Η πίστη μας επιφέρει την τακτοποίησή μας απέναντι στον Θεό,
μόνο εφόσον έχει τα ίδια γνωρίσματα που διέκριναν και την πίστη του Αβραάμ. Ο
πατέρας της πίστης δεν δικαιώθηκε από τα έργα, συνεπώς ούτε κι εμείς πρέπει να
επιδιώξουμε την δικαίωσή μας δια των έργων. Αυτός δεν καυχήθηκε στον εαυτόν του
και στις ηθικές επιτυχίες του συνεπώς ούτε κι εμείς πρέπει να καυχόμαστε στον
εαυτό μας και στις ηθικές μας επιτυχίες. Ο πατέρας της πίστης δέχτηκε με
ταπείνωση τις υποσχέσεις του Θεού, υπάκουσε στον λόγο του Θεού, στηρίχτηκε με
εμπιστοσύνη στις επαγγελίες του Θεού και το αποτέλεσμα αυτού του είδους της
πίστης ήταν «δικαιοσύνη» δηλαδή ηθική τακτοποίηση του Αβραάμ απέναντι στον Θεό.
Ρωμ.δ:23,24 Δεν εγράφη δε δι'
αυτόν μόνον, ότι ελογίσθη εις αυτόν, αλλά και δι' ημάς, εις τους οποίους μέλλει
να λογισθή, τους πιστεύοντας εις τον αναστήσαντα εκ νεκρών Ιησούν τον Κύριον
ημών,
Κι εμείς λοιπόν δεχόμενοι με ταπείνωση τις υποσχέσεις του
Θεού, υπακούοντας στο λόγο Του, και στηριζόμενοι στις επαγγελίες Του,
εκπληρώνουμε τούς όρους της γνήσιας πίστης του Αβραάμ, με όλες τις ευλογημένες
συνέπειές της.
Τι θα πούμε όμως για τα έργα; Αν οι Γραφές μας βεβαιώνουν
ότι σαν αμαρτωλοί τακτοποιούμαστε απέναντι στον Θεό μόνο με την πίστη μας,
δηλαδή με την υπακοή κι εμπιστοσύνη μας στον λόγο του Θεού, στην περίπτωση αυτή
ποια αξία μπορούν να έχουν τα έργα μας;
Ο απόστολος Παύλος άπαντα:
Γαλ.γ:23-26 Πριν δε έλθη η
πίστις, εφρουρούμεθα υπό τον νόμον συγκεκλεισμένοι εις την πίστιν, ήτις έμελλε
να αποκαλυφθή. Ώστε ο νόμος έγεινε παιδαγωγός ημών εις τον Χριστόν, διά να
δικαιωθώμεν εκ πίστεως. αφού όμως ήλθεν η πίστις, δεν είμεθα πλέον υπό
παιδαγωγόν. Διότι πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού·
Οι Γραφές μας μιλάνε για δύο, εντελώς ξεχωριστές, κατηγορίες
ηθικών έργων: Αφενός μιλάνε για τα έργα που επιδιώκει να κάνει ο άνθρωπος για
να πετύχει ο ίδιος τη δικαίωσή του απέναντι στον Θεό, αφετέρου μιλάνε για τα
έργα που πρέπει ο άνθρωπος να κάνει σαν καρπό της αγάπης στον Σωτήρα του: «Εάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου φυλάξατε»
(Ιωαν.ιδ:15).
Τα έργα της πρώτης κατηγορίας ο Θεός τα καταδικάζει, της
δεύτερης κατηγορίας τα επαινεί. Τα πρώτα τα ονομάζει «έργα νόμου» ή «έργα
νεκρά», τα δεύτερα τα συνιστά σαν «έργα καλά» ή «έργα αγαθά». Ο ίδιος ο
απόστολος Παύλος διαχωρίζει πολύ χτυπητά τις δύο αυτές κατηγορίες των ηθικών
έργων.
Σχετικά με την πρώτη κατηγορία γράφει:
Γαλ.γ:10 Διότι όσοι είναι εξ
έργων νόμου, υπό κατάραν είναι·
Ως προς την δεύτερη κατηγορία:
Τίτ.β:14 όστις έδωκεν εαυτόν
υπέρ ημών, διά να μας λυτρώση από πάσης ανομίας και να μας καθαρίση εις εαυτόν
λαόν εκλεκτόν, ζηλωτήν καλών έργων.
