειθήσωσι» (Ιεζ.γ:11).
Δεν είμαστε υπόλογοι για τις πόρτες
που κλείνουν απότοκα μπροστά στο Ευαγγέλιο, είμαστε όμως υπόλογοι αν δεν
χτυπήσουμε καθόλου μία πόρτα.
Είναι αλήθεια ότι ο Χριστός είχε
πει στους μαθητές Του να τινάξουν τη σκόνη απ’ τα παπούτσια τους όταν κάποιο
χωριό δεν δεχόταν αυτούς και το μήνυμά τους (Λουκ.ι:10-12). Είναι όμως αμφίβολο
αν αυτό πρέπει να ισχύσει και σήμερα σαν γενική πρακτική. Οι μαθητές τότε είχαν
βγει σε μια σύντομη αποστολή, προετοιμάζοντας το δρόμο για μια επίσκεψη από τον
Ίδιο τον Ιησού. Σε μεταγενέστερους καιρούς της Καινής Διαθήκης, το έργο του
Ευαγγελίου παρομοιάζεται με τις γεωργικές εργασίες - όργωμα, φύτεμα, πότισμα και
συγκομιδή. Αυτή η παρομοίωση υπονοεί μια πολύ πιο μακροπρόθεσμη αφοσίωση.
Ασφαλώς, η υποχρέωση να
μαθητεύσουμε όλα τα έθνη δεν ανήκει σε καμία συγκεκριμένη εθνικότητα. Ανήκει
στην εκκλησία σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η κάθε τοπική εκκλησία έχει αυτή την ευθύνη.
Ο Θεός χρειάζεται επειγόντως την διαπολιτιστική επικοινωνία για την οικοδόμηση
της Εκκλησίας Του. Δεν είναι ένα αναγκαίο κακό για το παρόν. Είναι βασικό
στοιχείο στη ζωή κάθε ώριμης και αυξανόμενης εκκλησίας.
Οι περισσότεροι από τους
ιεραποστόλους των πρώτων Χριστιανικών χρόνων προερχόταν από τη Μέση Ανατολή.
Στον δέκατο ένατο αιώνα και στο πρώτο μισό του εικοστού οι περισσότεροι
ιεραπόστολοι προέρχονταν από τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική. Αλλά στις
μέρες μας είναι συναρπαστικό να βλέπεις πολλές ασιατικές, αφρικανικές και
λατινοαμερικανικές εκκλησίες να ενεργοποιούνται στην υποχρέωσή τους να
εκπληρώσουν τη Μεγάλη Αποστολή. Σαν αποτέλεσμα, βλέπουμε πολύ περισσότερο
αληθινά διεθνές ιεραποστολικό έργο, και αυτό είναι εξαιρετικό πλεονέκτημα για
το έργο του Ευαγγελίου σ’ εκείνες τις χώρες όπου οι δυτικοί ιεραπόστολοι είναι
σημαδεμένοι με όλο το στίγμα του δυτικού ιμπεριαλισμού, και όπου το Ευαγγέλιο
εκλαμβάνεται λανθασμένα σαν δυτική θρησκεία. Οι διεθνείς ομάδες ιεραποστόλων βοηθούν
στο να φανεί ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Αυτό ακριβώς ήταν το σχόλιο που
πέταξαν στον προφήτη Αμώς όταν έφερε τα λόγια του Θεού στο βόρειο βασίλειο του
Ισραήλ. «φύγε εις την γην Ιούδα και εκεί
τρώγε άρτον και εκεί προφήτευε» (Αμώς ζ:12) είπε ο Αμασίας, ο αιρετικός
θρησκευτικός ηγέτης. Ο Αμώς όμως δεν είχε εντολή να πάει στο βασίλειο του Ιούδα.
Ο Θεός τον είχε καλέσει από τη δουλειά του, από την κηπουρική, για να φέρει τον
λόγο Του στο βασίλειο του Ισραήλ (Αμώς ζ:14,15). Ασφαλώς και στο βασίλειο του
Ιούδα χρειαζόταν οι άνθρωποι να ακούσουν τι είχε να πει ο Θεός για την αμαρτία
τους και για την ανάγκη τους. Αυτό όμως δεν ήταν δουλειά του Αμώς. Η δουλειά
του Αμώς ήταν να δώσει ένα μήνυμα στη διπλανή χώρα. Και αλίμονο σ’ εκείνη τη
χώρα αν δεν άκουγε.
