Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Τι θέλει ο Θεός;



Όλοι μας πιστεύουμε πως η προσευχή έχει δύναμη. Είναι η επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. Ο Χριστός δίδαξε την προσευχή. Είναι σαν την ανάσα μας. Όπως αναπνέω, έτσι έχω ανάγκη να προσεύχομαι. Τόσο για τον εαυτό μου, όσο και για τους άλλους.

Πολύ συχνά όμως, ενώ έρχονται στη σκέψη μας πρόσωπα, δεν ξέρουμε τι να ζητήσουμε από το Θεό για αυτούς. 'Αλλες φορές πάλι μπορεί κάποιος να ζητήσει την προσευχή μας, αλλά επειδή δυσκολεύεται ή ντρέπεται, να μην μας πει ποιο είναι το πρόβλημα. Θα παρακαλέσει όμως, «μπορείς να προσεύχεσαι για μένα»;


Πολύ συχνά οι φίλοι μας, οι αδελφοί μας, τα παιδιά μας ή οι γονείς μας, λένε, «Δεν ξέρω τι να αποφασίσω. Προσεύχομαι ο Θεός να μου δείξει. Να μπορέσω να δω τι θέλει ο Θεός από μένα».

Σήμερα θα μελετήσουμε μια από τις προσευχές του αποστόλου Παύλου. Μια προσευχή για κάποιους που δεν τους είχε συναντήσει προσωπικά ποτέ. Δεν είχε ο ίδιος άμεση επαφή με τις ανάγκες τους. Γι' αυτό το λόγο η προσευχή αυτή είναι ένας καλός οδηγός τι να ζητάμε κι εμείς από το Θεό για τους αδελφούς μας. Πώς να προσευχόμαστε για την εκκλησία μας αφού πρέπει να προσευχόμαστε για την εκκλησία, ο ένας για τον άλλον.
«Διά τούτο και ημείς, αφ' ης ημέρας ηκούσαμεν, δεν παύομεν προσευχόμενοι διά σας και δεόμενοι να εμπλησθήτε από της επιγνώσεως του θελήματος αυτού μετά πάσης σοφίας και πνευματικής συνέσεως, διά να περιπατήσητε αξίως του Κυρίου, ευαρεστούντες κατά πάντα, καρποφορούντες εις παν έργον αγαθόν και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού, ενδυναμούμενοι εν πάση δυνάμει κατά το κράτος της δόξης αυτού εις πάσαν υπομονήν και μακροθυμίαν» (Κολ.α:9-11).

Το αίτημα λοιπόν είναι οι πιστοί να μεγαλώνουν, να αυξάνουν, να γίνουν πλήρεις στην επίγνωση του θελήματος του Θεού. Ο χριστιανισμός, είναι βασικά μια προσωπική σχέση του Χριστού με τον άνθρωπο. Σε όλες τις σχέσεις, και πολύ περισσότερο σ' αυτή τη σχέση, αν αγαπώ κάποιον, αν θέλω κάποιον πρέπει να γνωρίζω τι θέλει, τι τον ευχαριστεί. Αγαπώ ένα πρόσωπο σημαίνει να προσπαθώ να ικανοποιώ τις επιθυμίες του. Όταν αγαπώ το Θεό, το δείχνω όχι μόνο με τα λόγια, αλλά κάνοντας αυτά που θέλει. Ο ίδιος ο Χριστός είπε: Αν με αγαπάτε, φυλάξτε τις εντολές μου (Ιωάν.ιδ:15).

Αν αγαπώ το Χριστό, πρέπει να ξέρω τι θέλει κι αυτό που θέλει το εξέφρασε με τη λέξη εντολή. Ο λόγος είναι ότι η σχέση με το Χριστό, δεν είναι σχέση μεταξύ ίσων. Δεν είμαστε το ίδιο. Ούτε και θα γίνουμε ποτέ. Πράγματι ο Χριστός είναι φίλος μας, ονομάστηκε «φίλος» τελωνών και αμαρτωλών. Επίσης ονομάζεται «αδελφός», και δεν ντρέπεται γι' αυτό: Δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς (Εβρ.β:11).

Εκτός από αυτά, όμως, ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας μας. Είναι ο Δημιουργός του κόσμου. Είναι ο αρχηγός και τελειωτής της πίστης. Είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος, ο πρώτος κι ο έσχατος. Είναι η ανάσταση και η ζωή, η οδός και η αλήθεια και η ζωή, Αυτός που κρατάει τα κλειδιά του 'Αδη και του θανάτου. Τηρώντας τις εντολές του, τον αγαπώ και τον γνωρίζω. «Και εν τούτω γνωρίζομεν ότι εγνωρίσαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν» (Α΄ Ιωάν.β:3).

