Δευτερονόμιο κβ:28-29
Η δεύτερη περικοπή που υποστηρίζει τα όσα έχουμε
πει ως τώρα βρίσκεται στο Δευτ.κβ:28-29 και είναι παράλληλη με τα εδάφια της
Εξόδου κβ:16-17. Τα συγκεκριμένα εδάφια μιλούν για σεξουαλικές σχέσεις στις
οποίες και οι δύο συμφωνούν και ας αφήνεται να εννοηθεί πως ο άντρας πάλι έχει
το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο
τελειώνει το εδάφιο 28, «και ευρεθώσι». Αυτή η έκφραση δείχνει τη
συγκατάθεση και των δύο.
Το ίδιο λεξιλόγιο συναντούμε και στο εδάφιο 22, «Εάν
τις ευρεθή κοιμώμενος μετά γυναικός υπάνδρου, τότε αμφότεροι θέλουσι
θανατόνεσθαι, ο ανήρ ο κοιμώμενος μετά της γυναικός, και η γυνή, και θέλεις
εξαλείψει το κακόν εκ του Ισραήλ». Το λεξιλόγιο αυτό εμφανίζεται και σε
άλλα έγγραφα εκτός της Γραφής, στην Αρχαία Μέση Ανατολή. Βρίσκουμε τις
εκφράσεις αυτές σε νομικά έγγραφα όπου δηλώνεται η συμφωνία δύο προσώπων να κάνουν
κάτι μυστικά.
Διαφορές ανάμεσα στην Έξοδο κβ:16-17 και
Δευτερονόμιο κβ:28-29
Χρηματικό ποσό
Υπάρχουν ορισμένα σημεία τα οποία θέλουμε να
συγκρίνουμε στα εδάφια αυτά, με τα εδάφια της Εξόδου. Η πιο φανερή διαφορά
είναι πως εδώ μας δίνεται το ποσό που πρέπει να πληρώσει ο άντρας στον πατέρα
της κοπέλας, και ορίζεται σε πενήντα σίκλους αργυρίου. Μια εκδοχή είναι πως
αυτά τα χρήματα είναι το γαμήλιο δώρο. Η άποψη στηρίζεται κυρίως στα εδάφια της
Εξόδου. Μπορεί να είναι αυτή η απάντηση, αλλά δεν είναι σίγουρο.
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως τα χρήματα αυτά
είναι τόσο πολλά ώστε να είναι το πρόστιμο που πληρώνει ο παραβάτης, ή ακόμη
για να αποζημιωθούν οι γονείς, που όπως διαβάσαμε δεν μπορούν να αρνηθούν το
γάμο σε αυτή την περίπτωση. (Θα δούμε αμέσως πιο κάτω τον λόγο.) Πιστεύω πως
αυτή είναι η σωστή απάντηση για τον ρόλο των χρημάτων. Αυτό επιβεβαιώνεται αν
παρατηρήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκονται τα εδάφια 28-29. Η περικοπή
ξεκινάει από το εδάφιο 13 και τελειώνει στο 29. Η δομή της περικοπής είναι
συμμετρική (χιαστί), ώστε μέσα στο πλαίσιο αυτό, το εδάφιο 29 αντιστοιχεί με το
εδάφιο 19 όπου και εκεί ορίζεται κάποιο χρηματικό ποσό ως ποινή. Κατά τον ίδιο
τρόπο, λόγω του εν γένει πλαισίου, οι πενήντα σίκλοι αργυρίου στο 29 είναι το
πρόστιμο που πρέπει ο άντρας να πληρώσει.
Οι γονείς δεν μπορούν να αρνηθούν το γάμο.
Η δεύτερη μεγάλη διαφορά σε σχέση με την Έξοδο
είναι πως οι γονείς εδώ δεν μπορούν να αρνηθούν τον γάμο. Ενώ στην Έξοδο
μπορούσαν να πουν «όχι» στον γαμπρό, εδώ δεν μπορούν. Η διαφορά μπορεί να
εξηγηθεί κυρίως από την μικρή εκείνη φράση «και ευρεθώσι,» που δείχνει ένα
μεγαλύτερο βαθμό συγκατάθεσης εκ μέρους της κοπέλας. Δηλαδή ενώ στην Έξοδο
είχαμε «αποπλάνηση» μιας κοπέλας που δεν ήταν αρραβωνιασμένη, και ό,τι συνέβη
έγινε πιθανώς μία φορά, το Δευτερονόμιο μιλάει για την περίπτωση κατά την οποία
η σχέση υπάρχει για αρκετό καιρό. Με αυτό το σκεπτικό, αν αυτή η κατάσταση
υπάρχει για καιρό και συνεχίζεται, δεν έχει και πολύ νόημα να πουν «όχι» οι
γονείς. Η κόρη τους με τη στάση της έχει δείξει πως θέλει να προχωρήσει.
