Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Περιληπτική Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη (1)

Η Καινή Διαθήκη είναι η νέα συμφωνία που έκανε ο Θεός με τον άνθρωπο και τη σφράγισε με το αίμα του ίδιου του Υιού Του Ιησού Χριστού και απευθύνεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αποτελείται από 27 βιβλία σε αντιπαράθεση με την Παλαιά Διαθήκη που αποτελείται από 39 βιβλία κα απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο Εβραϊκό έθνος και την είχε σφραγίσει με το αίμα της θυσίας ζώων οπότε και από αυτό ακόμη φαίνεται η ανωτερότητα της Καινής Διαθήκης.

Η Καινή Διαθήκη είναι ένα συμβόλαιο με «σκανδαλιστικά» ευνοϊκούς όρους για τον άνθρωπο.

Σ’ αυτήν φαίνεται ο Θεός να πληρώνει τα πάντα και ο άνθρωπος να απολαμβάνει δωρεάν τα πάντα.  «Διότι κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο δεν είναι από σας· Θεού το ΔΩΡΟΝ, ουχί εξ´ έργων για να μην καυχηθή τις» Εφεσ.β:8-9.   Σ’ αυτή ο Θεός δεσμεύει τον εαυτό Του κατά απόλυτο τρόπο και αφήνει ελεύθερο τον άνθρωπο κατά απόλυτο τρόπο επίσης.

Ερεύνησε λοιπόν με κάθε επιμέλεια και σεβασμό την διαθήκη Του με πίστη, για να βρεις την κληρονομιά που σου άφησε ο Πατέρας σου που έιναι: «...διά να λάβωσιν άφεσιν αμαρτιών και κληρονομιά μεταξύ παντων των ηγιασμένων, διά της εις εμέ πίστεως.» Πράξ.κς:18β .

«Και τώρα, αδελφοί σας αφιερόνω εις τον Θεόν και εις τον λόγον της χάριτος αυτού (την Κ.Δ. δηλαδή) όστις δύναται να εποικοδομήση και να δώση εις εσάς ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΝ μεταξύ πάντων των ηγιασμένων.» Πράξ.κ:32.

Πίστεψε λοιπόν σε αυτή τη Διαθήκη και αγωνίσου να κερδίσεις διότι: 

«Ο νικών θέλει ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ τα ΠΑΝΤΑ, και εγώ θέλω είσθαι εις αυτόν Θεός και αυτός θέλει είσθαι εις εμέ υιός.» Αποκ.κ:7.   Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι:

Τέσσερα (4) Ευαγγέλια

Κατά Ματθαίο
Κατά Λουκά
Κατά Μάρκο
Κατά Ιωάννη
 Ένα (1)Πράξεις των Αποστόλων Δεκατέσσερις (14) επιστολές του αποστόλου Παύλου


Ρωμαίους      
Κορινθίους Α΄
Κορινθίους Β΄
Γαλάτας
Εφεσίους 
Φιλιππησίους
Κολοσσαείς
Θεσσαλονικείς Α´
Θεσσαλονικείς Β´
Τιμόθεο Α´
Τιμόθεο Β´
Τίτο
Φιλήμονα
Εβραίους

 Εφτά (7) καθολικές επιστολές


Ιακώβου
Πέτρου Α΄
Πέτρου Β΄
Ιωάννου Α΄
Ιωάννου Β΄
Ιωάννου Γ΄
Ιούδα

 ΚαιΑποκάλυψη του Ιωάννη  
ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ-ΚΩΔΙΚΕΣ
 Ο Σιναϊτικός κώδικας ο οποίος εκτός από την Κ.Δ περιέχει και την επιστολή Βαρνάβα και τον ποιμένα του Ερμά και ανάγεται στον 4ο αι. και προέρχεται από την Αίγυπτο ή την Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ανακαλύφθηκε στη μονή της Α. Αικατερίνης του Σινά το 1844

Ο Αλεξανδρινός κώδικας, είναι του 5ου αι. και προέρχεται από την Αίγυπτο. Περιέχει ολόκληρη σχεδόν την Κ.Δ συν τις επιστολές Α΄ & Β΄ Κλήμεντος.

