Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Προς Ρωμαίους (084)


Ρωμ.ιε:17 Έχω λοιπόν καύχησιν εν Χριστώ Ιησού διά τα προς τον Θεόν·

Έχοντας εδραιώσει ότι η επιστολή του προς τους Ρωμαίους ήταν συνέπεια της θείας κλήσης του και της ιερατικής υπηρεσίας του, ο Παύλος επεξεργάζεται τη φύση της κλήσης του, αποδεικνύοντας ότι είχε πράγματι αποστολική κλήση. Αν και αρνιόταν να εξυψώνει τον εαυτό του, καυχιόταν εν Χριστώ Ιησού σχετικά με τα πράγματα του Θεού. Χαιρόταν για ό, τι ο Χριστός είχε κάνει στη διακονία του. 

Ρωμ.ιε:18 διότι δεν θέλω τολμήσει να είπω τι εξ εκείνων, τα οποία δεν έκαμεν ο Χριστός δι' εμού προς υπακοήν των εθνών λόγω και έργω,

Αρνήθηκε να πιστωθεί τα επιτεύγματα άλλων αλλά και της δικής του διακονίας, και μίλησε μόνο για ό, τι ο Χριστός είχε κάνει μέσα από αυτόν. «Δεν τολμώ να μιλάω για οτιδήποτε άλλο εκτός από ό, τι ο Χριστός έχει καταφέρει μέσα από μένα...».

Ο σκοπός του έργου του Χριστού μέσα από τον Παύλο ήταν να φέρει τους εθνικούς σε υπακοή. Για άλλη μια φορά, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την πίστη από την υπακοή της πίστης (Ρωμ.α:5, ις:26). Η διακονία του Παύλου δεν ήταν να φέρει τους ανθρώπους σ’ ένα σημείο διανοητικής αποδοχής, αλλά να τους παρακινήσει να υπακούσουν το Ευαγγέλιο. Οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη υπακοή στο μήνυμα του Ευαγγελίου,  θα υστερούσε από τη σώζουσα πίστη που κήρυττε ο Παύλος.

Το έργο του Χριστού στη διακονία του Παύλου ήταν τόσο με λόγια όσο και πράξεις. Ο Παύλος με τόλμη διακήρυττε το λόγο όπου και αν πήγε. Επιπλέον, η διακονία του επικύρωνε το λόγο με φυσικά αποτελέσματα. Αυτό περιλάμβανε την υπάκουη ανταπόκριση των πιστών, καθώς και φυσικά θαύματα που συνέβαιναν στη διακονία του. Η πραγματική αποστολική Διακονία σήμερα πρέπει να είναι τόσο με λόγια όσο και με πράξεις.

Ρωμ.ιε:19 με δύναμιν σημείων και τεράτων, με δύναμιν του Πνεύματος του Θεού, ώστε από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι της Ιλλυρίας εξεπλήρωσα το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού,

Συγκεκριμένα, τα έργα περιλάμβαναν δυνατά σημεία και θαύματα με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού. Όπως ο Παύλος έγραψε στους Κορίνθιους, «και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου δεν εγίνοντο με καταπειστικούς λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με απόδειξιν Πνεύματος και δυνάμεως» (Α’ Κορ.β:4). Αν θέλουμε να προσεγγίσουμε τον κόσμο μας όπως ο Παύλος προσέγγισε στην εποχή του, πρέπει να έχουμε αποστολική διακονία θαυμάτων με τη δύναμη του Πνεύματος.

Μέσω αυτής της χρισμένης, δυνατής, θαυματουργής διακονίας, ο  Παύλος ήταν σε θέση να κηρύξει το Ευαγγέλιο από την Ιερουσαλήμ μέχρι την Ιλλυρία. Η Ιερουσαλήμ ήταν η αφετηρία της αποστολικής εκκλησίας και η έδρα της πνευματικής ηγεσίας στην πρώτη Εκκλησία. Η Ιλλυρία ήταν ρωμαϊκή επαρχία στην ανατολική ακτή της Αδριατικής θάλασσας. Αυτή η περιοχή, που ονομάζεται επίσης Δαλματία, ήταν βορειοδυτικά της σημερινής Γιουγκοσλαβίας. Αντιπροσώπευε το δυτικότερο σημείο της διακονίας του Παύλου εκείνο τον καιρό, το πιο απομακρυσμένο σημείο στα ταξίδια του από την Ιερουσαλήμ.

Οι Πράξεις δεν αναφέρουν ότι Παύλος κήρυξε στην Ιλλυρία. Ίσως η αναφορά είναι στο κήρυγμα στη Μακεδονία μέχρι τα σύνορα της Ιλλυρίας. Ίσως ο Παύλος να κήρυξε πραγματικά στην Ιλλυρία όταν πήγε στη Μακεδονία,  μετά τη διακονία του στην Έφεσο (Πράξ.κ:1-6). Αυτό θα ήταν λίγο πριν από το ταξίδι του στην Ιερουσαλήμ μαζί με την προσφορά για τους φτωχούς αγίους και λίγο πριν την επιστολή προς Ρωμαίους.

Αν και Παύλος δεν είχε κηρύξει σε κάθε χωριό μεταξύ Ιερουσαλήμ και Ιλλυρίας, είχε ιδρύσει εκκλησίες στις μεγαλουπόλεις των Εθνικών μεταξύ των δύο άκρων. Ολοκλήρωσε το έργο του φέρνοντας το ευαγγέλιο σ’ αυτές τις περιοχές, ιδρύοντας εκκλησίες που θα μπορούσαν να συνεχίσουν το έργο του Ευαγγελισμού.

Ρωμ.ιε:20 ούτω δε εφιλοτιμήθην να κηρύττω το ευαγγέλιον, ουχί όπου ωνομάσθη ο Χριστός, διά να μη οικοδομώ επί ξένου θεμελίου·

Η κλήση του Παύλου ήταν να είναι πρωτοπόρος. Προσπαθούσε πολύ να κηρύττει μόνο όπου ο Χριστός δεν είχε κηρυχτεί πριν. Απέφυγε συνειδητά να εργαστεί σε περιοχές όπου άλλοι είχαν κοπιάσει. Αλλού περιγράφεται σαν ο φυτεύων ή σαν αρχιτέκτονας που βάζει τα θεμέλια (Α’ Κορ.γ:6,10).