Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

ΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟ ΜΕΤΡΟ ΚΡΙΣΗΣ (1)



Ποιος είπε ποτέ ότι ο Θεός θα καταδικάσει ανθρώπους, γιατί απέρριψαν κάποιον για τον οποίο ποτέ δεν άκουσαν; Σε καμιά περίπτωση δεν είναι αυτή η διδασκαλία της Γραφής. Ο Θεός δεν καταδικάζει τον άνθρωπο που δεν άκουσε σαν να είχε ακούσει. Η Γραφή, όμως, πράγματι διδάσκει ότι κάθε άνθρωπος στέκεται καταδικασμένος μπροστά στον Θεό, και ότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό δεν είναι δίκαιο (Ρωμ.γ:19).


Βέβαια, δεν προσπαθώ να προσποιηθώ ότι δεν υπάρχουν κάποιες όψεις της τακτικής του Θεού απέναντι στους ανθρώπους που πράγματι φαίνονται αρκετά άδικες από τη δική μας οπτική γωνία.

Όταν αντιμετωπίζουμε τέτοια προβλήματα, πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά τις απότομες ερωτήσεις του Παύλου: «Αλλά μάλιστα συ, ω άνθρωπε, τις είσαι, όστις ανταποκρίνεσαι προς τον Θεόν; Μήπως το πλάσμα θέλει ειπεί προς τον πλάσαντα, Διά τι με έκαμες ούτως;» (Ρωμ.θ:20).

Υπάρχουν περιοχές όπου πρέπει να κλείσουμε το στόμα με ταπεινή, αν και αναστατωμένη, υποταγή. Δεν είμαστε εμείς κριτές του Θεού. Εκείνος είναι το απόλυτο μέτρο σαν προ το τι είναι δίκαιο και σωστό. Τα δικά μας μέτρα είναι πολύ ατελή όταν τα τοποθετούμε δίπλα σ’ Εκείνον. Τα δικά Του μέτρα, όμως, είναι αψεγάδιαστα όταν τα τοποθετεί δίπλα σε μας!

Ο Θεός μας εκθέτει στην Αγία Γραφή ότι, ο τρόπος που θα κρίνει αυτούς που ποτέ δεν άκουσαν είναι διάφανα δίκαιος. Τα πρώτα δεκαέξι εδάφια του 2ου κεφαλαίου της προς Ρωμαίους μιλούν ακριβώς γι’ αυτό.

Ο λόγος του Θεού δηλώνει ότι, ο καθένας από μας είναι ένοχος μπροστά Του, πρώτα πρώτα γιατί δεν έχουμε δικαιολογία, όταν κρινόμαστε με τα δικά μας μέτρα. Όπου κι αν πας στον κόσμο, οι άνθρωποι κριτικάρουν ο ένας τον άλλον. Αν κάποιος τους πειράξει, αντιδρούν. Λένε: «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό». Προσπαθούν ίσως να κάνουν και ανταπόδοση. Όταν κριτικάρουμε τους ανθρώπους δείχνουμε να ξέρουμε ότι, αυτή η συγκεκριμένη πράξη είναι κακή.

Το παράξενο με τους ανθρώπους είναι ότι, αυτά που κριτικάρουν περισσότερο στους άλλους είναι εκείνα που στην πράξη κάνουν οι ίδιοι.

Ο Θεός λέει ότι κρίνει τους ανθρώπους με τα μέτρα που χρησιμοποιούν οι ίδιοι όταν κριτικάρουν τους άλλους (Ρωμ.β:1). Αυτό είναι δίκαιο. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι είναι και καταδικαστικό.

Το δεύτερο μέτρο με το οποίο κρίνει ο Θεός αυτούς που δεν άκουσαν είναι το μέτρο της ανθρώπινης φύσης τους. Ο Παύλος γράφει: «Επειδή όταν οι εθνικοί οι μη έχοντες νόμον πράττωσιν εκ φύσεως τα του νόμου, ούτοι νόμον μη έχοντες είναι νόμος εις εαυτούς, οίτινες δεικνύουσι το έργον του νόμου γεγραμμένον εν ταις καρδίαις αυτών, έχοντες συμμαρτυρούσαν την συνείδησιν αυτών και τους λογισμούς κατηγορούντας ή και απολογουμένους μεταξύ αλλήλων» (Ρωμ.β:14,15).

Κανένας δεν ισχυρίζεται εδώ ότι οι ειδωλολάτρες εφαρμόζουν όλα τα ιδανικά που έθεσε ο Θεός όπως αποκαλύπτονται στη Βίβλο. Θα έπρεπε να έχει κανείς πλήρη άγνοια της ανθρώπινης φύσης για να πει κάτι τέτοιο! Όταν, όμως, βρίσκεις ειδωλολάτρες οι οποίοι - για παράδειγμα - τιμούν τον γάμο, ή καταδικάζουν τον φόνο, ή ενθαρρύνουν τη φιλαλήθεια ή τα παρόμοια, αυτοί δείχνουν ότι τα πρότυπα του Θεού δεν είναι αυθαίρετα, αλλά ότι ταιριάζουν απόλυτα με τον τρόπο που είμαστε πλασμένοι.

