Απόκρεω είναι το επίσημο και βυζαντινό όνομα της Αποκριάς και σημαίνει καρναβάλι. Η λέξη αυτή πιθανά προέρχεται από την απαγόρευση της κρεοφαγίας, γιατί στα λατινικά «carne vale» σημαίνει «κρέας έχε γεια». Ωστόσο και απόκρεω σημαίνει την αρχή αποχής στην κατανάλωση κρέατος.
Βασικό στοιχείο της Αποκριάς είναι οι μεταμφιέσεις κι οι έξαλλες εκδηλώσεις των ανθρώπων. Όλα αυτά προέρχονται απευθείας από τα Σατουρνάλια (Κρόνια) της αρχαίας Ρώμης, γιορτή στην οποία συναντώνται τα υπολείμματα θρησκευτικών τελετών που γίνονταν σ’ όλους τους λαούς, από αρχαιοτάτων χρόνων.
Μ’ αυτές γιόρταζαν την έναρξη του νέου έτους ή προσπαθούσαν να επιτύχουν ώστε ο νέος χρόνος να είναι ευνοϊκός και την άνοιξη γιόρταζαν την αναγέννηση της φύσης. Παρόμοιες γιορτές γίνονταν από τους Βαβυλώνιους, τους Αιγυπτίους προς τιμή της Ίσιδος, από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους, οι οποίοι γιόρταζαν τα Διονύσια, τα Βακανάλια, τα Σατουρνάλια, τις Καλένδες του Ιανουαρίου, τα Λουπερκάλια του Φεβρουαρίου.
Όλες αυτές οι γιορτές περιλάμβαναν κυρίως μεταμφιέσεις, χορούς, τραγούδια, γλέντια και κάθε λογής αισχρότητες και όργια που ήταν τόσο βαθιά ριζωμένα στα ήθη και τα έθιμα των διαφόρων λαών, ώστε η Εκκλησία αναγκάστηκε να τα υιοθετήσει και να τα «μετατρέψει» σε χριστιανικές γιορτές.
Στα αρχαία χρόνια, τις περιόδους αυτών των γιορτών οι άνθρωποι άφηναν τελείως ελεύθερους τους εαυτούς τους, τριγυρνώντας μασκαρεμένοι στους δρόμους και πράττοντας κάθε ασχημοσύνη ελεύθερα. Όταν περνούσε αυτή η περίοδος άρχιζε μια 40ήμερη νηστεία, κατά την οποία έτρωγαν μόνο ορισμένα φαγητά για να εξευμενίσουν τους θεούς. Συνήθως, οι περισσότεροι ιερείς των ειδωλολατρών ήταν και «γιατροί» κι ήταν αυτοί που ωθούσαν τους ανθρώπους στη νηστεία, καθοδηγώντας τους παράλληλα ποια φαγητά είναι «καλά» και ποια όχι. Μ’ αυτό τον τρόπο έκαναν αποτοξίνωση σωματικά, ενώ συγχρόνως προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς, ταλαιπωρώντας το σώμα τους. Τέτοιες 40ήμερες νηστείες γίνονται ακόμα από πολλούς λαούς, τους Πέρσες, τους Ινδούς, τους Μωαμεθανούς κ.λ.π.
Πριν αρχίσει αυτή η νηστεία καθένας αφηνόταν στο έλεος των δαιμονίων και έπραττε ακατονόμαστες πράξεις για να ξεφαντώσει, επειδή μετά έπρεπε να είναι «άγιος» για 40 ημέρες. Αυτή η ειδωλολατρική συνήθεια μπήκε μέσα στην εκκλησία από τον επίσκοπο Ρώμης Τελεσφόρο, ο οποίος θέσπισε τη νηστεία του σαραντάημερου. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας το 600 μ.Χ καθιέρωσε τη λεγόμενη «Τσικνοπέμπτη», την οποία οι καθολικοί ονομάζουν «σταχτοτετάρτη» που είναι η αρχή της νηστείας. Από την εποχή εκείνη και μετά κι οι «χριστιανοί» άρχισαν να συμμετέχουν σ’ όλα αυτά τα όργια των εθνικών, παραδίδοντας τους εαυτούς τους σε κάθε ακολασία.
