ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Από διάφορες μαρτυρίες και του ίδιου του κειμένου,
γνωρίζουμε ότι ο Ματθαίος ήταν τελώνης, έπειτα ένας από τους δώδεκα
αποστόλους. Σαν τόπος συγγραφής αναφέρεται η Παλαιστίνη ή η Αλεξάνδρεια ή
η Αντιόχεια μεταξύ των ετών 70-80 χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί με
μεγαλύτερη ακρίβεια. Το ευαγγέλιο του Ματθαίου είναι χωρισμένο σε 28
κεφάλαια και περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το κατά Μάρκον. Ο Ματθαίος
κήρυξε στην Περσία και απευθύνεται κυρίως σε ιουδαιοχριστιανούς που είναι
εξοικειωμένοι με την Π.Δ.
Διασώζει πολλές
διδασκαλίες του Ιησού και είναι το μόνο ευαγγέλιο στο
οποίο αναφέρεται η λέξη «εκκλησία» για αυτό και χαρακτηρίζεται σαν το ποιο «εκκλησιαστικό»
ευαγγέλιο. Η κυριώτερη διδασκαλία που παρατίθεται είναι αυτή της «βασιλείας
των ουρανών» έκφραση που συναντάται 51 φορές μέσα στο κείμενο.
ΛΟΥΚΑΣ: Ήταν γιατρός και ακόλουθος του Παύλου στις περιοδείες του,
ήταν εθνικός (Σύριος) στην καταγωγή και όχι αυτόπτης μάρτυρας
των ενεργειών του Κυρίου. Σύμφωνα με την παράδοση κήρυξε στην Ιταλία, Γαλατία,
Δαλματία, Μακεδονία και πέθανε στη Βοιωτία. Είναι το ποιο «κοινωνικό»
ευαγγέλιο και επικρατεί η χαρά παρά η θλίψη. Περιλαμβάνει πολλούς ύμνους και
προσευχές. Ονομάζεται ευαγγέλιο της προσευχής γιατί διασώζει όχι
μόνο την Κυριακή προσευχή αλλά γιατί παρουσιάζει και τον ίδιο τον Κύριο να
προσεύχεται συχνά. Δεκαπέντε φορές εμφανίζεται ο Κύριος να προσεύχεται στα
ευαγγέλια, από τις οποίες οι έντεκα φαίνονται στον Λουκά. Μας διασώζει
τρεις υπέροχες παραβολές του Κυρίου με θέμα την προσευχή: του ανθρώπου που
τα μεσάνυχτα χτυπάει την πόρτα του φίλου του να του ζητήσει ψωμί, του άδικου
κριτή και του φαρισαίου και του τελώνη. Ονομάζεται επίσης ευαγγέλιο των
ύμνων: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο», «Ευλογητός Κύριος ο Θεός του
Ισραήλ», «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και «Νυν απολύεις τον δούλο Σου Δέσποτα». Είναι
επίσης το ευαγγέλιο της γυναίκας και του παιδιού καθώς και των φτωχών και των
ταπεινών. Είναι το μακροσκελέστερο και χωρίζεται σε 24 κεφάλαια. Αναφέρει
είκοσι θαύματα του Κυρίου από τα οποία τα έξι δεν αναφέρονται από τους άλλους
και είκοσι τρείς παραβολές από τις οποίες τις δεκαοχτώ τις αναφέρει μόνο
αυτός. Αν δεν υπήρχε το ευαγγέλιο του Λουκά το κενό στη χριστιανική
διδασκαλία θα ήταν δυσαναπλήρωτο και το πνευματικό κενό πολύ
μεγάλο. Γράφτηκε μετά το 70 στην Έφεσο και απευθύνεται στους
από των εθνών.
ΙΩΑΝΝΗΣ: Ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αγαπημένος μαθητής του
Κυρίου. Ο τόπος συγγραφής του ευαγγελίου είναι η Έφεσος περί τα τέλη
του 1ου αιώνα.
