Πράξεις ς:1-6, Α' Τιμόθεο γ:13
Στην
Καινή Διαθήκη αναγνωρίζονται δύο αξιώματα στην οργάνωση της Εκκλησίας: οι
πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Οι διάκονοι είναι οι αδελφοί αυτοί που
αναγνωρίζονται από την Εκκλησία και τους ανατίθενται συγκεκριμένες ευθύνες εκ
μέρους όλων μας.
Τη
μελέτη μας, θα την ξεκινήσουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων από το κεφ.ς:1-6.
Είναι το γνωστό περιστατικό που οδήγησε στην εκλογή των επτά πρώτων
διακόνων. Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση αν αυτοί οι διάκονοι συμπίπτουν με το
αξίωμα για το οποίο μιλάει ο Παύλος στις Ποιμαντορικές επιστολές. Όλοι όμως,
παραδέχονται πως αυτοί οι 7 διάκονοι είναι οι πρόδρομοι του θεσμού των
διακόνων. Το ξεκίνημα, λοιπόν, της ύπαρξης μιας ομάδας αδελφών που ονομάζονται
διάκονοι και υπηρετούν τις φυσικές ανάγκες των ανθρώπων βρίσκεται στις
Πράξ.ς:1-6: Εν δε ταις
ημέραις ταύταις, ότε επληθύνοντο οι μαθηταί, έγεινε γογγυσμός των Ελληνιστών
κατά των Εβραίων, ότι αι χήραι αυτών παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία.
Τότε οι δώδεκα, προσκαλέσαντες το πλήθος των μαθητών, είπον· Δεν είναι πρέπον
να αφήσωμεν ημείς τον λόγον του Θεού και να διακονώμεν εις τραπέζας. Σκέφθητε
λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξητε εξ υμών επτά άνδρας μαρτυρουμένους, πλήρεις
Πνεύματος Αγίου και σοφίας, τους οποίους ας καταστήσωμεν επί της χρείας ταύτης·
ημείς δε θέλομεν εμμένει εν τη προσευχή και τη διακονία του λόγου. Και ήρεσεν ο
λόγος ενώπιον παντός του πλήθους· και εξέλεξαν τον Στέφανον, άνδρα πλήρη
πίστεως και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και Πρόχορον και Νικάνορα και Τίμωνα
και Παρμενάν και Νικόλαον, προσήλυτον Αντιοχέα, τους οποίους έστησαν ενώπιον
των αποστόλων και προσευχηθέντες επέθεσαν επ' αυτούς τας χείρας.
Αυτό
το κεφάλαιο που περιγράφει τη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, κάποιος είπε πως θα
έπρεπε όλοι οι ηγέτες να το διαβάζουμε δύο φορές το χρόνο. Γιατί έχει να
διδάξει πολύτιμα μαθήματα για την ηγεσία, για τις πνευματικές προτεραιότητες
της Εκκλησίας. Και δίνει έμφαση στο ότι η Εκκλησία πρέπει να έχει σε κεντρική
θέση δύο πράγματα: (1) τον λόγο του Θεού και (2) την φροντίδα των φτωχών.
Διδάσκει επίσης παράλληλα με αυτά, για το πως να λύνονται οι προστριβές, για
την αγάπη, για τη δύναμη που υπάρχει στην κοινότητα μέσα στην οποία αγαπάει ο
ένας τον άλλον.
Ποια
είναι η κατάσταση στην πρώτη εκείνη Εκκλησία; Η Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ
μεγαλώνει γρήγορα. Η αύξηση αυτή βέβαια είναι καλή και θεμιτή. Το Πνεύμα του
Θεού εργαζόταν με δυναμικό τρόπο και πολλοί μεταστρέφονταν στην πίστη. Καθώς
όμως μεγάλωνε η Εκκλησία, άλλαζε και το κοινωνικό της προφίλ. Δηλαδή: ένας
σημαντικός αριθμός ελληνιστών Ιουδαίων προσετίθετο. Οι Ελληνιστές ήταν Ιουδαίοι
που μιλούσαν ελληνικά. Είχαν μετοικήσει στην Ιερουσαλήμ από τη διασπορά. Ως εκ
τούτου είχαν διαφορετική παιδεία, κουλτούρα από τους Παλαιστίνιους Ιουδαίους
που μιλούσαν Αραμαϊκά.
