1. Τα νεανικά χρόνια
Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα
γνωρίστηκαν στη Ρώμη. Τότε που άνθιζε της αγάπης τους η άνοιξη, δεν θα
μπορούσαν να το φανταστούν ότι ξεκινούν για μια αιώνια άνοιξη, ξεκινούν για
την αιωνιότητα!
Ο Ακύλας, που τ’ όνομα του
σημαίνει στα λατινικά αετός, καταγόταν από τον Πόντο της Μικράς Ασίας και ήταν
Ιουδαίος. Το επάγγελμά του ήταν σκηνοποιός. Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας
ήρθε αναζητώντας καλύτερη τύχη, και φυσικά ερχόμενος στη Ρώμη εγκαταστάθηκε
στην εβραϊκή φτωχογειτονιά. Το επάγγελμά του ήταν πολύ ταπεινό και το ασκούσανε
άνθρωποι φτωχοί και απελευθερωμένοι δούλοι.
Το όνομα Πρίσκα (και το
υποκοριστικό Πρίσκιλλα) προέρχεται από το λατινικό priscus (εκλεκτός) και
μπορεί να μεταφραστεί Πολύτιμη, Διαλεχτή, Ακριβή. Η Πρίσκα φαίνεται ότι
καταγόταν από ανώτερη τάξη και ήταν κοπέλα πολύ μορφωμένη και δραστήρια.
Ο Αετός και η Διαλεχτή του
γνωρίστηκαν κάτω από άγνωστες συνθήκες. Η δυναμική κοπέλα, παρά την αντίδραση
των δικών της, αποφάσισε να παντρευτεί το φτωχό λεβεντόπαιδο και να γίνει κι
αυτή μαζί του σκηνοποιός...
Η Πρίσκα, που τόσο ενδιαφερόταν
για τα πνευματικά θέματα, βρήκε κοντά στον Ακύλα τον Ένα Θεό, το Θεό του
Ισραήλ, το Νόμο, τους Προφήτες, τους Ψαλμούς. Έτσι, εγκαταλείποντας την ειδωλολατρική
θρησκεία, άρχισε να μελετά την πίστη της Βίβλου και να μπαίνει στα πνευματικά
παλάτια του προφητικού λόγου. Έβρισκε τώρα κάτι το πρωτόγνωρο και ασύγκριτο!
Λίγο αργότερα έφθασε και στη Ρώμη
το μήνυμα για τον Ιησού. Το εκλεκτό ζευγάρι άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον πως
ό,τι προανήγγειλαν οι προφήτες έφθασε πριν 5-6 χρόνια στην περιοχή της
Ιερουσαλήμ. Ήταν ο μεγάλος Αναμενόμενος, που κήρυξε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε!
2. Στην
Κόρινθο
Το 49 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κλαύδιος
εξέδωσε διάταγμα, εξορίζοντας όλους τους Ιουδαίους από την Ρώμη εξ αιτίας
ορισμένων ταραχών που είχαν δημιουργήσει. Έτσι και ο Ακύλας με την Πρίσκιλλα
κατέφυγαν στην Κόρινθο.
Η Πρίσκιλλα ίσως να μην ήταν
απευθείας υποκείμενη στις συνέπειες του διατάγματος - αφού δεν ήταν γεννημένη
Ιουδαία - αλλά αυτή ήταν αποφασισμένη ν’ ακολουθήσει τον Ακύλα της και ως την
Κόρινθο και ως την Ασία και ως την αιωνιότητα!
Η Κόρινθος, πρωτεύουσα της
ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας, ήταν ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Υπήρχε μεγάλη
κίνηση, πολύς πλούτος, αλλά και πολλή αμαρτία...
Εκεί στην Κόρινθο άνοιξαν ένα
εργαστήριο και συνέχισαν τη δουλειά τους ως σκηνοποιοί.
