Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Γένεση (131)


ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Γέν.μη:1-6 Μετά δε τα πράγματα ταύτα, είπον προς τον Ιωσήφ, Ιδού, ο πατήρ σου ασθενεί. Και έλαβε μεθ' εαυτού τους δύο υιούς αυτού, τον Μανασσή και τον Εφραΐμ. Και απήγγειλαν προς τον Ιακώβ, λέγοντες, Ιδού, ο υιός σου Ιωσήφ έρχεται προς σέ· και αναλαβών δύναμιν, ο Ισραήλ εκάθισεν επί την κλίνην. Και είπεν ο Ιακώβ προς τον Ιωσήφ, Ο Θεός ο Παντοδύναμος εφάνη εις εμέ εν Λούζ εν τη γη Χαναάν και με ευλόγησε· και είπε προς εμέ, Ιδού, εγώ θέλω σε αυξήσει και θέλω σε πληθύνει και θέλω σε καταστήσει εις πλήθος λαών· και θέλω δώσει την γην ταύτην εις το σπέρμα σου μετά σε παντοτεινήν ιδιοκτησίαν. Τώρα λοιπόν οι δύο υιοί σου, οι γεννηθέντες εις σε εν τη γη της Αιγύπτου, πριν εγώ έλθω προς σε εις την Αίγυπτον είναι ιδικοί μου· ο Εφραΐμ και ο Μανασσής θέλουσιν είσθαι εις εμέ ως ο Ρουβήν και ο Συμεών· τα δε τέκνα σου όσα γεννήσης μετά τούτους, θέλουσιν είσθαι ιδικά σου· κατά το όνομα των αδελφών αυτών θέλουσιν ονομασθή εν τη κληρονομία αυτών.


οι δύο υιοί σου είναι ιδικοί μου: Υιοθετεί τους γιους του Ιωσήφ κι έτσι οι φυλές του Ισραήλ γίνονται 13 από 12. Στη θέση του Ιωσήφ, τώρα είναι ο Μανασσή και ο Εφραΐμ. Δίνει δηλαδή εδώ ο Ιακώβ στον Ιωσήφ τη διπλή μερίδα του πρωτότοκου αφού ο Ρουβήν την έχασε όταν ατίμασε την παλλακίδα του πατέρα του (Α’ Χρον.ε:1-2). Αυτό όσο αφορά την υλική ευλογία, γιατί πνευματικά, ο Ηγούμενος θα ερχόταν απ’ τον Ιούδα.

Όσο αφορά στη γήινη κληρονομιά, μοιράστηκε πάλι σε 12 φυλές αφού οι Λευίτες δεν είχαν κλήρο σ’ αυτή τη γη.

Γέν.μη:7 Ότε δε εγώ ηρχόμην από Παδάν, απέθανεν εις εμέ η Ραχήλ καθ' οδόν εν τη γη Χαναάν, ενώ δεν έλειπεν ειμή ολίγον διάστημα διά να φθάσωμεν εις Εφραθά· και έθαψα αυτήν εκεί εν τη οδώ της Εφραθά· αύτη είναι η Βηθλεέμ.

Με την αναφορά του στο θάνατο της Ραχήλ, ο Ιακώβ δείχνει ότι την θυμάται και την θεωρεί σαν την πρώτη του γυναίκα. Με το να δώσει τα πρωτοτόκια στον Ιωσήφ, τιμά αυτή τη γυναίκα που πραγματικά αγάπησε.

Γέν.μη:8-11 Ιδών δε ο Ισραήλ τους υιούς του Ιωσήφ, είπε, Τίνες είναι ούτοι; και είπεν ο Ιωσήφ προς τον πατέρα αυτού, Ούτοι είναι οι υιοί μου, τους οποίους μοι έδωκεν ο Θεός ενταύθα. Ο δε είπε, Φέρε αυτούς, παρακαλώ, προς εμέ, διά να ευλογήσω αυτούς. Ήσαν δε οι οφθαλμοί του Ισραήλ βαρυωποί υπό του γήρατος, δεν ηδύνατο να βλέπη. Και επλησίασεν αυτούς προς αυτόν· και εφίλησεν αυτούς και ενηγκαλίσθη αυτούς. Και είπεν ο Ισραήλ προς τον Ιωσήφ, Δεν ήλπιζον να ίδω το πρόσωπόν σου· και ιδού, ο Θεός έδειξεν εις εμέ και το σπέρμα σου.