Στις βόρειες χώρες, Νορμανδία, Αγγλία, Γαλλία οι ελευθεριότητες ήταν πολύ πιο ακραίες. Εκεί, οι ειδωλολάτρες ιερείς, οι Δρυίδες που έχουν την προέλευσή τους στο ιερατείο της Βαβυλώνας, κάθε χρόνο, αυτή την περίοδο, πήγαιναν ντυμένοι με μαύρα ρούχα έξω από τα κάστρα και ζητούσαν να τους δοθεί μια παρθένα (συνήθως η κόρη του οικοδεσπότη) για να τη θυσιάσουν στη βραδινή τους λατρεία στα δαιμόνια. Αν δεν τους δινόταν σχεδίαζαν μια μεγάλη πεντάλφα με αίμα στην πόρτα του κάστρου κι εκείνη τη νύχτα κάποιος πέθαινε με μυστηριώδη τρόπο.
Στη γιορτή των Καλένδων του Ιανουαρίου οι άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες και διάφορα ζώα έτρεχαν στους δρόμους μεθυσμένοι κι έκαναν ότι τους ήταν αρεστό τελείως ελεύθερα.
Αργότερα, στη Γαλλία κι αλλού γίνονταν παρελάσεις μεταμφιεσμένων στους δρόμους, πάνω σε άρματα, ενώ λέγονταν άσεμνα αστεία και τραγούδια κι ανταλλάσσονταν ύβρεις και βωμολοχίες. Ακόμα λάβαιναν χώρα αναπαραστάσεις των Σατουρναλίων στις πλατείες, όπου κάθε λογής ακολασία λάβαινε χώρα και συνέβάιναν κι άλλα πολλά, τα οποία οι διάφορες σύνοδοι δεν μπόρεσαν να σταματήσουν αλλά κι ούτε να περιορίσουν.
Κατά την Αναγέννηση, μάλιστα, στις ευρωπαϊκές χώρες γενικεύτηκε η χρήση της μάσκας, που έκρυβε το πρόσωπο αυτού που ξεφάντωνε. Απ’ την πρώτη μέρα της Αποκριάς στη Ρώμη και την Βενετία, όπου γινόταν λαμπρό καρναβάλι, κανείς δεν έβγαινε από το σπίτι του με ακάλυπτο πρόσωπο. Η μάσκα αυτή έβγαινε την τελευταία ημέρα, πριν την Σαρακοστή, όταν έληγαν κι όλες οι εφήμερες ερωτικές περιπέτειες.
Από τα παραπάνω, βλέπουμε καθαρά την προέλευση όλων αυτών των εθίμων που συμβαίνουν και στη χώρα μας, αυτή την περίοδο. Όλα όσα γίνονται, οι προκλητικές μεταμφιέσεις, τα γλέντια, οι παρελάσεις, τα αστεία, τα πειράγματα, οι βωμολοχίες, τα αισχρά υπονοούμενα, τα κομφετί, οι χοροί κι οι διασκεδάσεις, όλο αυτό το γενικό «ξεφάντωμα» δεν είναι παρά η συνέχιση των αρχαίων ειδωλολατρικών συνηθειών που δεν εξαλείφθηκαν, αλλά συνεχίζονται αδιάσπαστα ως τις μέρες μας.
Οι Απόκριες, όπως σε κάθε τόπο, έτσι και στην Ελλάδα είναι περίοδος ευθυμίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσπάθησε να εκτοπίσει τα ειδωλολατρικά αυτά έθιμα, αλλά ο «χριστιανός» τα έχει ενστερνιστεί, επειδή πριν αρχίσει η Μεγάλη Σαρακοστή που διαρκεί επτά εβδομάδες, κατά τις οποίες θα πενθήσει και θα νηστεύσει, αισθάνεται την ανάγκη να διασκεδάσει και να «ξεσκάσει». Γίνεται, λοιπόν, ολοφάνερη η επιβίωση των αρχαίων παγανιστικών δοξασιών κι εθίμων ως τις μέρες μας.