Το ευαγγέλιο του
Ιωάννη ονομάζεται και «πνευματικό» σε αντίθεση με τα άλλα τρία συνοπτικά που
ονομάζονται «σωματικά» γιατί εισάγει βαθύτερα πνευματικά νοήματα και
αναφέρεται με εμφατικό τρόπο στη Θεότητα του Λόγου. Το σύνολο του ευαγγελίου
δεν αναφέρεται παρά σε είκοσι μέρες από τη διακονία του Κυρίου!!! Από τα 879
εδάφια που αποτελείται το ευαγγέλιό του τα 237 καλύπτουν μία και μόνη μέρα της
ζωής του Κυρίου δηλ. τα κεφάλαια 13-19. Δεν αναφέρει ούτε μία παραβολή από
τις 50 και πλέον που αναφέρουν οι συνοπτικοί και από τα οχτώ θαύματα που
αναφέρει συνολικά, μόνο δύο αναφέρονται στους συνοπτικούς. Κάνει χρήση πολλών
εικόνων για την περιγραφή του προσώπου του Χριστού, Άρτος της ζωής, Φως του
κόσμου, Καλός Ποιμένας, Θύρα, Άμπελος, Ζωή, Οδός, Αλήθεια. Ονομάζεται και
ευαγγέλιο της μαρτυρίας και ο αριθμός εφτά εμφανίζεται σαν τέλειος.
Η θεολογική
σπουδαιότητα του ευαγγελίου συνίσταται κυρίως στη διακήρυξη της θεότητας του
Χριστού και με την πίστη σε Αυτόν ο άνθρωπος να έχει ζωή αιώνια.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ: Συγγραφέας τους είναι ο Λουκάς και παρουσιάζει κυρίως τις
πράξεις των δύο κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου και σκοπός του συγγραφέα
είναι να δείξει πως το ευαγγέλιο μεταλαμπαδεύεται από την Ιερουσαλήμ σε όλη την
αυτοκρατορία και στην ίδια τη Ρώμη και θα μπορούσε να ονομαστεί και
πράξεις του Αγίου Πνεύματος ή πράξεις της εκκλησίας. Παρουσιάζει επίσης την
ίδρυση της εκκλησίας, την πνοή του Α. Πνεύματος επί της εκκλησίας, την
εξάπλωση της εκκλησίας και στους εθνικούς καθώς και την αποκόλληση της
εκκλησίας από τον Ιουδαϊσμό. Η συγγραφή των πράξεων τοποθετείται σε σχετικά
μεγάλη περίοδο μεταξύ 65-90 μ.Χ.
· Απαρχές της πρώτης εκκλησίας 30-36
· Μεταστροφή του Παύλου στο χριστιανισμό
34
· Επισκέψεις Παύλου στην Ιουδαϊκή
διασπορά 36-46
· Πρώτη περιοδεία του Παύλου 46-48
· Αποστολική σύνοδος 48/49
· Δεύτερη και Τρίτη περιοδεία 49-57
· Διετής φυλάκιση στην Καισάρεια 58-60
· Ταξίδι προς Ρώμη και φυλάκιση 61-63
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ: Γεννήθηκε στις αρχές του 1ου αι. στην Ταρσό της
Κιλικίας και είναι από τους σπουδαιότερους στύλους της πρώτης εκκλησίας και
είναι ο συγγραφέας των μισών περίπου βιβλίων της Κ.Δ. Σπούδασε στον
νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ και έμαθε την τέχνη του σκηνοποιού. Στην πορεία του προς
την Δαμασκό, για να διώξει τους εκεί χριστιανούς, μετά την ουράνια οπτασία από
διώκτης έγινε ένθερμος οπαδός και χρησιμοποιήθηκε από τον Θεό να φέρει το
μήνυμα του ευαγγελίου στα πέρατα της οικουμένης. Ο Παύλος σύμφωνα με την
παράδοση μαρτύρησε στο διωγμό του Νέρωνα το 67μ.Χ.
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.
Οι επιστολές του
Παύλου διακρίνονται ανάλογα με τους παραλήπτες τους σε αυτές που
απευθύνονται σε μία εκκλησία σε μία ομάδα εκκλησιών (εγκύκλιες), σε ένα
συγκεκριμένο πρόσωπο κ.τ.λ. η εξέτασή τους θα γίνει κατά χρονολογική
σειρά και όχι σύμφωνα με την τοποθέτησή τους στον κανόνα.
ΠΡΟΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α΄ & Β΄
Η εκκλησία
της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε από τον απόστολο Παύλο κατά την δεύτερη περιοδεία του
μετά τους Φιλίππους. Κατόπιν ο Παύλος έφτασε μέχρι την Κόρινθο από όπου το
έτος 51 μ.Χ. έστειλε την πρώτη επιστολή και κατόπιν ακολούθησε και η
δεύτερη για να απαντήσει σε ερωτήματα και ζητήματα που του τέθηκαν
και ιδού τα πρώτα γραπτά κείμενα του αποστόλου Παύλου αλλά και
ολόκληρης της Κ.Δ.!!!
ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ
Η επιστολή αυτή
με λίγα λόγια είναι το ευαγγέλιο του αποστόλου Παύλου στο οποίο διακηρύττει την
ελευθερία από τον Μωσαϊκό νόμο και την δικαίωση του ανθρώπου με μόνη την
πίστη. Διαπραγματεύεται τους όρους νόμος – πίστη, σάρκα – πνεύμα.
Γράφτηκε στην
Έφεσο το 54-55μ.χ.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ
Α΄ & Β΄
Η Κόρινθος ήταν η
πρωτεύουσα της Αχαΐας με μεγάλη εμπορική κίνηση πλούτο και διαφθορά ενώ στην
Ακροκόρινθο υπήρχε ναός της Αφροδίτης με 1000 ιερόδουλες. Η
πρώτη επιστολή είναι η πλουσιότερη σε θέματα επιστολή της Κ.Δ. και αναφέρεται
σε θέματα όπως η ενότητα των πιστών κάτω από το μοναδικό όνομα του Ι. Χριστού,
η πορνεία, η προσφυγή των πιστών στα κοσμικά δικαστήρια, γάμο, παρθενία, κάλυμμα
γυναικών, ειδωλόθυτα, Κυριακό δείπνο, χαρίσματα, ανάσταση νεκρών κ.α. ειδικά
για την λειτουργία μιας χαρισματικής εκκλησίας η επιστολή αυτή θεωρείται
μοναδική. Ενώ η δεύτερη επιστολή είναι ποιο συναισθηματική.
Η πρώτη επιστολή
στάλθηκε από την Έφεσο το 55 μ.Χ. ενώ η δεύτερη από την Μακεδονία
το 56μ.χ.
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ
ΑΧΜΑΛΩΣΙΑΣ
Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και Φιλήμονα. Ονομάζονται έτσι επειδή ο
Παύλος τις έγραψε ενώ βρισκόταν στη φυλακή χωρίς να αναφέρει όμως σε ποια. Από
το βιβλίο των πράξεων φαίνονται μόνο τρεις φυλακίσεις του Παύλου, στους
Φιλίππους για ένα βράδυ, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης για δύο χρόνια
57-59 μ.Χ. και στη Ρώμη για δύο χρόνια. Εκτός από αυτές υπάρχουν και άλλες που
δεν αναφέρονται. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι ο Παύλος φυλακίστηκε
στη Έφεσο όπου ο έδρασε περίπου για μία τριετία και συνελήφθη από τις
αρχές και ίσως πέρασε λίγους μήνες στη φυλακή το 54-55μ.χ.
Η προς Εφεσίους:
Είναι εγκύκλιος
επιστολή και απευθύνεται σε διάφορες εκκλησίες της Ασίας. Υπάρχει μία εκδοχή
πως ο Τυχικός που μετέφερε τα αντίγραφα των επιστολών άφηνε σε κάθε
εκκλησία ένα αντίγραφο με το όνομα της εκκλησίας στο κεφ. α-1 και μία άλλη κατά
την οποία όταν ο Τυχικός διάβαζε την επιστολή, έβαζε το όνομα της κάθε
εκκλησίας την οποία επισκεπτόταν στο εδάφιο α-1. Η επιστολή αναπτύσσει θέματα
γενικού ενδιαφέροντος με πολύ υψηλά πνευματικά νοήματα, όπως το μυστήριο της
θείας οικονομίας για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, το εσχατολογικό
μήνυμα του μυστηρίου του γάμου, τις σχέσεις των συζύγων, σχέσεις γονέων-τέκνων,
δούλων –κυρίων όπως και την πανοπλία του χριστιανού.