Αυτές
οι διαφορές δυστυχώς οδήγησαν – πάντα οδηγούν – στο να υπάρχει αυτή μια
αλλιώτικη ομάδα μέσα στην Εκκλησία. Οι Εβραίοι που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη
τους έβλεπαν πάντα με μια γερή δόση υποψίας. Και ενώ από τη μία υπάρχει πλούσια
η φροντίδα για όλους, εντούτοις δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό
δημιουργήθηκε όπως λέει «στην καθημερινή διακονία» στην οποία οι χήρες των
Ελληνιστών έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα, «παρεβλέποντο». Κάποιοι κατεύθυναν τη
βοήθεια που ερχόταν κυρίως στις ανάγκες των χηρών των Παλαιστίνιων Εβραίων,
αντί να την μοιράζουν εξίσου, ή σύμφωνα με τις καθημερινές ανάγκες.
Βρισκόμαστε
μπροστά λοιπόν, στο πρώτο «τεστ» της γνήσιας αδελφικής αγάπης. Θα μπορούσαν οι
χριστιανοί να ξεπεράσουν τις διαφορές τους, οι οποίες προκύπταν εξαιτίας της
κουλτούρας τους, αλλά και της εν γένει στάσης τους; Θα μπορούσαν να ξεπεράσουν
παλιές προκαταλήψεις, ή μήπως η περηφάνια και ο φόβος για το διαφορετικό θα
δημιουργούσε κι άλλες προστριβές και σχίσμα μεταξύ τους; Κάτι έπρεπε να γίνει.
Οι
απόστολοι, λοιπόν, δεν κάθισαν – ευτυχώς – με «σταυρωμένα τα χέρια». Οι καλοί
ηγέτες ξεχωρίζουν από την ικανότητά τους να δώσουν λύσεις και να είναι
αποφασιστικοί όταν κρίνουν ότι πρέπει. Μάζεψαν λοιπόν, τον λαό και πρότειναν
μια λύση: Δεν είναι πρέπον να αφήσωμεν ημείς τον λόγον του Θεού και να
διακονώμεν εις τραπέζας. Σκέφθητε λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξητε εξ υμών επτά
άνδρας μαρτυρουμένους, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, τους οποίους ας
καταστήσωμεν επί της χρείας ταύτης· ημείς δε θέλομεν εμμένει εν τη προσευχή και
τη διακονία του λόγου. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ήθελαν να φροντίσουν οι
ίδιοι, ή ότι και στους ίδιους δεν πολυάρεσαν οι Ελληνιστές. Ούτε επίσης υπάρχει
περηφάνεια σαν η υπηρεσία αυτή να ήταν «παρακατιανή». Είχαν μάθει από το
Χριστό για 3 με 3 ½ χρόνια τι σημαίνει
να είσαι σπλαχνικός και να έχεις μέσα σου έλεος για τις ανάγκες του άλλου. Από
την πρώτη μέρα μετά την Πεντηκοστή με χαρά υπηρετούσαν όλες τις ανάγκες (Πράξ.δ:33-37,
ε:16).
Από
την άλλη μεριά όμως, δεν ήταν αυτή η πρώτη τους προτεραιότητα. Το πρώτο που
απαιτούσε ο Θεός από αυτούς ήταν να κηρύξουν για το σταυρό του Χριστού. Για
αυτό και είπαν με έμφαση, Δεν είναι πρέπον να αφήσωμεν ημείς τον λόγον του
Θεού. Οι ανάγκες των φτωχών πρέπει να ικανοποιηθούν, όχι όμως, σε βάρος της
διακονίας του λόγου του Θεού. Στο αρχαίο κείμενο γράφει πως δεν είναι «αρεστόν»
να αφήσουν τον λόγο του Θεού. Δεν είναι το σωστό, δεν είναι αυτό που αρέσει
στον Θεό. Η παραμέληση του λόγου του Θεού είναι καταστροφική. Όλοι γνωρίζουμε
πόσο χρειαζόμαστε φαγητό για να ζήσουμε, αλλά λίγο καταλαβαίνουμε πόση ανάγκη
έχουμε πνευματική τροφή για να ζήσουμε.
