Ο ρόλος της χριστιανικής Εκκλησίας στο σπουδαίο αυτό έργο της εξομολόγησης και της συγχώρησης των αμαρτιών.
Στην επιστολή του Ιακώβου (ε:16), ο λόγος του Θεού μας προτρέπει, «εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας και εύχεσθε υπέρ αλλήλων διά να ιατρευθήτε». Θα πρέπει να τονίσουμε ευθύς εξ αρχής ότι η λέξη «Εκκλησία» στην Καινή Διαθήκη, δεν σημαίνει ένα σύνολο ιεραρχίας, ούτε μια ομάδα ανθρώπων προικισμένων με ιδιαίτερα χαρίσματα και εξουσίες, αλλά συμπεριλαμβάνει όλους τους πιστούς που αποτελούν μια τοπική Εκκλησία, το λαό του Θεού, το σώμα του Ιησού Χριστού. Αυτή η Εκκλησία έχει υψηλή αποστολή και διακονία στο έργο της εξομολόγησης και της συγχώρησης. Αυτό εννοεί ο λόγος του Θεού με τα λόγια «εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας και εύχεστε υπέρ αλλήλων διά να ιατρευθήτε». Η Εκκλησία λοιπόν είναι μια κοινωνία θεραπείας και συγχώρησης.
Αυτές οι δύο λέξεις «θεραπεία» και «συγχώρηση» περιγράφουν την πνευματική ευθύνη που έχουμε απέναντι στους αδελφούς μας που αμαρτάνουν. Όταν μιλάμε για συγχώρηση των αμαρτιών, νομίζουμε ότι μια τέτοια διακονία αφορά εκείνους μόνο που δεν είναι και τόσο πνευματικοί. Οι χαρακτηρισμένοι αμαρτωλοί είναι αποκλειστικά και μόνο αυτοί που χρειάζονται τη διακονία της θεραπείας και της συγχώρησης. Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και μάλιστα παράδοξο. Όταν ένας πιστός αυξάνει στον αγιασμό και στην πνευματική ζωή, αυξάνει η αγάπη του για το Θεό και τη δικαιοσύνη, αποζητά τη λατρεία του Θεού και επιδιώκει το καλό και τη διακονία του ευαγγελίου. Αλλά μαζί με όλα αυτά, αυξάνει και η αμαρτία στη ζωή του.
Πώς γίνεται όμως κάτι τέτοιο; Απλά ο πνευματικός άνθρωπος γίνεται πιο ευαίσθητος στην αμαρτία. Εκεί που πρώτα δεν διέκρινε την αμαρτία γιατί δικαιολογούσε ο ίδιος τις κακές του πράξεις ή τις παραλείψεις του σε σχέση με το θέλημα του Θεού φορτώνοντας την αιτία στους άλλους, τώρα που αυξήθηκε στην πνευματική του ζωή αναγνωρίζει τη δική του ευθύνη. Αρχίζει επίσης να αναγνωρίζει αμαρτίες στη ζωή του που οφείλονται στην παράλειψή του να κάνει το καλό και να υπηρετήσει το Θεό στο πρόσωπο των συνανθρώπων του. Ο πιστός αμαρτάνει ακόμα και όταν αδιαφορεί για τον πεινασμένο, τον άρρωστο, αυτόν που δεν έχει τα μέσα να θεραπευθεί, τον άστεγο που του ζητά στέγη, τροφή και ενδυμασία. Αμαρτάνει όμως κυρίως όταν αμελεί και αδιαφορεί για τον ευαγγελισμό αυτών με τους οποίους έρχεται σε επαφή.
Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε πόσο σημαντική είναι αυτή η διακονία της θεραπείας και της συγχώρησης στη ζωή όλων των πιστών. Γι' αυτό το λόγο, οι απόστολοι στις επιστολές τους που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη ασχολούνται με αυτό το θέμα της πνευματικής θεραπείας, μια ανάγκη που προκύπτει από την συγχώρηση των αμαρτιών στη ζωή του πιστού. Όταν ο Θεός μας προτρέπει στο λόγο Του να διακονήσουμε τους ασθενείς αδελφούς μας που περιπίπτουν σε αμαρτήματα, απευθύνεται ταυτόχρονα και στους πνευματικά δυνατούς λέγοντάς τους να προσέχουν να μη πειραστούν οι ίδιοι (Γαλ.ς:1). Ο πειρασμός στον οποίο αναφέρεται ο λόγος του Θεού είναι η πνευματική υπερηφάνεια. Υπάρχει ο φόβος συγκρίνοντας τον εαυτό μας με τον αμαρτήσαντα αδελφό, να διακρίνουμε στον εαυτό μας υπεροχή, γιατί εμείς δεν διαπράξαμε μια ανάλογη αμαρτία και να κατακρίνουμε στη συνείδηση μας τον αδελφό μας.
