Α’ Κορ.ιβ:28 Και άλλους μεν έθεσεν ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα θαύματα, έπειτα χαρίσματα ιαμάτων, βοηθείας, κυβερνήσεις, είδη γλωσσών.
Μερικές φορές γίνεται άσοφη κριτική και επίκριση στα θέματα οργάνωσης. Αυτή η άσοφη και άδικη κριτική προέρχεται κυρίως από άτομα:
1. Που έχουν σωθεί απ’ το χώρο της δογματικής εκκλησίας, θέλουν να αισθανθούν ελεύθερα από τη δουλεία των σχημάτων της παραδοσιακής εκκλησίας, κι έτσι πετιούνται στο άλλο άκρο, να απορρίπτουν κάθε εκκλησιαστική κυβέρνηση.
2. Που αρνούνται να υποταχθούν και να πειθαρχήσουν κι έτσι υιοθετούν μια ανεξάρτητη θέση και στάση κι ένα ανεξάρτητο πνεύμα, προάγοντας έτσι την αποκαλούμενη «ελεύθερη» εκκλησία.
Βέβαια μπορεί κανείς να συναντήσει κι άλλους λόγους κριτικής ενάντια στην εκκλησιαστική οργάνωση. Είναι πολύ σημαντικό και αναγκαίο να πειστεί απόλυτα ο Χριστιανός ότι Αυτός που έχει διατάξει την εκκλησιαστική οργάνωση είναι ο Θεός και ότι η Γραφή καθαρά διδάσκει ένα θείο σχέδιο για οργάνωση της εκκλησίας.
Χωρίς οργάνωση δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση αλλά ούτε και πειθαρχία στην εκκλησία. Αν η κυβέρνηση και η πειθαρχία είναι Γραφικά και απαραίτητα, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι η οργάνωση είναι απ’ το Θεό.
Για να μην υπάρχει παρεξήγηση, η εκκλησία δεν είναι μια οργάνωση, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός μέσα στον οποίο κατοικεί το Άγιο Πνεύμα. Η αληθινή εκκλησία δεν γνωρίζει δογματικούς ή οργανωτικούς φραγμούς. Το σώμα του Χριστού δεν μπορεί να περιοριστεί από τοίχους που υψώθηκαν με ανθρώπινη θέληση. Η εκκλησία του Θεού κόβει (διαχωρίζει) κάθε δογματική γραμμή. Συμπερασματικά, η εκκλησία δεν είναι μια οργάνωση αλλά ένας οργανισμός που μέσα στις φλέβες και στις αρτηρίες του σφύζει και πάλλει η ζωή και το Πνεύμα του Ίδιου του Χριστού.
Γνωρίζοντας αυτή την αλήθεια μπορούμε τώρα να αναρωτηθούμε: Η οργάνωση είναι απ’ το Θεό; Είναι μέσα στο λόγο του Θεού; Υπάρχει ανάγκη οργάνωσης; Και στις τρεις αυτές ερωτήσεις μπορούμε να απαντήσουμε με έμφαση και χωρίς κανένα δισταγμό. Ναι, η οργάνωση είναι απ’ το Θεό.
Μια από τις καταστάσεις που θα υπάρχουν λίγο πριν την έλευση του Κυρίου είναι και το πνεύμα της ανομίας και αναρχίας πάνω στη γη. Το μυστήριο της ανομίας ήδη ενεργείται (Β’ Θεσ.β). Θα είναι μυστήριο μέχρι να φύγει ο κωλύων τώρα και να αποκαλυφθεί ο άνομος. Βλέπουμε ότι ο Α/Χ είναι αυτός που εδώ ονομάζεται άνομος κι έχει να κάνει με το πνεύμα της ανομίας, το οποίο μπορεί κανείς να διακρίνει οπουδήποτε σήμερα. Έγκλημα, νεανική παρακοή, διαζύγια, απεργίες, συνεχώς αυξάνουν τα τελευταία χρόνια. Ο άνθρωπος ποθεί να κάνει ότι θέλει και δεν θέλει να σεβαστεί καμία κυβέρνηση, αλλά ούτε αναγνωρίζει ότι μπορεί να διοικείται από κάποιον άλλο άνθρωπο. Αυτό το πνεύμα της ανομίας έχει μπει μέσα στα σπίτια δημιουργώντας ανυπάκουα παιδιά και επαναστατικές και ανυπότακτες συζύγους. Το ίδιο πνεύμα έχει εισχωρήσει στις εκκλησίες και έχει κάνει τους πιστούς να μην θέλουν να ζουν κάτω από την υγιαίνουσα διδασκαλία.
Όπου δεν υπάρχει κυβέρνηση εκκλησίας, ο καθένας κάνει ότι θέλει και δεν μπορεί να υπάρχει θεία τάξη και πειθαρχία. Αυτή η κατάσταση οδηγεί μόνο σε κομφούζιο, αταξία και η θεία αρμονία της κυβέρνησης του Θεού καταστρέφεται εντελώς “διότι ο Θεός δεν είναι ακαταστασίας αλλά ειρήνης” Α’ Κορ.ιδ: 33. Κάθε τι που δημιουργείται ή ορίζεται από το Θεό έχει μια θαυμαστή τάξη. Το ίδιο ισχύει και για την εκκλησιαστική κυβέρνηση.
