Δεν είναι λίγοι αυτοί που δυσανασχετούν για τον κριτικό τρόπο παρουσίασης ορισμένων γεγονότων και ειδικά όταν διαβάζουν κάτι που θίγει κάποια σίγουρη γι' αυτούς και υπεράνω πάσης υποψίας βεβαιότητα, ένα οπτικό πεδίο περιοριστικά διαμορφωμένο στα μέτρα που τους εξυπηρετεί.
Σεβόμαστε τη διαφορετική γνώμη που μπορεί να έχουν άλλοι Χριστιανοί, δεν μπορούμε όμως να τους ακολουθήσουμε.
Σεβόμαστε τη διαφορετική γνώμη που μπορεί να έχουν άλλοι Χριστιανοί, δεν μπορούμε όμως να τους ακολουθήσουμε.
Κάποιος υπολόγισε ότι τα δύο τρίτα απ' όσα λέμε αφορούν συνήθως κάποιου είδους κρίση. Αν διατηρούμε τις διανοητικές και ηθικές αισθήσεις μας ζωντανές, κάθε πράξη που κάνουν οι άλλοι, μας δημιουργεί κάποια εντύπωση, την οποία, όταν την εκφράσουμε με λόγια, αποτελεί κρίση.
Όταν ακούμε για έγκλημα, για απάτη ή για άλλες ειδεχθείς πράξεις, σχηματίζουμε κάποια εντύπωση. Όταν ακούμε για καλές πράξεις, για αυτοθυσία, για γενναιοδωρία και πιστή αφοσίωση στο καθήκον, σχηματίζουμε μια διαφορετική εντύπωση.
Κατακρίνουμε ή επιδοκιμάζουμε ανάλογα με την περίπτωση. Αν δεν ασκούσαμε μια τέτοια κρίση, θα σήμαινε ότι η ηθική μας υπόσταση έχει ναρκωθεί ή εκλείψει. Και μια κοινωνία που από τη μια δεν αποδοκιμάζει το κακό και από την άλλη δεν επιδοκιμάζει το καλό, σημαίνει πως έχει σίγουρα διαβρωθεί. Ένας άνθρωπος που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην ηθική και στην ανηθικότητα, στην αρετή και στην κακία, το δίκαιο και το άδικο, την αλήθεια και το ψέμα, βρίσκεται οπωσδήποτε στο δρόμο που οδηγεί στην καταστροφή.
Λέει σχετικά ο προφήτης Ησαΐας: «Αλίμονο σ' εκείνους που λένε το κακό καλό και το καλό κακό, που παρουσιάζουν το σκοτάδι για φως και το φως για σκοτάδι, εκείνους που εκλαμβάνουν το πικρό για γλυκό και το γλυκό για πικρό!» (Ησ.ε:20).
Ο Θεός έβαλε στον κάθε άνθρωπο ένα εσωτερικό νόμο ή τη διαισθητική γνώση της αλήθειας. Ίσως μερικοί είναι καλύτερα πληροφορημένοι για την αλήθεια από άλλους. Αν είμαστε πραγματικοί χριστιανοί, γνωρίζουμε και πιστεύουμε στην αλήθεια που διδαχτήκαμε από τον Κύριό μας και τους αποστόλους Του.
Ο νόμος αυτός της αλήθειας μέσα μας, μας δίνει τα πλαίσια της κρίσης μας. Κάνουμε εκτίμηση της πνευματικής κατάστασης των άλλων με σκοπό να καταλάβουμε τις ανάγκες τους για να μπορέσουμε να τους βοηθήσουμε. Πώς μπορούμε να μιλήσουμε σε κάποιον για τη σωτηρία του αν δεν διαπιστώσουμε πως στερείται τη σωτηρία; Πώς μπορούμε να αποκαλούμε αδελφό μας κάποιον, αν το πνεύμα μας δε συμμαρτυρεί με το δικό του ότι ανήκουμε στο ίδιο σώμα του Χριστού;
'Αλλο πράγμα όμως είναι αξιολόγηση και άλλο η έκδοση τελικής ετυμηγορίας. Το να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν οι άλλοι είναι ειλικρινείς ή όχι, είναι παράτολμο και άτοπο από μέρους μας. Όμως στον χριστιανό η Αγία Γραφή διεγείρει και προπονεί το αίσθημα του δικαίου, κάνοντας τη λειτουργία του πιο ευαίσθητη και το πεδίο του ευρύτερο, απ' ό,τι θα ήταν αλλιώς.