Η περικοπή αυτή, λοιπόν, μιλάει για την περίπτωση
κατά την οποία υπάρχει αδιαμφισβήτητη απόδειξη για προγαμιαία σεξουαλική σχέση.
Και η «αρχή» αυτού του εδαφίου συμπίπτει με την «αρχή» που υπάρχει στην Έξοδο
και την «αρχή» που υπάρχει στη Γένεση 34 και στο Β΄ Σαμουήλ 13, πως το σεξ
δημιουργεί γαμήλια υποχρέωση. Το σεξ είναι ο όρκος της διαθήκης του γάμου. Ο
Θεός μας κρατάει υπόλογους ακόμη και όταν ορκιζόμαστε πράγματα που δεν
προτιθέμαστε να τηρήσουμε!!!
Σαν παρένθεση εδώ να πούμε πως η Αγία Γραφή σε
πολλά μέρη είναι πολύ ανοιχτή, όσον αφορά τη γνώμη της κοπέλας. Στην
πραγματικότητα, ήταν απαραίτητο η κοπέλα να συμφωνήσει για να γίνει ο γάμος.
Θυμηθείτε την Ρεβέκκα (Γέν.κδ:5, 24:57-58). Στην περίπτωση του Σαμψών, η Φιλισταία
κοπέλα έπρεπε να δεχτεί (Κριτ.ιδ:3,7). Η Μιχάλ αγαπούσε τον Δαβίδ και μάλιστα
φαίνεται από το κείμενο πως αυτή πρώτη έκανε γνωστές τις προθέσεις της (Α΄
Σαμ.ιη:20). Ακόμη και στην ιστορία του Αμνών και της Θάμαρ, η Θάμαρ εννοείται
πως έδινε την συγκατάθεσή της για να παντρευτεί τον Αμνών (Β΄ Σαμ.ιγ:13). Η
κοπέλα δεν αναγκάζεται να κάνει κάτι που δεν θέλει. Ας θυμόμαστε πως ο λόγος
του Θεού είναι πολύ πιο «ανοιχτός» από όσο νομίζουμε και πολλές φορές πολύ πιο
ισορροπημένος από ανθρώπινες παραδόσεις και έθιμα.
Ο σύζυγος δεν έχει δικαίωμα να τη χωρίσει.
Η τελευταία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο
περικοπές είναι πως στο Δευτερονόμιο, ο άντρας δεν μπορεί να χωρίσει την κοπέλα
(παρόμοια πάλι με το εδάφιο 19). Ο άντρας υποχρεώνεται να την παντρευτεί και
δεν μπορεί να την χωρίσει! Η διαφορά αυτή ανάμεσα στους δύο νόμους οφείλεται σε
λόγους ανθρωπιστικούς, δηλαδή η κοπέλα έχει υποστεί ζημιά και πρέπει να
προστατευτεί. Υπάρχει η παραδοχή πως κάτι κακό συνέβη στο κορίτσι και τώρα
πρέπει να γίνει αποκατάσταση. Αυτή η συλλογιστική είναι σε πλήρη συμφωνία με το
πνεύμα που διέπει το Δευτερονόμιο εν γένει, το οποίο προστατεύει όλους αυτούς
που δεν έχουν την δυνατότητα να προστατέψουν και να υπερασπιστούν τους εαυτούς
τους στο δικαστήριο. Το πνεύμα αυτό του Δευτερονομίου φαίνεται σε εδάφια όπως
το 10:18, ή το 24:17-22.