Εκκλησιαστική κυβέρνηση και πειθαρχία είναι τόσο απαραίτητα στην τοπική συνάθροιση, όσο και στην εκκλησία στο σύνολό της. Το θέμα της κυβέρνησης και πειθαρχίας αφορά τόσο τους υπεύθυνους όσο και τους λοιπούς αδελφούς. Όποιος δεν μπορεί να ταπεινώσει τον εαυτό του και να υπακούσει αυτούς που ο Θεός έχει θέσει από πάνω του, είναι ακατάλληλος και να κυβερνήσει άλλους. ”Πείθεσθε εις τους προεστώτας σας και υπακούετε” Εβρ.ιγ: 17. Αυτό αφορά και τους υπεύθυνους εργάτες και τους αγίους. Κανείς δεν εξαιρείται.
Το σύστημα, ο τύπος της εκκλησιαστικής κυβέρνησης που δίδεται στο λόγο του Θεού είναι Θεοκρατικό. Είναι ο Θεός Αυτός που κυβερνά το λαό Του μέσα από τους καλεσμένους από το Άγιο Πνεύμα εργάτες.
Υπάρχουν δύο άκρα στην κυβέρνηση της εκκλησίας που είναι και τα δύο λάθος:
1. Κυβερνά ο λαός: Αυτό είναι ένα δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης της εκκλησίας που βέβαια είναι ότι καλύτερο για μια χώρα, αλλά δεν έχει οριστεί από το Θεό για την εκκλησία Του. Βεβαίως οι άγιοι δεν θα αγνοηθούν ούτε θα περιφρονηθούν. Θα ζητείται η συμβουλή τους και θα είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τις επιθυμίες τους και τις γνώμες τους. Μπορούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις των υπεύθυνων εργατών αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να ξέρουν να υποτάσσονται στην τελική απόφαση του ποιμένα τους.
2. Κυβερνά το πρεσβυτέριο (ο ποιμένας): Αυτό είναι ένα καταλυτικό σύστημα διακυβέρνησης που ο ποιμένας γίνεται κύριος πάνω στην κληρονομιά του Θεού και δημιουργεί μια δικτατορία.
Το Θεοκρατικό σύστημα είναι ακριβώς η ισορροπία των δύο αυτών άκρων. Ο ποιμένας αναγνωρίζεται σαν η κεφαλή της εκκλησίας διορισμένος απ’ το Θεό και δια του οποίου ο Θεός οδηγεί το λαό Του. Αυτό δεν δίνει το δικαίωμα στον ποιμένα να γίνει κύριος πάνω στην κληρονομιά του Θεού, αντίθετα είναι ο πνευματικός πατέρας, ένας βοσκός του ποιμνίου, ένας οδηγός του λαού του Θεού.
Η Θεοκρατία αφορά και επηρεάζει μόνο αυτούς που υποτάσσονται σ’ αυτήν. Όταν ένας Χριστιανός επαναστατεί ενάντια στην νουθεσία και παιδεία του ποιμένα του στην ουσία επαναστατεί εναντίον του Θεού.
Δεν είναι παράξενο, ότι η Βίβλος πουθενά δεν λέει ότι στις έσχατες μέρες θα σηκωθούν κάποιοι ιδιαίτεροι προφήτες του Θεού, τους οποίους πρέπει ν’ ακολουθήσουμε; Αντίθετα ο Ιησούς μας προειδοποιεί «Και πολλοί ψευδοπροφήται θέλουσιν εγερθή, και πλανήσει πολλούς» (Ματθ.κδ:11) και ο Παύλος είπε «Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες θέλουσι προκόψει εις το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» (Β’ Τιμ.γ:13).
Σήμερα δοκιμαζόμαστε στη θέα πολλών αυτοεξυψούμενων «αποστόλων» και «προφητών», ανθρώπων με διεφθαρμένο νου που «εισχωρούσιν εις τας οικίας» (συχνά μέσω ραδιοφώνου, τηλεόρασης, internet) και «αιχμαλωτίζουσι τα γυναικάρια τα πεφορτισμένα αμαρτίας» (Β’ Τιμ.γ:6,8). Αυτοί οι ψευδοπροφήτες δεν φανερώνονται ότι είναι τέτοιοι. Έρχονται με πραότητα, είναι ευγενικοί, ντυμένοι σαν πρόβατα, αλλά ο Ιησούς είπε ότι «έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες» (Ματθ.ζ:15).
Ίσως η πιο αποκαλυπτική και δηκτική καταγγελία είναι αυτή που ο απόστολος Παύλος έγραψε δια Πνεύματος Αγίου «Διότι οι τοιούτοι είναι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού. Και ουδέν θαυμαστόν διότι αυτός ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. Δεν είναι λοιπόν μέγα αν και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζωνται εις διακόνους δικαιοσύνης των οποίων το τέλος θέλει είσθαι κατά τα έργα αυτών» (Β’ Κορ.ια:13-15).