Ο Βατικανός κώδικας ο οποίος προέρχεται και αυτός από την Αίγυπτο και θεωρείται ο αρχαιότερος κώδικας της Κ.Δ.(αρχή 4ου αι.). Δεν περιέχει τις επιστολές Α΄& Β΄Τιμ., Τίτου και την Αποκάλυψη. 

Ο κώδικας Μπέζα, είναι δίγλωσσος (Ελληνικό με Λατινική μετάφραση) και αποτελείται από δύο χειρόγραφα., το πρώτο περιέχει τα τέσσερα ευαγγέλια τις πράξεις των αποστόλων και ένα μικρό απόσπασμα της Γ΄ Ιωάν. και ονομάζεται κώδικας Μπέζα γιατί δωρίσθηκε από τον Θ. Μπέζα φίλο και συνεργάτη του Καλβίνου στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ που φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Το δεύτερο τμήμα περιέχει τις επιστολές του Παύλου και ονομάζεται κώδικας Κλαρομοντάνους από το όνομα της μονής που φυλασσόταν. Σήμερα είναι στη βιβλιοθήκη του Παρισιού. Υπάρχουν και άλλα πολλά αξιόλογα χειρόγραφα τα οποία διακρίνονται για την καλλιτεχνική τους επεξεργασία με χρυσά ή ασημένια γράμματα και την διακόσμησή τους με ζωγραφικές παραστάσεις. Σημαντική θεωρείται η προσφορά του μεγάλου Κωνσταντίνου στον τομέα αυτό όταν παρήγγειλε στον Ευσέβιο Καισαρείας να του προμηθεύσει 50 κώδικες για τις ανάγκες των εκκλησιών της πρωτεύουσας.   
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Κ.Δ. ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
 Μεγάλη ανάγκη για να μεταφραστεί η Κ.Δ. στα νέα Ελληνικά προέκυψε κατά την εποχή της τουρκοκρατίας περίοδο κατά την οποία οι Έλληνες, εκτός από ελάχιστους, δεν είχαν την δυνατότητα μόρφωσης και ως εκ τούτου περιοριζόταν η πρόσβασή τους στα ιερά κείμενα.

Πρώτος ξεκίνησε την προσπάθεια το 1536 ο Κερκυραίος μοναχός Ιωαννίκιος Καρτάνος μεταφράζοντας 150 αποσπάσματα από την Π. και Κ.Δ. «και τούτο δεν το έκανα για τους δασκάλους, αλλά για τους αμαθείς σαν εμένα και για να καταλάβουν όλοι οι εργάτες και οι αμαθείς τι λέγει η θεία Γραφή» αναφέρει ο ίδιος.

Το 1638 ο μοναχός Μάξιμος Καλιουπολίτης έκανε πλήρη μετάφραση της Κ.Δ. η οποία εκτυπώθηκε στη Γενεύη και με την συνδρομή του οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη. Ο ίδιος αιτιολογεί την κίνησή του αυτή επικαλούμενος τις μεταφράσεις που είχαν κάνει άλλοι λαοί στη γλώσσα τους καθώς και τις ελληνικές μεταφράσεις των βίων και των ομιλιών των αγίων λέγοντας ότι «είναι άπρεπο πράγμα οι βίοι και οι ομιλίες των αγίων να είναι εντελώς φανερές και ας ήταν άνθρωποι και του Θεανθρώπου Χριστού το θείο Ευαγγέλιο, που είναι αναγκαιότατο σε κάθε χριστιανό, να είναι κεκαλυμμένον...διότι πως θα πιστέψει κάποιος ή να υπακούσει σε αυτά που λέγονται αν δεν τα καταλαβαίνει?»