Από μια άποψη, η ασφάλεια του
Αμώς ήταν η κλήση του σ’ αυτή την ιεραποστολική υπηρεσία. Δεν είχε διοριστεί
μόνος του ιεραπόστολος. Δεν μπήκε στη δουλειά για τον μισθό. Δεν το έκανε
επειδή δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει. Είχε κληθεί να βγει από μια πολύ καλή
δουλειά. Είχε κληθεί να φύγει από μια χώρα που δεν είχε καθόλου μικρότερη
ανάγκη να ακούσει τον λόγο του Θεού. Είχε κληθεί από τον Θεό στο βασίλειο του
Ισραήλ -και έτσι το βασίλειο του Ισραήλ έπρεπε να ακούσει τα λόγια του Θεού
μέσω αυτού.
Πόσο σημαντικό ήταν να μείνει ο
Αμώς προσκολλημένος σ’ αυτά που έλεγε ο Θεός!
Αν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι
χρειάζονται κατεπειγόντως το Ευαγγέλιο, θα πάμε να τους μιλήσουμε, είτε μας
θέλουν είτε όχι. Αν πιστεύουμε πραγματικά ότι ο λόγος του Θεού έχει τις απαντήσεις,
τις μοναδικές απαντήσεις για να σωθούν οι άνθρωποι από την κόλαση, τότε θα
θέλουμε να τις μοιραστούμε μαζί τους, όποιες κι αν είναι οι εθνικές και πολιτιστικές
διαφορές. Η σημαντική ερώτηση είναι: Πιστεύουμε ότι το άλλο ενδεχόμενο εκτός απ’
το Ευαγγέλιο είναι η κόλαση;
Επειδή ο απόστολος Παύλος πίστευε
στην οργή του Θεού, θεωρούσε ότι ήταν απόλυτα υποχρεωμένος να πει το Ευαγγέλιο
στους ανθρώπους. «Χρεώστης είμαι προς
Ελληνάς τε και βαρβάρους, σοφούς τε και ασόφους· ούτω πρόθυμος είμαι το κατ'
εμέ να κηρύξω το ευαγγέλιον και προς εσάς τους εν Ρώμη» (Ρωμ. α:14,15). Αν
οι άνθρωποι είναι πράγματι τόσο χαμένοι, τότε έχουμε κι εμείς μια τεράστια
υποχρέωση. Και το βάρος μας δεν μπορεί να είναι για την πατρίδα μας μόνο, ή για
έναν μόνο τύπο ανθρώπων. Το βάρος για τους χαμένους εκτείνεται σε όλους
εκείνους που δεν άκουσαν το Ευαγγέλιο.
Αυτή η αίσθηση της υποχρέωσης
ήταν τόσο δυνατή ώστε ο Παύλος δεν θεωρούσε ότι κάνει χάρη σε κανένα κηρύττοντας του το Ευαγγέλιο. «Διότι εάν
κηρύττω το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα· επειδή ανάγκη επίκειται εις
εμέ· ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω» (Α' Κορ. θ:16).
Ενώ όμως τα γράφω αυτά, έχω
απόλυτη συναίσθηση του ότι πολλές φορές δεν μιλώ στους ανθρώπους για τον Ιησού Χριστό.
Έχω πολύ λίγη γεύση αυτού του ευαγγελιστικού καταναγκασμού που κρατούσε τον
απόστολο Παύλο συνέχεια στη δουλειά. Είμαι σίγουρος ότι αυτό εν μέρει οφείλεται
στο ότι οι αλήθειες για τις οποίες γράφω δεν έχουν κατακτήσει ακόμη την καρδιά
μου και τη φαντασία μου.
Αν πιστεύουμε πραγματικά στο
δόγμα περί κόλασης, τότε σίγουρα πρέπει να σχεδιάσουμε πως θα προσεγγίσουμε
λαούς που βρίσκονται στην απώλεια.
Μη χάνετε άδικα το χρόνο σας
κατατριβόμενοι με το «πρόβλημα» της οδηγίας του Θεού. Όταν περπατάτε μαζί Του,
Εκείνος έχει δεσμευθεί (εγγράφως!) να σας καθοδηγήσει, ΟΤΑΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Η
ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΩΡΑ (Παρ.γ:5-6). Δεν θα έλεγε ότι έπλασε εμάς τους Χριστιανούς «προς έργα καλά, τα οποία προητοίμασεν ο Θεός
διά να περιπατήσωμεν εν αυτοίς» (Εφεσ.β:10), αν επρόκειτο να είναι
περισσότερο ή λιγότερο αδύνατο για μας, να ανακαλύψουμε ποια είναι αυτά τα έργα
για τα οποία μας προετοίμασε. Κάντε αυτό που ξέρετε ό,τι θέλει ο Θεός από σας
τώρα - και αφήστε Τον να σας δείξει το επόμενο βήμα στον κατάλληλο καιρό.