Η προς
Φιλιππησίους: Η πόλη κτίστηκε από τον Φίλιππο
πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου το 365 π.χ. στις αρχαίες Κρηνίδες που μετονομάστηκαν
σε Φιλίππους από τον βασιλιά. Εκεί οδηγήθηκε ο Παύλος ύστερα από την θεία
αποκάλυψη στην Τρωάδα «διαβάς εις Μακεδονίαν και βοήθησον ημίν», να
ιδρύσει την πρώτη χριστιανική εκκλησία επί Ευρωπαϊκού εδάφους. Μπορεί να ονομαστεί
και επιστολή της χαράς, γιατί συνεχώς προτρέπει τους αποδέκτες της να
χαίρονται, καθώς και επιστολή της ταπεινοφροσύνης που εκφράζεται με έναν ύμνο, «το
αυτό δε φρόνημα...».
Η προς Κολοσσαείς:
την εκκλησία αυτή
κατά πάσα πιθανότητα την ίδρυσε ο Επαφράς που καταγόταν από εκεί.
Οι Κολοσσαίς βρισκόταν στην Μ. Ασία Ν.Δ. της Φρυγίας. Την επιστολή την
έγραψε ο Παύλος για να αντιμετωπίσει μία αιρετική φιλοσοφία που επηρέασε και
την εκκλησία και η οποία δίδασκε αποχή από τροφές και ποτά, την τήρηση αγίων
ημερών και ασκητισμό μαζί με κακοπάθεια του σώματος. Ο Παύλος λέει ότι όσοι
είναι του Χριστού είναι ελεύθεροι από αυτά εξ αιτίας της σταυρικής θυσίας Του
και υψώνει την ανωτερότητα του Λόγου και της αληθινής γνώσης απέναντι σε κάθε
ανθρώπινη μάταιη απάτη, γνώση και φιλοσοφία.
Η προς Φιλήμονα:
Είναι η μικρότερη
από τις επιστολές του Παύλου (25 εδάφια) και αναφέρεται στην επιστροφή
ενός δραπέτη δούλου του Φιλήμονα, τον Ονήσιμο. Η επιστολή έχει χαρακτηριστεί
σαν αληθινό αριστούργημα λεπτότητας και ασύγκριτο πρότυπο πνευματικής
καθοδήγησης, ευγένειας και αγάπης. Η μικρή αυτή επιστολή έχει τεράστια αξία
γιατί φανερώνεται στην πράξη ότι στην χριστιανική κοινωνία δεν είναι άρσεν και θήλυ.......ελεύθερος
δούλος αλλά όλοι είμαστε «ΕΝ» εν Χριστώ Ιησού. Την εποχή εκείνη δε οι
δούλοι δεν θεωρούνταν ίσοι με τους ελεύθερους πολίτες. Υπήρχε ακόμη η άποψη του
Αριστοτέλη ότι «ο δούλος είναι ένα έμψυχο όργανο, το δε όργανο, άψυχος δούλος»
Η Προς
Ρωμαίους:
Γράφτηκε
στην Κόρινθο το 57μ.χ. Η εκκλησία της Ρώμης κατά πάσα πιθανότητα ιδρύθηκε
από τους επιδημούντες Ρωμαίους που βρέθηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής στην
Ιερουσαλήμ, και σε καμία περίπτωση από τον απόστολο Πέτρο. Είναι ίσως η
σπουδαιότερη σε θεολογικό περιεχόμενο και η μεγαλύτερη σε έκταση.
Διαπραγματεύεται ηθικά θέματα αλλά κυρίως διαπραγματεύεται το θέμα της
δικαίωσης του ανθρώπου διά της πίστεως.
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
Ονομάστηκαν έτσι
γιατί απευθύνονται σε ποιμένες της εκκλησίας και είναι οι δύο προς Τιμόθεο και
η προς Τίτο. Ο Τιμόθεος ήταν επίσκοπος Εφέσου και ο Τίτος Κρήτης.
Προς Τιμόθεο
Α & Β:
Ο δούλος του Θεού
δεν πρέπει να ασχολείται με απέραντες γενεαλογίες, τα προσόντα των επισκόπων
των διακόνων και ύμνος προς το «μυστήριον της ευσεβείας», ενώ στην Β ο Παύλος
προειδοποιεί τον Τιμόθεο για την χαλάρωση των ηθών.