Ήταν η μεγάλη μέρα της ζωής τους
όταν στην πόρτα του ταπεινού εργαστηρίου τους στάθηκε ο Παύλος, προερχόμενος
από την Αθήνα και ψάχνοντας να βρει δουλειά. Γνωρίστηκαν. Ήταν ομοεθνής τους
(Ιουδαίος) και ομότεχνός τους (σκηνοποιός). Οι δύο σύζυγοι «δεν θα είχαν ιδέα
ότι εκείνην την στιγμή τα ονόματα τους έμπαιναν στις αθάνατες σελίδες της
ιστορίας της Εκκλησίας ή μάλλον στην βίβλο της Ζωής».
Στο ταπεινό εργαστήριο του
ζεύγους, ο απόστολος βρήκε δουλειά και συμπαράσταση. Και θα ένιωσε ασφαλώς μια
χαρούμενη έκπληξη όταν διαπίστωσε ότι το ζευγάρι γνώριζε αρκετά για τον Ιησού
και την Ανάσταση. Φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να τους διαφωτίσει καλύτερα και
να τους στηρίξει στη μεγάλη Αλήθεια.
Λίγο αργότερα, το ζεύγος είχε την
ευκαιρία να γνωρίσει άλλους δύο σπουδαίους ανθρώπους. Έφτασαν από τη Μακεδονία
οι δύο εκλεκτοί συνεργάτες του Παύλου: ο Σίλας και ο Τιμόθεος! Έτσι η άξια
νοικοκυρά είχε να φιλοξενήσει άλλους δύο αγίους ανθρώπους.
Ο Παύλος έμαθε από τους
νεοαφιχθέντες ενδιαφέροντα και ευχάριστα νέα για τους αδελφούς της Μακεδονίας,
γι’ αυτό αποφάσισε να γράψει μια Επιστολή (την Α’ προς Θεσσαλονικείς), που
είναι ίσως το πρώτο από χρονολογικής απόψεως βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Έτσι
εκεί, στο ταπεινό εργαστηριάκι του Ακύλα και της Πρίσκιλλας, άρχισε να γράφεται
το ασύγκριτο πνευματικό μεγαλούργημα των αιώνων: Η Καινή Διαθήκη!
Στην Κόρινθο έμεινε και έδρασε ο
Παύλος ενάμισι χρόνο και για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε φτωχικά από το εκλεκτό
ανδρόγυνο.
Σιγά-σιγά, και παρά τις δυσκολίες,
η Εκκλησία θεμελιώθηκε στην Κόρινθο και απέκτησε αρκετούς πιστούς.
Ο Ακύλας και η Πρίσκα επηρεάστηκαν
από τη διδαχή του Παύλου, ενθουσιάστηκαν από τους οραματισμούς του και
αποφάσισαν να ενταχθούν στην ιεραποστολή του.
Κι όταν ο Παύλος ετοιμάστηκε να
φύγει με τον Τιμόθεο και τον Σίλα για την Έφεσο (το φθινόπωρο του 52 μ.Χ.),
αποφάσισαν να πάνε και αυτοί μαζί τους.
Ήταν μεγάλη η απόφαση του ζεύγους
να διπλασιάσουν την απόσταση της εξορίας τους από τη Ρώμη, να θυσιάσουν την
κάποια τακτοποίησή τους στην Κόρινθο και να φύγουν πάλι για το άγνωστο...
Έφυγαν από το λιμάνι των Κεγχρεών.
Εκεί συγκεντρώθηκαν για να τους αποχαιρετίσουν οι αδελφοί και οι αδελφές της
Κορίνθου. Και ασφαλώς μεταξύ αυτών θα ήταν και η Φοίβη, η εκλεκτή διακόνισσα
της Εκκλησίας των Κεγχρεών.
3. Στην Έφεσο
Το ταξίδι από την Κόρινθο στην
Έφεσο διαρκούσε λίγες μέρες, ανάλογα με την εποχή και με τον καιρό. Τα πλοία
ταξίδευαν την ημέρα, προχωρώντας από νησί σε νησί. Και η διαβίωση των επιβατών,
τόσο στο κατάστρωμα όσο και στο εσωτερικό του πλοίου, δεν ήταν πάντα πολύ ευχάριστη.
Η Έφεσος, στα δυτικά παράλια της
Μικράς Ασίας, ήταν η αξιόλογη πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας. Εδώ
καλλιεργούνταν τα γράμματα και οι τέχνες. Υπήρχαν θέατρα, αγορά, υδραγωγεία.