Σ’ αυτό το σημείο θ’ αναφέρουμε ότι ειδικά στην αρχαία όσο και στη σύγχρονη Ελλάδα, όλα αυτά τα έθιμα χαρακτηρίζονται από μια περίεργη συνύπαρξη ζωντανών και νεκρών, ζωής και θανάτου. Έτσι, αυτή την περίοδο του γλεντιού οι Έλληνες όχι μόνο θυμούνται τους νεκρούς τους αλλά - σύμφωνα με πανελλήνια αντίληψη - και οι ψυχές των πεθαμένων «απολυούνται από τον Άδη και βγαίνουν στον Απάνω κόσμο».
Τα Σάββατα της δεύτερης και τρίτης εβδομάδας αυτής της περιόδου (της Κρεατινής και της Τυρινής) καθώς και το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής ονομάζονται «Ψυχοσάββατα». Στα χωριά, ιδιαίτερα, φτιάχνουν κόλλυβα, χυλό, χαλβά ή φαγητά και τα μοιράζουν «για να συχωρεθούν τα πεθαμένα». Επισκέπτονται επίσης τους τάφους των αγαπημένων τους και αποθέτουν εκεί τα κόλλυβα ως προσφορά.
Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό το έθιμο; Θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τί ακριβώς συμβαίνει όταν λάβουμε υπ’ όψη ότι την ίδια εποχή με τις σημερινές Αποκριές (γύρω στις αρχές Μαρτίου) οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τα Ανθεστήρια. Η γιορτή αυτή είχε διπλό περιεχόμενο: από τη μια ήταν γιορτή των λουλουδιών, του κρασιού, της χαράς και του γλεντιού κι απ’ την άλλη ήταν γιορτή των νεκρών και των ψυχών.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων κατά τις λεγόμενες Χόας (γύρω στην 1η Μαρτίου) άνοιγαν οι πύλες του Άδη κι οι νεκροί ανέβαιναν στον Απάνω Κόσμο, για να αποπεμφθούν την τρίτη ημέρα, κατά τους Χύτρους, όπως ονομαζόταν η τρίτη ημέρα. Σ’ αυτή την - υποτιθέμενη - διήμερη παραμονή τους μεταξύ των ζωντανών, οι τελευταίοι έκαναν στους νεκρούς πολλές τιμές και τους τάιζαν με πανσπερμία, μ’ ένα παρασκεύασμα όπως τα κόλλυβα, αποτελούμενο από σπόρους δημητριακών και όσπρια. Το φαγητό αυτό το μαγείρευαν οι γυναίκες στις χύτρες και δεν επιτρεπόταν να φάει κανείς άλλος.
Πολλοί, λοιπόν, θέλοντας να παραστήσουν τις ψυχές που κυκλοφορούσαν ανάμεσα τους μεταμφιέζονταν και συμπεριφέρονταν με έξαλλο τρόπο, με παράξενους χορούς και πηδήματα. Αυτή πιθανότατα είναι η απαρχή του εθίμου των αποκριάτικων μεταμφιέσεων.
Αργότερα, με τις δοξασίες αυτές συνδέθηκε κι ο Διόνυσος, πράγμα πολύ φυσικό, αφού ήταν ο θεός της άνοιξης που είχε αναλάβει και το ρόλο του ψυχοπομπού: συνόδευε δηλαδή τους νεκρούς, όταν εκείνοι τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων εγκατέλειπαν τον Άδη και ανέβαιναν στον κόσμο των ζωντανών.
Οι σημερινοί Έλληνες πιστεύουν κι αυτοί στην επίσκεψη των ψυχών κατά τις ημέρες της Αποκριάς και στα χωριά της πατρίδας μας, ιδιαίτερα τα Ψυχοσάββατα κάνουν δεήσεις για τους νεκρούς ή πηγαίνουν κάποιες προσφορές στους ναούς για να συγχωρεθούν οι ψυχές.
