Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Γραφές και παραδόσεις (30)

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΑΣ

Ο Θεός αποκάλυψε διά του Αγίου Πνεύματος «πάσαν την αλήθειαν» του Ευαγγελίου Του στους αποστόλους, που ήταν οι εξαρχής αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της ζωής και της διδασκαλίας του Κυρίου Ιησού. Οι απόστολοι ήταν τα μόνα ειδικά όργανα που ο Θεός έχρισε για να κηρύξουν στην ανθρωπότητα την αλήθεια του Ευαγγελίου με κύρος οικουμενικό και με αυθεντία απόλυτη.

Για τη μετάδοση και εξάπλωση της αλήθειας του Ευαγγελίου, ο Θεός χρησιμοποίησε δύο μέσα: Αρχικά, τον προφορικό λόγο ή την άγραφη παράδοση, κατόπιν τον γραπτό λόγο ή την γραπτή παράδοση. Οι δύο αυτές μορφές παράδοσης μετέδωσαν και ερμήνευσαν ένα και τον αυτό κανόνα αλήθειας. 
Όσα δόγματα κήρυξαν οι απόστολοι και δίδαξαν διά ζωντανής φωνής, τα ίδια αυτά δόγματα επίσης τα έγραψαν, υπό την πλήρη οδηγία και έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Η δογματική διδασκαλία την οποία έγραψαν οι απόστολοι δεν είναι διαφορετική εκείνης που δίδαξαν προφορικά, επειδή η αλήθεια του Ευαγγελίου είναι μία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προφορική παράδοση που συγκρούεται με τις Γραφές δεν έχει αποστολική προέλευση και συνεπώς πρέπει ν' απορρίπτεται σαν νόθος. Η αρχή ότι η γραπτή πηγή πρέπει να ελέγχει και να επικυρώνει την προφορική είναι μέθοδος λογική και επιστημονική. Είναι η ίδια μέθοδος την οποία, όπως δείξαμε, εφάρμοσαν τόσο ο Κύριος Ιησούς όσο και οι απόστολοι.

Τα δόγματα της Σωτηρίας τα όποια οι απόστολοι, παρέδωσαν στην Εκκλησία γραπτά όχι μόνον είναι τα ίδια με εκείνα που κήρυξαν και προφορικά, αλλά επίσης είναι οριστικά και πλήρη για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έξω από τις Γραφές δεν υπάρχει κανένα δόγμα απαραίτητο για τη σωτηρία και την αιώνια ζωή.

Διότι πως μπορούμε να δεχτούμε ότι ο Θεός άφησε στην Καινή Διαθήκη άγραφα δόγματα για την αλήθεια περί σωτηρίας, εφόσον στην Παλαιά, η όποια ήταν υπηρετική της Καινής, ο Θεός δεν επέτρεψε να παραδοθεί τίποτε με προφορική παράδοση αλλά όλα γράφτηκαν και μάλιστα αναλυτικά; Είναι δυνατόν ο Θεός να μεριμνήσει για να καταχωρηθούν αναλυτικά στην Παλαιά Διαθήκη όλα τα σύμβολα και οι τύποι, και να μην μεριμνήσει να καταχωρηθούν στην Καινή Διαθήκη όλα τα δόγματα που σχετίζονται με το κρίσιμο και το κατεξοχήν ουσιώδες θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου;

Αν οι απόστολοι άφηναν πράγματι στην Εκκλησία άγραφες παραδόσεις και μάλιστα σαν «ίσου κύρους, ισοδύναμες και ισοστάσιες» με τις Γραφές, στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να μιλούν εξάπαντος για τις παραδόσεις αυτές οι αποστολικοί Πατέρες που διατήρησαν προσωπική γνωριμία με τους αποστόλους, και όπως οι Πατέρες αυτοί στα γραπτά τους συνιστούν την υποταγή στα δόγματα των Γραφών θα έπρεπε, και μάλιστα με την ίδια έμφαση, να συνιστούν και την υποταγή στα δόγματα των προφορικών παραδόσεων. Εντούτοις, όπως δείξαμε, οι αποστολικοί Πατέρες δεν γνώριζαν απολύτως τίποτε για προφορικές παραδόσεις των αποστόλων. Γι’ αυτούς ο κανόνας πίστης ήταν ένας και μόνος: Οι Γραφές.

Από την απόλυτη σιωπή των αποστολικών Πατέρων στο θέμα των προφορικών παραδόσεων συμπεραίνουμε ασφαλώς, ότι παραδόσεις, έξω των Γραφών, ήταν άγνωστες στην αμέσως μεταποστολική εποχή και συνεπώς το σημερινό δόγμα των προφορικών η εκκλησιαστικών παραδόσεων είναι ένα δόγμα νόθο επειδή δεν έχει αποστολική προέλευση.