Αυτοί που ψεύτικα υψώνουν τους εαυτούς τους σαν υπεράγιους με πολλά υπερφυσικά χαρίσματα, που φανερώνονται σαν «άγγελοι φωτός» μπορεί να είναι πιο διεφθαρμένοι και χαμερπείς απ’ τους απατεώνες, γιατί υποκινούνται απ’ το διάβολο. Ο Παύλος είπε: «Αλλά και εάν ημείς, ή άγγελος εξ ουρανού σας κηρύττει άλλο ευαγγέλιο παρά εκείνο το οποίον σας εκηρύξαμεν, ας είναι ανάθεμα» (Γαλ.α:8).
<Και άλλους μεν έθεσε ο Θεός εν τη εκκλησία.....κυβερνήσεις> (Α’Κορ.ιβ:28).
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε διάφορες ερωτήσεις όπως:
· Ποιο είναι το μέγεθος της εξουσίας της εκκλησίας;
· Η εκκλησία έχει την εξουσία να θεσπίζει πρότυπα αγιασμού;
· Η εκκλησία έχει την εξουσία να αποκόπτει άτομα που παραβιάζουν βασικές αρχές αγιασμού;
· Μέχρι ποιο σημείο είναι κανείς υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί τις αποφάσεις της εκκλησίας;
· Έχει ο καθένας εξουσία ανθρώπινη πάνω σ’ αυτούς που ασχολούνται με τα πνευματικά;
· Τί διδάσκει ο αγιασμός για τις σχέσεις μεταξύ των πιστών;
Η κυβέρνηση της εκκλησίας έχει θεσπιστεί απ’ το Θεό. Θα ξεκινήσουμε αυτή τη μελέτη αποδεικνύοντας ότι στην πραγματικότητα ο Θεός είναι Αυτός που έχει θεσπίσει την εξουσία και την οργάνωση μέσα στην εκκλησία Του. Από την αρχή θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο ότι:
Εκκλησία είναι το σώμα των πιστών που έχουν την εμπειρία του πλήρους σχεδίου της σωτηρίας και που ζουν άγια και αποχωρισμένοι από το φρόνημα του κόσμου.
Αυτό δεν είναι συνώνυμο με κανένα ανθρώπινο οργανισμό, αλλά και ούτε περιορίζεται σε κάτι τέτοιο. Η συμμετοχή σ’ ένα ιδιαίτερο δόγμα δεν είναι κάτι που προαπαιτείται για τη σωτηρία. Επίσης, ο καθένας είναι προσωπικά υπεύθυνος για τη σωτηρία του. Δεν μπορούμε ν’ ακολουθούμε κάποιους που μας οδηγούν να ενεργούμε αντίθετα με το λόγο του Θεού ή διδάσκουν λάθος δόγματα. Ωστόσο, η ανθρώπινη προσπάθεια οργάνωσης έχει ευλογηθεί και αναγνωριστεί από το Θεό και έχει προσφέρει πολλά στο να απλωθεί το ευαγγέλιο. Όταν μιλάμε για εξουσία και οργάνωση μέσα στην εκκλησία, μιλάμε για τις σχέσεις που ο Θεός έχει θεσπίσει ανάμεσα στους πιστούς. Αυτό περιλαμβάνει την κοινωνία ανάμεσα στο λαό του Θεού και τη δουλειά μέσα σ’ ένα οργανωμένο σκελετό από το λαό του Θεού.
Από το ξεκίνημα της εκκλησίας ο Θεός οργάνωσε την εκκλησία Του. Ο Ιησούς προσωπικά διάλεξε και εκπαίδευσε τους δώδεκα αποστόλους για να είναι ηγέτες της εκκλησίας, και διόρισε τον Ιούδα να είναι ο πρώτος ταμίας αυτής της ομάδας (Ιωάν.ιγ:29). Καθώς διαβάζουμε το βιβλίο των Πράξεων, την ιστορία της εκκλησίας, βρίσκουμε πολλά παραδείγματα οργανωμένων προσπαθειών, αναγνώρισης της εξουσίας, λήψης αποφάσεων με πνεύμα ενότητας, και αμοιβαίας κοινωνίας.