Είναι συνεπώς φανερό ότι ο Θεός χαρακτηρίζει και βαθμολογεί
το καθένα ηθικό έργο μας ανάλογα με τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει. Αν δηλαδή
κάνουμε ηθικά έργα με σκοπό να δικαιωθούμε με αυτά ενώπιον του Θεού και να
σωθούμε, τότε τα έργα μας αυτά, που εμείς συνήθως τα ονομάζουμε «καλά», για τον
Θεό δεν είναι παρά «έργα νεκρά», «έργα νόμου», διότι κατά το Ευαγγέλιο ο Θεός
χαρακτηρίζει τα ηθικά έργα μας σαν αγαθά μόνο εφόσον γίνονται σαν ο καρπός της
εν Χριστώ δικαίωσής μας διά της πίστεως. Όταν καταφεύγουμε στα ηθικά έργα
πιστεύοντας ότι αυτά γίνονται τα μέσα και η αιτία της σωτηρίας μας, στην
περίπτωση αυτή προσπαθούμε ν' ακυρώσουμε ολόκληρο το σκοπό και το νόημα της
λυτρωτικής πράξης του Χρίστου στο Σταυρό, επειδή,
«αν η δικαίωσις
γίνηται διά του νόμου, (με την άσκηση ηθικών εντολών), άρα ο Χριστός εις μάτην απέθανεν» (Γαλ.β:21).
Τα έργα που γίνονται από τον άνθρωπο σαν μέσα για την
επιτυχία της σωτηρίας του, τέτοια έργα δεν είναι καλά επειδή ο άνθρωπος δεν
αγαπά τον Θεό, και δεν Tον αγαπά επειδή τον φοβάται. Χρειάζεται ο φόβος αυτός
του ανθρώπου προς τον Θεό να λείψει. Ο άνθρωπος πρώτα πρέπει να συγχωρεθεί, η
ποινή του ν' ακυρωθεί, κι αυτό ακριβώς κάνει το Ευαγγέλιο. Επειδή ο Κύριος μας
συγχωράει εμείς τον αγαπάμε, κι' επειδή τον αγαπάμε υπακούμε, με τη δύναμή Του,
στις εντολές Του. Τότε και μόνον τότε, τα έργα μας είναι έργα καλά, διότι
γίνονται με πίστη ότι ο Θεός μας έχει διά του Χριστού συγχωρήσει. Αυτή η πίστη
μας φέρει την ειρήνη, η ειρήνη γέννα την αγάπη και η αγάπη την υπακοή- «διά του οποίου ελάβομεν χάριν και αποστολήν
εις υπακοήν πίστεως» (Ρωμ.α:5).
Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα παράδοξα του Ευαγγελίου. Η
ανθρώπινη σοφία, διά μέσου της Ανατολικής και της Δυτικής 'Εκκλησίας, μας λέει:
Να είσαι άγιος και θα δικαιωθείς. Να εκτελείς και θα ανταμειφθείς. Η ανθρώπινη
σοφία πρώτα παραγγέλλει και κατόπιν προσφέρει. Το Ευαγγέλιο πρώτα προσφέρει και
κατόπιν παραγγέλλει. Μας ανακηρύττει εξαρχής τελείως δικαιωμένους διά της
πίστεως, και κατόπιν μας προσφέρει τα αγαθά της δικαίωσης προοδευτικά και
πραγματικά. Μας παραχωρεί άπαξ το δικαίωμα ώστε κατόπιν να μας μεταδώσει κι'
αυτό το αγαθό.
Αυτή η τάξη πραγμάτων, αν και εναντιώνεται στην ανθρώπινη
λογική, είναι εν τούτοις η μόνη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της καρδιάς.
Είναι η μόνη που διατηρεί διαρκή την ειρήνη μας, επειδή βρίσκεται θεμελιωμένη
στις επαγγελίες και στις χάριτες του Θεού και όχι στις αβέβαιες και ατελείς
ηθικές επιτυχίες του ανθρώπου. Εκείνο που ο Θεός έκανε στο παρελθόν δεν είναι
παρά ο αρραβώνας των μεγαλύτερων πραγμάτων που φυλάγονται για εμάς στο μέλλον.
Αυτή είναι η βασική σκέψη της διακήρυξης του αποστόλου Παύλου, στο Ρωμ.ε:1-11:
Η διά του Σταυρού δικαίωσή μας, που ο Χριστός τελείωσε στο παρελθόν είναι η
εγγύηση της τέλειας σωτηρίας μας στο μέλλον. Ιδού η βεβαίωση:
Ρωμ.ε:10 Διότι εάν εχθροί
όντες εφιλιώθημεν με τον Θεόν διά του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ, μάλλον
φιλιωθέντες θέλομεν σωθή διά της ζωής αυτού·
Τα έργα της πρώτης κατηγορίας ο Θεός τα καταδικάζει, της
δεύτερης κατηγορίας τα επαινεί. Τα πρώτα τα ονομάζει «έργα νόμου» ή «έργα
νεκρά», τα δεύτερα τα συνιστά σαν «έργα καλά» ή «έργα αγαθά». Ο ίδιος ο
απόστολος Παύλος διαχωρίζει πολύ χτυπητά τις δύο αυτές κατηγορίες των ηθικών
έργων.
Τίτ.β:14 όστις έδωκεν εαυτόν
υπέρ ημών, διά να μας λυτρώση από πάσης ανομίας και να μας καθαρίση εις εαυτόν
λαόν εκλεκτόν, ζηλωτήν καλών έργων.