Στο δόγμα της αρχαίας Εκκλησίας, ο όρος «Παράδοση» εννοούσε πάντοτε τη δογματική και ηθική εξήγηση των Γραφικών κειμένων. Ουδέποτε οι αρχαίοι Πατέρες εννόησαν την παράδοση όπως την διδάσκει η σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή σαν πηγή δογμάτων πίστης τα όποια δεν περιλαμβάνονται στις Γραφές. Αυτή η έννοια της παράδοσης ήταν παρασκεύασμα της δογματικής κουζίνας του Βαλλεντίνου και των Γνωστικών αιρετικών του 2ου μ.Χ. αιώνος. Το εξαιρετικό δε πείσμα με το όποιο πολέμησαν αυτή τη διδασκαλία οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί Πατέρες είναι σαφής μαρτυρία των σοβαρών κινδύνων που διέβλεψαν ότι περιέχει.

Αν η εγγύηση του αλάθητου είχε δοθεί στην Εκκλησία από τους θεμελιωτές της σαν μία εγγύηση άνευ όρων, όπως διδάσκεται σήμερα, τότε το αλάθητο θα έπρεπε να εκδηλωθεί πρώτιστα και κατά προτίμηση στην αποστολική εκκλησία του πρώτου αιώνα, παρά στην εκκλησία των κατοπινών αιώνων. Όπως δείξαμε, δεν ήταν τέτοια η περίπτωση στην πρωταρχική Εκκλησία και συνεπώς συμπεραίνουμε ότι ο Θεός παραχώρησε το αλάθητο σε ορισμένους ανθρώπους μόνο, προσωρινά και για ορισμένο σκοπό. Αφότου ο Θεός ξεπλήρωσε αυτό το σκοπό Του, το αλάθητο είναι θησαυρός ανύπαρκτος επί της γης.

Το προνόμιο του αλάθητου το παρεχώρησε ο Κύριος αποκλειστικά στα μέλη του αποστολικού κύκλου με τον ειδικό σκοπό τα όργανα αυτά υπό την πλήρη έμπνευση του Αγίου Πνεύματος να διατυπώσουν ακριβώς και επαρκώς τα δόγματα της σωτηρίας, μία φορά και για πάντοτε. Άπαξ και οι απόστολοι παρέδωσαν στην Εκκλησία γραπτά τα δόγματα αυτά, δεν υπήρχε καμία ανάγκη να παραχωρήσουν στην Εκκλησία και το προνόμιο του αλάθητου, επειδή η Εκκλησία δεν έλαβε την εντολή να δημιουργήσει δόγματα αλλά να φυλάξει τα παραδομένα: «Την καλήν παρακαταθήκην φύλαξον» (Α' Τιμ.ς:20).