Μια βασική προϋπόθεση λοιπόν αυτής της διακονίας είναι η εμπειρία που πρέπει να έχει ο ίδιος στη δική του ζωή. Να έχει δηλαδή δεχθεί ο ίδιος τη διακονία του ελέγχου περί αμαρτίας, να έχει περάσει από τη διαδικασία της μετάνοιας, της εξομολόγησης και της συγχώρησης. Μια τέτοια εμπειρία τον καθιστά ικανό να βοηθήσει κάποιον αδύνατο αδελφό που έχει αμαρτήσει. Η διακονία του θα είναι ευλογημένη αν ο αδελφός άρχιζε τη νουθεσία του μιλώντας πρώτ' απ' όλα για τη δική του αμαρτία που συγχωρήθηκε επειδή κάποιος άλλος αδελφός τον διακόνησε.
Έτσι επιβεβαιώνεται αυτή η αλήθεια του ευαγγελίου που περιέχεται στη φράση «εξομολογείσθε εις αλλήλους». Η λέξη «αλλήλους» περιγράφει αυτή τη διμερή σχέση που έχουμε με τους αδελφούς μας. Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί την λέξη «αλλήλους» πολλές φορές, πράγμα που σημαίνει ότι ο κάθε πιστός έχει διπλή σχέση με τους αδελφούς του. «Αγαπάτε αλλήλους», «εξομολογείσθε εις αλλήλους», «συγχωρείτε αλλήλους», «εύχεσθε υπέρ αλλήλων», «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Η έννοια της λέξης «αλλήλους» σημαίνει ότι άλλοτε αμαρτάνουμε εμείς και έχουμε ανάγκη τη συμπαράσταση των άλλων και άλλοτε αμαρτάνουν οι άλλοι και έχουν ανάγκη τη δική μας συμπαράσταση. Άλλοτε χρειάζεσαι εσύ την έμπρακτη αγάπη του αδελφού σου και κάποτε χρειάζεται εκείνος τη δική σου. Άλλοτε σηκώνει τα δικά σου βάρη ο αδελφός σου και άλλοτε σηκώνεις εσύ τα δικά του.
Θα πει κανείς όμως: Πού είναι η εκκλησιαστική πειθαρχία για τον αδελφό που έχει αμαρτήσει; Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ο σκοπός της πνευματικής πειθαρχίας δεν είναι η τιμωρία, αλλά η αποκατάσταση, η συγχώρηση, η θεραπεία του αμαρτωλού. Η Εκκλησία του Χριστού είναι πρώτα νοσοκομείο και μετά είναι δικαστήριο. Υπάρχουν σ' αυτήν όλες οι ειδικότητες για τη θεραπεία όλων των αμαρτωλών..
Ένα καλό παράδειγμα αυτής της διακονίας είναι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Όταν οι Φαρισαίοι έφεραν τη γυναίκα που είχαν συλλάβει επ’ αυτοφώρω μoιχευoμένη, ρώτησαν το Χριστό: «Εν τω νόμω ο Μωϋσής προσέταξεν ημάς να λιθοβολούνται αι τοιαύται, συ τι λέγεις;» (Ιωάν.η:5). Στην πρόκληση αυτή ο Χριστός, αντί να εκφέρει κρίση και να την καταδικάσει ως κριτής, την υπηρέτησε με τη διακονία της θεραπείας και της συγχώρησης, φανερώνοντας για ακόμη μια φορά ότι η αποστολή Του δεν ήταν να κρίνει τον αμαρτωλό, αλλά να τον οδηγήσει στη μετάνοια και τη συγχώρηση. Αφού έλεγξε τους Φαρισαίους με τα λόγια «Ο αναμάρτητος, πρώτος ας ρίψη τον λίθον επ' αυτήν» εκείνοι έφυγαν (Ιωάν.η:7). Αφού λοιπόν έφυγαν όλοι οι κατήγοροί της ελεγχόμενοι από την ίδια τους τη συνείδηση, ο Χριστός είπε στη γυναίκα «ουδέ εγώ σε καταδικάζω, ύπαγε και εις το εξής μη αμάρτανε» (Ιωάν.η:11).
Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας προς τον αμαρτωλό. Η θεραπεία και η συγχώρηση. Ας μάθουμε το μάθημα αυτό από το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, ο οποίος δεν ήρθε στον κόσμο για να τον κρίνει, αλλά για να τον σώσει.