Η οργάνωση στην πρώτη εκκλησία. Στις Πράξ.α:15-26 οι 120 πιστοί που υπήρξαν το θεμέλιο της εκκλησίας που δημιουργήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί για να εκλέξουν το διάδοχο του Ιούδα. Ο Πέτρος ήταν επικεφαλής αυτής της συνάντησης. Αφού τέθηκαν τα απαραίτητα προσόντα γι’ αυτή τη θέση, δυο άνδρες ήταν υποψήφιοι, και τελικά εκλέχθηκε ο Ματθίας. Μετά την έκχυση του Αγίου Πνεύματος, οι πιστοί <ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία> (Πράξ.β:42). Μ’ άλλα λόγια, αναγνώρισαν την εξουσία των 12 (συμπεριλαμβανομένου και του Ματθία που εκλέχθηκε από ανθρώπους) σε θέματα δογματικής διδασκαλίας και σε τρόπους κοινωνίας. Επιπλέον, αναγνώρισαν την αποστολική εξουσία για τη συγκέντρωση και διανομή των εσόδων της εκκλησίας (δ:35). Στις Πράξ.ς οι 12 συγκάλεσαν πάλι σύνοδο όλων των πιστών, αυτή τη φορά για να εγκαινιάσουν ένα σύστημα για τη φροντίδα των εσωτερικών πρακτικών θεμάτων της εκκλησίας. Η σύνοδος των πιστών εξέλεξε 7 άνδρες για να διαχειρίζονται αυτές τις υποθέσεις κάτω από την εξουσία των αποστόλων, ώστε οι τελευταίοι να μπορούν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην προσευχή και στο κήρυγμα. Πρώτα οι απόστολοι συμφώνησαν αυτοί οι άνδρες να είναι πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας. Μετά οι πιστοί εξέλεξαν τους 7 και οι απόστολοι προσευχήθηκαν και “επέθεσαν χείρας”. Η επίθεση των χειρών είναι μια από τις βασικές διδασκαλίες της εκκλησίας (Εβρ.ς:2), και εφαρμόζεται με σκοπό να ζητηθεί η ευλογία του Θεού, θεραπεία, ή να ξεχωριστεί κάποιος για ένα ιδιαίτερο σκοπό. Σ’ αυτή την περίπτωση, φάνηκε ότι ο Θεός έχοντας εξουσιοδοτήσει την ηγεσία της εκκλησίας, επιδοκίμασε την εκλογή αυτών των ανδρών. Ο Φίλιππος, ένας από τους επτά, αργότερα έφερε το ευαγγέλιο στη Σαμάρεια. Όταν άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν εκεί, οι απόστολοι έστειλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη να ερευνήσουν, να επιβλέψουν και να βοηθήσουν. Ήταν τότε που οι Σαμαρείτες άρχισαν να βαπτίζονται με Πνεύμα Άγιο (Πράξ.η:14-17).
Στις Πράξ.ια διαβάζουμε ότι οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι (η εξουσία και το πρεσβυτέριο) της Ιουδαίας κάλεσαν τον Πέτρο για να τους δώσει μια πλήρη αναφορά των δραστηριοτήτων του σχετικά με τον Κορνήλιο, ένα εθνικό, που ο Πέτρος μόλις του είχε κηρύξει το ευαγγέλιο και ο Θεός τον είχε βαπτίσει με το Πνεύμα Του. Ήθελαν να μάθουν αν οι πράξεις του ήταν έγκυρες ή όχι. Παρ’ όλο που ο Πέτρος ήταν ο πιο ξεχωριστός ηγέτης μέχρι αυτό το σημείο, είχε λάβει τα κλειδιά της Βασιλείας από τον Ιησού και απ’ ευθείας οδηγίες απ’ τον Κύριο να κηρύξει στον Κορνήλιο, ωστόσο υποτάχθηκε στην εξουσία της εκκλησίας. Εξετάστηκε, δέχτηκε κριτική από κάποιους σ’ αυτή τη συνάντηση, κι έπρεπε να απαντήσει σ’ αυτούς που ήταν σε θέση εξουσίας. Στο ίδιο κεφάλαιο, η εκκλησία της Ιερουσαλήμ έστειλε το Βαρνάβα στην Αντιόχεια να ερευνήσει για κάποια εκκλησία που είχαν ακούσει, αλλά δεν είχαν οι ίδιοι θεμελιώσει (ια:22-30). Η διακονία του ήταν να μάθει τί ακριβώς συμβαίνει, να τους δώσει διδασκαλία και να τοποθετήσει επισκόπους. Ο Βαρνάβας έμεινε στην Αντιόχεια και αργότερα έφερε και τον Παύλο σαν βοηθό του. Ακόμα, προφήτες ήρθαν από την Ιερουσαλήμ να βοηθήσουν. Μετά από λίγο καιρό, η εκκλησία της Αντιόχειας συγκέντρωσε μια προσφορά για τους φτωχούς στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ και την έστειλε στους πρεσβυτέρους στην Ιερουσαλήμ με το Βαρνάβα και τον Παύλο.
Η εκκλησία της Αντιόχειας αυξήθηκε και ανέδειξε η ίδια προφήτες και δασκάλους. Ο Θεός κάλεσε το Βαρνάβα και τον Παύλο στο έργο της διακονίας, και αποκάλυψε αυτή την κλήση όχι μόνο σ’ αυτούς τους ίδιους, αλλά και στην ηγεσία της εκκλησίας στην Αντιόχεια. Το πρεσβυτέριο της εκκλησίας της Αντιόχειας προσευχήθηκε γι’ αυτούς, επέθεσαν χέρια πάνω τους, και τους έχρισαν για το έργο που ο Κύριος τους είχε καλέσει (ιγ:1-4). Έφυγαν, ιδρύοντας εκκλησίες και τοποθετώντας πρεσβυτέρους που θα ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτές (ιδ:23).