Είναι σαφές ότι οι αληθινές και γεμάτες αγάπη για τον άνθρωπο και φροντίδα για τη σωτηρία του, αιτιολογήσεις των φωτισμένων αυτών ανθρώπων ουδέποτε έπεισαν την «επίσημον και μορφωμένην εκκλησίαν» και όπως είναι φυσικό οι προσπάθειες αυτές καταδικάστηκαν στη σύνοδο των Ιεροσολύμων το 1672 η οποία απεφάνθη ότι δεν είναι ανάγκη η θεία Γραφή να διαβάζεται στην κοινή από όλους τους χριστιανούς. Εδώ βέβαια δικαιώνεται απόλυτα ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος όταν έλεγε «...να αποφεύγεις κάθε σύνοδο επισκόπων γιατί καμία σύνοδος δεν έφερε καλό στη ζωή της εκκλησίας, παρά μόνο φιλονικείες, φιλαρχίες και κούφια λόγια» (Γρ.  Θεολόγου επιστολή 130 PG 37, 225A). Η μετάφραση όμως αυτή κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1703 με έξοδα του αγγλικανικού κλήρου και με προσβλητικό πρόλογο για τους Έλληνες αρχιερείς που αντέδρασαν έντονα δια του οικ. Πατριάρχη Γαβριήλ με φτηνές δικαιολογίες που δεν έπεισαν κανέναν.

Οι προσπάθειες να έλθει η Α. Γραφή κοντά στον απλό άνθρωπο συνεχίστηκαν διά της Αγγλικής Βιβλικής Εταιρείας που έκανε επανειλημμένες εκδόσεις της μετάφρασης του Μάξιμου με έγκριση του οικ. Πατριαρχείου αυτή τη φορά. Στη προσπάθεια αυτή συνετέλεσε και ο Α. Κοραής με επιστολή του στη Βρετανική Βιβλική Εταιρεία αφού και ο ίδιος αργότερα μετέφρασε τις ποιμαντικές επιστολές. Ο φωτισμένος αυτός πατριώτης είχε πει ότι «μόνο το ευαγγέλιο δύναται να σώσει την Ελλάδα»

Κατόπιν αυτών ακολούθησε η μετάφραση του Ιλαρίωνα η οποία σύντομα αντικαταστάθηκε από την μετάφραση του Αρχιμανδρίτη Νεοφύτου Βάμβα καθηγητού της Ιονίου Ακαδημίας και αργότερα καθηγητή φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών η οποία ολόκληρη κυκλοφόρησε το 1844.

Μία από τις τελευταίες φάσεις των προσπαθειών αυτών έλαβε χώρα το 1900 όταν είδαν το φως της δημοσιότητας δύο μεταφράσεις, η μετάφραση των τεσσάρων ευαγγελίων από την Ιουλία Σουμάκη που την είχε παραγγείλει η Βασίλισσα Όλγα και η μετάφραση του κατά Ματθαίο ευαγγελίου στην εφημερίδα «Ακρόπολις» από τον Αλ. Πάλλη. Προκλήθηκαν τόσο μεγάλες αντιδράσεις από τις δύο αυτές μεταφράσεις ώστε τα αιματηρά γεγονότα που προέκυψαν ονομάστηκαν «Ευαγγελικά» και οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη και σε παραίτηση τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο η δε εκκλησία εξέδωσε εγκύκλιο αναφέροντας ως βέβηλη κάθε προσπάθεια μετάφρασης της Κ.Δ. τελικά η μετάφραση του Α. Πάλλη έγινε στο Λίβερπουλ της Αγγλίας.

Σε όλες αυτές τις προσπάθειες διαπιστώνουμε το εξής παράδοξο: απλοί άνθρωποι, συγγραφείς, πολιτικοί και χαμηλόβαθμοι κληρικοί να επιθυμούν την μετάφραση και η επίσημη εκκλησία να αντιστέκεται στην προσπάθεια να έρθει η Α. Γραφή κοντά στον άνθρωπο για να τον οδηγήσει στην σωτηρία της ψυχής του. Οι εξηγήσεις δεν είναι πάντα επαρκείς και οι εξελίξεις την διαψεύδουν αφού ακολούθησαν πλείστες μεταφράσεις, αργότερα και με τις ευλογίες της, πράγμα που μαρτυρεί ότι παρότι προσπάθησε δεν κατάφερε να αντισταθεί στην δίψα των ανθρώπων για να γνωρίσουν το λόγο του Θεού  
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
 Αρχικά υπήρξε η προφορική παράδοση η οποία πολύ γρήγορα καταγράφηκε από τους αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες του Ι. Χριστού. Ταυτόχρονα όμως ή αμέσως μετά κυκλοφόρησαν πολλά έργα ποικίλων προελεύσεων και διδασκαλιών, προϊόντα παραφιλολογίας, που περιέγραφαν φανταστικές ιστορίες από την ζωή του Ιησού Χριστού και είχαν ως αιτία της συγγραφής τους διαφόρους λόγους. Μία αιτία ήταν η επιθυμία των χριστιανών να έχουν περισσότερες πληροφορίες για την γέννηση, τον βίο, την δράση και το πάθος του Κυρίου. Μία δεύτερη ήταν η ανάγκη να αποδείξουν στους εθνικούς ή στους Εβραίους ότι ο Ι. Χριστός ήταν πραγματικά ο Υιός του Θεού και έτσι διόγκωναν τα θαύματα και τα ενεργήματα θέλοντας διά του εντυπωσιασμού που θα προκαλούσαν να ελκύσουν στην νέα πίστη περισσότερους ανθρώπους, και μία τρίτη ήταν η ανάγκη ορισμένων αιρετικών να στηρίξουν τις κακοδοξίες τους στο λόγο του Θεού.