Πού
το ήξεραν; Από πολλές μεριές. Από τη διακονία του Χριστού. Ο Κύριός μας είπε
στον Ιωάν.ς:27, Εργάζεσθε μη δια την τροφήν την φθειρομένην, αλλά δια
την τροφήν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον, την οποίαν ο Υιός του ανθρώπου θέλει
σας δώσει· διότι τούτον εσφράγισεν ο Πατήρ ο Θεός. Επίσης το ήξεραν από την
ιστορία του λαού Ισραήλ.
Θυμάστε
στο Δευτ.η:3 διαβάζουμε: Και σε εταπείνωσε και σε έκαμε να πεινάσης
και σε έθρεψε με μάννα, το οποίον δεν εγνώριζες, ουδέ οι πατέρες σου εγνώριζον,
δια να σε κάμη να μάθης ότι ο άνθρωπος δεν ζη με μόνον άρτον, αλλ' ο άνθρωπος
ζη με πάντα λόγον εξερχόμενον εκ του στόματος του Κυρίου.
Η
Εκκλησία δεν μπορεί να παραμελήσει τη διακονία του λόγου. Γιατί αν γίνει αυτό,
δεν θα μεγαλώσουμε πνευματικά. Και δεν θα μπορούμε να υπηρετήσουμε, ούτε να
είμαστε μαρτυρία στον κόσμο. Οι Απόστολοι είπαν σωστά πως ημείς δε θέλομεν
εμμένει εν τη προσευχή και τη διακονία του λόγου. Αυτές είναι οι
προτεραιότητες των ποιμένων, των πνευματικών ηγετών, για τις οποίες έχουμε
μιλήσει τόσες Κυριακές πιο πριν.
Η
ανάγκη για τους φτωχούς όμως, συνέχιζε να υπάρχει. Και η αλήθεια είναι πως
υπήρχε και αγάπη. Διαβάζουμε στις Πράξ.δ:32-35, του δε πλήθους των
πιστευσάντων η καρδία και η ψυχή ήτο μία, και ουδέ εις έλεγεν ότι είναι εαυτού
τι εκ των υπαρχόντων αυτού αλλ' είχον τα πάντα κοινά. Και μετά δυνάμεως μεγάλης
απέδιδον οι απόστολοι την μαρτυρίαν της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού, και χάρις
μεγάλη ήτο επί πάντας αυτούς. Επειδή ουδέ ήτο τις μεταξύ αυτών ενδεής· διότι
όσοι ήσαν κτήτορες αγρών ή οικιών, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πωλουμένων
και έθετον εις τους πόδας των αποστόλων· και διεμοιράζετο εις έκαστον κατά την
χρείαν την οποίαν είχε. Η αγάπη που είχαν τους έκανε με θυσία να δώσουν ο
ένας για τον άλλον. Υπήρχε μεταστροφή.
Το
να γίνεται αυτή η διακονία όμως, σωστά και αποτελεσματικά, ήταν δύσκολο. Η
φροντίδα για τις χήρες ήταν μια μεγάλη δουλειά. Χρειαζόταν χρόνος, προσπάθεια,
χρήματα. Πρότειναν τη δική τους λύση, λοιπόν, οι απόστολοι: Σκέφθητε λοιπόν,
αδελφοί, να εκλέξητε εξ υμών επτά άνδρας μαρτυρουμένους, πλήρεις Πνεύματος
Αγίου και σοφίας, τους οποίους ας καταστήσωμεν επί της χρείας ταύτης.
Υπήρχε ανάγκη όλα αυτά που δίνονταν να χρησιμοποιηθούν σωστά. Όταν υπάρχει
ανοργανωσιά και κακή διαχείριση, οι καλές προθέσεις αποβαίνουν μάταιες. Ο
Θεός μας, είναι Θεός τάξης και θέλει όλα να γίνονται «ευσχημόνως και κατά τάξιν».