Οι μεγάλοι άντρες της πίστης στην Αγία Γραφή αναφέρονται με σκοπό να παρακινήσουν το θαυμασμό μας και την επιθυμία να τους μιμηθούμε, και τι άλλο είναι αυτό από την άσκηση ενός είδους κρίσης; Και οι αμαρτωλοί, όπως ο Κάιν, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και άλλοι, αναφέρονται με σκοπό να δημιουργηθεί μέσα μας ένα αίσθημα απέχθειας, όχι για τα πρόσωπα αυτά αλλά για τις εγκληματικές τους πράξεις. Και τι άλλο είναι αυτό, παρά μια εσωτερική κρίση ενός άλλου είδους;
Και όπως ο νόμος στην Παλαιά Διαθήκη, με τις υψηλότερες αρχές του, ευαισθητοποίησε και έκανε ενεργητικότερη τη λειτουργία του αισθήματος δικαίου στους Ισραηλίτες απ' ό,τι ήταν στους εθνικούς, έτσι και ο χριστιανισμός με τις ακόμη υψηλότερες αρχές του, ευαισθητοποιεί και δραστηριοποιεί στους χριστιανούς τη λειτουργία αυτή ακόμη περισσότερο απ' ό,τι στους Ισραηλίτες.
Για παράδειγμα, στην Παλαιά Διαθήκη ένας σύζυγος μπορούσε να δώσει έγγραφο διαζύγιο στη γυναίκα του και να τη χωρίσει για ποικίλους λόγους. Ο Κύριός μας λέει ότι αυτό επιτράπηκε από το Μωυσή εξαιτίας της σκληροκαρδίας τους και μόνο, και ότι Αυτός καταργεί αυτό το πράγμα. Διαπρεπείς άντρες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Δαβίδ, ήταν πολύγαμοι. Ο Κύριός μας επανέφερε τον αρχικό θεσμό της μονογαμίας, όπως είχε θεσπιστεί από το Θεό.
Για παράδειγμα, στην Παλαιά Διαθήκη ένας σύζυγος μπορούσε να δώσει έγγραφο διαζύγιο στη γυναίκα του και να τη χωρίσει για ποικίλους λόγους. Ο Κύριός μας λέει ότι αυτό επιτράπηκε από το Μωυσή εξαιτίας της σκληροκαρδίας τους και μόνο, και ότι Αυτός καταργεί αυτό το πράγμα. Διαπρεπείς άντρες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Δαβίδ, ήταν πολύγαμοι. Ο Κύριός μας επανέφερε τον αρχικό θεσμό της μονογαμίας, όπως είχε θεσπιστεί από το Θεό.
Ο χριστιανός δεν μπορεί να μην καταδικάζει τις πράξεις εκείνες -όχι τα πρόσωπα- που παραβιάζουν το νόμο του Χριστού. Αν δεν το κάνει, είναι σαν να απορρίπτει το νόμο αυτό σαν κανόνα σκέψης και ζωής. Ίσως ο απόστολος Παύλος έκανε περισσότερα από κάθε άλλον συγγραφέα της Καινής Διαθήκης για να διεγείρει τη χριστιανική κρίση και να καθορίσει τα πλαίσιά της. Στην προς Εβραίους Επιστολή, βλέπουμε να λέει ότι οι χριστιανοί οφείλουν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό (Εβρ.ε:14).
Η πιο βαριά κατηγορία σε βάρος των Κορινθίων χριστιανών από τον Παύλο, ήταν ότι δεν πήραν σοβαρά υπόψη τους μια φοβερή περίπτωση αμαρτίας μέσα στην εκκλησία τους: «Και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθεί εκ μέσου υμών ο το έργον τούτο ποιήσας»! «Κι εσείς είστε τόσο γεμάτοι από αυταρέσκεια, που δεν πενθήσατε, όπως άρμοζε καλύτερα, ώστε να αποκοπεί από ανάμεσά σας αυτός που έκανε την πράξη αυτή»! τους γράφει, (Α' Κορ.ε:2). Πραγματικά ο Παύλος ευχόταν η κρίση των χριστιανών, για τέτοιου είδους ηθικά θέματα, να ήταν ευαίσθητη και να λειτουργούσε άμεσα, ώστε να διαφυλαχθεί η ηθική καθαρότητα της εκκλησίας. (...)»
Μια από τις μεγαλύτερες παρεξηγήσεις που έχουν συμβεί μέσα στη χριστιανική Εκκλησία είναι η στάση πολλών αδελφών, οι οποίοι αποφεύγουν ν' ασχοληθούν με την ηθική και πνευματική κατάσταση της Εκκλησίας και των συγχριστιανών τους, παρότι γνωρίζουν ότι δεν είναι καλή.
"Ας τους κρίνει ο Θεός", ακούμε να λένε "Μήπως κι εγώ δεν έχω σφάλματα; Ποιος είναι αναμάρτητος;" και μια σειρά παρόμοια επιχειρήματα.