Τα έργα αυτά της παραφιλολογίας αποτέλεσαν την απόκρυφη γραμματεία και ονομάστηκαν απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα και άλλα από αυτά αρνούνται την θεία φύση του Χριστού και άλλα την ανθρώπινη, τα μεν ονομάζονται «δοκητικά» τα δε «εβιωνιτικά». Τα πρώτα ήταν επηρεασμένα από το πνεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας, ενώ τα δεύτερα από την Ιουδαϊκή γραμματεία.

Οι δοκητές θεωρούσαν ότι η ύλη είναι κακή και ότι ο άγιος Θεός δεν θα μπορούσε να μετέχει της κακής ύλης και άρα ο Χριστός δεν θα μπορούσε να είναι Θεός που ενανθρώπησε, δηλ. η ενσάρκωση και κυρίως ο θάνατος του Υιού του Θεού ήταν κάτι το φανταστικό κάτι που έτσι  νόμισαν οι άνθρωποι (έδοξεν αυτοίς) από όπου πήραν και το όνομά τους «δοκητές»

Οι δε εβιωνίτες επηρεασμένοι από το Ιουδαϊκό πνεύμα της μοναδικής μονοθεϊστικής θρησκείας της εποχής επειδή φοβούνταν μήπως πέσουν στο αμάρτημα της πολυθεΐας θεώρησαν τον Ι. Χριστό σαν έναν απλό προφήτη και τον απογύμνωσαν από την θεία Υπόσταση.

Ενδεικτικά αναφέρονται κάποια αντιπροσωπευτικά έργα ή απόκρυφα ευαγγέλια:

Το Ευαγγέλιο του Πέτρου, είναι Δοκητικής προέλευσης και παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό επάνω στον σταυρό να μην αντιδρά γιατί δεν αισθάνεται πόνο αφού στην ουσία ο Θεός δεν μπορούσε να αισθάνεται πόνο αφού δεν έχει λάβει ανθρώπινο σώμα αλλά έτσι νομίζεται.

Το Ευαγγέλιο των δώδεκα αποστόλων, είναι Εβιωνιτικής προέλευσης και από την αρχή μέχρι το τέλος παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό σαν απλό άνθρωπο. Τον Χριστό τον παρουσιάζει με την φράση: »Ήταν ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιησούς...»

Το κατά Αιγυπτίους Ευαγγέλιο, είναι επηρεασμένο από την αίρεση των Γνωστικών που ονομαζόταν και «εγκρατίτες» οι οποίοι δίδασκαν τελεία αποχή από το άλλο φύλο. Στην ερώτηση της Σαλώμης προς τον Κύριο, πόσον καιρό θα διαρκέσει ο θάνατος, ο Κύριος απαντά: »όσον καιρό εσείς οι γυναίκες γεννάτε» και τελικά παρουσιάζεται ο Κύριος να δηλώνει «Ήρθα να καταστρέψω τα έργα του θήλεος». Ίδιας  επίδρασης φαίνεται να είναι και το Ευαγγέλιο του Φιλίππου, στο οποίο φανερώνεται πως για να γίνει δεκτός κάποιος στον ουρανό θα πρέπει να είναι σε θέση να ομολογήσει ενώπιον των ουρανίων δυνάμεων: «Δεν γέννησα τέκνα στον Άρχοντα (του κόσμου τούτου), αλλά ξερίζωσα τις ρίζες του» Στο δε ευαγγέλιο του Ιούδα παρουσιάζεται ο Κύριος να παρακαλεί τον Ιούδα να τον ελευθερώσει και να τον απαλλάξει από την σάρκα προδίδοντάς Τον το συντομότερο λέγοντάς του μάλιστα πως τον έχει εκλέξει ο Θεός να κάνει μεγαλύτερο έργο από Αυτόν και πως κανένας άλλος άνθρωπος δεν είναι σε θέση να το κάνει.