Η πρώτη επιστολή
γράφτηκε στην Νικόπολη της Ηπείρου το 64-65μ.χ. και η δεύτερη το
65-66 μ.Χ. στη Ρώμη και θεωρείται ότι είναι το τελευταίο γραπτό κείμενο του
αποστόλου Παύλου το «κύκνειο άσμα» του.
Προς Τίτο:
Υπενθυμίζει στον
Τίτο τον σκοπό για τον οποίον τον τοποθέτησε επίσκοπο Κρήτης και αριθμεί άλλη
μία φορά τα προσόντα των πρεσβυτέρων και διακόνων. Την έγραψε στην
Μακεδονία το 63-64 μ.Χ.
Η προς Εβραίους:
Η επιστολή
απευθύνεται κυρίως σε Εβραίους χριστιανούς της Παλαιστίνης που έχουν καλή γνώση
της Π.Δ. και τούτο γιατί «Εβραίοι» ονομάζονται αυτοί που στην καταγωγή
ήταν Ισραηλίτες και διάβαζαν τον νόμο στη γλώσσα τους, ενώ οι Ιουδαίοι ή
Ιουδαιοχριστιανοί που μιλούσαν Ελληνικά και διάβαζαν την Π.Δ. στα Ελληνικά ονομαζόταν
«Ελληνιστές» και ανήκαν κυρίως στη διασπορά. Στην Ανατολή δέχονταν την
Παύλεια προέλευση της επιστολής, ενώ στη Δύση αποδιδόταν από τον
Τερτυλλιανό στον Βαρνάβα. Τελικά επικράτησε η άποψη της Ανατολής. Το κυριότερο
θέμα της επιστολής είναι η ανωτερότητα του Ιησού Χριστού ως «αρχιερεύς εις τον
αιώνα», έναντι του Ιουδαίου αρχιερέα που είναι προσωρινός και χρειάζεται
συνεχώς αντικατάσταση ένεκα της θνητότητάς του. Αντιπαράθεση
πρόσκαιρου και αιώνιου, παλαιού και νέου, «το δε παλαιούμενον και γηράσκον
είναι πλησίον αφανισμού». Σημαντικό μέρος της επιστολής αναφέρεται στους ήρωες
της πίστεως. Ωστόσο στην επιστολή δεν αναφέρεται ούτε μία φορά η λέξη
ευαγγέλιο. Περίπου το 70 μ.Χ.
Καθολικές
επιστολές:
Οι επιστολές,
Ιακώβου, Α, Β Πέτρου, Α,Β,Γ Ιωάννη και Ιούδα, ονομάζονται καθολικές
επειδή απευθύνονται στο σύνολο της εκκλησίας και όχι σε επιμέρους εκκλησίες ή
πρόσωπα και ονομάζονται με το όνομα του συγγραφέα τους και όχι με το όνομα των
παραληπτών τους.
Επιστολή Ιακώβου:
Πρόκειται για τον
Ιάκωβο τον αδελφόθεο, άνδρα άγιο, δίκαιο και ολιγαρκή. Λιθοβολήθηκε από τους
Ιουδαίους. Διαπραγματεύεται το νόημα των πειρασμών, τη μεροληπτική στάση προς
τους πλουσίους έναντι των φτωχών, δικαίωση από τα έργα ή από την πίστη, κ.τ.λ.
περίπου το 70 μ.Χ.
Επιστολή Πέτρου Α
& Β:
Ο Πέτρος ήταν ο
κορυφαίος απόστολος του Κυρίου που μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη ο Κύριος
τους έπαιρνε πάντα μαζί Του και οι δύο επιστολές που άφησε είναι απόσταγμα της
στενής του κοινωνίας με τον αγαπημένο του «ραβί»
Η πρώτη επιστολή
απευθύνεται στους εκλεκτούς του Πόντου, της Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας, και
Βιθυνίας. Συχνή επανάληψη του «πάσχειν» και «παθήματα» φανερώνει ότι
είναι περίοδος διωγμών. Αναφέρει επίσης την αναγέννηση, τις σχέσεις με τις
κοσμικές εξουσίες, δούλων κυρίων και συζύγων. Γράφτηκε το 64-67 στη «Βαβυλώνα»
η οποία στη συμβολική πρωτοχριστιανική γλώσσα σήμαινε τη Ρώμη.