Επιπλέον, υπάρχει η πιθανότητα, σύμφωνα πάντα με
την Έξοδο 22:16-17, ο άντρας και η γυναίκα να αποκαλύψουν μόνοι τους τη σχέση
τους, αν και πάλι ο άντρας πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία γιατί αυτός πήρε την
πρωτοβουλία στην αποπλάνηση. Στο Δευτερονόμιο 22:28-29, όμως, τους βρίσκουν,
ανακαλύπτεται η σχέση. Μπορεί λοιπόν, να ορίζει ο νόμος πως ο άντρας
υποχρεώνεται να την παντρευτεί και δεν μπορεί να την χωρίσει, επειδή υπάρχει
υποψία για τις τελικές προθέσεις του!! Μπορεί, δηλαδή, να μην θέλει καν να
παντρευτεί, και να τραβάει την σχέση επ’ αόριστον, χωρίς να την νομιμοποιεί.
Για να προστατευτεί η κοπέλα, λοιπόν, αν ανακαλυφθούν θα πρέπει πρώτον, να
πληρώσει πρόστιμο, και να την παντρευτεί (δίνοντας το γαμήλιο δώρο), χωρίς να
μπορεί να την χωρίσει.
Έξοδος κβ:16-17, Δευτερονόμιο
κβ:28-29
Δύο ακόμη ερωτήματα
Α. Η στάση της Αγίας Γραφής
για τον βιασμό
Η Αγία Γραφή, λοιπόν, έχει πολλά να πει στο θέμα
του προγαμιαίου σεξ. Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε, πως δεν φαίνονται όλα με
την πρώτη ματιά. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σταθούμε λίγο και να ασχοληθούμε με
δύο θέματα, που άμεσα αγγίζουν τα όσα έχουν συζητηθεί ως τώρα. Και τα δύο
ξεκινούν από την ιστορία του Αμνών και της Θάμαρ.
Το πρώτο, έχει να κάνει με την πράξη αυτή καθ'
εαυτή του Αμνών. Αυτό που έκανε ο Αμνών ήταν βιασμός. Δεν έχει σημασία το
γεγονός ότι η ζωή της Θάμαρ δεν απειλήθηκε. Σημασία έχει ότι αναγκάστηκε να
κάνει κάτι που δεν ήθελε.
Η ειρωνεία είναι πως όλα έγιναν επειδή ο ίδιος
πίστευε ότι την αγαπούσε. Ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους, που λένε πως
ό,τι κάνουν το κάνουν από αγάπη. Αλλά αυτό που έχουν μέσα τους δεν είναι αγάπη.
Είναι μίσος και εγωισμός, μασκαρεμένα ώστε να μοιάζουν με αγάπη. Ο Αμνών
ανάγκασε την Θάμαρ να κάνει κάτι που δεν ήθελε, παρόλο που η Θάμαρ τον ήθελε!
Ας κρατήσουμε στο μυαλό μας, πως η επίθεση εναντίον της, δεν έγινε από κάποιον
άγνωστο στο δρόμο, αλλά από κάποιον που ήξερε από μικρή και μεγάλωσε μαζί του.
Η Αγία Γραφή στο σημείο αυτό είναι ξεκάθαρη. Επειδή
η σεξουαλική ένωση είναι ιερή στα μάτια του Θεού, για αυτό και ο βιασμός είναι
απεχθής.
Διαβάζουμε στο Δευτ.κβ:25-27: «Αλλ' εάν τις εύρη
εν αγρώ την νέαν την ηρραβωνισμένη, και ο άνθρωπος βιάση αυτήν, και κοιμηθή
μετ' αυτής, τότε μόνος ο άνθρωπος, ο κοιμηθείς μετ' αυτής, θέλει θανατόνεσθαι,
εις δε την νέαν δεν θέλεις κάμει ουδέν, δεν είναι εις την νέαν αμάρτημα
θανάτου, διότι καθώς όταν τις εφορμήση επί τον πλησίον αυτού και φονεύση αυτόν,
ούτως είναι το πράγμα τούτο, διότι εν τω αγρώ εύρηκεν αυτήν, εφώναξε η
ηρραβωνισμένη νέα, αλλά δεν υπήρχεν ο σώζων αυτήν».
Ο βιαστής λοιπόν, πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο. Μη
μας φαίνεται λοιπόν περίεργο το ότι ο Αμνών πλήρωσε με τη ζωή του. Δεν έπρεπε
βέβαια σε καμία περίπτωση να διατάξει ο Αβεσσαλώμ να τον δολοφονήσουν. Ποτέ δεν
παίρνουμε εμείς την κατάσταση στα χέρια μας, στο Κύριο ανήκει η εκδίκηση. Από
την άλλη, δεν ήταν άδικο αυτό που του συνέβη.