Όλες οι σχέσεις διέπονται από εντολές. Οι σχέσεις μεταξύ φίλων, έχουν κανόνες. Οι σχέσεις μεταξύ συνεργατών, στο ζευγάρι, μεταξύ γονιών και παιδιών, μαθητών και δασκάλων. Το ίδιο συμβαίνει και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αυτή η σχέση αγάπης έχει κανόνες.

Για να δείξω στο Θεό πως Τον αγαπώ, εκτελώ το θέλημά Του. Γι' αυτό είναι ανάγκη να γνωρίζω το θέλημά Του. Και η γνώση αυτή να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, μέχρις ότου, όπως γράφει: να γίνετε πλήρεις από την επίγνωση του θελήματός του (Κολ.α:9α). Αυτό είναι τόσο σημαντικό, που γράφει στο τέλος της επιστολής πως κι ο Επαφράς προσεύχεται με το ίδιο αίτημα: «Σας ασπάζεται ο Επαφράς, όστις είναι από σας, ο δούλος του Χριστού, πάντοτε αγωνιζόμενος διά σας εν ταις προσευχαίς, διά να σταθήτε τέλειοι και πλήρεις εις παν θέλημα του Θεού» (Κολ.δ:12).

Η προσευχή μας πρέπει πάντα να περιλαμβάνει το αίτημα «γεννηθήτω το θέλημά Σου». Δεν είναι τυχαίο που ο Χριστός το έβαλε αυτό μέσα στο υπόδειγμα προσευχής που έδωσε στους μαθητές του.

Αυτό τώρα πως γίνεται; Προφανώς δεν ξυπνάμε ένα πρωί και έχει φυτευτεί μέσα στο νου μας αυτό που θέλει ο Θεός αυτόματα. Ζούμε σε ένα κόσμο που το άδικο έχει γίνει τόσο συνηθισμένο που μας φαίνεται δίκαιο, το στραβό σωστό, και το ψέμα αλήθεια. Πώς μπορώ να γνωρίζω τι θέλει ο Θεός; Το θέλημα του Θεού είναι αποκαλυμμένο και γραμμένο στο λόγο Του, στην Αγία Γραφή.

Αν θέλω να μάθω ποιος είναι ο Θεός και τι θέλει, θ' ανοίξω την Αγία Γραφή. Δεν υπάρχει κάτι που να χρειάζομαι να ξέρω για το Θεό όσο ζω εδώ στη γη, που να μην μπορώ να το βρω στο λόγο του Θεού.

Τι να πρωτοθυμηθούμε σαν παράδειγμα γι' αυτή την αλήθεια; Δύο περικοπές από την Καινή Διαθήκη για αρχή. Το πρωινό της ανάστασης ο Χριστός συναντάει τους δύο μαθητές που πήγαιναν προς την πόλη Εμμαούς. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν απογοητευμένοι από τα γεγονότα. Η ελπίδα τους είχε χαθεί και επιπλέον δεν πίστευαν ούτε τις γυναίκες που είδαν τον άδειο τάφο, ούτε τους μαθητές, ούτε τα όσα έμαθαν πως οι άγγελοι είχαν πει. Τι ήταν αυτό που θα τους έπειθε; Τι ήταν αυτό το παραπάνω που χρειαζόντουσαν; Μια ακόμη εμπειρία; Τον Ιησού τον ίδιο να εμφανιστεί; Εμείς, εγώ, όλοι μας θα λέγαμε «ναι!» Και η ειρωνεία ποια είναι; Περπατάνε με την απάντηση μπροστά στα μάτια τους, χωρίς να μπορούν να την δουν. Χωρίς να μπορούν να αναγνωρίσουν τον Ιησού. Μια ακόμη εμπειρία θα τους πείσει;
Ο Κύριός μας όμως είχε άλλη γνώμη. Θα πάρουν την απάντησή τους, όχι όπως εμείς θα θέλαμε. Θα δουν το Χριστό ζωντανό, αλλά κάτι άλλο πρέπει να προηγηθεί. Πρώτα πρέπει να μάθουν να πιστεύουν πως ό, τι έχει πει ο Θεός είναι αλήθεια. Τους λέει ο Χριστός λοιπόν: «Ω ανόητοι και βραδείς την καρδίαν εις το να πιστεύητε εις πάντα όσα ελάλησαν οι προφήται· δεν έπρεπε να πάθη ταύτα ο Χριστός και να εισέλθη εις την δόξαν αυτού; Και αρχίσας από Μωϋσέως και από πάντων των προφητών, διηρμήνευεν εις αυτούς τα περί εαυτού γεγραμμένα εν πάσαις ταις γραφαίς» (Λουκ.κδ:25-27).