Η επόμενη μεγάλη σύνοδος της εκκλησίας αναφέρεται στις Πράξ.ιε. Αυτή την περίοδο η εκκλησία έχει αυξηθεί τρομακτικά. Δεν ήταν πια μια τοπική συνάθροιση στην Ιερουσαλήμ αλλά είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και τα έθνη. Σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε “πρώτο γενικό συνέδριο” της εκκλησίας, ηγέτες και εργάτες από διάφορες εκκλησίες μαζεύτηκαν μαζί στην Ιερουσαλήμ για να συζητήσουν ένα φλέγον και αμφιλεγόμενο θέμα. Το ερώτημα ήταν αν οι Χριστιανοί που προερχόταν από τα έθνη έπρεπε να περιτέμνονται και να τηρούν το νόμο του Μωυσή. Είχε δημιουργηθεί μεγάλη διαμάχη γύρω απ’ αυτό, με τον Παύλο, το Βαρνάβα και τον Πέτρο να είναι της γνώμης ότι οι εθνικοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν αυτά τα πράγματα. Κάποιοι συγκεκριμένοι πιστοί από την τάξη των Φαρισαίων υποστήριζαν την αντίθετη άποψη. Ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, ήταν ο επικεφαλής της συνόδου και αυτός πήρε την τελική απόφαση με την υποστήριξη της πλειοψηφίας του συνεδρίου. Μετά τη λήψη της απόφασης, όλη η εκκλησία ενωμένη δέχτηκε αυτό το αποτέλεσμα και εξέλεξε αντιπροσώπους για να κοινοποιήσουν τη θεμελίωση της διδασκαλίας στις τοπικές εκκλησίες. Ξεκάθαρα η εκκλησία εξάσκησε την εξουσία της ν’ αποφασίζει τί θα ήταν δεμένο για τους εθνικούς σε σχέση με το νόμο του Μωυσή. Ειδικότερα, αποφάσισαν για 4 θέματα που οι εθνικοί έπρεπε να φυλάσσουν, γιατί σύμφωνα με τα λόγια τους <εφάνη εύλογον εις το Άγιο Πνεύμα και εις ημάς> (ιε:28-29).
Μετά απ’ αυτή τη σύνοδο, ο Παύλος αναδείχτηκε σαν η μεγαλύτερη φυσιογνωμία στο βιβλίο των Πράξεων. Παρ’ όλο που η θέση του είχε πλήρως δικαιωθεί, ο Παύλος ήρθε στην Ιερουσαλήμ μετά το τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι, για να δώσει μια πλήρη αναφορά στον Ιάκωβο και στους άλλους ηγέτες εκεί. Χάρηκαν όταν άκουσαν αυτά που είχε να τους πει, αλλά μετά τον συμβούλεψαν να ορκιστεί με κάποιους συγκεκριμένους Εβραϊκούς όρκους για να ικανοποιήσει την κοινότητα των Εβραίων Χριστιανών. Ακολούθησε τη συμβουλή τους για να καλλιεργηθεί η ενότητα, αλλά και για να υποταχθεί στην εξουσία τους (Πράξ.κα:18-26).
Στις επιστολές βρίσκουμε περισσότερα στοιχεία για ένα υγιή, σφιχτοδεμένο οργανισμό με σκοπό την αμοιβαία κοινωνία, τον καθορισμό κριτηρίων για τη διακονία και τη συγκέντρωση προσφορών. Ο Ιάκωβος, ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήταν στύλοι, οι γενικοί επικεφαλής της εκκλησίας (Γαλ.β:9). Αυτό το γεγονός δεν εμπόδισε τον Παύλο να επιπλήξει τον Πέτρο και άλλους για υποκρισία και ψευδοδιδασκαλία (Γαλ.β:11-14). Το λάθος του Πέτρου ήταν ότι απομακρύνθηκε από την απόφαση της εκκλησίας στις Πράξ.ιε και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην βαδίζει <προς την αλήθεια του ευαγγελίου>. Ο Παύλος ήταν υπεύθυνος για κάποιες εκκλησίες που είχε ιδρύσει στα ιεραποστολικά του ταξίδια και στις οποίες έγραφε επιστολές με οδηγίες, προτροπές και προειδοποιήσεις. Όρισε υπεύθυνους και εργάτες να εργάζονται κάτω απ’ αυτόν όπως τον Τιμόθεο και τον Τίτο. Ο Τίτος ορίστηκε υπεύθυνος στην Κρήτη και του δόθηκε η εξουσία να χειροτονήσει πρεσβυτέρους σ’ αυτή την περιοχή (Τιτ.α:5).
Για να βοηθήσει αυτούς τους δυο εργάτες να οργανώσουν τις περιοχές που τους δόθηκαν, ο Παύλος τους έδωσε ένα κατάλογο με τα προσόντα που πρέπει να έχει ένας επίσκοπος (Α’ Τιμ.γ:1-7 ΤΙΤ.α:5-16). Ο Παύλος χρησιμοποιεί τους όρους επίσκοπος και πρεσβύτερος εναλλάξ σ’ αυτά τα εδάφια και εννοεί εργάτης ή ποιμένας. Έδωσε ακόμα τα προσόντα του διακόνου (Α’ Τιμ.γ:8-13). Βλέπουμε ακόμα ότι ο Παύλος έγραψε μια συστατική επιστολή για τον Τίτο και κάποιο άλλο αδελφό και τους έστειλε σε διάφορες εκκλησίες για να λάβουν προσφορές για την εκκλησία της Ιερουσαλήμ (Β’ Κορ.η:16-24). Ο Παύλος καθιέρωσε ένα σύστημα προσφορών κάθε Κυριακή και σε κάποια περίπτωση ζήτησε από την εκκλησία της Κορίνθου να συστήσει με γράμμα κάποιον που θα έφερνε την προσφορά στην Ιερουσαλήμ (Α’ Κορ.ις:1-3).