Το αλάθητο είναι απαραίτητο σ’ εκείνον που διατυπώνει και θεσπίζει νέα δόγματα, όπως έκαναν οι απόστολοι, και όχι σε όποιον φυλάει τα δόγματα. Η Εβραϊκή Συναγωγή φύλαξε επί αιώνες και με σχολαστική πιστότητα τα δόγματα του Μωσαϊκού Νόμου και τα θεόπνευστα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς ο Θεός ν' αναγνωρίσει τη Συναγωγή σαν αλάθητη. Αν η Εβραϊκή συναγωγή και το Συνέδριο ήταν όργανα αλάθητα ασφαλώς δεν θα σταύρωναν τον Κύριον σαν πλάνο. Είναι συνεπώς φανερό ότι ο φύλακας πρέπει να είναι πιστός σ’ εκείνο που φυλάει, δεν είναι όμως διόλου απαραίτητο να είναι αλάθητος. Η πιστότητα και το αλάθητο είναι ιδιότητες εντελώς ανόμοιες και άσχετες μεταξύ τους.
Το δόγμα του αλάθητου της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διαψεύδεται μόνο από τις Γραφές, διαψεύδεται και από την ιστορία. Όπως ήδη δείξαμε, η Πενθέκτη εν Τρούλω Οικουμενική Σύνοδος πλανήθηκε, αφενός διότι επικύρωσε και επέβαλε σαν γνήσια αποστολική Παράδοση 85 ψευδεπίγραφους, όχι αποστολικούς, κανόνες πίστης, αφετέρου διότι επένδυσε με το κύρος του αλάθητου φανερά συγκρουόμενες αποφάσεις τοπικών Συνόδων. Εφόσον λοιπόν αποδεικνύεται ότι πλανήθηκε μία τουλάχιστον Οικουμενική Σύνοδος, έστω και σε μία μόνη περίπτωση, το αλάθητο της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν είναι παρά μία δογματική ουτοπία.
Ο Κύριος Ιησούς δίδαξε ο Ίδιος και κατ' ευθείαν «στόμα με στόμα» θρησκευτικούς διδασκάλους σαν τον Νικόδημο, καθώς και απλοϊκούς ανθρώπους σαν τη Σαμαρίτιδα, τον Τελώνη, η την Χανανναία. Τα λόγια της ζωής και της σωτηρίας τα όποια είπε ο Κύριος στους αμαρτωλούς της γενιάς Του, αυτά τα ίδια λόγια γράφτηκαν αυτούσια, και υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη για να διδάσκουν, επίσης κατευθείαν τους Νικόδημους, τις Σαμαρίτιδες, τους Τελώνες και τις Χανανναίες όλων των γενεών. Ο Κύριος μιλά κατευθείαν στους αμαρτωλούς χωρίς να χρειάζεται διερμηνείς για να αποδώσουν το νόημα των λόγων Του (Ιωάν.ιη:37).
Επίσης οι απόστολοι κήρυξαν στα πλήθη κατευθείαν τα δόγματα της Σωτηρίας, χωρίς ενδιάμεσους θεολόγους, και σαν αποτέλεσμα μετανόησαν και δέχθηκαν την εν Χριστώ σωτηρία χιλιάδες άνθρωποι κάθε τάξης και μόρφωσης. Τα ίδια αυτά αποστολικά κηρύγματα γράφτηκαν αυτούσια στην Καινή Διαθήκη, και από τότε μέχρι σήμερα εξακολουθούν να οδηγούν στην εν Χριστώ σωτηρία όλους εκείνους που μετανοούν και πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Η διδασκαλία συνεπώς ότι «η Εκκλησία διά των Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας χειραγωγεί σε ορθή της Γραφής κατανόηση», είναι μία διδασκαλία εντελώς έξω της ιστορικής πραγματικότητας.
Η παραπάνω διδασκαλία είναι επίσης έξω και της δογματικής πραγματικότητας των Γραφών. Δείξαμε ήδη με πολυάριθμές Γραφικές μαρτυρίες ότι η ορθή κατανόηση των Γραφών είναι αποτέλεσμα του εσωτερικού φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, «ημίν απεκάλυψεν ο Θεός διά του Πνεύματος». Αλλοίμονο αν σαν άνθρωποι, για να καταλάβουμε σωστά από τις Γραφές τα τόσο άπλα δόγματα της σωτηρίας μας, υπήρχε ανάγκη να συμβουλευόμαστε τους αμέτρητους τόμους της Πατρολογίας και των Συνοδικών αποφάσεων. Η αλήθεια του Ευαγγελίου, αφενός φανερώνεται διά των Γραφών, όχι διά των Συνοδικών αποφάσεων, αφετέρου ενεργεί διά του Αγίου Πνεύματος, όχι διά της υποταγής μας στις παραδόσεις. Οι Γραφές είναι η εξωτερική, η ορατή αυθεντία της αλήθειας - το Άγιο Πνεύμα είναι η εσωτερική, η αόρατη αυθεντία. Το δε γεγονός της Σωτηρίας και του αγιασμού μας πραγματοποιείται διά της υποταγής μας, δηλαδή διά της πίστεως μας, στους δύο αυτούς αυθεντικούς μάρτυρες της αλήθειας (Ιωάν.κ:31 ).
Για ν' αναγνωριστεί η δύναμη και το αποτέλεσμα του «μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολογήσεως» χρειάζεται απαραίτητα  ν' αποδειχτούν τα εξής:
Ότι την εξουσία της συγχώρησης των αμαρτιών ο Κύριος την παραχώρησε στους αποστόλους και στους διαδόχους τους.
Ότι οι απόστολοι έκαμαν χρήση αυτής της εξουσίας και συγχώρησαν οι ίδιοι αυτοπροσώπως τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Ότι οι αμαρτίες που λύνουν οι διάδοχοι των αποστόλων θα παραμείνουν λυμένες στον αιώνα, και ότι οι αμαρτίες που δένουν θα παραμείνουν δεμένες στον αιώνα.
Ότι ο Κύριος Ιησούς αφαίρεσε από τον Εαυτόν Του για πάντοτε το προνόμιο του σαν Κριτή των ανθρώπων και το μεταβίβασε στους αποστόλους και στους διαδόχους τους.
Τέλος, ότι όλες οι διακηρύξεις του Κυρίου περί μελλοντικής κρίσης όλων των ανθρώπων, από τον ίδιον τον Κύριον, είναι διακηρύξεις ανάξιες προσοχής.
Επειδή ούτε ένα από τα παραπάνω σημεία δεν αποδεικνύεται από τους οπαδούς των παραδόσεων, αυτό ασφαλώς σημαίνει ότι το εδάφιο «αν τίνων αφήτε τάς άμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε κεκράτηνται» ερμηνεύεται και εφαρμόζεται κακώς σαν δόγμα που υποστηρίζει το μυστήριο της μετάνοιας και εξομολόγησης.
Κατά τις Γραφές, η συγχώρηση των αμαρτιών παρέχεται απευθείας από τον Θεό σαν αποτέλεσμα της ειλικρινούς μετάνοιας του αμαρτωλού και της πίστης του στο λυτρωτικό έργο του Χριστού. Η μετάνοια δεν είναι ειλικρινής, και συνεπώς δεν έχει κύρος ενώπιον του Θεού, αν ο αμαρτωλός δεν καταδικάσει ενσυνείδητα και οριστικά, ενώπιον του Θεού, το αμαρτωλό παρελθόν του με την απόφαση να διακόψει τη σχέση του με την αμαρτία και να στραφεί προς τον Θεό. (Λουκ.ιε:18).
Αυτή η αληθινή μετάνοια οδηγεί τον άνθρωπο στην αληθινή πίστη, δηλαδή στην τελεία αποδοχή των υποσχέσεων του Θεού και στην υπακοή του λόγου Του (Ιωάν.δ:50). Τα δύο αυτά ηθικά βήματα, Μετάνοια και Πίστη στον Ιησού Χριστό, φέρουν τον αμαρτωλό στην κατάσταση της ηθικής τακτοποίησής του απέναντι του Θεού, και της ευλογητής σωτηρίας του.
Η αυτοδικαίωση (η εμή δικαιοσύνη), είναι διδασκαλία ολωσδιόλου αντίθετη προς τη διδασκαλία των Γραφών. Οι προσπάθειες του ανθρώπου να ικανοποιήσει ο ίδιος, με τις ηθικές δυνάμεις του, τις απαιτήσεις του Θεού, εκτελώντας θρησκευτικούς τύπους, διατάξεις και ηθικές πράξεις, είναι προσπάθειες που επιφέρουν στον άνθρωπο κατάρα, όχι Σωτηρία (Γαλ.γ:10).
Η μέθοδος της αυτοδικαίωσης, σαν στηριζόμενη αποκλειστικά στον ανθρώπινο εγωϊσμό, καταστρέφει την ποιότητα των έργων του ανθρώπου, άσχετα πόσο καλά φαίνονται εξωτερικά. Την αυτοδικαίωση, ο Κύριος στιγμάτισε σαν υποκρισία, και την εξήγησε με τα παραδείγματα του Σίμωνα του Φαρισαίου, (Λουκ.ζ:36), καθώς και του Φαρισαίου της παραβολής (Λουκ.ιη:10). Ο δε απόστολος Παύλος ζητούσε να ευρεθεί εν Χριστώ « μή έχων εμήν δικαιοσύνην την έκ του νόμου, αλλά την διά πίστεως Χριστού, την έκ Θεού δικαιοσύνην επί τη πίστει. . .» (Φιλ.γ:9). Την ποιότητα του ηθικού έργου την προσδιορίζει η διάθεση της καρδίας. Το μόνο δε κίνητρο του καλού έργου είναι η ανιδιοτελής αγάπη, δηλαδή η αγάπη του Θεού. Αλλά τέτοια αγάπη δεν είναι παρά καρπός της αληθινής πίστης (Ιωάν.ιε:5). Η πίστη γεννά την αγάπη, και η αγάπη φανερώνεται με τα καλά έργα.
Αντίθετα προς τη μέθοδο «του Νόμου» «της εμής δικαιοσύνης », ο Θεός προσφέρει διά των Γραφών την μέθοδο «της πίστης», «της δικαιοσύνης εν Χριστώ», και παρακινεί τον αμαρτωλό να εγκαταλείψει τις χρεωκοπημένες προσπάθειες και τις εγωιστικές τάσεις και να παραδοθεί τελείως στη ΣΩΤΗΡΙΑ ΧΑΡΙΝ του ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. Η χάρις αυτή, ζωντανή και ενεργή, εργάζεται στην καρδιά μας σταθερά και διαρκώς, το έργο της ζωής και το έργον του θανάτου. Νεκρώνει την δική μας ζωή και συγχρόνως ανασταίνει στην καρδιά μας τη ζωή του Πνεύματος.
Ξεσκεπάζει ι την αμαρτία και την αθλιότητά μας και μας φανερώνει τους ανεξάντλητους θησαυρούς του Χριστού.
Ιωαν.ζ:17 Εαν τις θέλη να κάμη το θέλημα αυτού, θέλει γνωρίσει περί της διδαχής, αν ήναι εκ του Θεού ή αν εγώ λαλώ απ' εμαυτού.
ΤΕΛΟΣ