Πρώτα ο Ιησούς τους μαλώνει. Εκφράζει την απογοήτευσή Του. Η αποτυχία τους να καταλάβουν, ο λόγος που είναι στεναχωρημένοι δεν είναι τα γεγονότα, δεν είναι οι λίγες πληροφορίες, είναι η ανοησία και βραδύτητα της καρδιάς τους, ώστε να πιστέψουν όχι τους ανθρώπους, αλλά το λόγο του Θεού, τους προφήτες. Η απάντηση του Χριστού, το φάρμακο του Θεού στην απογοήτευση και την απιστία, είναι ο λόγος του Θεού. Η εμπειρία τους θα είναι πάνω στην βάση του λόγου του Θεού. Αυτό που θα δουν θα είναι χτισμένο πάνω στην γραπτή αποκάλυψη του Θεού και όχι αντίθετα. Δεν επιβεβαιώνει η εμπειρία μου το λόγο του Θεού. Αντίθετα, η αλήθεια του ευαγγελίου βεβαιώνει ή ακυρώνει την εμπειρία μου. Δείχνει αν αυτό που έγινε στη ζωή μου ήταν από τον Θεό ή όχι. Αν ήταν αληθινό η ψεύτικο.

Ζούμε σε μια εποχή που είναι εποχή της «εμπειρίας.» Οι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν στο Θεό της Γραφής, αλλά πιστεύουν σε κάτι που τους συνέβηκε. Σε ένα όνειρο, μια οπτασία, ένα θαύμα, μια σύμπτωση.

Έχουν γραφτεί διάφορα για ανθρώπους που είχαν εξωσωματικές εμπειρίες. Βγήκαν από το σώμα, τους πήγαν στον παράδεισο και ξαναγύρισαν. Δεν ήταν χριστιανοί όλοι τους. Όλοι τους όμως πίστευαν στην εμπειρία τους. Ρώτησαν μια κοπέλα, «Λοιπόν είσαι σίγουρη πως αυτό που είδες ήταν ο παράδεισος;» Και η κοπέλα απάντησε, «είμαι σίγουρη πως ήταν ο δικός μου παράδεισος.» Η εμπειρία 'βασιλεύει' και καθορίζει τι πιστεύουμε και τι είναι αληθινό.

Η δεύτερη περικοπή είναι η ιστορία που λέει ο Χριστός με τον πλούσιο και τον φτωχό Λάζαρο. Μιλάει ο πλούσιος στον Αβραάμ και του λέει, «Στείλε τον Λάζαρο πίσω να μιλήσει στα αδέλφια μου, έχω πέντε αδέρφια, να μην έρθουν και αυτοί εδώ που είμαι εγώ.» Και οι απάντηση του Αβραάμ, «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς.» «Όχι» λέει ο πλούσιος, «αν κάποιος από τους νεκρούς πάει πίσω, τότε θα μετανιώσουν.» Και απαντάει ο Αβραάμ, «Αν τον Μωυσή και τους προφήτες δεν ακούσουν, δεν θα πειστούν ούτε και αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί» (Λουκ.ις:20-31). Με άλλα λόγια, αν ο λόγος αυτός δεν τους αλλάζει, κανένα θαύμα δεν είναι αρκετό.
Β΄ Τιμ.γ:16-17 «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης, διά να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν»

Πίσω στο εδάφιο μας στην προς Κολοσσαείς: «δεν παύομεν προσευχόμενοι διά σας και δεόμενοι να εμπλησθήτε από της επιγνώσεως του θελήματος αυτού μετά πάσης σοφίας και πνευματικής συνέσεως» (Κολ.α:9).