Ο Ιακώβ κατάλαβε ότι κάποιοι τον πλησίασαν, αλλά λόγω των γηρατειών τα μάτια του ήταν αδύνατα και δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά.

Στο εδ.11 βλέπουμε ότι ο Θεός κάνει πάντοτε περισσότερα απ’ ότι περιμένουμε.

Γέν.μη:12,13 Και εξήγαγεν αυτούς ο Ιωσήφ εκ μέσου των γονάτων αυτού. Και προσεκύνησεν επί πρόσωπον έως εδάφους. Λαβών δε αυτούς ο Ιωσήφ αμφοτέρους, τον Εφραΐμ εν τη δεξιά αυτού προς την αριστεράν του Ισραήλ, και τον Μανασσή εν τη αριστερά αυτού προς την δεξιάν του Ισραήλ, επλησίασεν εις αυτόν.

Τα παιδιά θα κάθισαν ανάμεσα στα πόδια του Ιακώβ. Τώρα ο Ιωσήφ τα βγάζει από κει για να τα παραστήσει όπως πρέπει μπροστά του και να τα ευλογήσει. Με το προσκύνημα, βλέπουμε το σεβασμό, την εκτίμηση και την αγάπη που είχε ο Ιωσήφ προς τον πατέρα του.

Ο Ιωσήφ λοιπόν βάζει τον Μανασσή μπροστά στο δεξί χέρι του Ιακώβ και τον Εφραΐμ μπροστά στο αριστερό. Ο πρωτότοκος έπαιρνε την ευλογία της δεξιάς που ήταν θέση ισχύος, εξουσίας και δύναμης. Μ’ αυτό τον τρόπο γινόταν η μετάδοση της εξουσίας. Το ίδιο ισχύει με την επίθεση των χειρών για να αποσταλεί κάποιος στη διακονία.

Γέν.μη:15,16 Και ευλόγησε τον Ιωσήφ και είπεν, Ο Θεός, έμπροσθεν του οποίου περιεπάτησαν οι πατέρες μου Αβραάμ και Ισαάκ, ο Θεός όστις με εποίμανεν εκ γεννήσεώς μου έως της ημέρας ταύτης, ο άγγελος όστις με ελύτρωσεν εκ πάντων των κακών, να ευλογήση τα παιδία ταύτα· και να ονομασθή επ' αυτά το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου Αβραάμ και Ισαάκ, και να πληθυνθώσιν εις πλήθος μέγα επί της γης.

ο άγγελος όστις με ελύτρωσε: Οι άγγελοι δεν λυτρώνουν, ο Θεός είναι ο λυτρωτής. Οι άγγελοι είναι πνεύματα που αποστέλλονται για να υπηρετήσουν. Ο Θεός αποφασίζει να κάνει λύτρωση και ο άγγελος απλά εκπληρώνει κάποιες διαταγές του Θεού. Ο Ιακώβ εδώ δεν αναφέρεται σε κάποιο αγγελικό δημιούργημα, αλλά στον άγγελο της παρουσίας του Γιάχβε, γιατί Αυτός τον έσωσε.

να ονομασθεί έπ’ αυτά το όνομά μου: να ονομαστούν δηλαδή Ισραήλ. Τυπολογικά, μπορούμε να δούμε εδώ το Θεό (Ισραήλ) να ονομάζει με το δικό Του όνομα τους γιους που αποκτά απ’ τον Γιο Του Ιησού (Ιωσήφ).