Θα εξετάσουμε, τώρα, αυτές τις δοξασίες και τα έθιμα που αναφέραμε πιο πάνω συγκρίνοντάς τα με ό,τι μας λέει η Αγία Γραφή που αποτελεί το θεμέλιο και τον οδηγό για κάθε σοβαρό κι ειλικρινή Χριστιανό.
Στην επιστολή προς Εβραίους διαβάζουμε ότι «Καί καθώς είναι αποφασισμένον εις τούς ανθρώπους άπαξ νά αποθάνωσι, μετά δέ τούτο είναι κρίσις» (θ, 27) το οποίο σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να μετανοήσει και να επιστρέψει στο Θεό μόνο ενόσω ζει, γι’ αυτό «σήμερον εάν ακούσητε της φωνής αυτού μη σκληρύνητε την καρδία σας» (Ψαλμ. 95, 7,8).
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν παύει να καλεί κάθε άνθρωπο κοντά Του όσο ακόμα είναι καιρός, γιατί μετά το θάνατο γίνεται κρίση από το Θεό, οριστική και τελεσίδικη. Ο άνθρωπος θα περάσει την αιωνιότητα, είτε στην παρουσία του Θεού, είτε μακριά Του, ανάλογα με τις αποφάσεις και τη στάση που πήρε απέναντι στο Δημιουργό του, όσο βρισκόταν στη ζωή. Αυτή είναι η αλήθεια που διακηρύττει η Αγία Γραφή κι όλα όσα γίνονται αυτές τις μέρες είναι στοιχεία ξένα με το λόγο του Θεού που εισέβαλαν στην χριστιανική εκκλησία κι επικράτησαν, εις βάρος του καθαρού κι ανόθευτου ευαγγελίου.
Στο ευαγγέλιο του Λουκά (ις:19-31) διαβάζουμε την ιστορία του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δεν μπορούσε να υπάρξει επικοινωνία μεταξύ νεκρών και ζωντανών.
Η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων ότι οι ψυχές μπορούν να επιστρέφουν στον κόσμο των ζωντανών είναι τελείως λανθασμένη, παγανιστική δοξασία που συναντάται στους περισσότερους αρχαίους ειδωλολατρικούς λαούς.
Για το θέμα της νηστείας, η λέξη προέρχεται από το νή + εσθίω (νή = στερητικό), σημαίνει δηλαδή αποχή από φαγητό και ποτό για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με σκοπό τη δόξα του Θεού. Ο Μωυσής νήστεψε 40 ημέρες, ο Ιησούς επίσης νήστεψε σαράντα ημέρες, με αποχή από φαγητό και ποτό.
Στον προφήτη Ησαΐα στο κεφ.νη:3-9 διαβάζουμε με ποια στάση καρδιάς ο Θεός ευαρεστείται στη νηστεία μας και βλέπουμε ότι η αποχή από το φαγητό ή το ποτό (συνήθως από το πρωί ως τη δύση του ήλιου αλλά κι ανάλογα με το βάρος που αισθάνεται ο πιστός μπορεί να διαρκέσει και περισσότερο) συνδέεται με την ταπείνωση και την συντριβή μας μπροστά στο Θεό, αναγνωρίζοντας Αυτόν μόνο Δυνατό να κάνει καθετί και δίνοντας στο θέλημα Του την κύρια θέση στη ζωή μας.
Μέσα στη Αγία Γραφή δεν αναφέρεται κανένα καθορισμένο διάστημα νηστείας, αλλά είναι κάτι το οποίο εξαρτάται απ’ τις καταστάσεις και τις ανάγκες κάθε πιστού.
Η νηστεία αυτή που έχει καθιερωθεί να γίνεται αποτελεί, στην ουσία, μία επιλεκτική κατανάλωση φαγητού, έχει τις ρίζες της στα ειδωλολατρικά συστήματα, επικράτησε κι αυτή τους πρώτους αιώνες του «μεγάλου συμβιβασμού» και δεν έχει καμία σχέση με το λόγο του Θεού.