Η γνώση του θελήματος του Θεού με κάνει σοφό και συνετό. Η σοφία, σύμφωνα με το λόγο του Θεού, δεν είναι πληροφορίες στο μυαλό μου. Σοφός είναι αυτός που ξέρει να εφαρμόζει την αλήθεια στην καθημερινή ζωή. Η σοφία δεν είναι διανοητική είναι πρακτική. Δεν αφορά τι ξέρεις, αλλά το τι κάνεις. Δεν έχει να κάνει τόσο με το μυαλό, όσο με τις σχέσεις και το χαρακτήρα. Για αυτό στο λόγο του Θεού ανόητος είναι αυτός που ξέρει την αλήθεια, αλλά αποτυγχάνει να την εφαρμόσει.

Ένα παράδειγμα από την Παλαιά Διαθήκη αυτή τη φορά. Όταν πέθανε ο Μωυσής κι ο Ιησούς του Ναυή τον διαδέχθηκε ο Θεός του είπε: «Δεν θέλει απομακρυνθή τούτο το βιβλίον του νόμου από του στόματός σου, αλλ' εν αυτώ θέλεις μελετά ημέραν και νύκτα, διά να προσέχης να κάμνης κατά πάντα όσα είναι γεγραμμένα εν αυτώ· διότι τότε θέλεις ευοδούσθαι εις την οδόν σου, και τότε θέλεις φέρεσθαι μετά συνέσεως» (Ι. Ναυή α:8).

Ο Ιησούς του Ναυή ήξερε το Νόμο, την Πεντάτευχο, πιο καλά από τον οποιοδήποτε Ισραηλίτη. 40 χρόνια ξόδεψε πλάι στον Μωυσή, τον άνθρωπο του Θεού και μελέτησε το λόγο του Θεού. Ο άνθρωπος αυτός έχει δει το Θεό να κάνει τρομερά πράγματα, όλα αυτά τα χρόνια. Ο Ιησούς του Ναυή είναι ο πολεμιστής πολέμησε τους Αμαληκίτες ενώ ο Μωυσής προσεύχονταν στο βουνό με τα χέρια ψηλά (Έξ.ιζ:8-13).

Στην Έξοδο κδ εμφανίζεται ο Ιησούς για δεύτερη φορά. Είναι μετά το γεύμα που είχαν οι 70 πρεσβύτεροι, ο Μωυσής, ο Ααρών και οι δύο γιοι του Ααρών στην παρουσία του Θεού, με το οποίο επισφραγίστηκε η διαθήκη στο όρος Σινά. Διαβάζουμε: «Και εσηκώθη ο Μωϋσής μετά Ιησού του θεράποντος αυτού, και ανέβη ο Μωϋσής επί το όρος του Θεού» (Έξ.κδ:13). Μαζί με τον Μωυσή, μέσα στη νεφέλη ήταν και ο Ιησούς του Ναυή. Σκεφτείτε εμπειρία προετοιμασίας.

Ήταν συνέχεια μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου μαζί με το Μωυσή. «Και ελάλει ο Κύριος προς τον Μωϋσήν πρόσωπον προς πρόσωπον, καθώς λαλεί άνθρωπος προς τον φίλον αυτού. Και επέστρεφεν εις το στρατόπεδον· ο δε θεράπων αυτού νέος, Ιησούς ο υιός του Ναυή, δεν ανεχώρει από της σκηνής» (Έξ.λα:11).

Όταν έβγαζε το κάλυμμα, μέσα στη σκηνή, ο Ιησούς του Ναυή ήταν εκεί. Δηλαδή έζησε έντονες στιγμές στην παρουσία του Θεού. Έζησε από κοντά τη δύναμη και την παρουσία Του. Ήξερε ποιος ήταν ο Θεός. Μετά από τόση προετοιμασία, μετά από τη δική του προσωπική εμπειρία με το Θεό, με τον Κύριο να του λέει τρεις φορές, «Ίσχυε και ανδρίζου», τι την θέλει την καθημερινή μελέτη;

Η απάντηση βρίσκεται στο δεύτερο μισό του εδαφίου 8, «Δεν θέλει απομακρυνθή τούτο το βιβλίον του νόμου από του στόματός σου, αλλ' εν αυτώ θέλεις μελετά ημέραν και νύκτα, διά να προσέχης να κάμνης κατά πάντα όσα είναι γεγραμμένα εν αυτώ· διότι τότε θέλεις ευοδούσθαι εις την οδόν σου, και τότε θέλεις φέρεσθαι μετά συνέσεως» (Ι. Ναυή α:8). Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή, τότε ξέρω τι θέλει ο Θεός και τότε φέρομαι σοφά.