Γέν.μη:17-22 Και ιδών ο Ιωσήφ ότι επέθεσεν ο πατήρ αυτού την χείρα αυτού την δεξιάν επί την κεφαλήν του Εφραΐμ, δυσηρεστήθη· και επίασε την χείρα του πατρός αυτού διά να μεταθέση αυτήν από της κεφαλής του Εφραΐμ επί την κεφαλήν του Μανασσή. Και είπεν ο Ιωσήφ προς τον πατέρα αυτού, Μη ούτω, πάτερ μου, διότι ούτος είναι ο πρωτότοκος· επίθες την δεξιάν σου επί την κεφαλήν αυτού. Αλλ' ο πατήρ αυτού δεν ηθέλησε· και είπεν, Εξεύρω, τέκνον μου, εξεύρω· και ούτος θέλει κατασταθή λαός και ούτος έτι θέλει γείνει μέγας· αλλ' όμως ο αδελφός αυτού ο νεώτερος θέλει είσθαι μεγαλήτερος αυτού και το σπέρμα αυτού θέλει γείνει πλήθος εθνών. Και ευλόγησεν αυτούς την ημέραν εκείνην, λέγων, Εις σε αναφερόμενος θέλει ευλογεί ο Ισραήλ, λέγων, Ο Θεός να σε κάμη ως τον Εφραΐμ και ως τον Μανασσή. Και έστησε τον Εφραΐμ προ του Μανασσή. Και είπεν ο Ισραήλ προς τον Ιωσήφ, Ιδού, εγώ αποθνήσκω· και ο Θεός θέλει είσθαι με σας και θέλει σας επαναφέρει εις την γην των πατέρων σας· και εγώ δίδω εις σε μερίδιον εν υπέρ τους αδελφούς σου, το οποίον έλαβον εκ της χειρός των Αμορραίων διά της μαχαίρας μου και διά του τόξου μου.

Ο Ιακώβ σταύρωσε τα χέρια και τα έβαλε πάνω στα κεφάλια των παιδιών. Έτσι, αντί να πάρει τα πρωτοτόκια ο Μανασσή, τα πήρε ο Εφραΐμ. Ο Ιωσήφ νόμισε ότι ο πατέρας του έκανε λάθος εξαιτίας της αδύνατης όρασης και με αγαθή πρόθεση προσπάθησε να διορθώσει το πράγμα.

Το τέλος της ζωής του Ιακώβ είναι μια ωραία αντίθεση σε σχέση με όλη την προηγούμενη ιστορία του. Είναι σαν ένα σούρουπο γαλήνης μετά από μια θυελλώδη μέρα. Η ζωή του ήταν αμαυρωμένη απ’ τις διάφορες πράξεις του, πονηριές, τεχνάσματα, υπεκφυγές, απάτες, εγωιστικοί φόβοι, απιστία. Όμως τώρα ο Ιακώβ φαίνεται γαλήνιος, υψωμένος εκεί που τον θέλει η πίστη μοιράζει ευλογίες και απονέμει αξιώματα σύμφωνα με μια άγια γνώση, που δεν αποκτιέται παρά μόνο όταν έχει κανείς επικοινωνία με το Θεό.

Αν και η φυσική όρασή του έχει αδυνατίσει, η όραση της πίστης του είναι διαπεραστική. Δεν αφήνει τον εαυτό του ν’ απατηθεί ως προς τη θέση που ο Θεός έχει για τον Εφραΐμ και το Μανασσή. Έτσι μπορεί ν’ απαντήσει στο γιο του: «Εξεύρω, τέκνον μου, εξεύρω». Ο Ιακώβ τελικά έμαθε στο σχολείο της πείρας να μένει προσκολλημένος στην πρόθεση του Θεού και καμιά ανθρώπινη επιρροή να μην μπορεί να τον αποστρέψει απ’ αυτήν.

Στο εδάφιο 22 γίνεται ένα λογοπαίγνιο στα Εβραϊκά, που όμως δεν μπορούμε να το καταλάβουμε στα Ελληνικά. Για τη λέξη «μερίδιον» στα Εβραϊκά είναι η λέξη «Συχέμ» που σημαίνει «ώμος» και «οροσειρά». Η πόλη Συχέμ δόθηκε στη φυλή Εφραΐμ και μάλλον που αυτό θα εννοούσε εδώ ο Ιακώβ. Ο Ιωσήφ θάφτηκε στη Συχέμ (Ι. Ναυή κδ:32).