Αλλά το θεαματικότερο ήταν ο τεράστιος ναός της θεάς Αρτέμιδος. Οι Εφέσιοι ήταν
υπερήφανοι για τον υπέροχο αυτό ναό.
Στη μεγάλη αυτή πόλη παρέμεινε το
εκλεκτό ζευγάρι, ενώ ο Παύλος έφυγε προσωρινά για να συνεχίσει τις μεγάλες
περιοδείες του.
Εκεί στην Έφεσο το ανδρόγυνο θα
έπρεπε τώρα να τακτοποιήσει το νοικοκυριό του και να στήσει το εργαστήριό του.
Πήγαιναν ασφαλώς και στη Συναγωγή κάθε Σάββατο, κατά την συνήθειά τους. Και
βέβαια είχαν στενή επικοινωνία με τους χριστιανούς αδελφούς.
Αυτή την εποχή είχαν και μιαν
ωραία ευκαιρία: Κατήχησαν τον λόγιο Απολλώ.
Γράφει σχετικά ο Λουκάς:
«Στο μεταξύ έφτασε στην Έφεσο ένας
Ιουδαίος που τον έλεγαν Απολλώ και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Ήταν
προικισμένος ρήτορας και ήξερε καλά τη Γραφή. Είχε κατηχηθεί στην οδό του
Κυρίου και με μεγάλο ζήλο κήρυττε και δίδασκε με ακρίβεια για τον Ιησού Χριστό,
αν και του ήτανε γνωστό μόνο το βάπτισμα του Ιωάννη. Κι αυτός άρχισε να μιλάει
με παρρησία στη συναγωγή. Όταν τον άκουσε η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, τον πήραν
κοντά τους και του εξέθεσαν την οδό του Θεού με πιο μεγάλη ακρίβεια» (Πράξ.ιη:24-26).
Όταν κατόπιν ο Απολλώς ήθελε να
περάσει στην Αχαΐα, Οι αδελφοί έγραψαν στους πιστούς και τους συνιστούσαν να
τον δεχτούν με εμπιστοσύνη. Και πραγματικά, όταν πήγε εκεί, βοήθησε πολύ το
πνευματικό έργο.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι τη
συστατική επιστολή την έγραψαν η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, που είχαν τόσες γνωριμίες
στην πρωτεύουσα της Αχαΐας, την Κόρινθο. Υπήρξε, λοιπόν, άλλη μια προς
Κορινθίους επιστολή, που δυστυχώς δεν διασώθηκε...
Όταν επέστρεψε ο Παύλος στην
Έφεσο, ύστερα από μια πολύ μεγάλη και κουραστική οδοιπορία, τον επισκέφθηκαν
εκεί μερικοί εκλεκτοί αδελφοί από την Κόρινθο: ο Στεφανάς, ο Φουρτουνάτος, ο
Αχαϊκός. Έτσι η Πρίσκα είχε πολλή δουλειά. Έπρεπε να φιλοξενήσει και να
υπηρετήσει τόσους αγίους ανθρώπους! Αυτή η άγια γυναίκα «πόδας αγίων ένιψεν».
Η φιλοξενία ήταν ένα από τα
χαρακτηριστικά του εκλεκτού ζεύγους, κατά το θέλημα του Κυρίου: «Μην ξεχνάτε τη
φιλοξενία, γιατί μ’ αυτήν μερικοί, χωρίς να το ξέρουν, φιλοξένησαν αγγέλους»
(Εβρ.ιγ:2).
Αυτή την εποχή ο Παύλος
καταπιάστηκε να γράψει την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή. Ο απόστολος είχε πάντα επικοινωνία
με την Εκκλησία της Κορίνθου. Στην Επιστολή αυτή ο Παύλος θίγει διάφορα
πνευματικά και κοινωνικά ζητήματα, δίνει συμβουλές και απαντά σε ερωτήματα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περί γάμου και συζυγίας διδασκαλία (κεφ.ζ).