Πίσω στην επιστολή προς Κολοσσαείς: «να εμπλησθήτε από της επιγνώσεως του θελήματος αυτού μετά πάσης σοφίας και πνευματικής συνέσεως» (Κολ.α:9β). Κι όταν γίνει αυτό, δηλαδή γνωρίζω τι θέλει ο Θεός και το εφαρμόζω, τότε ζω αντάξια του Θεού και τον ευαρεστώ σε όλα. «διά να περιπατήσητε αξίως του Κυρίου, ευαρεστούντες κατά πάντα» (Κολ.α:10).

Αν υπάρχει ένα πρόσωπο που θέλουμε και είναι ανάγκη να είναι ευχαριστημένο μαζί μας, αυτό είναι ο Θεός. Όλοι οι άλλοι είναι πολύ μετά. Δεν ζω για να ικανοποιώ τις προσδοκίες των ανθρώπων. Στο Θεό θα δώσω λόγο μια μέρα. Ούτε στη γυναίκα μου, ούτε στον άντρα μου, ή στο αφεντικό ή στο συνάδελφό μου ή το γείτονα.

Τι θα συμβεί στη ζωή μου όταν ξέρω το θέλημα του Θεού και ο Θεός χαίρεται με μένα; Το εξηγεί αμέσως μετά κι ας το διαβάσουμε από το αρχαίο κείμενο:
Ø ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες
Ø αὐξανόμενοι τῇ επιγνώσει τοῦ θεοῦ,
Ø ἐν πάσῃ δυνάμει δυναμούμενοι κατὰ τὸ κράτος τῆς δόξης αὐτοῦ εἰς  πᾶσαν ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν.
Ø μετὰ χαρᾶς εὐχαριστοῦντες τῷ πατρὶ
 
Περπατώ αντάξια του Θεού όταν σε κάθε καλό έργο φέρνω καρπό. Όταν προσφέρω, όταν υπηρετώ, όταν υπάρχουν ανάγκες και τρέχω σ' αυτές. Τα καλά έργα είναι απόδειξη της αλλαγμένης από το Χριστό καρδιάς.

«Ας μανθάνωσι δε και οι ημέτεροι να προΐστανται καλών έργων εις τας αναγκαίας χρείας, διά να μη ήναι άκαρποι» (Τίτ.γ:14).

Είμαι άκαρπος αν δεν αναλαμβάνω πρωτοβουλίες για να καλυφθούν οι ανάγκες. Δεν είναι δυνατόν να λέω πως αγαπώ το Θεό που δεν τον είδα και να μην αγαπώ τους ανθρώπους που τους βλέπω. Γιατί η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή. Γιατί στην παραβολή με τα πρόβατα και τα κατσίκια ο Χριστός είπε στα πρόβατα, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας δόθηκε προ καταβολής κόσμου, γιατί ήμουνα πεινασμένος και μου δώσατε να φάω, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος ή στη φυλακή και με επισκεφθήκατε.

Είναι θέλημα Θεού σε κάθε καλό έργο να καρποφορώ. ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες. Υπογραμμίστε τη λέξη «παντί». Σε όλα; Έτσι λέει. Προφανώς δεν μπορούμε να είμαστε παντού. Τότε σε ποια; Το «παντί» αυτό με κάνει να σκεφτώ, «σε όσα περισσότερα γίνεται».

Στην ίδια επιστολή προς Τίτο, δύο φορές ακόμη αναφέρει το ίδιο πράγμα για τα καλά έργα: «Πιστός ο λόγος, και θέλω ταύτα να διαβεβαιοίς, διά να φροντίζωσιν οι πιστεύσαντες εις τον Θεόν να προΐστανται καλών έργων. Ταύτα είναι τα καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους» (Τίτ.γ:8). Πάλι να προΐστανται και πάλι σε πληθυντικό. Όχι σε ένα, σε πολλά. Και στο προηγούμενο κεφάλαιο γράφει πως ο Χριστός «έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών, διά να μας λυτρώση από πάσης ανομίας και να μας καθαρίση εις εαυτόν λαόν εκλεκτόν, ζηλωτήν καλών έργων» (Τίτ.β:14). Παντού υπάρχει πληθυντικός που δείχνει ένταση και ποσότητα.