Το ενδιαφέρον όμως είναι, ότι ο λόγος του Θεού
παίρνει το μέρος της γυναίκας. Γιατί το λέμε αυτό; Ο βιασμός έχει να κάνει με
την απουσία συγκατάθεσης της κοπέλας. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. Όταν δεν
θέλει κάποιος και εσύ τον αναγκάζεις. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που δεν
υπάρχουν μάρτυρες; Πως ξέρεις σε μια τέτοια περίπτωση τι έγινε και τι όχι; Πως
μπορείς να αποφασίσεις ποιος έχει δίκιο;
Η άποψη της Γραφής, σύμφωνα με το νόμο που
διαβάσαμε, είναι πως η γνώμη της γυναίκας μετράει αποφασιστικά. Το τι θα πει η
κοπέλα είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Παίρνει ο Νόμος του Θεού τη θέση, το
μέρος της γυναίκας. Αν η γυναίκα πει, «δεν σε ήθελα,,» ο λόγος της φτάνει. Ο
άντρας τότε είναι υπόλογος. Προσέξτε ιδιαίτερα το εδάφιο 26, «διότι καθώς
όταν τις εφορμήση επί τον πλησίον αυτού και φονεύση αυτόν, ούτως είναι το
πράγμα τούτο»!! Νομίζω η θέση του λόγου του Θεού είναι θεραπευτική και
παρηγορητική. Ο βιασμός είναι σαν τον φόνο. Είναι σαν να ορμήξει κάποιος πάνω
στο γείτονά του με δόλο και να τον σκοτώσει.
Πολλές φορές η κοπέλα είναι αυτή που αισθάνεται
ένοχη. Και δυστυχώς η κοινωνία την κάνει να αισθάνεται σαν να φταίει αυτή, ή
σαν να «πήγαινε γυρεύοντας». Η Αγία Γραφή όμως έχει την αντίθετη άποψη. Αν
υπάρχει κάτι που ντροπιάζει και αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να ντρέπεται,
αυτός είναι ο βιαστής, που εξισώνεται με το φονιά, και όχι το θύμα. Δυστυχώς σε
πολλές περιπτώσεις συμβαίνει το αντίθετο.
Στην ιστορία του Αμνών και της Θάμαρ, όμως, η Θάμαρ
ντρέπεται. (Β΄ Σαμ.ιγ:13). Αλλά είναι άλλου είδους ντροπή αυτή. Η ντροπή της,
είναι η ντροπή κάποιου που έχει ταπεινωθεί. Κάποιου που ξέρει πως τον
χρησιμοποίησαν χωρίς τη δική του θέληση. Και αυτού του είδους την ντροπή ο
Χριστός την ξέρει, γιατί την μοιράστηκε (Εβρ.β:18, 4:15-16). Τον Χριστό τον
έγδυσαν και τον χτύπησαν. Διαβάζουμε στον Ψαλμό 69 που τον χρησιμοποίησε ο
Χριστός, στο εδάφιο 19, «Συ γνωρίζεις τον ονειδισμόν μου και την αισχύνη μου
και την εντροπήν μου, ενώπιον σου είναι πάντες οι θλίβοντές με». Ναι, ο
Χριστός γνωρίζει τι σημαίνει να σε ταπεινώσουν, να σε φτύσουν, να σε αφήσουν
γυμνό και πονεμένο. Για αυτό και μας καταλαβαίνει. Γνωρίζει πως το μίσος των
ανθρώπων μπορεί να εκφραστεί με τους πιο αποτρόπαιους τρόπους. Για αυτό
άνθρωποι που έχουν πέσει θύματα βιασμού, μπορούν να βρουν παρηγοριά στη σκέψη
πως ο Χριστός τους καταλαβαίνει γιατί έχει βρεθεί στο μονοπάτι αυτό.
Ας θυμόμαστε όμως, πως ο λόγος του Θεού εξισώνει το
βιασμό με το φόνο και δίνει πλήρη ασυλία στη μαρτυρία του θύματος.