Χρειάζεται
σ’ αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας, το τι έκαναν οι διάκονοι
αυτοί. Συνήθως παίρνουμε τη φράση Δεν είναι πρέπον να αφήσωμεν ημείς τον
λόγον του Θεού και να διακονώμεν εις τραπέζας, και νομίζουμε πως οι
διάκονοι είχαν σαν διακονία μόνο να σερβίρουν στα τραπέζια. Και μας κάνει και
εντύπωση που για κάτι τόσο απλό έπρεπε οι άνθρωποι αυτοί να είναι πλήρεις Αγίου
Πνεύματος και σοφίας. Η διακονία τους, όμως, δεν ήταν τόσο απλή. Ήταν πολύ
μεγαλύτερη. Διαβάσαμε από το κεφάλαιο 4 πως όσοι ήσαν κτήτορες αγρών ή
οικιών, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πωλουμένων και έθετον εις τους πόδας των
αποστόλων· και διεμοιράζετο εις έκαστον κατά την χρείαν την οποίαν είχε.
Υπήρχαν άνθρωποι που πουλούσαν και έφερναν χρήματα. Και τα χρήματα αυτά
μοιράζονταν ανάλογα με την ανάγκη. Διαβάζουμε επίσης πως οι χήρες των
Ελληνιστών παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία. Αυτή η εικόνα
είναι πολύ μεγαλύτερη από το σερβίρισμα του φαγητού. Και αυτό ενισχύεται από το
γεγονός ότι η λέξη «τράπεζα» σημαίνει «φαγητό» ή «γεύμα» (Πράξ.ις:34),
αλλά δεν σημαίνει μόνο αυτό. Σημαίνει ακόμη και την τράπεζα με τη σημερινή
έννοια. Διαβάζουμε στον Λουκ.ιθ:23, δια τι λοιπόν δεν έδωκας το
αργύριόν μου εις την τράπεζαν, ώστε εγώ ελθών ήθελον συνάξει αυτό μετά του
τόκου; Με άλλα λόγια η «τράπεζα» είναι και η οικονομική διαχείριση. Οι
«τράπεζες» των Πράξεων ήταν το μέρος εκείνο που μαζεύονταν όλες οι προμήθειες.
Όταν
λοιπόν, κάποιος δει όλη την εικόνα από τις Πράξεις δ & ς, τότε η ευθύνη των
διακόνων ήταν να διαχειριστούν και να διανείμουν στους φτωχούς όλα αυτά που
έρχονταν στα πόδια των αποστόλων. Τα μάζευαν, τα διένειμαν και το έκαναν με
τρόπο δίκαιο ώστε κανένας να μην παραμελείται, και ώστε οι χήρες των Ελληνιστών
να μην παραβλέπονται. Αυτό που έγινε με τις χήρες, έγινε γιατί στις «τράπεζες»,
εκεί που μαζεύονταν όλη βοήθεια κάθε είδους δεν υπήρχε σωστή αντιμετώπιση.
Αυτοί
οι επτά διάκονοι λοιπόν, ήταν οι άνθρωποι οι οποίοι υπεύθυνα, καθώς ο λαός τους
αναγνώρισε, ανέλαβαν τη διαχείριση της διακονίας του ελέους της Εκκλησίας.
Αντιπροσώπευαν την ανταπόκριση όλου του σώματος του Χριστού στις ανάγκες που
είχαν οι χήρες, αλλά και οι άλλοι φτωχοί.
Μπορεί
μετά από αυτή την ανάλυση ακόμη να μην είναι ξεκάθαρο στο νου μας γιατί αυτή η
διακονία ήταν τόσο σημαντική, και γιατί συνεχίζει να είναι τόσο σημαντική. Αν
όντως δεν καταλαβαίνουμε τη σημασία, αυτό σημαίνει πως δεν καταλαβαίνουμε πόσο
σημαντικοί είναι οι «φτωχοί» στα μάτια του Θεού. Η Γραφή λέει, Θρησκεία
καθαρά και αμίαντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αύτη, να επισκέπτηται
τους ορφανούς και τας χήρας εν τη θλίψει αυτών, και να φυλάττη εαυτόν αμόλυντον
από του κόσμου (Ιάκ.α:27). Ο καθαρός θρησκευόμενος κάνει δύο
πράγματα: ζει άγια ζωή, δεν μολύνεται από τον κόσμο. Αυτό είναι το δεύτερο. Το
πρώτο είναι να φροντίζει τους ορφανούς και τις χήρες στη θλίψη τους. Η αύξηση
της Εκκλησίας αδελφοί, η επέκταση της Βασιλείας του Θεού, το ανόθευτο κήρυγμα
του Ευαγγελίου περνάει μέσα από την φροντίδα των φτωχών.