Ασφαλώς το περιεχόμενο της
Επιστολής θα το συζήτησε με τους εκλεκτούς συνεργάτες του, τον Ακύλα και την
Πρίσκιλλα, που είχαν ζήσει χρόνια στην Κόρινθο και γνώριζαν πρόσωπα και
πράγματα. Και πριν τελειώσει η μακροσκελής Επιστολή (16 κεφάλαια), ο απόστολος
σημείωσε:
«Πολλούς χριστιανικούς ασπασμούς
σας στέλνουν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα και όλη η εκκλησία, που συναθροίζεται στο
σπίτι τους» (Α’ Κορ.ις:19).
Αυτή τη φορά ο Παύλος έβαλε πρώτο
το όνομα του Ακύλα και όχι της Πρίσκιλλας — όπως έκανε σε άλλες περιπτώσεις. Κατά
μία άποψη, «θα μπορούσε κάλλιστα, να βρισκόταν στο σπίτι τους τη στιγμή που
έγραφε, ή καλύτερα, που υπαγόρευε, και είναι πολύ πιθανό η Πρίσκιλλα να επέμενε
να γραφτεί πρώτο το όνομα του συζύγου της».
Με τέτοιους πνευματικούς εργάτες η
ιεραποστολή στην Έφεσο προχωρούσε σταθερά. Ο αριθμός των πιστών διαρκώς
μεγάλωνε, ενώ ο φημισμένος ναός της θεάς Αρτέμιδος άρχισε να χάνει την αίγλη
του. Αυτό ανησύχησε μερικούς θεοκάπηλους και κυρίως τους τεχνίτες που κατασκεύαζαν
για το εμπόριο ασημένια ομοιώματα του ναού και έβλεπαν τώρα ότι με τη νέα πίστη
θα έχαναν σιγά-σιγά τη δουλειά τους... Ξεσήκωσαν, λοιπόν, πολλούς ανόητους
εναντίον του Παύλου και οργάνωσαν μερικές κωμικοτραγικές διαδηλώσεις. (Πράξ.ιθ:23-41).
Σε μια από αυτές ο Παύλος
κινδύνευσε πολύ... Την κρίσιμη ώρα ο Ακύλας και η Πρίσκα έκαναν μια ηρωική
προσπάθεια να τον σώσουν, αλλά διέτρεξαν και αυτοί θανάσιμο κίνδυνο. «Τον
εαυτών τράχηλον υπέθηκαν» — διακινδύνευσαν το κεφάλι τους!... Αυτή την
αυτοθυσία τους, ο Παύλος δεν την ξέχασε ποτέ. (Ρωμ.ις:3-4).
Δυστυχώς, ο Λουκάς δεν μας διέσωσε
λεπτομέρειες από αυτή την ηρωική επιτυχία του ζεύγους.
4. Επιστροφή
στη Ρώμη
Λίγο αργότερα αποφασίστηκε να
φύγει το δραστήριο ζευγάρι για τη Ρώμη, εφόσον ο Παύλος είχε την επιθυμία να
επισκεφθεί προσεχώς τη μεγάλη πρωτεύουσα.
Φαίνεται ότι το διάταγμα του Κλαύδιου,
που εξόριζε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη, είχε εν τω μεταξύ ανακληθεί. Εξάλλου
από το 54 μ.Χ. ένας νέος αυτοκράτορας, πολύ διαφορετικός, βρισκόταν στο θρόνο
της κραταιής Ρώμης.
Έτσι ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα
ξαναγύρισαν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Με συγκίνηση θα ξαναείδαν την
αγαπημένη τους Ρώμη, ύστερα από μια δεκαετία περίπου. Η μεγάλη πρωτεύουσα τους
θύμιζε τα νεανικά τους χρόνια και κυρίως την πρώτη τους γνωριμία εκεί...
Στα χρόνια που πέρασαν πολλά είχαν
αλλάξει. Κυρίως είχε αυξηθεί αρκετά ο αριθμός των πιστών. Συνάντησαν εκεί
εκλεκτούς αδελφούς και αδελφές: Τον Στάχυ, τον Φλέγοντα, τον Νηρέα. Τη Μαριάμ,
την Τρύφαινα, την Περσίδα. Τον Ανδρόνικο και την Ιουνία, τον Φιλόλογο και την
Ιουλία.