Β. Η πρόταση της Θάμαρ για
γάμο
Μια ακόμη ερώτηση θέλω να σκεφτούμε. Είναι η
πρόταση της Θάμαρ σωστή στο εδάφιο 13β «τώρα
λοιπόν, λάλησον προς τον βασιλέα διότι δεν θέλει με αρνηθή εις σε;» Πως
μπορεί να ζητάει γάμο με τον Αμνών, αφού αυτό φαίνεται τουλάχιστον σε άλλα μέρη
πως απαγορεύεται; Διαβάζουμε στο Λευιτικό ιη:9, «Ασχημοσύνην αδελφής σου, θυγατρός του πατρός σου, ή θυγατρός της μητρός
σου, γεννημένης εν τη οικία, ή γεννημένης έξω, τούτων την ασχημοσύνην δεν
θέλεις αποκαλύψει». Επίσης στο κ:17, «Και
εάν τις λάβη την αδελφήν αυτού, την θυγατέρα του πατρός αυτού, ή την θυγατέρα
της μητρός αυτού, και ίδη την ασχημοσύνην αυτής, και αυτή ίδη την ασχημοσύνην
εκείνου, είναι αισχρόν, και θέλουσιν εξολοθρευθή έμπροσθεν του λαού αυτών, την
ασχημοσύνην της αδελφής αυτού απεκάλυψεν, την ανομίαν αυτού θέλει βαστάσει».
Το ίδιο βρίσκουμε και στο Δευτ.κζ:22, «Επικατάρατος όστις κοιμηθή μετά της αδελφής
αυτού, της θυγατρός του πατρός αυτού, ή της θυγατρός της μητρός αυτού. Και πας
ο λαός θέλει ειπεί, Αμήν». Σύμφωνα με αυτά τα εδάφια, ο Αμνών αμάρτησε
εκτός από το βιασμό και με αιμομιξία. Πως όμως η Θάμαρ του πρότεινε γάμο που
απαγορεύεται, τη στιγμή που και οι δύο έχουν τον ίδιο πατέρα; Μάλιστα μετά το
βιασμό, η Θάμαρ συνεχίζει να πιστεύει, πιο πολύ τώρα, πως ο Αμνών πρέπει να την
παντρευτεί. Το να μην την παντρευτεί θα ήταν μεγαλύτερο κακό από αυτό πού ήδη
έκανε! Είναι η πρότασή της σωστή;
Πιστεύω πως η πρόταση της Θάμαρ είναι βιβλική και
είναι σωστή για τους εξής λόγους: Πρώτον, στην ιστορία της Θάμαρ με τον Αμνών, οτιδήποτε
λέει η Θάμαρ είναι σωστό. Ο λόγος του Θεού παρουσιάζει όλη την στάση της σωστή.
Δεν την καταδικάζει πουθενά. Η Θάμαρ δεν προσπαθεί πουθενά να ξεγελάσει, ή να
κοροϊδέψει και να χρησιμοποιήσει κάποιον άλλον. Αυτά τα κάνει ο Αμνών. Εάν
λοιπόν η Θάμαρ μιλάει σωστά στα εδάφιο 12-13α, «...Μη αδελφέ μου, μη με ταπεινώσεις, διότι δεν πρέπει τοιούτον πράγμα να
γείνη εν τω Ισραήλ, μη κάμεις την αφροσύνην ταύτην και εγώ πως θέλω απαλείψει
το όνειδος μου; αλλά και συ θέλεις είσθαι ως εις εκ των αφρόνων εν τω Ισραήλ.»..
το λογικό είναι να σκεφτούμε πως και η πρότασή της είναι σωστή. Η Θάμαρ
προτείνει και υποστηρίζει κάτι που είναι δυνατόν να γίνει. Ο Αμνών προβαίνει σε
απάτες σε όλη την ιστορία, όχι η Θάμαρ.
Δεύτερο, ο ηθικός νόμος του Θεού, σε αντίθεση με
τον τελετουργικό νόμο, δεν αλλάζει. Το ηθικό μέρος του νόμου αντικατοπτρίζει
τον χαρακτήρα του Θεού. Επειδή, λοιπόν, ο χαρακτήρας του Θεού δεν αλλάζει, γι'
αυτό και η ηθική του νόμου δεν αλλάζει. Οι τελετές και οι θυσίες, ήταν
προσωρινές. Ήρθε ο Χριστός και στη δική Του θυσία εκπληρώθηκαν όλα. Ο ηθικός
όμως νόμος είναι ο ίδιος επειδή ο Θεός ο ίδιος χθες σήμερα και πάντοτε. Για
παράδειγμα, ο Θεός πάντοτε ευαρεστούνταν και ακόμη ευαρεστείται με την ταπεινή
μας υπακοή.