Δεν μπορεί να χάσουμε τη ζωή μας στην προσευχή μέχρι να μας πει ο Θεός πιο καλό έργο. Η ευθύνη αυτή είναι δική μας. Κοίτα γύρω σου, δες τις ανάγκες και κάνε κάτι! Ξεκίνησε, δοκίμασε κάπου. Και μην περιμένεις να σου περισσέψει χρόνος. Σε κανέναν δεν περισσεύει χρόνος, ούτε κι ο Θεός θέλει τα περισσεύματά μας. Ζητάει τη θυσία μας. Ζητάει το υστέρημα του χρόνου μας.

Δεύτερο, λέει: αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ. Ευαρεστώ το Θεό όταν τον γνωρίζω καλά. Όταν μαθαίνω για το θέλημα, για το χαρακτήρα Του. Όταν μεταμορφώνεται η ζωή μου και γίνεται σαν του Χριστού και σκέφτομαι όπως ο Θεός, νοιώθω αυτά που θέλει, πονάω γι αυτά που πονάει, χαίρομαι για αυτά που χαίρεται.

Ξέρετε ο κάθε άνθρωπος χτίζει στο μυαλό του τη δική του εικόνα για το ποιος είναι ο Θεός. Όλοι είμαστε θεολόγοι. Όταν λέμε «ε, τι να κάνουμε ο Θεός ξέρει πως είμαστε άνθρωποι» για να δικαιολογήσουμε το στραβό που κάνουμε, αυτό είναι θεολογία.

Για να γνωρίσω ποιος είναι ο Θεός, να αυξηθώ στην επίγνωσή Του, πρέπει να μάθω τι θέλει μέσα από την Αγία Γραφή. Γιατί η αλήθεια και το φως της Αγίας Γραφής θα διώξουν το ψέμα και το σκοτάδι γύρω μου. Αν βγούμε έξω στο δρόμο να ρωτήσουμε, ο καθένας έχει το δικό Του Χριστό, ένα Χριστό κομμένο και ραμμένο με τη φιλοσοφία του καθένα, τέτοιον που να μη χρειάζεται να αλλάξει η ζωή μας βέβαια. Κι όμως ο Χριστός είπε: Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Όποιος ακολουθεί εμένα δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής (Ιωάν.η:12). Τι κάνεις όταν κάποιος έρχεται και σου λέει «εγώ είμαι το φως του κόσμου», όχι «έλα να σου δείξω το φως», αλλά «εγώ είμαι το φως». Όταν σου λέει, «εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή» τι κάνεις;

Τρίτο: ἐν πάσῃ δυνάμει δυναμούμενοι κατὰ τὸ κράτος τῆς δόξης αὐτοῦ εἰς πᾶσαν ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν. Ευαρεστώ το Θεό, όταν παίρνω δύναμη από τη δική Του απίστευτα μεγάλη δύναμη για να έχω υπομονή και μακροθυμία. Μπορώ να έχω υπομονή και μακροθυμία, μόνο όταν γνωρίζω το θέλημά Του. Αλλιώς θα νοιώθω πως βολοδέρνω μέσα σε δυσκολίες και δεν θα καταλαβαίνω που πάω. Όταν είμαι πλήρης από την επίγνωση του θελήματός του με κάθε σοφία και πνευματική σύνεση, τότε μπορώ να έχω συναίσθηση που πρέπει να κάνω υπομονή, που να μιλήσω, πότε και πως.

Χρειάζεσαι τη δύναμη του Θεού για να συγχωρείς εχθρούς (αυτό είναι θέλημα Θεού), να γυρνάς το άλλο μάγουλο, να ακούς τους γονείς σου, να σε αγγαρεύουν ένα μίλι κι εσύ να πηγαίνεις δύο, να βάζεις τις ανάγκες των άλλων πριν από τις δικές σου, να μην αγχώνεσαι.

Τέταρτο, μετὰ χαρᾶς εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ. Ευαρεστώ το Θεό, περπατάω αντάξια Του, όταν τον ευχαριστώ για ότι μου χαρίζει, και δεν το κάνω αγγαρεία, αλλά με χαρά. Ζούμε τη ζωή μας και νομίζουμε πως αυτά που έχουμε κι απολαμβάνουμε είναι δεδομένα. Δεν είναι. Ούτε η υγεία μας, ούτε το σπίτι μας, ούτε η δουλειά μας (αυτό το καταλαβαίνουμε καλύτερα αυτές τις μέρες). Όταν ευχαριστώ το Θεό για αυτά που μου χαρίζει, γίνομαι ταπεινός κι αναγνωρίζω πως σε Αυτόν τα οφείλω όλα. (Α΄ Θες.ε:16-18).