Φαίνεται ότι τα οικονομικά τους,
τους επέτρεψαν να πιάσουν ένα ευρύχωρο σπίτι, για να το κάνουν και «κατ’ οίκον
εκκλησία». Ίσως να πήγαν καλά οι δουλειές στο εργαστήριο τους,
ίσως να υπήρξε και κάποια προσέγγιση με την ευκατάστατη οικογένεια της
Πρίσκιλλας.
Με κέντρο την «κατ’ οίκον
εκκλησία» του, το ζεύγος ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση —
πράγμα που ικανοποιούσε και τον Παύλο, καθώς έφταναν ως αυτόν οι σχετικές
πληροφορίες.
Το εκλεκτό ζεύγος από χρόνια
επιθυμούσε να δει τον Παύλο στη Ρώμη. Γιατί θα ήταν σπουδαίο ν’ ακουστεί ένας
τέτοιος κήρυκας στο κέντρο του κόσμου. Την επίσκεψη αυτή την προετοίμαζε το
ζεύγος, τώρα μάλιστα που ο αριθμός των πιστών στη μεγάλη πρωτεύουσα είχε
αυξηθεί.
«Είναι προφανές πως, αν και δεν
είχε ποτέ βρεθεί στη Ρώμη, ο Παύλος δεν αγνοούσε τις συνθήκες ζωής των
χριστιανών εκεί. Χωρίς αμφιβολία κάθε τόσο η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας θα του
έστελναν μηνύματα, ενημερώνοντάς τον για τις συνθήκες που θα έπρεπε να
περιμένει όταν θα έκανε το ταξίδι που σχεδίαζε προς την πρωτεύουσα».
Την άνοιξη του 57 μ.Χ. έφτασε στη
Ρώμη η Φοίβη από την Κόρινθο, κρατώντας στα χέρια της ένα θησαυρό: την προς
Ρωμαίους Επιστολή. Η Φοίβη ήταν διάκονος της Εκκλησίας των Κεγχρεών της
Κορίνθου και σ’ αυτήν εμπιστεύθηκε ο Παύλος να μεταφέρει στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας
το πνευματικό του μεγαλούργημα.
Το εκλεκτό ζευγάρι, που ασφαλώς
γνώριζε τη Φοίβη από την Κόρινθο, τη δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Εκεί, στην «κατ’ οίκον
εκκλησία» τους, διαβάστηκε για πρώτη φορά η προς Ρωμαίους
Επιστολή, “το βαθύτερο γραπτό του κόσμου”. Στο τέλος της Επιστολής ο απόστολος
έγραφε χαιρετισμούς προς διαφόρους αδελφούς και αδελφές. Και ιδιαίτερη μνεία
έκανε για την Πρίσκα και τον Ακύλα.
Έγραφε ο Παύλος: «Χαιρετισμούς στην
Πρίσκα και στον Ακύλα, τους συνεργάτες μου στο έργο του Ιησού Χριστού.
Διακινδύνεψαν τη ζωή τους για χάρη μου και τους ευχαριστώ, όχι μόνο εγώ, αλλά
και όλες οι εκκλησίες των εθνών. Να δώσετε χαιρετισμούς και στην εκκλησία που
συναθροίζεται στο σπίτι τους» (Ρωμ.ις:3-5).
Το 61 μ.Χ. έφτασε ο Παύλος στη
Ρώμη, ύστερα από ένα δραματικό ταξίδι στη φουρτουνιασμένη Μεσόγειο... Έφτασε
βέβαια «δέσμιος»,
αλλά οι συνθήκες της κρατήσεώς του ήταν κάπως υποφερτές. (Πράξ.κη:16-31).
Θα ήταν ασφαλώς μεγάλη η συγκίνηση
του ζεύγους να υποδεχτεί στη Ρώμη τον Παύλο. Αλλά και για όλους τους αδελφούς
και αδελφές ήταν χαρά και ευλογία η παρουσία του στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Ο Παύλος δεν ήταν πια τόσο ακμαίος, όπως τον είχαν γνωρίσει πριν από 18 περίπου
χρόνια ο Ακύλας και η Πρίσκα στην Κόρινθο. Ήταν ταλαιπωρημένος και γερασμένος,
αλλά παρέμενε πάντοτε μεγαλόπνοος και οδηγητικός.