Κάποιοι επικαλούνται το λόγο του Παύλου, "Συ τις είσαι όστις κρίνεις ξένον δούλον; εις τον ίδιον αυτού κύριον ίσταται ή πίπτει" (Ρωμ.ιδ:4), για να πουν, "Είναι ξένοι δούλοι, ο Κύριος θα τους κρίνει".
'Αλλοι, τέλος, χρησιμοποιούν το λόγο του ίδιου του Χριστού, που είπε: "Μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε μετ' αυτών τον σίτον αφήσατε να συναυξάνωσιν αμφότερα μέχρι του θερισμού και εν τω καιρώ του θερισμού θέλω ειπεί προς τους θεριστάς, Συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια, και δέσατε αυτά εις δέσμας, διά να κατακαύσητε αυτά τον δε σίτον συνάξατε εις την αποθήκην μου" (Ματθ.ιγ:29-30).
Με τον τρόπο αυτό νομίζουν ότι "κάνουν το θέλημα του Θεού", ενώ ταυτόχρονα "διατηρούν την ειρήνη τους"...
Είναι σωστή αυτή η στάση;
Αντίθετα από την παραπάνω άποψη - η οποία δυστυχώς όχι μόνον είναι η επικρατούσα αλλά και σκόπιμα καλλιεργείται από διάφορους "ποιμένες", ώστε να μην ελέγχονται τα προσωπικά τους παραπτώματα - η προσεκτική μελέτη του λόγου του Θεού δείχνει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι διαπράττουν μεγάλη αμαρτία και τούτο είναι φοβερό! Οι σελίδες της Αγίας Γραφής είναι γεμάτες από προτροπές, εντολές και έλεγχο, για όσους αμελούν ή αδιαφορούν να ασχοληθούν με την κατάσταση στον "οίκο του Θεού" (Α' Πέτρ. δ:17).
Αν και θα μπορούσαμε να βρούμε πληθώρα εδαφίων από την Παλαιά Διαθήκη, το αποφεύγουμε για να μην κατηγορηθούμε ότι "ζούμε στο πνεύμα της παλαιάς οικονομίας", όπως κάποιοι συνηθίζουν να λένε. Αντί αυτών, θα ζητήσουμε από τον ίδιο απόστολο, που επικαλούνται οι υποστηρικτές της "αδιαφορίας", να διευκρινίσει ποια είναι η σωστή θέση για τους πιστούς.
Γράφοντας, λοιπόν, την Α' Επιστολή προς τους Κορίνθιους, ο Παύλος διαθέτει ολόκληρο το ε' κεφάλαιο για ν' αναφερθεί σ' ένα μεγάλο ηθικό παράπτωμα που είχε εισχωρήσει στην Εκκλησία τους: Κάποιος άνθρωπος, αφού ομολόγησε ότι έγινε χριστιανός, σύναψε σχέσεις με τη γυναίκα του πατέρα του, δηλαδή τη μητριά του. Σημειώνεται ότι η πράξη αυτή της πορνείας δεν ήταν κάτι μυστικό, αλλά γνωστό σε πολλούς, μέσα και έξω από την Εκκλησία: "Γενικώς ακούεται ότι είναι μεταξύ σας πορνεία".
Ο Παύλος εκφράζει απορία και αγανάκτηση για δύο πράγματα:
(Α) Για την αναισθησία του ανθρώπου αυτού, που δεν καταλάβαινε το μέγεθος της πράξης του, το οποίο ο απόστολος ονομάζει "τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ μεταξύ των εθνών ονομάζεται".
(Β) Για την αναισθησία των άλλων χριστιανών, οι οποίοι, αν και έμαθαν τα γεγονότα, δεν έσπευσαν να πάρουν θέση, να κρίνουν τον δράστη και να λάβουν παιδαγωγικά και θεραπευτικά μέτρα απέναντί του.
Αν κάποιος σημερινός ποιμένας αποφάσιζε ν' ασχοληθεί με κάτι ανάλογο, η προσοχή και η αναφορά του θα έπεφτε αποκλειστικά στον πρωταγωνιστή του κακού κι αυτόν θα έσπευδε να στηλιτεύσει. Αντίθετα, ο Παύλος αναφέρεται στους αδελφούς της Εκκλησίας, και εκείνους κρίνει με τα πιο αυστηρά λόγια, για να πει: "Και σεις είσθε πεφυσιωμένοι". "Φυσιωμένος" σημαίνει φουσκωμένος, και στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται μόνο από τον Παύλο (μάλιστα επτά από τις οκτώ φορές στην ίδια επιστολή), για να περιγράψει τον φαντασμένο και περήφανο άνθρωπο (Α' Κορ.δ:6,18,19, ε:2, η:1, ιγ:4, Κολ. β:18). Όπως φαίνεται ήταν το φούσκωμα της περηφάνιας για τα διάφορα χαρίσματα και τις γνώσεις που είχαν αποκτήσει οι Κορίνθιοι, που τους έκανε ν' αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή με αδικαιολόγητη χλιαρότητα.