Ο απόστολος Ιωάννης έστειλε επίσης μια συστατική επιστολή για ένα ευαγγελιστή ονομαζόμενο Δημήτριο. Με την ίδια επιστολή προειδοποίησε την εκκλησία να μην δέχεται το Διοτρεφή σαν εργάτη του Ευαγγελίου (Γ’ Ιωάν.9-12). Ο Ιησούς και ο Παύλος σκιαγράφησαν τις διαδικασίες για την τακτοποίηση διαφωνιών στην εκκλησία, για την κρίση των όσων αμαρτάνουν μέσα στην εκκλησία, και για την αποκοπή (μη συναναστροφή) μελών αν είναι αναγκαίο (Ματθ.ιη:15-18 Α’ Κορ.ε:1-13). Ο Παύλος προειδοποίησε τους πρεσβυτέρους στην Έφεσο σχετικά με ψευδοπροφήτες (Πράξ.κ:28-30) και ότι η εκκλησία έχει λάβει την εξουσία από τον Κύριο να διακρίνει και να δοκιμάζει τους ψευδοπροφήτες (Αποκ.β:2).
Όλα αυτά τα εδάφια μας δείχνουν ότι υπήρχε μια στενή σχέση μεταξύ των εκκλησιών και βρισκόταν τρόποι χειρισμού των προβλημάτων. Πέρα απ’ αυτό υπήρχε μια σαφής ιεραρχία στις εξουσίες μέσα στην εκκλησία. Κατ’ αρχήν υπήρχαν πρεσβύτεροι, (τοπικοί ποιμένες και βοηθοί) υπεύθυνοι για τις τοπικές εκκλησίες, μαζί με διακόνους που βοηθούσαν στα τοπικά εκκλησιαστικά θέματα. Μετά υπήρχαν επιβλέποντες (υπεύθυνοι) για περιοχές ή ομάδες εκκλησιών όπως ο Τίτος στην Κρήτη. Αντίστοιχα ο Παύλος ήταν πάνω από τον Τίτο και επέβλεπε πολλές εκκλησίες που ο ίδιος είχε ιδρύσει. Η ιδιαίτερη διακονία του ήταν να κατευθύνει το ιεραποστολικό έργο ανάμεσα στους εθνικούς, όπως ο Πέτρος κατεύθυνε το έργο ανάμεσα στους Ιουδαίους (Γαλ.β:7-8). Ο Πέτρος φαίνεται να υπήρξε ένας εξέχων κήρυκας και εκπρόσωπος της πρώτης εκκλησίας ενώ ο Ιάκωβος φαίνεται ότι ήταν ο κύριος υπεύθυνος στην Ιερουσαλήμ.
Έτσι, κάθε εκκλησία και κάθε εργάτης βρισκόταν κάτω από τη φροντίδα κάποιου ανώτερου στην ιεραρχία. Ακόμα και οι υψηλότερα ιστάμενοι ηγέτες όπως ο Πέτρος και ο Παύλος προέτρεπαν ο ένας τον άλλο και ήταν υποκείμενοι στην εκκλησία σαν σύνολο. Και οι δύο αυτοί ηγέτες έδωσαν αναφορές και δέχτηκαν συμβουλές από τη σύνοδο εργατών στην Ιερουσαλήμ. Αυτό δείχνει ότι η κυβέρνηση της εκκλησίας υπερβαίνει τη θέση κάποιου ατόμου ακόμα κι αν αυτή έχει δοθεί απ’ το Θεό.