Η Β’ Πέτρου πιθανόν
να απευθύνεται στους ίδιους με την πρώτη. Επιπλήττει αυτούς που ζουν αμαρτωλή
ζωή, εκμεταλλευόμενοι την παράταση της ελεύσεως του Κυρίου. Η δεύτερη επιστολή
παρά τη βραχύτητά της εμφανίζει 56 «άπαξ λεγόμενα», περισσότερα από όλα τα
βιβλία της Κ.Δ. γράφτηκε στη Ρώμη ή στην Αίγυπτο στα 64-67 ή τέλος του 1ου αι.
Επιστολή Ιούδα:
και αυτός ήταν
αδελφός του Κυρίου παρ’ ότι ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του αδελφό του Ιακώβου
και δούλο του Ιησού Χριστού. Καταπολεμάει τους αιρετικούς οι οποίοι μετατρέπουν
τη χάρη του Θεού σε ασέλγεια και αρνούνται τον Κύριο. Οι αιρετικοί αυτοί μάλλον
είναι οι πρόδρομοι των γνωστικών, οι οποίοι επικαλούντο κάποια ανώτερη γνώση
και ζούσαν ζωή ηθικά επιλήψιμη. Γράφτηκε γύρω στο 70μ.χ.
Επιστολές Α,Β,Γ
Ιωάννη:
Η πρώτη επιστολή
είναι εγκύκλιος και απευθύνεται σε πολλές εκκλησίες και συγκεκριμένα σε τεκνία,
πατέρες, νεανίσκους και παιδία. Καταπολεμάει τους αιρετικούς που αρνούνται τη
σάρκωση του Λόγου. Ο Κήρινθος δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δεν σαρκώθηκε αλλά
κατοίκησε στον άνθρωπο Ιησού από τη βάπτιση μέχρι το πάθος και μετά
απομακρύνθηκε και παρατηρούσε τα γεγονότα χωρίς να συμμετέχει. Έτσι έπασχε
φαινομενικά «κατά δόκηση», για αυτό και ονομάστηκαν δοκητές. Ο Ιωάννης
τους ονομάζει αντίχριστους. Η αγάπη προς τον Θεό, εάν δεν συνοδεύεται με την
αγάπη προς τον αδελφό είναι ψεύτικη. Γράφτηκε στα τέλη του 1ου αι.
Η δεύτερη
επιστολή απευθύνεται σε μία επιμέρους εκκλησία που την αποκαλεί εκλεκτή Κυρία
και την προτρέπει να προσέχει τους πλάνους και αντίχριστους.
Η τρίτη επιστολή
απευθύνεται σε κάποιον Γάϊο που πιθανόν να ήταν επίσκοπος σε κάποια εκκλησία
της Μ. Ασίας. Γράφτηκαν στα τέλη του 1ου αι. ίσως στην Έφεσο.
Αποκάλυψη του
Ιωάννη:
Το βιβλίο ανήκει
στην κατηγορία της αποκαλυπτικής γραμματείας. Παρ' όλες τις διαμάχες που
κατά καιρούς έχουν προκύψει, συγγραφέας του βιβλίου θεωρείται
απόστολος Ιωάννης, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει λυθεί οριστικά το πρόβλημα της
πατρότητας του βιβλίου. Ορισμένες εκκλησίες των πρώτων αιώνων δεν περιλάμβαναν
την αποκάλυψη στα κανονικά βιβλία της Κ.Δ. Κεντρικό πρόσωπο της Αποκάλυψης
είναι ο Ι.Χ. πότε σαν το «εσφαγμένο αρνίο» και πότε σαν «ο Λέων εκ της Φυλής
του Ιούδα». Ο αντίχριστος θέλει να σφετεριστεί την εξουσία του Χριστού και
χάνονται μαζί του όσοι θεληματικά παραδίδονται σε αυτόν. Ο Αντίχριστος και το «θηρίο»
άλλοτε εμφανίζονται σαν συστήματα εξουσιών και άλλοτε σαν οι εκφραστές τους.