Ο Παύλος γνώριζε πολύ καλύτερα από εμάς, βέβαια, τα εδάφια που επικαλούνται εκείνοι που μνημονεύσαμε στην αρχή. Ωστόσο δεν του ήταν αρκετό το ότι "κάποτε στο μέλλον" ο Θεός θα έκανε κρίση, ούτε ότι ο Θεός μπορούσε, αν έπρεπε, να τον κατακεραυνώσει - όπως έγινε με την περίπτωση του Ανανία και της Σαπφείρας (Πράξ.ε:1-11) - αλλά επιδιώκει, μάλλον απαιτεί, να γίνει κάτι πάραυτα, για ν' αντιμετωπιστεί αυτή η δυσάρεστη κατάσταση.
Ο Παύλος βεβαιώνει, "έκρινα ήδη ως παρών τον ούτω πράξαντα τούτο". Πολλοί νομίζουν πως θα είναι "καλύτεροι χριστιανοί" όταν δεν κρίνουν τους άλλους. Αλλά ο Παύλος δεν ένιωθε καμία ενοχή όταν έγραφε τα παραπάνω λόγια. Η πράξη που παραβιάζει το ξεκάθαρο θέλημα του Θεού, είναι αμαρτία, όμως ΑΜΑΡΤΙΑ διαπράττει επίσης και όποιος διστάζει να την ονομάζει με το αληθινό της όνομα. Αμαρτία πρέπει να λέγεται και σαν αμαρτία πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Πολλοί αρκούνται να δίνουν προσοχή μόνο στη λειτουργία της Εκκλησίας. Η προσευχή, η διδασκαλία και το έργο του ευαγγελισμού, δεν μας απαλλάσσουν από την υποχρέωση να επεμβαίνουμε άμεσα όταν κάτι δεν πάει καλά στο χώρο της ηθικής ή της δικαιοσύνης. Ο απόστολος εκφράζει την απορία του: "Δεν εξεύρετε ότι ολίγη ζύμη κάμνει όλον το φύραμα ένζυμον;" Είναι ποτέ δυνατόν να επιτρέπουμε την παρουσία "ξένης ζύμης" στα άγια πράγματα και ύστερα να περιμένουμε ευλογίες από το Θεό; Ματαιοπονούμε αθεράπευτα!
Ούτε η λειτουργία χαρισμάτων απαλλάσσει την Εκκλησία από την υποχρέωση υποταγής στο νόμο του Θεού. Αν και οι Κορίνθιοι είχαν για την Εκκλησία τους μεγάλη ιδέα, ακριβώς επειδή υπήρχαν ανάμεσά τους γλωσσολαλιά, προφητεία, γνώση, πίστη και θυσιαστική διάθεση, όπως φαίνεται από τις υπερβολικές εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Παύλος στα πρώτα τρία εδάφια του κεφαλαίου ιγ', αναγκάζεται να τους ανακαλέσει στην πραγματικότητα. "Δεν είναι καλόν το καύχημά σας", τους λέει. Εκεί τους ελέγχει επειδή δεν είχαν αγάπη εδώ τους ελέγχει επειδή αμελούσαν για την αγιότητα της κοινωνίας τους.
Ακόμη και αν υπάρχουν πιστοί που επιμένουν ότι δεν πρέπει να κρίνουν, επειδή ο Χριστός είπε: "Μη κρίνετε διά να μη κριθήτε" (Ματθ.ζ:1), είναι ολοφάνερο ότι το νόημα των λόγων του Κυρίου δεν ήταν αυτό που προσπαθούν να τους αποδώσουν. Η θέση τους ανατρέπεται και μόνον από την απλή παράθεση μιας άλλης εντολής Του, που απαιτεί: "Την δικαίαν κρίσιν κρίνατε" (Ιωάν.ζ:24). Πώς μπορώ να κρίνω "δίκαια" αν δεν κρίνω καθόλου;.. Επιπλέον, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο απόστολος Παύλος δεν γνώριζε αυτή την εντολή του Χριστού; Γιατί τότε απορεί με τους αδελφούς της Εκκλησίας στην Κόρινθο και τους ρωτάει: "Και σεις είσθε πεφυσιωμένοι, και δεν επενθήσατε μάλλον, διά να εκβληθή εκ μέσου υμών ο πράξας το έργον τούτο;" (Α΄ Κορ. ε:2)
Αναμφίβολα, όσοι ισχυρίζονται ότι ο Χριστιανός "δεν πρέπει να κρίνει", δεν έχουν καταλάβει σωστά τα λόγια του Ιησού.