Μία άλλη κατηγορία ψευδεπίγραφων έργων είναι τα λεγόμενα ευαγγέλια της γεννήσεως  που περιστρέφονται γύρω από τη γέννηση αλλά και την παιδική ηλικία του Ιησού με κυριότερο το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου στο οποίο αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανάθεση της φροντίδας της Παρθένου Μαρίας στον χήρο Ιωσήφ αφού είχε εκδηλώσει και αυτός  ενδιαφέρον μαζί με άλλους χήρους για την ανάληψη της φροντίδας της Μαριάμ και μόνο από την δική του ράβδο βγήκε ένα περιστέρι και κάθισε στο κεφάλι του. Κατόπιν ακολούθησε το κατά Ματθαίον ψευδοευαγγέλιο το οποίο ανάγεται στον 5ο αι. ενώ τα προηγούμενα στον 2ο. Ίσως είναι το πλέον φαντασιόπληκτο ευαγγέλιο και ασχολείται κυρίως με τη φυγή στην Αίγυπτο και παρουσιάζει δράκοντες να βγαίνουν από σπηλιές και να σπεύδουν να προσκυνήσουν τη συνοδεία και λιοντάρια που τους ακολουθούν να τους προσφέρουν προστασία και βοήθεια, ενώ όταν ο Ιησούς με τη μητέρα Του μπήκαν σε ένα ναό, όλα τα είδωλα έπεσαν και έσπασαν. Επίσης και το κατά Θωμά ευαγγέλιο της γεννήσεως   είναι Δοκητικής προέλευσης του 3ου αι. και παρουσιάζει τον Ιησού στην παιδική του ηλικία να ενεργεί «ένα σωρό» ιδιότροπα και αλλόκοτα θαύματα τα οποία προκαλούν την αντίδραση και το φόβο στους γονείς των συνομηλίκων Του παρακαλώντας τον Ιωσήφ να διδάξει τον γιο του να ευλογεί και όχι να καταριέται.

Στο ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου ο ίδιος διηγείται πως ο Κύριος επέτρεψε σε αυτόν και τους άλλους αποστόλους και στη μητέρα Του να δουν το όραμα του διαβόλου αφού προηγήθηκε ένας δυνατός σεισμός στο όρος των Ελαιών και τον φύλαγαν με πύρινα δεσμά 6.064 άγγελοι.

Είναι ολοφάνερο πως τέτοια έργα δεν ήταν δυνατόν να ενταχθούν στον «κανόνα» και αποκλείστηκαν, όπως αποκλείστηκαν και άλλα έργα που σε κάποιες φάσεις φαίνεται να ήταν αποδεκτά από κάποιους αποστολικούς ή μεταποστολικούς πατέρες. Τέτοια έργα είναι: Η διδαχή των δώδεκα αποστόλων, αι οδοί, η επιστολή Βαρνάβα, ο ποιμήν του Ερμά, η αποκάλυψις του Πέτρου, οι πράξεις του Παύλου κ.α. Έτσι ύστερα από μία μακρά διαδικασία ζυμώσεων και προσθαφαιρέσεων αποκρυσταλλώθηκε ο κανόνας της Κ.Δ. ο οποίος αποτελείται από τα 27 βιβλία τα οποία έχουμε αναφέρει. Όλα τα βιβλία αναφέρονται σαν κανονικά από τον Μ. Αθανάσιο (298-373) και τα οποία επικυρώθηκαν από τις μετέπειτα συνόδους. Η σύνοδος της Λαοδίκειας(363) ορίζει ότι μόνο τα κανονικά βιβλία της Π. Και της Κ.Δ. πρέπει να διαβάζονται στην εκκλησία αν και ο κανόνας που θέσπιζε περιλάμβανε τα 26 από τα 27 βιβλία, αποκλείοντας την Αποκάλυψη.