Περιέχει ζωηρές
περιγραφές με έντονες εικόνες και δυσνόητους συμβολισμούς που καθιστούν την
ερμηνεία της πολύ δύσκολη και κατά καιρούς έχει «εκθέσει» πολλούς
ερμηνευτές της. Επίσης κάνει εκτενή αναφορά στη χιλιετή βασιλεία του
Χριστού επί της γης, πράγμα που έκανε τους ερμηνευτές των πρώτων αιώνων
επιφυλακτικούς στο να την συμπεριλάβουν στον κανόνα, εξαιτίας της αίρεσης των «χιλιαστών». Ας
μείνουμε όμως στην θριαμβευτική διακήρυξη του ίδιου του Ιησού Χριστού: »...Εγώ
είμαι ο πρώτος και ο έσχατος, και ο ζων, και έγεινα νεκρός και ιδού είμαι ζων
εις τους αιώνας των αιώνων αμήν...». θα αναπτερωθεί η ελπίδα μας όταν μείνουμε
στο παρηγορητικό και όχι απειλητικό «..και ιδού έρχομαι ταχέως...». Κατά τα
λοιπά «τα κρυπτά ανήκουσιν εις Κύριον τον Θεόν ημών, τα δε αποκεκαλυμένα, εις
ημάς και εις τα τέκνα ημών διά παντός, διά να εκτελέσωμεν πάντας τους λόγους
του νόμου τούτου» Δευτ.κθ-29.
Γράφτηκε το 95 μ.Χ.
στην Πάτμο από τον πρεσβύτερο Ιωάννη.
Πηγές: Κυρίως από «εισαγωγή στην Κ.Δ.» Ιωάν. Καραβιδόπουλου
ΙΩΑΝΝΗΣ: Ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αγαπημένος μαθητής του
Κυρίου. Ο τόπος συγγραφής του ευαγγελίου είναι η Έφεσος περί τα τέλη
του 1ου αιώνα.
· Μεταστροφή του Παύλου στο χριστιανισμό
34
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.
Η προς Κολοσσαείς:
Η πρώτη επιστολή
γράφτηκε στην Νικόπολη της Ηπείρου το 64-65μ.χ. και η δεύτερη το
65-66 μ.Χ. στη Ρώμη και θεωρείται ότι είναι το τελευταίο γραπτό κείμενο του
αποστόλου Παύλου το «κύκνειο άσμα» του.
Η πρώτη επιστολή
απευθύνεται στους εκλεκτούς του Πόντου, της Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας, και
Βιθυνίας. Συχνή επανάληψη του «πάσχειν» και «παθήματα» φανερώνει ότι
είναι περίοδος διωγμών. Αναφέρει επίσης την αναγέννηση, τις σχέσεις με τις
κοσμικές εξουσίες, δούλων κυρίων και συζύγων. Γράφτηκε το 64-67 στη «Βαβυλώνα»
η οποία στη συμβολική πρωτοχριστιανική γλώσσα σήμαινε τη Ρώμη.
Η δεύτερη
επιστολή απευθύνεται σε μία επιμέρους εκκλησία που την αποκαλεί εκλεκτή Κυρία
και την προτρέπει να προσέχει τους πλάνους και αντίχριστους.
Περιέχει ζωηρές
περιγραφές με έντονες εικόνες και δυσνόητους συμβολισμούς που καθιστούν την
ερμηνεία της πολύ δύσκολη και κατά καιρούς έχει «εκθέσει» πολλούς
ερμηνευτές της. Επίσης κάνει εκτενή αναφορά στη χιλιετή βασιλεία του
Χριστού επί της γης, πράγμα που έκανε τους ερμηνευτές των πρώτων αιώνων
επιφυλακτικούς στο να την συμπεριλάβουν στον κανόνα, εξαιτίας της αίρεσης των «χιλιαστών». Ας
μείνουμε όμως στην θριαμβευτική διακήρυξη του ίδιου του Ιησού Χριστού: »...Εγώ
είμαι ο πρώτος και ο έσχατος, και ο ζων, και έγεινα νεκρός και ιδού είμαι ζων
εις τους αιώνας των αιώνων αμήν...». θα αναπτερωθεί η ελπίδα μας όταν μείνουμε
στο παρηγορητικό και όχι απειλητικό «..και ιδού έρχομαι ταχέως...». Κατά τα
λοιπά «τα κρυπτά ανήκουσιν εις Κύριον τον Θεόν ημών, τα δε αποκεκαλυμένα, εις
ημάς και εις τα τέκνα ημών διά παντός, διά να εκτελέσωμεν πάντας τους λόγους
του νόμου τούτου» Δευτ.κθ-29.