Η εξουσία της ηγεσίας. Η Βίβλος έχει πολλά να πει για τις αρμοδιότητες των ηγετών μέσα στην εκκλησία (Εβρ.ιγ:17 & Α’Θεσ.ε:12-13). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά τα εδάφια ισχύουν τόσο για τις εξουσίες μεταξύ διαφορετικών εκκλησιών όσο και για τις επιτόπιες εκκλησίες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πρέπει να υπάρχουν τρόποι να ξέρουμε το χαρακτήρα των ηγετών, και να εκτιμούμε αυτούς που είναι σε θέση εξουσίας για χάρη του έργου το οποίο κάνουν. Δεν εκτιμούμε ούτε σεβόμαστε έναν άνθρωπο αλλά εκτιμούμε και σεβόμαστε τη θέση του. Κάποιος που είναι σε μια θέση εξουσίας, δεν είναι θεός αλλά έχει λάβει την εξουσία απ’ το Θεό και τον εκτιμούμε γι’ αυτό το λόγο (Ρωμ.ιγ:1, δες επίσης στο ίδιο κεφάλαιο 2-7). Αυτό ισχύει για τους εργάτες και για τους αγίους, για την εκκλησία και για τα κοσμικά ζητήματα. Φυσικά, υπάρχουν νόμιμοι τρόποι για να μετακινηθεί κάποιος από τη θέση στην οποία βρίσκεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και θα εξετάσουμε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις παρακάτω: Υπάρχει ένα ακόμη εδάφιο όπου τονίζεται πόσο αναγκαία είναι η εκτίμηση αυτών που είναι σε θέση εξουσίας. “Οι καλώς προϊστάμενοι...και διδασκαλίαν” (Α’ Τιμ.ε:17). Ο σκοπός της εξουσίας στην εκκλησία είναι “για την τελειοποίησην των αγίων, δια το έργο της διακονίας, δια την οικοδομήν του σώματος του Χριστού” (Εφεσ.δ:11-12). Η δουλειά ενός ποιμένα είναι να “επιμένει, επιπλήττει, προτρέπει μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής” (Β’ Τιμ.δ:2). Ένας άγιος ή ακόμα ένας εργάτης που δεν λαμβάνει υπόψη του τη φωνή της εξουσίας βρίσκεται σε επικίνδυνο χώρο. Αυτοί που “την δε εξουσίαν καταφρονούσι και τα αξιώματα βλασφημούσιν” είναι οι αποστάτες για τους οποίους ο Ιούδας μιλάει στο εδάφιο 8. Ο Πέτρος επίσης διδάσκει ενάντια αυτών που “καταφρονούσιν τις εξουσίες. Τολμηταί, είναι αυθάδεις, δεν τρέμουσι βλασφημούντες τα αξιώματα και θέλουσι καταφθαρή εν τη ιδία αυτών διαφθορά, και θέλουσι λάβει τον μισθόν της αδικίας αυτών” (Α’ Πέτρ.β:10-13). Ένα σημείο των εσχάτων καιρών είναι μια επανάσταση και πρόκληση στην εξουσία την δοσμένη από το Θεό, στα σπίτια, στην κοινωνία και στην εκκλησία.(Α’Τιμ.γ:2,8).
Συμπέρασμα. Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Ξέρουμε ότι ο Θεός έχει θέση εξουσία στην εκκλησία (Α’ Κορ.ιβ:28). Έχει δώσει τα 5 χαρίσματα της διακονίας (Εφεσ.δ:11). Είναι διαφορετικές θέσεις το καθένα και αποτελούνται από αυτούς που προφητεύουν, που ποιμαίνουν, αυτούς που προτρέπουν και αυτούς που “κυβερνούν” (Ρωμ.ιβ:4-8). Αυτή η εξουσία υπάρχει στην τοπική εκκλησία και επίσης επεκτείνεται πιο πέρα. Έχουμε δει ότι η εκκλησία της Καινής Διαθήκης οργανώθηκε για να επιτύχει πολλούς σκοπούς. Η εκκλησία έστελνε εργάτες να ερευνήσουν για τοπικές συναθροίσεις, έστελνε ιεραποστόλους να ιδρύσουν νέες εκκλησίες, έστελνε εργάτες να διδάξουν τοπικές συναθροίσεις, έπαιρνε αποφάσεις για δογματικές τοποθετήσεις (φιλονικίες), οργάνωνε συλλογή χρηματικών προσφορών, έστελνε συστατικές επιστολές για ευαγγελιστές, απομάκρυνε πιστούς που είχαν αμαρτήσει, προειδοποιούσε τοπικές εκκλησίες σχετικά με ψευδοπροφήτες και έκρινε τους ψευδοπροφήτες.
Καθώς έχουμε δει, η εκκλησία έχει την εξουσία να πάρει απόφαση πάνω σε νέα θέματα που αντιμετωπίζει από καιρό σε καιρό. Η εκκλησία της Κ. Διαθήκης διόρισε κριτήρια αγιότητας για τους πιστούς από τα έθνη στις Πραξ.ιε μέσω ενός γενικού συνεδρίου. Επίσης θέτει προδιαγραφές για τους αποστόλους, ιεραποστόλους, εργάτες και διακόνους και επιλέγει ικανούς άνδρες για να πληρούν αυτές τις θέσεις. Σημειώστε ότι ο Ιησούς δεν αναφέρθηκε επακριβώς σε πολλά απ’ αυτά τα θέματα, αλλά η εκκλησία σαν σύνολο δημιούργησε και εξέδωσε τέτοιες αποφάσεις. Στη σημερινή εποχή, η εκκλησία έχει ακόμα εξουσία να λύνει ζητήματα αγιασμού ή να ορίζει την άγια ζωή πιο ειδικά σε σχέση με τις μοντέρνες συνθήκες. Για παράδειγμα, η εκκλησία έχει εξασκήσει με ισχύ την παρρησία της παίρνοντας θέση ενάντια στο κάπνισμα.