Αυτή την εποχή άρχισε να
ετοιμάζεται η προς Εβραίους Επιστολή. Ο Παύλος ήθελε να γράψει μια
Επιστολή—Πραγματεία, που να απευθύνεται προς τους “εξ Εβραίων” χριστιανούς, που
αντιμετώπιζαν τους διωγμούς και την περιφρόνηση των ομοεθνών τους. Συνεργάτες
για τη δύσκολη αυτή συγγραφή πιθανότατα χρησιμοποίησε το εκλεκτό ζεύγος και
κυρίως την Πρίσκιλλα. Ίσως να χρησιμοποιήθηκε και ο λόγιος Απολλώς.
Η προς Εβραίους Επιστολή φαίνεται
ότι εστάλη από τη Ρώμη στην Έφεσο, για να στηρίξει τους “εξ Εβραίων” αδελφούς
όλης της Ανατολής, με λόγια θεόπνευστα και πραγματικά καρδιοτονωτικά: «Σηκώστε τα χαλαρωμένα
χέρια σας και στεριώστε τα παραλυμένα γόνατα» (Εβρ.ιβ:12).
5. Και πάλι
στην Έφεσο
Αυτή την εποχή κρίθηκε σκόπιμο να
φύγει το ζεύγος πάλι για την Έφεσο. Εκεί, στην Ασία, είχε ανοιχθεί σπουδαία
πόρτα για το Ευαγγέλιο και είχαν πληθύνει οι «Εκκλησίες της Ασίας»
(Α’ Κορ.ις:9 και 19). Χρειαζόντουσαν, λοιπόν, πνευματικοί εργάτες πεπειραμένοι
και δραστήριοι.
Ταξιδεύοντας για την Ανατολή,
ασφαλώς θα πέρασαν από την Κόρινθο. Έτσι ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα ξανάβλεπαν - ίσως
για τελευταία φορά - την αγαπημένη τους πόλη. Εκεί είχε πληθύνει τώρα ο αριθμός
των χριστιανών. Υπήρχαν εκλεκτοί αδελφοί, εκλεκτές αδελφές και ωραία ανδρόγυνα,
αλλά δεν έλειπαν και οι «ατάκτως περιπατούντες»...
Εκεί ξανασυνάντησαν το Στεφανά και τη γυναίκα του, τον Φουρτουνάτο, τον Αχαϊκό,
τη Φοίβη, τον Επαινετό, τη Χλόη και τόσους άλλους.
Φτάνοντας στην Έφεσο, τους
περίμενε ένα έργο πολύ μεγάλο και δύσκολο. Πρώτα-πρώτα έπρεπε να βοηθήσουν το
νεαρό και φιλάσθενο Τιμόθεο, που ήταν επίσκοπος στην πόλη.
Πέρα όμως από την Έφεσο, στις
εκτάσεις “των κατά Ασίαν παροικιών”, υπήρχαν οι «Εκκλησίες της Ασίας»,
όπου έπρεπε να δράσει ο Ακύλας σαν επίσκοπος με την ισχυρή συμπαράσταση της
Πρίσκιλλας.
Το 68 μ.Χ. έφτασε στην Έφεσο η Β’
προς Τιμόθεο Επιστολή από τον φυλακισμένο Παύλο, που ήταν η τελευταία Επιστολή
του, το “κύκνειον άσμα” του. Σ’ αυτή την Επιστολή ο απόστολος κάνει έναν
απολογισμό του έργου του και αποχαιρετά τους δικούς του. Γράφει στον Τιμόθεο: «Χαιρέτισε την Πρίσκα
και τον Ακύλα» (Β’ Τιμ.δ:19). Αυτό τον χαιρετισμό θα τον δέχτηκε
ασφαλώς με μεγάλη συγκίνηση το εκλεκτό ζευγάρι.
