Οι μαθητές λοιπόν όταν άκουσαν τον
Κύριο να λέει: «Διότι αληθώς σάς λέγω ότι όστις είπη πρός τό όρος τούτο,
Σηκώθητε καί ρίφθητι εις τήν θάλασσαν, καί δέν διστάση εν τή καρδία αυτού, αλλά
πιστεύση ότι εκείνα τά οποία λέγει γίνονται, θέλει γείνει εις αυτόν ό, τι εάν
είπη» (Μάρκ.ια:23) άρχισαν να
ζητούν τα πιο απίθανα πράγματα.
Όταν δε έμαθαν ότι στην "παλιγενεσία"
(στην αρχή του νέου κόσμου) θα τους δοθούν "θρόνοι" (υπουργεία)
οι υιοί του Ζεβεδαίου (Ιάκωβος και Ιωάννης) πιο "έξυπνοι" από τους
άλλους ήρθαν "...λέγοντες, Διδάσκαλε, θέλομεν να κάμης εις ημάς, ό,τι
ζητήσωμεν... " (Μάρκ.ι:35).
Σαν κεραυνός ήρθε η απάντηση «δεν
εξεύρετε τι ζητείτε...» (Μάρκ.ι:38)
Άλλοι, ακόμη πιο ανόητοι ζήτησαν
να "αρπάσουν τα σκεύη του δυνατού" με φραστικές εντολές και
επικλήσεις του ονόματος του Ιησού χωρίς εξουσία, χωρίς πρώτα να μπορούν να
δέσουν τον δυνατό (Μάρκ.γ:27-28).
Γεμάτοι κοσμικές επιθυμίες, κακίες και αδυναμίες, ενώ ήταν δεμένοι οι ίδιοι
πήγαν να λύσουν άλλους νομίζοντας ότι «πιστεύουν ότι λένε». Αλλά η πίστη δεν
είναι μια φραστική δήλωση. Είναι τρόπος ζωής. Πρέπει πρώτα να είναι καθαροί και
άγιοι «δια της πίστεως» και τότε αυτή η πίστη θα μπορέσει να
λύσει άλλους και να δέσει το δυνατό.
Έτσι λοιπόν, μη γνωρίζοντας τι
πρέπει να ζητήσουμε και τις προϋποθέσεις για να εισακουστούμε, αρχίζουμε να
κραυγάζουμε για να εντυπωσιάσουμε το Θεό, να απαιτούμε γιατί είμαστε παιδιά
Του και να «νομίζουμε» ότι έτσι θα εισακουστούμε (Ματθ.ς:7).
Βεβαίως σαν παιδιά του Θεού έχουμε
το δικαίωμα να ζητάμε από τον Πατέρα μας, αλλά υπάρχουν προτεραιότητες και
ιεράρχηση. Το πρώτο αίτημα είναι «η βασιλεία των ουρανών».
«Και σείς μη ζητείτε, τί να
φάγετε, ή τι να πίητε...διότι πάντα ταύτα ζητούσιν τα έθνη του
κόσμου...Πλήν ζητείτε την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα θέλουσιν σας
προστεθεί» (Λουκ.ιβ:29-31).
Το να επιζητούμε τη «βασιλεία
του Θεού» σημαίνει ότι έχουμε σαν πρώτο αίτημα να «αγιάσουμε το Όνομα
του Θεού» στη ζωή μας, να έλθει η Βασιλεία Του. Να προσευχόμαστε για
κάποιους που είναι «μέσα στη βασιλεία» και για τα «χαμένα πρόβατα» να
μπουν στη βασιλεία.
Γιατί όλα αυτά; «Διότι όπου
είναι ο θησαυρός σας, εκεί θέλει είσθαι και η καρδιά σας...» (Λουκ.ιβ:34). Όταν έχουμε στην πρώτη
θέση στη ζωή μας και στη συνέχεια στην προσευχή μας τα πράγματα του Θεού,
δηλαδή το να Τον πλησιάσουμε και να Τον υπηρετήσουμε όλα τα άλλα (τα αναγκαία)
θα μας προστεθούν.
«Είθε να εγνώριζες και
σύ τουλάχιοτον...τα προς στην ειρήνη σου αποβλέποντα...» (Λουκ.ιθ:42).
Μακάρι να γνωρίζαμε ποιο είναι το
συμφέρον της ψυχής μας και να ζητούσαμε ανάλογα. Διότι ο Κύριος υποσχέθηκε ότι
θα καλύψει τις βασικές ανάγκες μας: «Άρτος θέλει δοθεί εις αυτόν, το ύδωρ
αυτού θέλει είσθαι βέβαιον.» (Ησ.λγ:16),
γι' αυτό οι απόστολοι συμβούλευσαν «έχοντας δε διατροφάς και σκεπάσματα, ας
αρκώμεθα εις ταύτα» (Α' Τιμ.ς:7)
και «Ο τρόπος σας έστω αφυλάργυρος, αρκείσθε εις τα παρόντα, διότι αυτός
είπε, Δεν θέλω σε αφήσει, ουδέ σε εγκαταλείψει..» (Eβρ.ιγ:5). Δεν μας υποσχέθηκε ο Κύριος, ούτε μας δίδαξαν οι
απόστολοι να μετατρέψουμε την προσευχή σε μια μηχανή αιτημάτων που έχουν σχέση
με τον καταναλωτισμό
Η απάντηση σ’ αυτούς που πήραν το
δρόμο της εκμετάλλευσης της γνωριμίας με το Θεό, για δικό τους όφελος, είναι, «Δεν εξεύρετε τι ζητείτε».