Ανεξαρτησία. Είδαμε πώς όλοι πρέπει να είμαστε κάτω από κάποια εξουσία δοσμένη απ’ το Θεό. Ακόμα και ο Πέτρος που είχε τα κλειδιά της Βασιλείας ήταν υπάκουος στην κυβέρνηση της εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ επικίνδυνο να προχωράει κανείς ανεξάρτητος, γιατί τότε ποιος είναι εξουσία πάνω απ’ αυτόν; Μερικοί λένε, “Έχω την κλήση του Θεού. Είμαι κατ’ ευθείαν κάτω απ’ το Θεό και δεν έχω ανάγκη κανένα να μου πει τί να κάνω”. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια όσο κηρύττεις και ελευθερώνεις την αλήθεια και το μήνυμα του ευαγγελίου σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Ωστόσο δεν είναι αλήθεια ότι η εκκλησία δεν έχει εξουσία και έλεγχο πάνω σου. Σύμφωνα με τις επιστολές προς Τίτο και Τιμόθεο, υπάρχουν συγκεκριμένα προσόντα για ένα κήρυκα. Για παράδειγμα, η ανικανότητα κάποιου να κυβερνήσει το σπίτι του μπορεί να του αφαιρέσει το δικαίωμα να γίνει ή να παραμείνει εργάτης (Α’Τιμ.γ:4-5) και πρέπει να υπάρχουν κάποιοι τρόποι να εκτελούνται αυτές οι απαιτήσεις.
Άνθρωποι που δεν μπορούν να εργαστούν μαζί με άλλους πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί και να εξετάσουν τους εαυτούς τους. Γιατί δεν μπορούν να δουλέψουν μαζί με άλλους;
Γιατί νομίζουν ότι μόνο οι δικές τους ιδέες είναι οι καλύτερες; Γιατί νομίζουν ότι πάντοτε έχουν δίκιο; Γιατί θέλουν να είναι ανεξάρτητοι; Συνήθως κάποια έλλειψη υποταγής έχει να κάνει με το πρόβλημα.
Υπάρχουν κάποιοι που πηδάνε από εκκλησία σε εκκλησία γιατί έχουν το ίδιο πρόβλημα. Δεν μπορούν να δεχτούν εξουσία, κανόνες, κρίση ή επίπληξη. Αν έτσι είναι τα πράγματα, αυτοί επαναστατούν ενάντια στο Θεό. Τέτοιοι άνθρωποι καλά θα κάνουν να καθίσουν και να εξετάσουν τους εαυτούς τους προσεκτικά για να δουν γιατί δεν είναι ευχαριστημένοι εκεί που ο Θεός τους βάζει. Είναι επειδή πάντοτε οι άλλοι είναι λάθος, ή επειδή δεν μπορούν να δεχτούν εξουσία από πάνω τους;
Είναι μέσα στο θέλημα του Θεού, για τον κάθε πιστό ν’ ανήκει σε κάποια τοπική εκκλησία (Εβρ.ι:25). Στο φως των εδαφίων: Εφεσ.δ:11-16 Β’ Τιμ.δ:1-4 Εβρ.ιγ:17 και άλλων, είναι καθαρά μέσα στο θέλημα του Θεού για κάθε τοπική συνάθροιση να υπάρχει μια σειρά εξουσίας και ηγεσίας σύμφωνα με τις αρχές του λόγου του Θεού. Επιπλέον, πιστεύουμε ότι είναι μέσα στο θέλημα του Θεού για κάθε τοπική συνάθροιση και για κάθε εργάτη να είναι συνδεδεμένος και οργανωμένος με μια μεγαλύτερη ομάδα πιστών (Ψαλμ.ρλγ:1). Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτοί που αλλάζουν εκκλησίες ή βαδίζουν ανεξάρτητοι, δεν κάνουν το θέλημα του Θεού αλλά είναι επαναστατικά στοιχεία που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο δικό τους θέλω.
Κάθε συνάθροιση τελικά θα έρθει σε επικοινωνία με κάποια άλλη, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό με ποιους θα έχεις κοινωνία. Είναι πολύ καλό να έχεις κοινωνία με πιστούς που έχουν αποδείξει την πιστότητά τους στην εκκλησία και που έχουν τις ίδιες βασικές διδασκαλίες και πεποιθήσεις. Αναγνωρίζουμε ότι ο Θεός εργάζεται ανάμεσα σε διάφορες συναθροίσεις, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι είναι πολύ επικίνδυνο να δημιουργεί κανείς αδιάκριτα στενές σχέσεις με άτομα που ο Θεός προσπαθεί να τα οδηγήσει σε περισσότερη αλήθεια
Αυτό που συχνά συμβαίνει με τις ομάδες που θέλουν να βαδίζουν ανεξάρτητες είναι ότι πιεστικά ζητούν κοινωνία με ανθρώπους που δεν έχουν υγιείς βάσεις, διδασκαλία και πρότυπα, ή με άτομα που η δογματική τοποθέτηση και συμπεριφορά τους είναι κάτι άγνωστο. Επίσης, ένα άλλο γνώρισμα αυτών των ομάδων είναι ότι δέχονται τον καθένα που έρχεται από άλλη εκκλησία δίχως να αισθάνονται την ευθύνη να επικοινωνήσουν με τον προηγούμενο ποιμένα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας εκκλησίας γεμάτης από υποκριτές, δυσαρεστημένους πιστούς, και ανθρώπους που έχουν μια προϊστορία άρνησης κάθε εξουσίας. Ιστορικά, έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ δύσκολο για μια απομονωμένη ομάδα να διατηρήσει αγιασμό και δογματική καθαρότητα, ενώ αντίθετα στην ενότητα υπάρχει δύναμη. Υποτασσόμενοι στις εξουσίες του Θεού στη ζωή μας, θα έχουμε την προστασία Του, την ευλογία και την οδηγία Του.