Το συγγραφικό έργο του Παύλου (οι
14 Επιστολές) άρχισε με την Α’ προς Θεσσαλονικείς Επιστολή, που την έγραψε στο
εργαστήριο του ζεύγους, και τελείωσε με την Β’ προς Τιμόθεο Επιστολή, στον
επίλογο της οποίας αποχαιρετά το ζεύγος.
Λίγο αργότερα, στις αρχές του
καλοκαιριού του 68 μ.Χ., έφτασε και στην Ασία η είδηση ότι ο Παύλος «τον δρόμον
τετέλεκεν»... Ο δήμιος του Νέρωνα έθεσε τέρμα στην πιο πολύτιμη
ζωή που αφιερώθηκε ποτέ στην υπηρεσία του Χριστού!
Μπορούμε να φανταστούμε πόσο
μεγάλη ήταν η συγκίνηση όλων των αδελφών και κυρίως του Ακύλα και της
Πρίσκιλλας...
6. Προς την
Αιωνιότητα
Τώρα, μετά την εκδημία του Παύλου,
το εμπνευσμένο ζευγάρι πρέπει να πάρει νέες δυνάμεις και να συνεχίσει την
ιεραποστολική δράση του. Όλες οι περιοχές πέρα από την Έφεσο, οι “κατά Ασίαν
παροικίες”, πρέπει ν’ ακούσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου.
Εδώ τώρα το έργο είναι μεγάλο και
πολύμοχθο. Πρέπει ν’ αγωνιστούν πολύ. Αλλά δεν θα βρεθεί ένας Λουκάς να γράψει
τις “Πράξεις του Αγίου Ζεύγους”. Αυτή η ιστορία θα γίνει γνωστή μόνο «εν εκείνη τη
Ημέρα»...
Εν τω μεταξύ έχουν προχωρήσει και
στην ηλικία. Η Πρίσκιλλα δεν είναι πια νέα. Το ρόδινο σπαθί της ομορφιάς της
έχει λυγίσει. Και του Ακύλα έχουν γκριζάρει τα μαλλιά ... Ωστόσο διατηρούν και
οι δύο τον ίδιο ιεραποστολικό ενθουσιασμό! Και, κάνοντας έναν απολογισμό, έχουν
την ηθική ικανοποίηση ότι αφιέρωσαν τη ζωή τους για να υπηρετήσουν την Πίστη
τους και τα ιδανικά τους.
Φαίνεται ότι το εκλεκτό ζευγάρι
δεν είχε παιδιά. Αυτό ίσως να ήταν μια ειδική χάρη από τον Κύριο, για να
μπορέσουν να δράσουν πιο απερίσπαστοι στον ιεραποστολικό αγρό. Γιατί, αν η
τεκνογονία είναι μεγάλη ευλογία, έτσι και η ατεκνία μπορεί, σε ορισμένες
σπάνιες περιπτώσεις, να είναι έργο της Θείας Προνοίας.
Αυτή την εποχή οι διωγμοί εναντίον
των χριστιανών συνεχίζονται, αλλά το ηρωικό ζεύγος πρέπει να κρατηθεί γερά στην
πίστη και να στηρίξει και άλλους πολλούς. Κανείς δεν πρέπει να λυγίσει. Η
απόλυτη πεποίθηση είναι ότι έχουμε Αρχιερέα Μέγα, τον Ιησού, που μπήκε στους
ουρανούς και ο Οποίος μπορεί να μας ενισχύει (Εβρ.δ:14-16).
Και τους δύο τους εμπνέει η σκέψη
ότι ο Παύλος τους έχει κλείσει ραντεβού «εν εκείνη τη ημέρα»,
όταν όλοι οι πιστοί, μέσα στο φως της αναστάσεως, θα παραλάβουν τα ένδοξα
στεφάνια τους από τον Κύριο, τον Δίκαιο Κριτή (Β’ Τιμ.δ:6-8).
Μακάρι το
όμορφο παράδειγμα των πιστών αυτών ανθρώπων να
βρίσκει μιμητές και μιμήτριες στη σημερινή εκκλησία που τόσο έχει ανάγκη από
τέτοια πνευματικά αναστήματα.