Το 397 η Τρίτη σύνοδος της Καρχηδόνας, στην οποία έλαβε μέρος και ο Αυγουστίνος, ορίζει πως στην εκκλησία μόνο τα κανονικά βιβλία να διαβάζονται ως «Γραφαί».

Τα κυριότερα κριτήρια που καθόριζαν ποια βιβλία θα συμπεριληφθούν στις «Γραφές» ήταν: πρώτον το βιβλίο να είχε αποστολική πατρότητα, να ήταν δηλ. συγγραφέας του ένας από τους αποστόλους ή κάποιος πολύ στενός συνεργάτης τους π.χ. κατά Μάρκον πού ήταν μαζί με τον Πέτρο ή Πράξεις που τις έγραψε ο Λουκάς στενός συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Παύλου. Δεύτερον η πνευματικότητα και η Θεοπνευστία του βιβλίου η οποία γινόταν αβίαστα αντιληπτή και τρίτον η καθολικότητα της αποδοχής από την εκκλησία που με αυτόν τον τρόπο σαν σώμα Χριστού συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του κανόνα.

Ευαγγέλιο σημαίνει χαρμόσυνη αγγελία, κήρυγμα της αποστολικής εκκλησίας και σωτηρία που έφερε ο Χριστός στη γη και χρησιμοποιείται 76 φορές στην Κ.Δ. Από τον 2ο αι. και μετά η λέξη ευαγγέλιο άρχισε να σημαίνει τα βιβλία της Κ.Δ. που αφηγούνται τη ζωή, τη δράση, τα θαύματα, τη διδασκαλία, το θάνατο, την ανάσταση, τον τρόπο σωτηρίας του ανθρώπου και γενικά τον θρίαμβο του Χριστού κατά των δαιμονικών δυνάμεων.

Κατά χρονολογική σειρά τα ευαγγέλια είναι: Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς και Ιωάννης. ΜΑΡΚΟΣ: Τόπος συγγραφής η Ρώμη μεταξύ 64 και 70. Απευθύνεται σε χριστιανούς πρώην εθνικούς. Συνεργάστηκε και με τους δύο κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο και ήταν ανιψιός του Βαρνάβα. Λέγεται ότι ήταν ένας από τους εβδομήκοντα και η παράδοση λέει ότι κήρυξε στην Αλεξάνδρεια όπου και υπέστη μαρτυρικό θάνατο. Είναι το πιο μικρό από όλα τα ευαγγέλια, αποτελείται από 16 κεφ. και αποτελεί πηγή των υπολοίπων δύο συνοπτικών δηλ. του Ματθαίου και του Λουκά. Αναφέρεται σε 19 θαύματα του Κυρίου και σε πέντε παραβολές.

Ολόκληρο σχεδόν το ευαγγέλιο του Μάρκου εκτός από τριάντα στίχους βρίσκεται στα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά. Μικρή αναφορά θα κάνουμε στο τελευταίο κεφάλαιο του Μάρκου που πολλοί μιλούν ότι τα εδάφια 9-20 του κεφαλαίου είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Πράγματι αυτά τα εδάφια διαφέρουν από άποψη ύφους και λεξιλογίου από το υπόλοιπο ευαγγέλιο αφού χρησιμοποιεί λέξεις που δεν συναντώνται στο υπόλοιπο κείμενο. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες πάνω σε αυτό το ζήτημα, όπως ότι την προσθήκη αυτή την έκανε κάποιος Αριστίωνας ή κάποιος μαθητής του Κυρίου με μεγάλο κύρος ή ακόμη και ο ίδιος ο Μάρκος αργότερα πρόσθεσε τον επίλογο αυτό στο ευαγγέλιό του. Η προσθήκη αυτή ωστόσο έχει γίνει πολύ νωρίς αφού είναι ήδη γνωστή στον Ιουστίνο, Τατιανό και Ειρηναίο. Πάντως την κανονικότητα αυτών των εδαφίων δεν κατάφερε να την θίξει ουσιαστικά κανένας και όλα τα επιχειρήματα που εγείρονται είναι σαθρά.

Συνεχίζεται