Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.
Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018
Γραφές και παραδόσεις (27)
Η «διά πίστεως Χριστού δικαιοσύνη» χορηγείται στον αμαρτωλό,
από τον Θεό, επειδή ο Χριστός «παρέδωκε εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν» (Εφες.ε:2).
Σαν αναμάρτητος, ο Υιός του Θεού, δεν πέθανε για να δικαιώσει τον εαυτό Του
αλλά εμάς τούς αμαρτωλούς, έτσι ώστε «τον μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν
εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αύτώ» (Β’ Κορ.ε:21).
Αυτή η αντικατάστασή μας είναι η τρίτη ευλογητή χάρις που
πηγάζει από τον Σταυρό του Χριστού. Ανίκανοι, σαν αμαρτωλοί να εξιλεωθούμε
ενώπιον του Θεού με τη δική μας προσφορά, ο Χριστός, σαν αναμάρτητος, «υπέρ
ασεβών απέθανε» (Ρωμ.ε:6), «ο δίκαιος υπέρ αδίκων» (Α’ Πέτρ.γ:18), «γενόμενος
υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ.γ:13).
Αυτό το σύμπλεγμα οργής και χάρης, κατάρας και ελέους,
αμαρτίας και δικαιοσύνης, παρουσιάζεται στο Ευαγγέλιο σαν το παράδοξο αλλά
πραγματικό γεγονός που στηρίζει τη δικαίωση του αμαρτωλού ένα γεγονός που
ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Εσταυρωμένου Λυτρωτή και το οποίο ο Θεός προσφέρει
στον αμαρτωλό διά του Ευαγγελίου σαν περιεχόμενο και διαρκές στήριγμα της
δικαιώσεώς του διά της πίστεως στον αναμάρτητο Λυτρωτή και αντικαταστάτη του
Ιησού Χριστό, «εν πίστει ζώ τη του Υιού του Θεού του αγαπήσαντός με και
παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ.β:20).
Συγχώρηση αμαρτιών, Δικαίωση, Αντικατάσταση, ιδού τα τρία
πνευματικά ευεργετήματα που προσφέρει ο Σταυρός του Χριστού. Τρεις απ’ ουρανού
χάριτες που ο αμαρτωλός απολαμβάνει μόνον εφόσον πάρει την ηθική απόφαση να τις
αποδεχθεί και να τις ζήσει διά πίστεως.
Εδώ, ένα αξιόλογο ερώτημα έχει τη θέση του:
Μπορεί ο άνθρωπος να είναι απόλυτα βέβαιος ότι διά της
πίστεως του πράγματι δικαιώνεται απέναντι του Θεού και σώζεται; Η ορθόδοξη
Εκκλησία απαντά:
«Ουδείς δύναται η απολύτως περί σωτηρίας
βέβαιος» (Ανδρούτσος σελ.258).
Η βεβαιότητα της Σωτηρίας στηρίζεται στην πιστότητα του
Θεού, «πιστός ο Θεός», και επισφραγίζεται με μαρτυρία που το Άγιο Πνεύμα
εμφυτεύει στο δικό μας πνεύμα, «Ρωμ.η:16 αὐτὸ τὸ πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι
ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα θεοῦ.» Ο Παύλος ήταν απόλυτα βέβαιος για την ατομική
σωτηρία του: «απόκειται μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος», και τη βεβαιότητά του
αυτή ο απόστολος συμμερίζεται με όλους τους εν Χριστώ πιστούς, «ου μόνον δε
εμοί αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού».
Στην επιστολή του δε προς τους Φιλιππησίους, ο ίδιος
απόστολος αναφέρει ορισμένα ονόματα, τότε ζώντων ακόμα πιστών, όπως της Ευοδίας,
της Συντύχης, του Κλήμεντος, και των άλλων συνεργατών του στο Ευαγγέλιο, και
βεβαιώνει πως τα ονόματα αυτά είχαν ήδη γραφτεί «εν βίβλω ζωής».
Ο άνθρωπος που συγχωρείται από τον Θεό και δικαιώνεται διά
της πίστεως, δεν πρέπει ουδέποτε ν' αμφιβάλλει για την ατομική σωτηρία του
επειδή, αν αμφιβάλλει, τότε εκδηλώνει φανερή δυσπιστία απέναντι στην πιστότητα
του λόγου και των υποσχέσεων του Θεού.
Η απόλυτη βεβαιότητα του Παύλου ως προς την ατομική του
σωτηρία «πέπεισμαι», μαρτυρεί πως η
βεβαιότητα αυτή είναι μία άμεση και υπερφυσική επικύρωση του Θεού που
καταλαμβάνει την ψυχή του πιστού. Και σ’ αυτό το δεδομένο, στη βεβαιότητα της
σωτηρίας, στηρίζεται ο απόστολος όταν προσκαλεί όλους τους πιστούς στην εν
Κυρίω χαρά, «χαίρετε εν Κυρίω» κι' επίσης όταν αναφέρει τη χαρά του πιστού
μεταξύ των πρώτων καρπών τού Αγίου Πνεύματος στην καρδιά μας. Η χαρά αυτή θα
ήταν, φυσικά, άτοπη και αδικαιολόγητη, αν ο πιστός αμφέβαλλε για τη σωτηρία
του, επειδή η αμφιβολία, στο κρίσιμο αυτό θέμα της Χριστιανικής ζωής, δεν είναι
φυσικό να γεμίσει την καρδιά μας χαρά αλλά απογοήτευση και λύπη. Η χαρά όμως
του πιστού στηρίζεται, μας λέει ο Ιωάννης, στην αγάπη τού Θεού, εξαιτίας της
οποίας ονομαζόμαστε και είμαστε τέκνα Θεού».