Συνεπώς, αν τα εδάφια αυτά στο Λευιτικό και στο
Δευτερονόμιο, καταδικάζουν τον γάμο ανάμεσα σε συγγενείς, τότε δεν καταλαβαίνω
πως ο Θεός δημιούργησε ένα κόσμο, που ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει η πτώση του
ανθρώπου, τα παιδιά του Αδάμ και της Εύας, θα έπρεπε να παρακούσουν το νόμο
αυτό; Έπρεπε να παντρευτούν στενούς συγγενείς. Το ίδιο και τα παιδιά του Νώε,
θα έπρεπε να παντρευτούν στενούς συγγενείς και να αμαρτήσουν στο θέμα αυτό,
χωρίς να έχουν και άλλη εναλλακτική.
Τρίτο, ο Μωυσής γράφοντας την Πεντάτευχο, γράφει
στη Γένεση 26:5 για τον Αβραάμ, «επειδή ο
Αβραάμ υπήκουσεν εις την φωνήν μου, και εφύλαξε τα προστάγματά μου, τας εντολάς
μου, τα διατάγματά μου, και τους νόμους μου». Μέσα σε αυτά που «φύλαξε» ο
Αβραάμ δεν εννοείται μόνο η εντολή να φύγει από την Ουρ και να πάει στη Χαναάν.
Περιλαμβάνεται ο νόμος του Θεού του. Και μάλιστα αυτή η έκφραση στο εδάφιο 25,
γίνεται μια έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει όλο τον Νόμο του
Θεού, όπως δόθηκε στο όρος Σινά! Δες για παράδειγμα τα παρακάτω εδάφια: Δευτ.ια:1,
δ:40, η:11, 20, θ:23, κς:17.
Ο Αβραάμ λοιπόν παρουσιάζεται ως ο άνθρωπος που
έχει τηρήσει το νόμο της διαθήκης του Θεού, παρόλο που τις αμαρτίες του δεν
διστάζει να μας τις πει στη Γένεση. Όμως, ο γάμος του με την Σάρρα, δεν
κρίνεται πουθενά. Όταν στη Γραφή κρίνεται η αμαρτία, αλλά μια συγκεκριμένη
πράξη δεν κρίνεται πουθενά, τότε δεν είναι αμαρτία. Η Σάρρα ήταν μισή αδελφή
του (Γέν.κ:12). Όχι μόνο δεν ήταν αμαρτία ο γάμος αυτός, αλλά όταν αμάρτησε ο
Αβραάμ με την Άγαρ, ο Θεός του είπε, πως με την Σάρρα θα αποκτήσει παιδί, όχι
με την Άγαρ (Γέν.ιζ:16, σύγκρινε επίσης Γαλ.δ:21-31). Μάλιστα στην Α΄ Πέτρ.γ:6,
ο γάμος αυτός παρουσιάζεται σαν παραδειγματικός.
Προσπαθώ να πω, πως στην περίπτωση του Αβραάμ και
της Σάρρας δεν έγινε εξαίρεση. Ο Θεός δεν είχε δυσκολία να του βρει άλλη
γυναίκα να παντρευτεί. Ο γάμος είχε την έγκριση και ευλογία του Θεού γιατί δεν
υπήρχε αμαρτία στη σχέση αυτή καθ' εαυτή.
Τέταρτο, το λεξιλόγιο στο Λευιτ.κ:17, «Και εάν
τις λάβη την αδελφήν αυτού, την θυγατέρα του πατρός αυτού,» δεν είναι
ξεκάθαρο. Να «λάβω» σημαίνει όχι μόνο να παντρευτώ, αλλά και να έχω παράνομη
σεξουαλική σχέση. (Δες Γέν.λδ:2. Στα εβραϊκά είναι το ίδιο ρήμα «Λακάχ»).
Πέμπτο, στο Λευιτικό ιη αυτό που απαγορεύεται δεν
είναι ο γάμος, αλλά η παράνομη σεξουαλική σχέση. Η αποκάλυψη της ασχημοσύνης
δεν σημαίνει να τον/την παντρευτεί, αλλά να έχουν παράνομο σεξ. Αν αυτό που
απαγορεύουν οι διατάξεις στο Λευιτικό ιη είναι ο γάμος, τότε υπάρχει πρόβλημα
στο ίδιο κεφάλαιο, στο ιη:16, «Ασχημοσύνη γυναικός του αδελφού σου δεν
θέλεις αποκαλύψει, είναι η ασχημοσύνη του αδελφού σου». Αν αυτό που
απαγορεύεται είναι ο γάμος, τότε δεν επιτρέπεται ούτε Λεβιρατικός γάμος.