Μερικοί αγνοώντας την
προειδοποίηση του Κυρίου ότι «Εν τω κόσμω θέλετε έχει θλίψιν» (Ιωάν.ις:33) και των αποστόλων που
στήριζαν τις ψυχές των μαθητών, «διδάσκοντας ότι δια πολλών θλίψεων
πρέπει να εισέλθωμεν εις την βασιλεία του Θεού» (Πράξ.ιδ:22) προσεύχονται και ζητούν ασυλία από κάθε θλίψη. Η
απάντηση σ’ αυτούς από τον Κύριο μας που ήταν «άνθρωπος θλίψεων» (Ησ.νγ:3), είναι: «Δεν εξεύρετε τι ζητείτε».
Ο απόστολος Ιωάννης ήταν ο ένας
από τους δύο μαθητές που ζήτησε από τον Κύριο, να κάνει εις αυτούς, «ότι αν
ζητήσουν» (Μάρκ.ι:35)
παρανοώντας την υπόσχεση του Κυρίου ότι θα απαντήσει στις προσευχές και ότι «τα
πάντα είναι δυνατά εις τον πιστεύοντα». Περίπου εξήντα χρόνια αργότερα
έγραφε στους μαθητές: «Καί αύτη είναι η παρρησία, τήν οποίαν έχομεν πρός
αυτόν, ότι εάν ζητώμέν τι κατά τό θέλημα αυτού, ακούει ημάς. Καί εάν εξεύρωμεν
ότι ακούει ημάς ό, τι άν ζητήσωμεν, εξεύρομεν ότι λαμβάνομεν τά ζητήματα, τά
οποία εζητήσαμεν παρ' αυτού» (Α΄
Ιωάν.ε:14-15). Ο Ιωάννης κατάλαβε ότι ο Κύριος δίνει και απαντά εάν ζητάμε
κατά το θέλημα Αυτού και το θέλημα Αυτού είναι να ζητάμε «πρώτον την
βασιλεία Toυ» και όλα τα άλλα θα μας προστεθούν.
Πόσο ωραία ο Κύριος οριοθέτησε τα
αιτήματα της προσευχής μας! «...Είπε τις των μαθητών αυτού προς αυτόν,
Κύριε, δίδαξον ημάς να προσευχώμεθα……. Είπε δε προς αυτούς, Πάτερ ημών ο εν
τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το Όνομα σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το
θελημά σoυ, ως εν oυρανώ και επί της γης. Τον αρτον ημών τον επιούσιον δίδε εις
ημας καθ' ημέραν. Και συγχώρησον εις ημας τας αμαρτίας ημων, διότι και ημείς
συγχωρούμεν τoυς αμαρτάνοντας εις ημάς, και μη φέρεις ημάς εις πειρασμόν, αλλά
ελευθέρωσον ημάς από τους πονηρού..» (Λουκ.ια:1-4)
Επτά αιτήματα.
Πρώτα τρία αιτήματα για την
πνευματική ζωή.
Α)
Να ξεχωρίζουμε το Όνομα του Πατέρα από κάθε τι άλλο πράγμα στη ζωή μας.
Β)
Να ζητούμε να έλθει η βασιλεία Του μέσα μας και στο κόσμο.
Γ)
Να επιθυμούμε να γίνεται το θέλημα Του σε όλο το πλανήτη όπως και στα ουράνια.
Μετά ακολούθησαν τέσσερα αιτήματα
για τις ανάγκες μας για να καταλήξει ο Κύριος: «Αιτείτε», «Ζητείτε», και «Κρούεται»
μέσα στο πλαίσιο των επτά αιτημάτων του «Πάτερ ημών».
Έτσι ο Κύριος έθεσε τη βάση του τι
να ζητούμε στην προσευχή μας, οδηγώντας μας να ζητάμε πρώτα αυτά που άπτονται
της πνευματικής μας ζωής και μετά αυτά που έχουν σχέση με την κάλυψη των
βασικών μας -κυρίως καθημερινών αναγκών. Εάν έχουμε μετατρέψει τις προσευχές
μας σε μηχανισμό αιτημάτων για προσωπικές υλικές ανάγκες, τότε μάλλον «...ευθέως εμπορίαν ησκούμεν και ου
θεοσέβειαν».
Τότε θα ακούσουμε το ηχηρό «Δεν εξεύρετε π ζητείτε ...» και «Ζητείτε και δεν λαμβάνετε,
διότι κακώς ζητείτε δια να δαπανήσητε εις τας ηδονάς σας... (Ιάκ.δ:3).