Άλλωστε, το φαγητό δεν μπορεί να μολύνει τον άνθρωπο, όπως είπε κι ο Κύριός μας «Δέν εννοείτε έτι ότι πάν τό εισερχόμενον εις τό στόμα καταβαίνει εις τήν κοιλίαν καί εκβάλλεται εις αφεδρώνα; Τά δέ εξερχόμενα εκ τού στόματος εκ τής καρδίας εξέρχονται, καί εκείνα μολύνουσι τόν άνθρωπον. Διότι εκ τής καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ.ιε:17-19). Έτσι κι η αποχή από κάποια είδη φαγητών δεν μας καθαρίζει πνευματικά, ούτε μας αγιάζει, γιατί ο Θεός είναι ο μόνος Άγιος και γινόμαστε άγιοι, μόνο πλησιάζοντας Αυτόν κι έχοντας κοινωνία μαζί Του.
Συγκρίνοντας, τώρα, όλο αυτό το «γιορτινό» καθεστώς της Αποκριάς με τις παραινέσεις και τις νουθεσίες που δίνονται μέσα απ’ το λόγο του Θεού για τη ζωή και την συμπεριφορά αυτών που έχουν γνωρίσει τον αληθινό Θεό, φαίνεται καθαρά πως το Πνεύμα του Θεού μας καλεί να απέχουμε απ’ όλα αυτά.
Στην επιστολή προς Ρωμαίους διαβάζουμε «Ας μή βασιλεύη λοιπόν η αμαρτία εν τώ θνητώ υμών σώματι, ώστε κατά τάς επιθυμίας αυτού νά υπακούητε εις αυτήν, μηδέ παριστάνετε τά μέλη σας όπλα αδικίας εις τήν αμαρτίαν, αλλά παραστήσατε έαυτούς εις τόν Θεόν ως ζώντας εκ νεκρών, καί τά μέλη σας όπλα δικαιοσύνης εις τόν Θεόν» (ς:12,13) και «Σάς παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, διά τών οικτιρμών τού Θεού, νά παραστήσητε τά σώματά σας θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον εις τόν Θεόν, ήτις είναι η λογική σας λατρεία, καί μή συμμορφόνεσθε μέ τόν αιώνα τούτον, αλλά μεταμορφόνεσθε διά τής ανακαινίσεως τού νοός σας, ώστε νά δοκιμάζητε τί είναι τό θέλημα τού Θεού, τό αγαθόν καί ευάρεστον καί τέλειον» (ιβ:1,2).
Στην επιστολή Α΄ Κορινθίους το Πνεύμα του Θεού μας προειδοποιεί «Η δέν εξεύρετε ότι οι άδικοι δέν θέλουσι κληρονομήσει τήν βασιλείαν τού Θεού; Μή πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε κλέπται ούτε πλεονέκται ούτε μέθυσοι ούτε λοίδοροι ούτε άρπαγες θέλουσι κληρονομήσει τήν βασιλείαν τού Θεού. Καί τοιούτοι υπήρχετέ τινες· αλλά απελούσθητε, αλλά ηγιάσθητε, αλλ' εδικαιώθητε διά τού ονόματος τού Κυρίου Ιησού καί διά τού Πνεύματος τού Θεού ημών» (ς:9-11) και μας υπενθυμίζει «Φεύγετε τήν πορνείαν. Πάν αμάρτημα, τό οποίον ήθελε πράξει ο άνθρωπος, είναι εκτός τού σώματος· ο πορνεύων όμως αμαρτάνει εις τό ίδιον αυτού σώμα. Η δέν εξεύρετε ότι τό σώμά σας είναι ναός τού Αγίου Πνεύματος τού εν υμίν, τό οποίον έχετε από Θεού, καί δέν είσθε κύριοι έαυτών; Διότι ηγοράσθητε διά τιμής· δοξάσατε λοιπόν τόν Θεόν διά τού σώματός σας καί διά τού πνεύματός σας, τά οποία είναι τού Θεού» (ς:18-20).