Για τον Λεβιρατικό γάμο διαβάζουμε στο Δευτερονόμιο
25:5-6, «Εάν συγκατοικώσιν αδελφοί και αποθάνη εις εξ αυτών και δεν έχη
τέκνα, η γυνή του αποθανόντος δεν θέλει υπανδρευθή με ξένον, ο αδελφός του
ανδρός αυτής θέλει εισέλθει προς αυτήν, και θέλει λάβη αυτήν εις εαυτόν γυναίκα,
και εκπληρώσει το χρέος του ανδραδέλφου εις αυτήν. Και ο πρωτότοκος τον οποίον
γεννήση, θέλει ονομασθή με το όνομα του αποθανόντος αδελφού αυτού, και δεν
θέλει εξαλειφθεί το όνομα αυτού εκ του Ισραήλ». (Δες επίσης Γέν.λη, Ρουθ
γ:12, 4:5).
Αυτά όλα τα γράφει ο Μωυσής. Αν λοιπόν το Λευιτικό
ιη αναφέρεται στο γάμο, τότε ο Μωυσής ήταν μπερδεμένος και άλλα έλεγε στο ένα
μέρος και άλλα στο άλλο.
Έκτο, καταλαβαίνω πως σήμερα η επιστήμη λέει πως
συνήθως από τέτοιους γάμους γεννιούνται παιδιά με προβλήματα. Παρόλα αυτά
ειλικρινά πιστεύω πως η Γραφή δεν καταδικάζει το γάμο ανάμεσα σε τόσο στενούς
συγγενείς ως αμαρτία και ανηθικότητα. Αυτό που καταδικάζει είναι τις παράνομες
σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς τους συγγενείς. Η έκφραση, να «αποκαλύψεις
την ασχημοσύνη,» ή να αποκαλύψεις «την γυμνότητα» όπως λέει το
Εβραϊκό, πουθενά δεν σημαίνει γάμο, αλλά παράνομη σεξουαλική σχέση.
Υπάρχουν και άλλα ζευγάρια στη Γραφή που
παντρεύτηκαν ως συγγενείς και δεν καταδικάστηκε ο γάμος τους. Δηλαδή ο Αβραάμ
και η Σάρρα δεν είναι εξαίρεση: ο Αμράμ και η Ιωχαβέδ ήταν πρώτα ξαδέρφια
(Έξοδος 6:20). Ο Ροβοάμ παντρεύτηκε πρώτη ξαδέρφη, την Μαελέθ, (Α΄ Χρονικών
11:18) Ο Ροβοάμ είναι γιος του Σολομώντα και εγγονός του Δαβίδ.
Σαν συμπέρασμα, λοιπόν, η πρόταση της Θάμαρ είναι
σωστή και έγινε «καλή τη πίστει,» αν και κάτω από τραγικές συνθήκες. Φυσικά,
δίνω αυτές τις πληροφορίες με ταπείνωση και διαθεσιμότητα να διορθώσω, καθώς
αναγνωρίζω πως η ερμηνεία αυτή μπορεί να είναι λάθος.
Επίλογος
Πιστεύω να έχει γίνει ξεκάθαρο μέχρι τώρα, τι λέει
και τι δεν λέει η Γραφή για το σεξ εκτός γάμου. Δεν λέει πολλά, αν κάποιος
περιμένει να βρει ολόκληρα κεφάλαια και ιστορίες την μία μετά την άλλη. Λέει,
όμως, όλα όσα χρειαζόμαστε να ξέρουμε, και μέχρι τώρα έχουμε δει αρκετά. Οι πιο
βασικές περικοπές που έχουμε αγγίξει ως τώρα είναι οι εξής: Γέν.λδ,
Έξοδ.κβ:16-17, Δευτ.κβ:28-29, Β΄ Σαμ.ιγ:1-22, Ιωάν.δ:17-18, Α΄ Κορ.ς:15-20,
7:7-9. Και επίσης να θυμηθούμε το Α΄ Κορ.ζ:36-38, και Α΄ Θεσς.δ:2-8, με τα
οποία δεν ασχοληθήκαμε πολύ.
