Γέν.ιγ:11-13
Και έκλεξεν εις εαυτόν ο Λωτ πάσαν την περίχωρον
του Ιορδάνου· και μετεσκήνωσεν ο Λωτ προς ανατολάς, και διεχωρίσθησαν ο εις από
του άλλου. Ο μεν Άβραμ κατώκησεν εν τη γη Χαναάν· ο δε Λωτ κατώκησε μεταξύ των πόλεων
της περιχώρου, και έστησε τας σκηνάς αυτού έως Σοδόμων. Οι δε άνθρωποι των Σοδόμων
ήσαν κακοί και αμαρτωλοί σφόδρα ενώπιον του Κυρίου.
Έως
Σοδόμων:
κοντά στα Σόδομα. Στα Εβραϊκά λέει απέναντι από τα Σόδομα.
Ο Λωτ είχε κόρες που ίσως να πίεζαν τη μητέρα
τους να πάνε εκεί που έχει “αγορές”. Να μπορούν να αγοράζουν ρούχα όπως οι
κοπέλες των πόλεων. Ίσως ο Λωτ να μην ήθελε να μπει μέσα στα Σόδομα, αλλά από
κάποια στιγμή έχασε τον έλεγχο. Βλέπουμε τον άγγελο αργότερα να λέει στη γυναίκα
του Λωτ να μη γυρίσει πίσω που σημαίνει ότι η καρδιά της ήταν προσκολλημένη
εκεί. Ίσως ο Λωτ να βαρέθηκε τη νομαδική ζωή, το να μένει σε σκηνές. Ίσως να
κουράστηκε και τώρα η πόλη του πρόσφερε μια ήσυχη και εύκολη ζωή.