Επειδή αυτό ισχύει, μπορούμε κάλλιστα να περιμένουμε να βρούμε ειδωλολάτρες να καταλαβαίνουν και να αποδέχονται τη βασιμότητα αυτών των αρχών. Πραγματικά, μπορεί να έχουν δει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν καλύτερα αυτές οι αρχές, και τις θέσπισαν μόνοι τους, χωρίς να ξέρουν καν τι είχε πει ο Θεός στον λόγο του.

Για παράδειγμα, άκουσα κάποτε ότι τον πρώτο καιρό της Ρωσικής Επανάστασης βγήκε η διαταγή να δουλεύουν οι άνθρωποι με εβδομάδα δέκα ημερών. Η απόδοσή τους έπεσε, και αποκαλύφθηκε ότι ο άνθρωπος πετυχαίνει την καλύτερη απόδοσή του όταν δουλεύει έξι μέρες και μία μέρα ξεκουράζεται. Αυτό δεν το έμαθαν από τις Δέκα Εντολές. Αλλά, η μελέτη τους πάνω στον άνθρωπο τους έδειξε ότι ο λόγος του Θεού, τελικά είχε δίκαιο! Ο Καρλ Μαρξ είχε διδάξει ότι ο γάμος είναι αστικός θεσμός. Έτσι, τον πρώτο καιρό της επανάστασης εγκαταλείφθηκαν οι κανόνες του γάμου. Ανακάλυψαν, όμως, ότι έτσι άρχισε η κοινωνία να αποσυντίθεται. Οι άνθρωποι λειτουργούν καλύτερα στην κοινωνία, όταν τηρούνται οι αρχές του γάμου. Και αυτό είναι ακριβώς εκείνο που λέει ο λόγος του Θεού.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι εκείνοι που δεν έχουν τη Βίβλο δεν κρίνονται με κάποιον αυθαίρετο νόμο του Θεού. Αντίθετα, κρίνονται με κανόνες που είναι αυτονόητοι, εξ αιτίας της ίδιας της φύσης του ανθρώπου. Λόγω της ξεπεσμένης και διεστραμμένης φύσης τους, οι άνθρωποι προφανώς δεν φθάνουν σε «όλη την βουλή του Θεού» αποκλειστικά και μόνο με τη σκέψη τους. Αλλά, στην περίπτωση αυτή, ούτε και ο Θεός τους κρίνει μ’ αυτό το μέτρο.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνεις τις καταδίκες που ανακοινώνει ο Αμώς στο πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο της προφητείας του. Τα πρότυπα με τα οποία έκρινε ο Θεός τον Ισραήλ και τον Ιούδα (που είχαν τη Βίβλο) ήταν αυστηρότερα από εκείνα με τα οποία έκρινε τους γειτονικούς λαούς. Οι ειδωλολάτρες κρίνονταν μ’ αυτά που μπορούμε να ονομάσουμε γενικά πρότυπα της ανθρώπινης κατάπτωσης. Έκαναν πράγματα που κανένας δεν μπορεί να τα κάνει χωρίς ενοχή στη συνείδησή του. Έτσι, ήταν αξιοκατάκριτοι.

Και, κανένας δεν μπορεί να πει ότι μια τέτοια καταδίκη είναι άδικη.

Το τρίτο μέτρο με το οποίο κρίνει ο Θεός αυτούς που ποτέ δεν άκουσαν, είναι το μέτρο της ίδιας τους της συνείδησης. Το Ρωμ.β:15-16 λέει: «οίτινες δεικνύουσι το έργον του νόμου γεγραμμένον εν ταις καρδίαις αυτών, έχοντες συμμαρτυρούσαν την συνείδησιν αυτών και τους λογισμούς κατηγορούντας ή και απολογουμένους μεταξύ αλλήλων, εν τη ημέρα ότε θέλει κρίνει ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων διά του Ιησού Χριστού κατά το ευαγγέλιόν μου». Ο καθένας έχει το προειδοποιητικό φως της συνείδησής του.

Ο Θεός λέει ότι όταν κρίνει τους ειδωλολάτρες, οι συνειδήσεις τους είτε τους κατηγορούν είτε απολογούνται. Αυτό σημαίνει ότι όταν τους απευθύνονται ορισμένες κατηγορίες, η συνείδησή τους συμφωνεί ότι οι κατηγορίες είναι σωστές. Σε άλλες περιπτώσεις η συνείδησή τους δεν συμφωνεί και προσπαθεί να προβάλει δικαιολογίες. Ο Θεός δεν λέει ότι μερικοί ειδωλολάτρες θα αθωωθούν, ενώ άλλοι θα κριθούν ένοχοι, αλλά ότι για κάποιες αμαρτίες η συνείδηση θα συμφωνήσει, ενώ σε άλλους τομείς θα επιχειρηματολογήσει εναντίον της κατηγορίας.
Συνεχίζεται