Αυτή
η διακονία πρέπει να γίνεται σωστά. Πρέπει να γίνεται από ανθρώπους για τους
οποίους υπάρχει καλή μαρτυρία για το χαρακτήρα τους, για την αξιοπιστία τους σαν
χριστιανοί. Άνθρωποι των οποίων η παρουσία θα εγγυάται πως δεν θα υπάρχει
προσωποληψία, που θα έχουν τη σοφία να διακρίνουν και να αποφασίσουν αν υπάρχει
εκμετάλλευση της κατάστασης από κάποιον που λέει πως έχει ανάγκη. Οι αδύναμοι
χρειάζονται προστασία, χρειάζονται βοήθεια. Και επίσης πρέπει αυτοί που τους
βοηθούν, καθώς διαχειρίζονται μεγάλα ποσά να είναι οι ίδιοι αξιόπιστοι,
άνθρωποι εμπιστοσύνης.
Το
πλήθος του λαού λοιπόν, έδειξε 7 ανθρώπους για τους οποίους υπήρχε μαρτυρία ότι
ήταν γεμάτοι από το Πνεύμα του Θεού και είχαν σοφία, οι Απόστολοι τους
ενέκριναν και έτσι οργανώθηκε το πρώτο σώμα των Διακόνων. Στην Α΄ Πέτρ.δ:10
διαβάζουμε, έκαστος κατά το χάρισμα, το οποίον έλαβεν, υπηρετείτε κατά τούτο
εις αλλήλους ως καλοί οικονόμοι της πολυειδούς χάριτος του Θεού. Και αυτό
που έγινε στις Πράξεις είναι ένα παράδειγμα του πως εφαρμόζεται το εδάφιο αυτό.
Τι έχουμε μάθει μέχρι τώρα από τις Πράξεις ς;
Έχουμε μάθει πως οι πνευματικοί ηγέτες δεν πρέπει και δεν μπορούν να παραμελούν
τη διακονία του λόγου και την προσευχή. Επίσης πρέπει στα προβλήματα να δίνουν
λύσεις. Μάθαμε πως παρόλο που δεν γίνεται να παραμεληθεί ο λόγος του Θεού,
εξίσου δεν μπορούν να παραμεληθούν οι ανάγκες των φτωχών. Και οι απόστολοι στην
πρώτη Εκκλησία ζήτησαν από τους ανθρώπους να δείξουν αδελφούς οι οποίοι να
είναι γεμάτοι με το Πνεύμα του Θεού και αυτοί να αναλάβουν όλη τη διαχείριση
και διανομή των χρημάτων, του φαγητού, ό,τι τέλος πάντων δίνονταν στα πόδια των
Αποστόλων. Οι άνθρωποι αυτοί ξεχωρίστηκαν με επίθεση των χεριών και επίσημα
ανέλαβαν αυτή τη διακονία.
Αυτοί
οι άνθρωποι ήταν οι πρόδρομοι, το πρωτότυπο αν θέλετε, των μετέπειτα διακόνων
που αναφέρονται στις επιστολές. Η λέξη «διάκονος» σαν αξίωμα χρησιμοποιείται 3
φορές στην Καινή Διαθήκη. Μία στην Φιλιππησίους α:1 και δύο στην Α΄ Τιμ.γ:8-13.
Ο συσχετισμός ανάμεσα στις Επιστολές και στις Πράξεις είναι προφανής. Και στις
Πράξεις και στις Επιστολές οι διάκονοι οι άνθρωποι που υπηρετούν και φροντίζουν
για την κάλυψη των φυσικών αναγκών των ανθρώπων. Γιατί «διάκονος» σημαίνει απλά
«υπηρέτης».
Και
σε άλλα τμήματα του λόγου του Θεού η λέξη «διακονία» πολύ συχνά, συχνότερα από
όσο νομίζουμε, σχετίζεται με την ανακούφιση των φτωχών: Διαβάζω από τις Πράξ.ια:29,
Όθεν οι μαθηταί απεφάσισαν, έκαστος αυτών κατά την εαυτού κατάστασιν, να
πέμψωσι βοήθειαν (εις διακονίαν πέμψαι) προς τους αδελφούς τους
κατοικούντας εν τη Ιουδαία.