Στην επιστολή προς Εφεσίους προτρεπόμαστε «νά απεκδυθήτε τόν παλαιόν άνθρωπον τόν κατά τήν προτέραν διαγωγήν, τόν φθειρόμενον κατά τάς απατηλάς επιθυμίας, καί νά ανανεόνησθε εις τό πνεύμα τού νοός σας καί νά ενδυθήτε τόν νέον άνθρωπον, τόν κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη καί οσιότητι τής αληθείας» (δ:22-24), κι ακόμα «Πορνεία δέ καί πάσα ακαθαρσία ή πλεονεξία μηδέ άς ονομάζηται μεταξύ σας, καθώς πρέπει εις αγίους, μηδέ αισχρότης καί μωρολογία ή βωμολοχία, τά οποία είναι απρεπή, αλλά μάλλον ευχαριστία. Διότι τούτο εξεύρετε, ότι πάς πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, όστις είναι ειδωλολάτρης, δέν έχει κληρονομίαν εν τή βασιλεία τού Χριστού καί Θεού» (ε:3-5).
Ο λόγος του Θεού μας νουθετεί «Καί μή μεθύσκεσθε μέ οίνον, εις τόν οποίον είναι ασωτία, αλλά πληρούσθε διά τού Πνεύματος» (Εφεσ.ε:18) και «Αρα λοιπόν άς μή κοιμώμεθα ως καί οι λοιποί, αλλ' άς αγρυπνώμεν καί άς εγκρατευώμεθα. Διότι οι κοιμώμενοι τήν νύκτα κοιμώνται, καί οι μεθύοντες τήν νύκτα μεθύουσιν. αλλ' ημείς, όντες τής ημέρας, άς εγκρατευώμεθα, ενδυθέντες τόν θώρακα τής πίστεως καί αγάπης καί περικεφαλαίαν τήν ελπίδα τής σωτηρίας» (Α’ Θεσ.ε:6-8).
Ένα αληθινό παιδί του θεού δεν μπορεί να συμμετέχει σε όλα όσα γίνονται αυτές τις ημέρες γιατί ο Θεός μας καλεί να εξέλθουμε απ’ αυτό το σύστημα (Β’ Κορ.ς:14-18) που είναι ειδωλολατρικό και βδελυκτό μπροστά Του.
Ακόμα, αυτές οι ημέρες είναι μία ακόμα ευκαιρία ομολογίας στους ανθρώπους τι ο Κύριος έχει κάνει στη ζωή μας και πώς μας ελευθέρωσε απ’ όλα αυτά που μας κρατούσαν δέσμιους σε αμαρτωλές συνήθειες, επιθυμίες, έθιμα και διασκεδάσεις, καλώντας τους σε μετάνοια κι επιστροφή στο μόνο Αληθινό και Ζωντανό Θεό.
Αυτός είναι που γέμισε και γεμίζει τη ζωή μας με χαρά κι ειρήνη από την παρουσία Του κι εμείς, καθώς Τον γνωρίζουμε και Τον αγαπάμε ολοένα και περισσότερο, χαιρόμαστε «τόν οποίον άν καί δέν είδετε αγαπάτε, εις τόν οποίον, άν καί τώρα δέν βλέπητε αυτόν, πιστεύοντες όμως αγαλλιάσθε μέ χαράν ανεκλάλητον καί ένδοξον» (Α’ Πέτρ.α:8). Είναι η χαρά της σωτηρίας μας, η χαρά να έχουμε και να απολαμβάνουμε την παρουσία του Κυρίου καθημερινά στη ζωή μας, η χαρά της προσμονής της επιστροφής Του για να παραλάβει την εκκλησία Του. Γι’ Αυτόν ζούμε, γι’ Αυτόν ετοιμαζόμαστε, Αυτόν περιμένουμε!