Ο Νόμος του Θεού ελευθερώνει
Κλείνοντας αυτή τη μελέτη ας μην ξεχάσουμε πως ο
Νόμος του Θεού δεν σκλαβώνει, δεν δόθηκε για να μας κλέψει την χαρά και την
απόλαυση της ζωής. Ο Νόμος του Θεού ελευθερώνει, γιατί μας διδάσκει την αλήθεια
για τον Θεό και για τον εαυτό μας. Ο Χριστός είπε στους Φαρισαίους, «Εάν
σεις μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, είσθαι αληθώς μαθηταί μου, και θέλετε γνωρίσει
την αλήθειαν, και η αλήθεια θέλει σας ελευθερώσει» (Ιωάν.η:31β-32). Η
αλήθεια ελευθερώνει. Το ψέμα υποδουλώνει. Και ο λόγος του Θεού μας λέει την
αλήθεια για το σεξ. Είναι δική μας ευθύνη να το απολαύσουμε όπως ο Θεός το
σχεδίασε και με αυτό τον τρόπο να το χαρούμε στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ή να
παραβούμε την εντολή του Θεού με κίνδυνο να πληγωθούμε εμείς και να πληγώσουμε
και άλλους.
Επίσης μπορεί να δημιουργήσουμε κακό προηγούμενο
στη ζωή και τον χαρακτήρα μας, γιατί αν δεν μπορείς καθ' υπόθεση να κρατηθείς
τώρα, ποιος σου εγγυάται ότι θα μπορείς να κρατηθείς στο μέλλον, όταν η γυναίκα
σου ή ο άντρας θα αρρωστήσουν; Ή, όταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν θα
μπορείτε για τους οποιουσδήποτε λόγους να έχετε σεξ; Πως θα μείνεις πιστός στο
σύντροφό σου μετά από είκοσι και τριάντα χρόνια γάμου, όταν θα υπάρχουν γύρω
σου πιο όμορφες γυναίκες ή πιο ωραίοι άντρες; Μπορείς, με τη χάρη του Θεού από
τώρα να μάθεις να λες «όχι» στον πειρασμό γιατί με αυτόν τον τρόπο θα χτίσεις «χαρακτήρα».
Στην Γαλ.ς:7 διαβάζουμε, «Μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται, επειδή ό,τι αν
σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει.»... Πρόσεξε τι σπέρνεις στη ζωή
σου τώρα που είσαι νέος, γιατί ο χαρακτήρας και οι συνήθειες δεν αλλάζουν
εύκολα. Αν από τώρα μάθεις να γίνεται ό,τι θες και το κριτήριο να είναι η δική
σου ικανοποίηση, βρίσκεσαι σε λάθος μονοπάτι.
Τέλος, ας θυμόμαστε πως πάνω απ' όλα να προσβάλουμε
τον Θεό που είναι Άγιος. Δεν νομίζω να υπάρχουν αμφιβολίες πια για το τι λέει
και τι δεν λέει ο λόγος του Θεού πάνω στο θέμα αυτό. Αφού, λοιπόν, ο λόγος του
Θεού είναι ξεκάθαρος, η δική μας ευθύνη είναι να τον υπακούσουμε. Διαβάζουμε στην
Α΄ Πέτρ.α:15-16, «Αλλά καθώς είναι άγιος εκείνος, όστις σας εκάλεσε, ούτω
και σεις γίνεσθε άγιοι εν πάση διαγωγή, διότι είναι γεγραμμένον, 'Άγιοι
γίνεσθε, διότι εγώ είμαι άγιος». Αν λέμε στους ανθρώπους ότι πιστεύουμε σε
έναν Άγιο Θεό, θα πρέπει η ζωή μας να το δείχνει.
Ο Θεός μας καλεί
να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Συγκεκριμένα μας καλεί να «μεταμορφωνόμαστε δια
της ανακαινίσεως του νου μας» (Ρωμ.ιβ:2). Με αυτόν τον τρόπο θα
καταλαβαίνουμε πιο είναι το αγαθό, ευάρεστο και τέλειο θέλημα του Θεού. Σκέψου,
λοιπόν, αλλιώτικα. Ο στόχος της ζωής του χριστιανού δεν είναι η δική του
προσωπική επιτυχία ή απόλαυση, αλλά η δόξα του Θεού.