Πράξ.ιβ:25, Ο δε Βαρνάβας
και ο Σαύλος υπέστρεψαν εξ Ιερουσαλήμ αφού εξεπλήρωσαν την διακονίαν αυτών,
παραλαβόντες μεθ' εαυτών και τον Ιωάννην τον επονομασθέντα Μάρκον.
Ρωμ.ιε:25-26,
Τώρα
δε υπάγω εις Ιερουσαλήμ, εκπληρών την διακονίαν εις τους αγίους. Διότι
ευηρεστήθησαν η Μακεδονία και Αχαΐα να κάμωσί τινά βοήθειαν εις τους πτωχούς
των αγίων των εν Ιερουσαλήμ.
Ρωμ.ιε:31, δια να
ελευθερωθώ από των εν τη Ιουδαία απειθούντων, και δια να γείνη ευπρόσδεκτος εις
τους αγίους η εις την Ιερουσαλήμ διακονία μου.
Β΄
Κορ.η:4,
παρακαλούντες ημάς μετά πολλής παρακλήσεως να δεχθώμεν την χάριν και την
κοινωνίαν της διακονίας της εις τους αγίους.
Β΄
Κορ.θ:1,
Διότι περί της διακονίας της εις τους αγίους περιττόν είναι
εις εμέ να σας γράφω.
Πράξ.ς:1, Εν δε ταις
ημέραις ταύταις, ότε επληθύνοντο οι μαθηταί, έγεινε γογγυσμός των Ελληνιστών
κατά των Εβραίων, ότι αι χήραι αυτών παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία.
Υπάρχει λοιπόν, σαφής μαρτυρία πως η διακονία
είναι η βοήθεια στους φτωχούς. Η διακονία των 7 ήταν η διαχείριση της βοήθειας
προς στους φτωχούς. Όταν λοιπόν, αργότερα γράφονται οι επιστολές, τι άλλο να
υποθέσει κανείς για την υπηρεσία που καλούνται να προσφέρουν οι διάκονοι και οι
διακόνισσες; Η διακονία τους είναι η βοήθεια για τις φυσικές ανάγκες των
φτωχών, αλλά και των αρρώστων, ηλικιωμένων, απομονωμένων ανθρώπων.
Και
αυτό ενισχύεται από το γεγονός πως στα προσόντα τους δεν περιλαμβάνεται το να
είναι «διδακτικοί». Δεν είναι προϋπόθεση το να μπορούν να διδάξουν. Αυτή είναι
η δουλειά των πρεσβυτέρων. Δεν είναι οι ηγέτες της Εκκλησίας. Είναι όμως, αυτοί
που φροντίζουν τις φυσικές ανάγκες των ανθρώπων. Είναι οι άνθρωποι του ελέους.
Η
φύση της υπηρεσίας του διακόνου είναι η βοήθεια σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Σ’
αυτό το πλαίσιο ναι, μαζεύουν τα χρήματα σαφώς, βοηθούν σε ανάγκες πρακτικές
της Εκκλησίας όπως και το κάνουν. Προχωράει όμως. Είναι οι άνθρωποι που
φροντίζουν τις φυσικές ανάγκες των ανθρώπων. Πρέπει να είναι άνθρωποι που να
έχουν τα μάτια τους «ανοιχτά» να βλέπουν τις ανάγκες, εντός των τειχών ή και
εκτός των τειχών και κάτω από την επίβλεψη των πρεσβυτέρων κατευθύνουν τη
βοήθεια αυτή. Είναι άνθρωποι, πρέπει να είναι άνθρωποι ελέους. Άνθρωποι που να
σπλαχνίζονται τον άρρωστο, τον φτωχό, τον ορφανό, τον ηλικιωμένο, τον άστεγο,
τον πεινασμένο, τον άνεργο. Εκεί είναι η διακονία. Εκεί είναι τα σπλάχνα. Εκεί
είναι που πρέπει να φανερώνεται η αγάπη του Χριστού στην πράξη.
Ας
προσευχόμαστε λοιπόν, γιατί η επέκταση της Βασιλείας του Θεού, η μαρτυρία μας
στον κόσμο περνάει μέσα από αυτή την προσφορά μας σαν Εκκλησία. Και επίσης
γιατί τα πρότυπα που εμείς θα αναδείξουμε θα μας δείξουν πόσο μακριά θα πάμε!